Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (94) : Οι Παλιές Συνήθειες
Δύο μέρες αργότερα η κηδεία του Κώστα τελέστηκε σε βαρύ κλίμα. Τα γκρίζα σύννεφα κρέμονταν χαμηλά στον ουρανό, λες και οι ίδιοι οι ουρανοί έκλαιγαν για μια ζωή που χάθηκε πολύ σύντομα. Το μικρό παρεκκλήσι ήταν κατάμεστο από πενθούντες, οικογένεια, φίλους και γνωστούς. Όλοι ενωμένοι στη θλίψη τους.
Μια συμφωνία από λυγμούς κυμάτιζε στον αέρα, πιστά συνοδευόμενη από την ψαλτική φωνή του ιερέα.
Στάθηκα εκεί, ένας απλός παρατηρητής, αλλά η καρδιά μου πονούσε για όσους τον αγαπούσαν.
Κοίταξα προς τους γονείς του. Η μητέρα του είχε καταρρεύσει στα χέρια του άνδρα της, ρωτώντας τον Θεό τον λόγο που της άρπαξε το αγόρι της τόσο σύντομα.
Αυτό δεν ήταν θεϊκό σχέδιο, συλλογίστηκα. Αλλά ανθρώπινο σφάλμα. Ένα ατιμώρητο ανθρώπινο σφάλμα. Η αστυνομία δεν κατάφερε να συλλάβει κανέναν προς το παρόν.
Ο Τεό στάθηκε δίπλα μου, προσομοιάζοντας την όψη λευκού φαντάσματος. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό, η ματιά του κούφια κι απόμακρη, σαν να είχε δει πολλά από τη βαρβαρότητα τούτου του κόσμου.
Και εν μέρει αυτό ίσχυε.
Η εικόνα της Αμελί δεν διέφερε ιδιαίτερα, με μόνη διαφορά τα ασυγκράτητα δάκρυα που έβρεχαν κατά χειμάρρους τα μάγουλα της. Πέραν από την θλίψη της απώλειας, υποπτευόμουν ότι αισθανόταν κι ενοχές. Το λιγνό της κορμί έτρεμε βίαια καθώς έκλαιγε.
Έπιασα την καρδιά μου πάνω από το στήθος. Έριξα μια ματιά στον Τέο θέλοντας απελπισμένα να απλώσω το χέρι και να κρατήσω το δικό του. Το ήξερα ότι η τελευταία μας συνάντηση τελείωσε άσχημα, ανταλλάξαμε λόγια θυμωμένα και τοίχοι υψώθηκαν σε μια στιγμή. Αλλά αυτό δεν αφορούσε εμάς.
Επρόκειτο για τον Κώστα. Και η απουσία του Κώστα χάραξε ένα χάσμα πόνου που ανησυχούσα ότι μόνο θα διευρυνόταν αν αφεθεί αδιάφορο.
Έκανα ένα βήμα μπροστά.
Ο Τέο κοιτούσε ευθεία με την έκφραση του απόκοσμα κενή. Πέρασα το χέρι μου στο δικό του και το έσφιξα αβέβαιη για το ποια μπορούσε να είναι η αντίδραση του. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να το είχε τραβήξει, αυτό θα σήμαινε ότι εξέφραζε οργή, είτε θυμό. Ότι έτρεφε κάποιο συναίσθημα απέναντι μου. Αντί αυτού το χέρι του παρέμεινε άνευρο και κλεισμένο στην λαβή μου.
«Τέο», ψιθύρισα, πλησιάζοντας πιο κοντά, ελπίζοντας ότι η παρουσία μου θα μπορούσε να του προσφέρει κάποιου είδους παρηγοριά.
Αλλά δεν γύρισε να με κοιτάξει. Σκέφτηκα ότι η διαφωνία μας ήταν που άφησε ένα ρήγμα μεταξύ μας, ένα κάταγμα πολύ ωμό για να επισκευαστεί στη δίνη της θλίψης. Αλλά δεν άντεχα να τον βλέπω έτσι, οπότε πίεσα τον εαυτό μου να μιλήσει.
«Είμαι εδώ για σένα», έμεινε σιωπηλός, με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά, σαν να είχε παρασυρθεί το μυαλό του στα βάθη της απόγνωσης.
Ίσως χρειαζόταν χρόνο, είπα στον εαυτό μου, και έτσι στάθηκα πίσω, παρακολουθώντας τον πόνο να ξετυλίγεται σαν μια τραγωδία σε αργή κίνηση.
Μετά την κηδεία ο χρόνος κύλησε σε μια θολούρα. Οι περισσότεροι συναντιόνταν στο σπίτι του αποθανόντα για να πιουν στην μνήμη του. Τον αγαπούσαν πραγματικά κι αυτό έκανε την απώλεια του δυσβάσταχτη.
Το ήξερα το αίσθημα. Πολύ καλά μάλιστα.
Ύστερα μετακινούνταν στο σπίτι κάποιου άλλου για να μαστουρώσουν μέχρι που να πέσουνε ξεροί, ώστε να μην αισθάνονται το παραμικρό. Ιδίως τα αγόρια.
Ο Τέο ωστόσο δεν παρευρισκόταν σε αυτές τις συναντήσεις. Αντιθέτως γύρευε την απομόνωση. Έψαχνε να βυθιστεί μοναχός του στην απόγνωση και στράφηκε στο αλκοόλ να βρει καταφύγιο που πλέον ποτέ δεν απείχε μακριά από την προέκταση του χεριού του.
Την πέμπτη μέρα προτού να φύγω για το διαμέρισμα του Θέμη πέρασα από το σπίτι του.
Τον βρήκα να κάθεται στα σκοτάδια με μάτια που γυάλιζαν χωρίς καμία εστίαση.
«Τέο», αποτόλμησα να πω ξανά αλλά ακόμα και την εκφορά του ονόματος του την ένιωθα αυθάδικη στην άκρη της γλώσσας μου. Σαν να μην είχα δικαίωμα να επέμβω στην θλίψη του.
