Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (91) : Στους Νέους Φίλους
Αγαπημένες, (να με συγχωρήσετε) σας αφήνω μια φιλική σημειωσούλα.
Το συγκεκριμένο κεφάλαιο όταν το έγραψα κανονικά προηγούνταν των άλλων.
Αυτή η σκηνή ήτανε να συμβεί πρώτη με την επιστροφή του Θέμη αλλά δεν μου κολλούσε κάπως,
γιατί όπως θα διαπιστώσατε μέλημα μου ήτανε να εμβαθύνω στα συναισθήματα και τις σκέψεις τους.
Για αυτό αν συναντήσετε τυχόν αστοχίες