Οι φίλοι του τουλάχιστον θρηνούσαν μαζί ψάχνοντας να βρουν παρηγοριά ο ένας στη συντροφιά του άλλου. Τα κορίτσια τους αμετακίνητα από το πλευρό τους σταθήκανε βράχοι για εκείνους. Ο Μιχάλης είχε την Ροδούλα πλέον κι ο Μάριο την Μαριάνα. Παράξενα ζευγάρια, το γνωρίζω, αλλά καμιά φορά ανάμεσα στα πιο αταίριαστα άτομα εντοπίζεις τους ισχυρότερους δεσμούς.
Η Αμελί δεν τα πήγαινε καλύτερα. Μπορεί να μην κλεινότανε στον εαυτό της όπως ο αδερφός της αλλά και η δικιά της καταφυγή δεν προοριζόταν για επαίνους. Αναγνώρισα εύκολα τα σημάδια, σύντομα την έπιασα να κρατάει τα μικρά, λευκά χάπια στην παλάμη της. Ελαφρά ναρκωτικά, όπως ισχυρίστηκε σαν αυτά που μου έριξε, αλλά για μένα αποτελούσαν κόκκινη σημαία που κυμάτιζε καταμεσής μιας καταιγίδας.
Το γέλιο της χόρευε επικίνδυνα κοντά στα όρια της παράνοιας. Δοκίμασα να επέμβω... μία φορά για χάρη του αδερφού της αλλά κάθε προσπάθεια να την πλησιάσω την αντιμετώπιζε αμυντικά.
Ήταν όλα τόσο λάθος.
Οι μέρες γίνονταν νύχτες και το σκοτάδι κρεμόταν πάνω τους σαν δεύτερο δέρμα. Αισθάνθηκα ανακούφιση όταν ο Θέμης ξεπρόβαλε στο κατώφλι κουρασμένος κι ο ίδιος από τις δικές του καταβολές της καθημερινότητας.
Θα αποτελούσε για μένα τον καλύτερο αντιπερισπασμό από όλους.
Έδειξε κι ο ίδιος να χαίρεται αντικρίζοντας με καθισμένη στο ιδιόκτητο διαμέρισμα του. Δεν θα του το έλεγα βέβαια ότι δεν είχα κοιμηθεί εκεί ακόμη αλλά δεν ήταν ώρα για αντιλογίες.
Ο νυχτερινός αέρας πυκνός από ένταση, ήταν ένα χειροπιαστό μείγμα ανησυχίας και λαχτάρας καθώς διάβαινε την είσοδο, σκιαγραφημένος ενάντια στην απαλή λάμψη του φωτός της.
Οι ώμοι του ήταν πεσμένοι, τα μάτια του κουρασμένα, σαν να κουβαλούσαν το βάρος ολόκληρου του κόσμου που ξαφνικά ήταν πολύ ασήκωτο για εκείνον να το αντέξει. Ένιωθα εξίσου στραγγισμένη, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Στη σιωπή, περιηγηθήκαμε στον χώρο μεταξύ μας, ο καθένας πολύ απασχολημένος με τους δικούς του αγώνες για να γεφυρώσει το χάσμα με τις λέξεις.
Καθώς τον βοήθησα να βγάλει τα ρούχα του, τα δάχτυλά μου ακουμπούσαν το ύφασμα, δακτυλογραφούσαν το δέρμα του, τόσο οικείο σε εμένα όσο και το δικό μου.
Ξάφνου το βλέμμα του χρωματίστηκε από μια ανησυχητική διαπίστωση, στραμμένο στα ρούχα που φορούσα.
«Ρεβέκκα», είπε με φωνή βαριά από κούραση. «Γιατί δεν πήρες κανένα από τα καινούρια ρούχα στην ντουλάπα;»
«Δεν θέλω να φορέσω τίποτα που να ανήκει στην γυναίκα σου», ο τόνος μου βγήκε οξύς αλλά έβρισκα ανόητη κι αμυδρώς αισχρή την ερώτηση του.
«Δεν της ανήκουν», είπε με ένα συνοφρύωμα ψάχνοντας να διαλύσει την απροθυμία μου. «Μου τα χρέωσε στην πιστωτική και διέταξε να της τα στείλουνε εδώ»
«Και πάλι. Αυτά τα ρούχα προορίζονταν για εκείνη»
«Τότε πρέπει να αγοράσουμε καινούρια», με έναν αναστεναγμό ο Θέμης μουρμούρισε.
«Όχι, δεν θα μου αγοράσεις τίποτα», επέμεινα, νιώθοντας παγιδευμένη από τις συνέπειες της πρότασης του. Έσκυψε επικίνδυνα στο μέρος μου γραπώνοντας το στρίφωμα της λεπτής μπλούζας που φορούσα.
«Νομίζω πρέπει να τα ξεφορτωθούμε αυτά», είπε δευτερόλεπτα προτού φτάσει στα αυτιά μου ο ήχος του υφάσματος που σκιζόταν.
«Θέμη!», ούρλιαξα την ίδια στιγμή που ξεχείλωνε το λάστιχο της φόρμας μου που σωριάστηκε κατεστραμμένη κι αυτή στους αστραγάλους μου. «Τρελάθηκες; Δεν έχω φέρει τίποτα άλλο μαζί μου», ενώ διαμαρτυρόμουν με σθένος καπάκωσε την καμπύλη των γλουτών μου με τις χονδρές του παλάμες ανασύροντας με απότομα από το έδαφος.
«Μέχρι να συμφωνήσεις τότε, θα κυκλοφορείς μόνο με τα δικά μου ρούχα», είπε καθοδηγώντας μας στο κρεβάτι όπου και με άφησε να πέσω ανάσκελα. «Αν όχι, κι άλλα μπλουζάκια σου θα ακολουθήσουν»
«Πολύ βολικό για σένα», απάντησα, παρόλο που η ζεστασιά φύτρωνε μέσα μου έτσι όπως με κοιτούσε με αυτή την αναμφισβήτητη πείνα. Γέλασε, ένα σαρδόνιο μειδίαμα κατσάρωσε την άκρη των χειλιών του.
«Θύμωσες μαζί μου;», οι αναπνοές μας συμπλέχθηκαν σε ένα ζεστό κύμα αμοιβαίας λαγνείας.
«Πολύ!», γρυλίζω σφηνώνοντας μια φευγαλέα στιγμή το κάτω χείλος του ανάμεσα στα δόντια μου.
«Χμ... και τι θα κάνουμε τώρα για αυτό;», μουρμούρισε καθώς αφαιρούσε το εσώρουχο μου. Το σώμα του πίεσε το δικό μου και ένιωσα την επιθυμία του να φουσκώνει, κάτι παραπάνω από έτοιμη να συναντήσει τη δική μου.
Εφόσον είχα κάνει ήδη την αρχή με το πουκάμισο του δεν του ήτανε δύσκολο να αποχωριστεί το παντελόνι του. Ίσως θα έπρεπε να ορίσω κι εγώ έναν καινούριο κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο Θέμης θα επιτρεπόταν να κυκλοφορεί στο σπίτι μονάχα με το μποξεράκι.
Εκείνο το μαύρο ειδικά που αναδεικνύει φοβερά τον κώλο του.
Έσκυψε στο μέρος μου, αιχμαλωτίζοντας με το πεινασμένο του στόμα τα χείλη μου και γκρίνιαξα πιέζοντας τα γόνατα μου στα πλευρά του. Τα σώματά μας ενώθηκαν και πάλι σε έναν χαοτικό χορό ανάγκης και πάθους. Κάθε άγγιγμα δυνάμωνε την φλόγα που απειλούσε να μας καταβροχθίσει και τους δύο.
Τα δάχτυλα του γλίστρησαν χαμηλότερα εκεί που η επιθυμία μεταφραζόταν στην πιο υλική μορφή της. Χάιδεψαν την απαλή σάρκα κι ύστερα εισχώρησαν αργά, με τρυφερότητα στον κόλπο μου τεντώνοντας με, προετοιμάζοντας με για αυτό που θα ακολουθούσε.
Γκρίνιαξα απελπισμένη για περισσότερα και με ένα γρύλισμα ο Θέμης διεκδίκησε ξανά το στόμα μου, με την γλώσσα του να μιμείται τις κινήσεις των δαχτύλων του καθώς βουτούσαν μέσα και έξω από τον υγρό μου πυρήνα. Ταίριαξα με τον ρυθμό του, το πάθος και την ανάγκη του να τα διεκδικήσει και τα δύο.
Και ήμουνα κάτι παραπάνω από πρόθυμη να του τα παραδώσω.
«Θέμη μου», βόγκηξα γαντζώνοντας την πλάτη του, αγκαλιάζοντας με δάχτυλα, που κινούνταν σαν τα πλοκάμια από την έκσταση, τον αυχένα του.
Τράβηξε απαλά τα δάχτυλα του από μέσα μου, η ιδέα ενός οργασμού γυάλιζε στην άκρη τους και χρησιμοποίησα τις φτέρνες να απομακρύνω το εσώρουχο του. Χρειάστηκε να με βοηθήσει φυσικά αλλά η ιδέα της τριβής των ποδιών μου πάνω στο σκληρό του μέλος τον ενθουσίαζε. Έτσι συνέχισα να το κάνω με ένα λάγνο χαμόγελο στα χείλη.
Έκλεψε φυσικά λίγο χρόνο να βρει προφυλακτικό να φορέσει αφήνοντας μας αμφότερους σε αγωνία. Το πέρασε με απροθυμία πάνω στον ανδρισμό του, ένας ενοχλημένος μορφασμός χάραξε γραμμές γύρω από τα μάτια και το συσπώμενο στόμα του αλλά το ξεπέρασε γρήγορα σαν πήρε θέση ανάμεσα στα σκέλια μου.
Φίλησε τους αστραγάλους εξετάζοντας ταυτόχρονα την κάποτε πληγμένη περιοχή των πατουσών μου.
«Χρησιμοποιείς ακόμη την κρέμα που σου έδωσα;», με ρώτησε μαλάσσοντας γλυκά το σημείο και λύγισα το πόδι μοστράροντας το λες κι έπαιρνα πόζα σε φωτογραφία με μαγιό.
«Δεν μπορείς να το καταλάβεις;», γουργούρισα με νάζι. Τα περιεργάστηκε τρίβοντας το δέρμα, εξετάζοντας το από άκρη σε άκρη και το φίλησε ξανά.
«Είναι πολύ απαλά», τα χείλη του ακολούθησαν ανοδική πορεία σκαρφαλώνοντας από τους ταρσούς μέχρι την εσωτερική πλευρά των μηρών μου και σταμάτησαν κάτω από τον αφαλό μου. «Παντού είσαι απαλή», έτριψε το κεφάλι του φαλλού του βαριανασαίνοντας στην ανοιχτή μου είσοδο. «Αλλά εδώ...», αναστέναξα καθώς εισχώρησε λίγα εκατοστά μόλις. «Εδώ είσαι απλά υπέροχη»
«Ωω», έκανα ρίχνοντας πίσω το κεφάλι καθώς εισέβαλε μέσα μου με μία μονάχα αργή και βασανιστική ώθηση.
Σφίχτηκα γύρω του κι ο Θέμης κόντεψε να καταρρεύσει πάνω στο στήθος μου. Βόγκηξα δυνατά. Η πλάτη μου κύρτωσε σχηματίζοντας ένα τέλειο τόξο και τα μάτια μου γυρίσανε στο ταβάνι καθώς με γέμιζε.
Η ένωση μας υπήρξε μια βαθιά σύγκρουση, μια υπενθύμιση ότι η χαρά και η λύπη μπορούσαν να συνυπάρξουν, ακόμη και στα σκοτεινότερα βάθη της νύχτας. Ακόμη και τις σκοτεινότερες μέρες.
Ο Θέμης άρχισε να κινείται, με τις ωθήσεις του βαθιές και σκόπιμες καθώς έψαχνε να σβήσει εκείνη την μανιασμένη φλόγα που έκαιγε στον βουβώνα του.
Τα σώματα μας κινήθηκαν σαν ένα και η άλλοτε άδεια κρεβατοκάμαρα του Θέμη γέμισε από τις παθιασμένες μας κραυγές. Το σώμα του με κάλυψε κι ανασήκωσα τους γοφούς να συναντήσω τις κινήσεις του. Τα νύχια μου έσκαψαν την πλάτη του καθώς ένιωθα την κορύφωση να χτίζεται βαθιά μέσα μου.
Ο Θέμης επιτάχυνε τον ρυθμό του, η ανάσα του έβγαινε με κοφτές αναθυμιάσεις καθώς κυνηγούσε την δική του απελευθέρωση.
«Μαζί;», με ρώτησε ανίκανος να συγκρατηθεί για πολύ ακόμα.
«Μαζί», συμφώνησα και με βλέμματα που αναμετριόνταν για χάρη της ηδονής, οδεύσαμε ταυτοχρόνως προς την λύτρωση. Οι ωθήσεις του δυνάμωσαν, αυξήθηκαν σε ταχύτητα προτού να επέλθουν οι τελευταίες, ισχυρότατες εισβολές του. Οι όρχεις του προσέκρουσαν επάνω στο περίνεο μου και τότε γεμίζοντας με εντελώς φωνάξαμε και οι δύο μας με τα ουρλιαχτά μας έναν παράλογο αλαλαγμό καθώς αγγίζαμε παρέα τον ουρανό.
Τον αγκάλιασα με τόση δύναμη που νόμιζα θα μου πάθει ασφυξία αλλά κι ο ίδιος έδειξε να έχει ανάγκη αυτού του είδους την επαφή. Τα πόδια μου τυλίχτηκαν σε έναν ερασιτεχνικό κόμπο γύρω του και τον κράτησα από τον σβέρκο σφιχτά.
Αναρωτήθηκα αν θα σταματούσα ποτέ να τον επιθυμώ τόσο πολύ.
Ο Θέμης σηκώθηκε να ξεφορτωθεί το προφυλακτικό και όντας σωστός κύριος επέστρεψε κρατώντας μια δική του βαμβακερή κοντομάνικη στα χέρια. Όταν μου την πέταξε περίμενα μια στιγμή να βεβαιωθώ ότι μύριζε σαν εκείνον προτού την περάσω πάνω μου.
«Είναι σίγουρα καλή ιδέα να κοιμηθούμε ξανά εδώ;», τον ρώτησα καθώς μας παρέσυρε και τους δύο να ξαπλώσουμε. Ήταν ολοφάνερο πως χρειαζόταν ύπνο απεγνωσμένα. «Εννοώ, πότε έχεις να αλλάξεις σεντόνια από την τελευταία φορά που... έφερες παρέα πριν από μένα;», όχι ότι το σπίτι δεν ήταν καθαρό βέβαια. Και είχα ήδη κοιμηθεί μία φορά οπότε ποιο στο καλό ήτανε το πρόβλημα μου;
Ο Θέμης ξεφύσησε βολεύοντας με στην αγκαλιά του, περνώντας το μπράτσο γύρω από τη μέση μου.
«Είσαι η πρώτη που κοιμάται εδώ», ψιθύρισε πάνω στα μαλλιά μου. «Και πολύ πιθανόν η μοναδική», η καρδιά μου χτύπησε ξέφρενα.
Τι εννοούσε με αυτό; Ότι άλλαξε γνώμη και δεν είχε πρόθεση τελικά να με αφήσει;
Ήθελα να τον ρωτήσω, αλλά μέχρι να βάλω σε σειρά τις λέξεις στο μυαλό μου ικανή να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη ερώτηση είχε ήδη αποκοιμηθεί.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Το ζεστό βάρος του χεριού που έχει τυλιγμένο γύρω μου το αισθάνομαι ξένο και καινούριο μα απόλυτα σωστό. Το να ξυπνήσω στην αγκαλιά του φάνταζε όνειρο άφταστο για μένα και τώρα που το είχα εισπράξει δεν διανοούμουν να το εγκαταλείψω.
«Καλημέρα», ανταποδίδω αγουροξυπνημένα την δική του πρώτη καλημέρα, μιας και έχει ήδη ξυπνήσει παρακολουθώντας με δεν ξέρω κι εγώ για πόση ώρα.
«Καλημέρα», επαναβολεύομαι περιστρεφόμενη έτσι ώστε να τον κοιτάζω στα μάτια. «Πόση ώρα με παρακολουθείς;»
«Αρκετή», αποκρίνεται σκύβοντας να μου χαρίσει ένα ανάλαφρο, πρωινιάτικο φιλί και φωλιάζω στο πλευρό του. Η παρουσία του σταθεροποιεί το κάπως ανήσυχο πνεύμα μου, κι όμως, νιώθω το άρρητο βάρος στον αέρα.
Η σιωπή του είναι σαν μανδύας τυλιγμένος γύρω μας. Ο Θέμης βρίσκεται εδώ, αλλά το μυαλό και οι σκέψεις του απασχολούνται αλλού. Για αυτό και τα ανείπωτα πράγματα που τριβελίζουν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όπως «Τι μέλλεται τώρα;» και «Τι είναι αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας;» αφήνονται προς το παρόν στην άκρη.
Αποφασίζοντας να σπάσω την σιωπή, του εξιστορώ συνοπτικά όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη λεπτομέρεια που δεν έλεγε να με αφήσει ήσυχη.
«Μάρτυρες λένε ότι τον πατήσανε εις διπλούν», το λέω κι ανατριχιάζω. «Σαν να μην τους έφτανε η μία φορά»
«Η αστυνομία είπε τίποτα;», σφίγγω το χέρι του που γαργαλάει το μπράτσο μου.
«Μόνο ότι το ερευνούν», αποκρίνομαι.
«Περίεργο», ο Θέμης μετατοπίζεται ελαφρά για να με κοιτάξει με εκείνα τα βαθιά, διερευνητικά μάτια που μοιάζουν να εισχωρούν απευθείας μες στην ψυχή μου. «Είχε εχθρούς; Ήτανε μπλεγμένος σε καμία συμμορία;»
«Δεν ξέρω», απαντώ και το στομάχι μου αναδεύεται ξαφνικά στο ενδεχόμενο πιθανής... «Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να είναι σκόπιμο;»
«Δεν αποκλείεται», κάποιος άλλος ίσως να προτιμούσε να με καθησυχάσει, μα ένα από διακεκριμένα χαρακτηριστικά του Θέμη αποτελεί η αφιλτράριστη ειλικρίνεια του.
Δεν με αντιμετωπίζει σαν παιδί. Σαν νεαρό κορίτσι που δεν έχει μυηθεί ακόμη στην σκληρή πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας.
«Θεέ μου», σφίγγομαι κι άλλο μαζεύοντας τα γόνατα κοντύτερα στο στήθος μου έτσι που να κουλουριαστώ.
«Πόσο κοντά ήσασταν;», η ερώτηση του με ξαφνιάζει.
«Όχι πολύ. Σπανίως τον έβλεπα από τότε που εμείς...», που εγώ, συναίνεσα στην συμφωνία του. «Γιατί ρωτάς;»
«Δεν θέλω να βρεις τίποτα μπλεξίματα εξαιτίας αυτών των ανθρώπων», σαλεύω αναστατωμένη από τον απαξιωτικό τόνο της φωνής του.
«Μην μιλάς έτσι για εκείνους»
«Πώς δηλαδή;»
«Σαν να μετράνε λιγότερο», του είχα ήδη εξομολογηθεί πόσο άσχημα αισθανόμουν, νιώθοντας υπαίτια για τον θάνατο του πατέρα μου. Όσες αντιρρήσεις κι αν έφερνε εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να πάψω να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν αντί να γκρινιάξω σαν το μυξιάρικο έσφιγγα τα δόντια και πολεμούσα με θάρρος στα γήπεδα ακριβώς όπως με είχε διδάξει τόσα χρόνια.
Το χέρι του σηκώνει το πηγούνι μου μέχρι που να ευθυγραμμιστούν οι ματιές μας.
«Απλώς θέλω να είσαι ασφαλής»
«Μα είμαι», αποκρίνομαι με περίσσεια βεβαιότητα και ξεφυσάει.
«Χρειάζεται να σου θυμίσω τι συνέβη;»
«Θα το κάνεις ούτως ή άλλως για να με μεταπείσεις», κανονικά θα έσκυβε να φιλήσει τον λαιμό μου αλλά έχει σοβαρέψει απότομα.
«Δεν σε θέλω κοντά τους», μουρμουρίζει χαμηλόφωνα. «Σε κανέναν από αυτούς»
«Ούτε και κοντά σου θα έπρεπε να βρίσκομαι», λέω με τόνο ελαφρώς κατηγορικό κι ο Θέμης παράγει ήχους πνιχτούς, στην απομίμηση ενός γέλιου.
«Ισχύει», η ανάσα του χαϊδεύει το αυτί μου. «Αλλά για κάποιον λόγο δεν σου πάει η καρδιά να με αφήσεις», τον οποίο λόγο αν τολμήσω να ξεστομίσω θα πάρει την υπερταχεία ολοταχώς για Αθήνα.
«Μην δίνεις κι όρκο», του πετάω ψέματα κατάμουτρα αλλά ο Θέμης απτόητος ξεκινά να αφυπνίζει με φιλιά το υπόλοιπο κορμί μου ξεκινώντας από την καμπύλη του λαιμού μου.
Τη στιγμή που παραδίνομαι ανταποκρινόμενη χουζουρεύοντας μαζί του κάτω από τα σκεπάσματα ακούμε την εξώπορτα να ανοίγει. Με κλειδί γυρισμένο στην υποδοχή μάλιστα.
Προς στιγμήν τρομοκρατιέμαι, τραβάω το πάπλωμα μέχρι πάνω τσαλακώνοντας το στην άκρη μέχρι να εμφανιστεί στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας ο Ηλίας.
«Κοντεύει να μεσημεριάσει μεγάλε. Μην με παρεξηγείς, χαίρομαι αφάνταστα να σε βλέπω να παίρνεις ένα διάλειμμα πότε πότε, αλλά δεν νομίζεις πως βρήκες λάθος περίοδο να το...», εκείνος είναι τώρα που τρομοκρατείται σαν μας αντικρίζει. «Λάθος διαμέρισμα;», έκπληκτος μα και ταυτοχρόνως σαρκαστικός ρωτάει.
«Βγες έξω!», ο Θέμης εκσφενδονίζει ένα ακριβό μοκασίνι στο μέρος του αλλά ευτυχώς προλαβαίνει να κλείσει την πόρτα. Η στιγμή μας έχει διαλυθεί οπότε ντυνόμαστε να προϋπαντήσουμε τον Ηλία στο σαλόνι.
«Σε βλέπω όλο και συχνότερα τελευταία», λέει, σκανάροντας μία στα γρήγορα τα ρούχα μου αναγνωρίζοντας πως ανήκουν στον Θέμη.
«Ναι», ντροπαλά αποκρίνομαι τραβώντας τα μανίκια της φούτερ στις γροθιές μου που ανοιγοκλείνουν νευρικά.
Ο Θέμης παραμένει προς το παρόν αμίλητος έχοντας υιοθετήσει το ύφος εκείνο του αδιάβαστου μαθητή.
«Έφερα πρωινό οπότε μπορούμε να καθίσουμε όλοι μαζί», γνέφει προς το μπαλκόνι και κατευθυνόμαστε κατακεί.
Βγάζει από την σακούλα χαρτόκουτα γεμάτα γλυκά κρουασάν και καναδυό αλμυρά φουρνιστά. Καταλήγω σε ένα με σπανάκι μιας και πλησιάζουν οι μέρες μου οπότε λέω να αξιοποιήσω τον σίδηρο.
Η ατμόσφαιρα είναι κάπως ψυχραμένη. Κυρίως μεταξύ τους. Κι αυτό που με θλίβει είναι πως ευθύνομαι εγώ για αυτήν την ανατροφοδοτούμενη παθητική επιθετικότητα, καθώς προτού με δει ο Ηλίας ακουγόταν χαλαρός. Τώρα απλώς δείχνει καχύποπτος.
«Οπότε... έμεινες για το βράδυ;», με ρωτάει και κοιτάζω κλεφτά τον Θέμη που παίζει τα δάχτυλα του στην άκρη του τραπεζιού φουσκώνοντας τα ρουθούνια του.
«Ναι», απαντώ ξανά.
«Το σκέφτεσαι για μόνιμα;»
«Όχι», λέω κι ο Θέμης ανακάθεται στρεφόμενος στο μέρος μου. «Δεν έχω αποφασίσει ακόμη», απευθύνομαι στον Ηλία μόλο που κοιτάζω τον Θέμη με ένα ύφος του τύπου σταμάτα να φορτώνεις χωρίς λόγο.
«Το έχει...», υπογραμμίζει. «Αποφασίσει»
«Όχι, δεν έχω», αντιτείνω όταν την προσοχή και των δύο αποσπά το σκωπτικό γελάκι του Ηλία.
«Χαριτωμένο. Πολύ χαριτωμένο να σας βλέπω να τσακώνεστε σαν ένα πραγματικό ζευγάρι», καταπίνει μία την μπουκιά του συνοδεύοντας την με καφέ. «Ερώτηση», κάνει βήχοντας. «Την έχεις καλέσει στο πάρτι γενεθλίων σου το επόμενο Σάββατο;», σχεδόν πνίγομαι γιατί ξαφνικά θυμάμαι πως έχω να περάσω από το ταχυδρομείο μια βόλτα.
Εννοείται πως δεν έχω λησμονήσει τα γενέθλια του.
«Όχι δεν έχω», ο Θέμης φουσκώνει σαν αλιγάτορας έτοιμος να του χυμήξει του.
«Να έρθεις Ρεβέκκα. Θα είναι υπέροχα. Όπως κάθε άλλη χρονιά», κλείνει με κατεργάρικη διάθεση το μάτι στον Θέμη.
«Ηλία», πάει να μιλήσει ήρεμα στην αρχή και σε αυτό το σημείο έχω την προαίσθηση ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί.
«Θα υπάρχουν χορεύτριες, μερικά μοντέλα, και φυσικά... οι φίλοι του Θέμη», πηρουνιάζει νευρικά το φαγητό του ενόσω εγώ βουλιάζω στην καρέκλα μου. Αναμασάω την ίδια μπουκιά και πίνω καταναγκαστικά νερό ώστε να την κατεβάσω. «Ναι. Οι φίλοι του λατρεύουν τα πάρτι του. Καλύτερα να εμφανιστείς με τα εσώρουχα σου ή... χωρίς αυτά», σηκώνει τους ώμους του. «Κανένας δεν πρόκειται να νοιαστεί ούτως ή άλλως»
«Ηλία!», του φωνάζει αυτήν την φορά κι ο Ηλίας στο δευτερόλεπτο ακινητοποιείται, ενώ ο Θέμης τον καρφώνει βλοσυρά, ολοφάνερα εκνευρισμένος.
Δεν τολμάει ωστόσο να κοιτάξει εμένα έτσι σηκώνομαι πρώτη, απογοητευμένη από την καρέκλα μου.
«Θα πάω να αλλάξω», και μετά σκοπεύω να εξαφανιστώ.
Κλείνω με δύναμη την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω μου. Τι στο καλό περίμενα;
Ότι επειδή κοιμήθηκε μαζί μου κι άρχισε να δείχνει μερικά σημάδια αληθινής και γνήσιας εμπάθειας, που θα μπορούσαν κάλλιστα να παρερμηνευτούνε σαν σημάδια αγάπης από ένα αφελές κοριτσάκι σαν εμένα, θα άλλαζε το παραμικρό;
Μα και βέβαια όχι, ο Θέμης είναι το άλφα αρσενικό που μπορεί να πηδήξει όποιο θηλυκό του γυαλίσει.
Απλώς κατάφερα να σκαρφαλώνω λίγο ψηλότερα στην λίστα με τις προτιμήσεις του.
Θεέ μου, είμαι ηλίθια! Κι ο Ηλίας... γαμώτο προσπαθεί μονίμως να μου ανοίξει τα μάτια κι εγώ αρνούμαι να δω την καθαρή αλήθεια.
Οι φωνές τους δεν σταματάνε να γαργαλούν τα αυτιά μου και σύντομα προσέχω το ανοιχτό παραθυρόφυλλο που βγάζει στο ίδιο μπαλκόνι με του σαλονιού.
«Σταμάτα να παρεμβαίνεις στις υποθέσεις μου», ο Θέμης με σφιγμένα δόντια τον προειδοποεί.
«Κοιμήθηκες μαζί της», παραθέτει λες και διαπράξαμε κάνα έγκλημα.
«Και τι με αυτό;»
«Με δουλεύεις τώρα έτσι;», ακούγεται έτοιμος κι αυτός να εκραγεί. «Είναι φίλη μου. Ο,τι και να την θεωρείς εσύ για μένα πάντα θα είναι σημαντικότερη από την προσωπική σου... ψυχαγώγηση», φτύνει απογοητευμένος από την στάση του Θέμη.
«Δεν είναι η ώρα, ούτε το μέρος», ανησυχώ πως θα το πάνε για πραγματικό καβγά και στην καμία των περιπτώσεων δεν θέλω να γίνω η αιτία να τσακωθούνε. Ξεγλιστρώ γρήγορα από την κρεβατοκάμαρα ντυμένη με τα φαρδιά ρούχα του Θέμη.
«Στοιχηματίζω πως μπορείς να κρύψεις ολόκληρο οπλοστάσιο εκεί κάτω. Οι Ταλιμπάν σίγουρα θα ενέκριναν», επιλέγω να μην γελάσω με το κακεντρεχές αστείο. «Τι στο καλό απέγιναν τα ρούχα σου;», πάω να μιλήσω, καταλήγω όμως να αναστενάξω κλίνοντας δυσαρεστημένη το κεφάλι από τα πλάγια. «Τέλος πάντων», σπρώχνει πίσω την καρέκλα του κι ο Ηλίας. «Λέω να σας αφήσω στην ησυχία σας τώρα. Η δουλειά μου εδώ τελείωσε»
«Ναι, και η δική μου το ίδιο», μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια. «Μπορείς να με πάρεις μαζί σου;», ευθύς μου γνέφει καταφατικά.
«Ρεβέκκα», σηκώνεται κι ο Θέμης προσπαθώντας δεν ξέρω κι εγώ τι να σώσει. Ας βάλουμε έναν επίλογο καλύτερα για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
«Θα με περιμένεις απέξω;», ζητώ ευγενικά από τον Ηλία να μας αφήσει μόνους και μου κατανεύει εναλλάσσοντας εναγωνίως ματιές ανάμεσα σε εμένα και τον Θέμη προτού αποχωρήσει.
«Ρεβέκκα εγώ...», κάνει να βηματίσει στο μέρος μου, οι λέξεις σκαλώνουνε τρίζοντας στα τοιχώματα του λαρυγγιού του κι ύστερα τις εξαϋλώνει εκπνέοντας δυσανασχετημένα. «Δ-δεν ξέρω τι να πω»
«Τι σύμπτωση», υπομειδιώ προς απάντηση. «Το ίδιο κι εγώ», έχω την εντύπωση πως αμφότεροι είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα. Όπως δεν είναι εύκολο για μένα να διαχειριστώ το στάτους της ζωής του, δεν είναι εύκολο για εκείνον να διαχειριστεί την στάση μου απέναντι του.
Δεν με κορόιδεψε ποτέ του. Υπήρξε ανέκαθεν ξεκάθαρος, επομένως δεν έχω κανένα δικαίωμα να του θυμώνω.
«Δεν ήθελα να το μάθεις έτσι»
«Δεν πειράζει», εκπονώ ένα χαμόγελο που δεν αγγίζει στο ελάχιστο τα αυτιά μου. «Δεν είναι δα και κάτι καινούριο. Συμφώνησα σε αυτό που κάνεις σωστά;»
«Όμως είσαι θυμωμένη»
«Όχι», λέω και το εννοώ χωρίς να προσπαθώ να καταπραΰνω τον πόνο στο στήθος μου. «Παραδόξως όχι», απογοητευμένη σίγουρα, πληγωμένη επίσης, αλλά όχι θυμωμένη. «Υποθέτω ότι θα μου τηλεφωνήσεις όταν επιστρέψεις σε δύο εβδομάδες», και μέσα σε αυτές τις μέρες αμφιβάλλω αν θα επικοινωνήσουμε καθόλου.
«Ρεβέκκα...», αποπειράται να πλησιάσει κι άλλο οπότε οπισθοχωρώ ενστικτωδώς σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
«Όχι», η φωνή μου παρακλητική. «Μην το κάνεις αυτό. Δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε άλλο. Το καταλαβαίνω. Είσαι ακλόνητα πιστός στις πεποιθήσεις σου. Συγχαρητήρια Θέμη»
«Είναι μόνο ένα πάρτι Ρεβέκκα. Ένα ανόητο πάρτι γενεθλίων»
«Με μοντέλα και χορεύτριες που μπορούν να εμφανιστούν με τα εσώρουχα τους. Ή... χωρίς αυτά», επαναλαμβάνω τα λόγια του Ηλία στον ίδιο επακριβώς ειρωνικό τόνο δαγκώνοντας τα χείλη μου ώστε να μην δακρύσω. «Καλά να περάσεις Θέμη»
«Δεν ήθελα να το μάθεις έτσι. Θα σου το έλεγα πως...»
«Φοβερή πρόοδος. Και τι ακριβώς περίμενες από μένα να κάνω; Να νιώσω χαρούμενη γνωρίζοντας ότι θα πας να βγάλεις τα μάτια σου με άλλες;», δεν υπάρχει ίχνος ενσυναίσθησης μέσα του;
«Όχι. Θα σου μιλούσα σχετικά...», μαγκώνεται συγκρατώντας τις λέξεις κι αρπάζομαι.
«Σχετικά με τι;», ρωτάω, αναστενάζει τρίβοντας με τις παλάμες το πρόσωπο του.
«Εμάς», πάει να κάνει ακόμη ένα βήμα προς τα εμπρός όταν ο Ηλίας κορνάρει από κάτω.
«Συγνώμη Θέμη», οι λέξεις μου πέφτουν κενές από συναίσθημα και ξεπροβοδίζομαι μοναχή. «Το ξέρω πως είπα ότι είμαι εντάξει με αυτό αλλά... χρειάζομαι λίγο χρόνο, εντάξει; Χρόνο να συνηθίσω στην ιδέα», κλείνω την πόρτα πίσω επιλέγοντας το ασανσέρ αντί για σκαλοπάτια μιας και δεν εμπιστεύομαι τα πόδια μου.
Κάπως όλα ξεκαθαρίζουν τώρα στο σακατεμένο μου μυαλουδάκι.
Σκόπευε να με αφήσει, αλλά μάλλον φοβήθηκε πως θα πάθαινα τίποτα με το Deja Vu από το ατύχημα του Κώστα. Εξού και η παρήγορη πλευρά του. Εγώ φταίω που ερμήνευσα λανθασμένα τις κινήσεις του, πιστεύοντας ότι θα αποχωριζόταν ποτέ τις έκφυλες συνήθειες του.
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του Ηλία μας τυλίγει μια παράξενη σιωπή, βαριά αλλά εύθραυστη. Το ξέρω πως ανησυχεί, όμως κρατώ τα μάτια καρφωμένα στον δρόμο μπροστά ψάχνοντας να αποφύγω συζητήσεις για χωρισμούς και ραγισμένες καρδιές.
Μπορεί να μην κλαίω αυτήν την φορά αλλά η κακοκεφιά μου είναι παραπάνω από προφανής. Ο Ηλίας ευτυχώς σέβεται την άρρητη έκκληση μου για χώρο και με ένα οικείο σφίξιμο του χεριού μου ζωντανεύει το αυτοκίνητο με το πάτημα ενός κουμπιού.
Ζητάει την διεύθυνση του σπιτιού μου αλλά έχω μια δουλειά να τακτοποιήσω πρώτα.
«Μπορείς να με πας στο ταχυδρομείο δίπλα στο λιμάνι;», μου γνέφει. Αναγκαζόμαστε να αφήσουμε το αμάξι κάπου πεντακόσια μέτρα παραπέρα, μιας και το συγκεκριμένο υποκατάστημα τοποθετείται σε έναν στενό, συχνής κυκλοφορίας δρόμο κοντά στον Λευκό Πύργο.
Περπατάμε μαζί ως το ταχυδρομείο δίνοντας την λανθασμένη εντύπωση στους περαστικούς και τους εργαζόμενους του καταστήματος πως είμαστε ζευγάρι.
Κατά την ανάκτηση του πακέτου, μία μίξη συναισθημάτων στριφογυρνά μέσα μου, καθένα από τα οποία αναστατώνει τον ομαλό ρυθμό των καρδιακών μου χτύπων.
«Θες να πιεις έναν καφέ;», προτείνει ο Ηλίας που το συλλογίζεται ύστερα. «Πορτοκαλάδα;», διορθώνει γελαστός με μισόκλειστο μάτι και γνέφω θετικά ευγνώμων για τον αντιπερισπασμό.
Καταλήγουμε σε μια γραφική καφετέρια με θέα στα κύματα και καθώς το πλούσιο άρωμα του καφέ μας τυλίγει, επιτρέπω στον εαυτό μου να εκπνεύσει αργά.
Μόλις τακτοποιούμαστε δεν μπορώ πλέον να αντισταθώ στο δέλεαρ του πακέτου και το ανοίγω, σχίζοντας με κλειδί την κολλητική ταινία με την οποία είναι σφραγισμένο το σκληρό χαρτόνι κι αποκαλύπτω το απαλό βελούδο μιας κοσμηματοθήκης.
Ο Ηλίας γέρνει μπροστά με περίεργα μάτια, και καθώς το ανοίγω το φως του ήλιου αιχμαλωτίζει το ασήμι μέσα του που αστράφτει εκτυφλωτικό.
Είναι ένα βραχιόλι, περίπλοκα σχεδιασμένο και φτιαγμένο στο χέρι από τον απίστευτα ταλαντούχο τεχνίτη κοσμημάτων που έχει στην δούλεψη της η μητέρα μου. Του ζήτησα να μου το φτιάξει για τον Θέμη.
«Τι είναι αυτό;», ο Ηλίας ρωτάει με τη ζεστασιά του ενδιαφέροντος του να με τυλίγει σαν απαλή κουβέρτα.
«Είναι ένα βραχιόλι», απποκρίνομαι, δαγκώνοντας τα χείλη καθώς προσπαθώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις να το περιγράψω. «Είναι φτιαγμένο από πέτρες οψιδιανού. Ξέρεις, για να κρατάς μακριά τους εφιάλτες. Σαν αυτό που του έδωσε, η μητέρα του Θέμη όταν ήταν μικρός», η απορία αιωρήθηκε ανάμεσα μας, έτσι κατάλαβα πως ο Ηλίας δεν γνώριζε την πονεμένη ιστορία των παιδικών του χρόνων.
Συνεχίζω ιχνηλατώντας με τις άκρες των δαχτύλων τα ανάγλυφα χαρακτηριστικά του. Το ασημένιο κορδόνι είναι ξεκούμπωτο, εύκαμπτο αλλά ισχυρό, χονδρό στο πάχος ώστε να ταιριάζει στην διάμετρο του καρπού του Θέμη και στην μία του άκρη φαίνεται το κεφάλι ενός ταύρου, ενώ στην άλλη η ουρά ενός σκορπιού που αντανακλά το ζώδιο του.
Ο Ηλίας παίρνει να του ρίξει μια προσεκτικότερη ματιά. Δείχνει εντυπωσιασμένος, αν όχι συγκινημένος.
«Ρεβέκκα, συγνώμη για...», δεν χρειάζεται να συνεχίσει.
«Μην πεις τίποτα. Δεν έκανες τίποτα κακό», κατανεύει χωρίς να μου έχει πειστεί ιδιαίτερα. «Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;»
«Και βέβαια», εκπνέει κοφτά θεωρώντας περιττή την ερώτηση.
«Μπορείς να του το δώσεις να το ανοίξει στα γενέθλια του;», με κοιτάζει προβληματισμένος.
«Τέτοιο δώρο δεν θα ήταν καλύτερα να το παραδώσεις η ίδια;»
«Όχι. Βάλε το ανάμεσα στα άλλα που θα ανοίξει», στην τελική μπορεί να μην του αρέσει καν ή να του περάσει αδιάφορο. «Μην του πεις από ποιον είναι», του ζητάω και παίρνει μια βαθιά ανάσα αντί να εκφράσει με λόγια την απογοήτευση του για την απόφαση μου.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Υστερογραφικό Σημείωμα της Wanna Be Συγγραφέως :
Μην με σκοτώσετε ακόμη !!!
Κάντε λίγο υπομονή μέχρι την Παρασκευή να ανεβάσω το επόμενο και μετά αποφασίζετε.
Κάθε βρισίδι ωστόσο είναι καθόλα κατανοητό & ευπρόσδεκτο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top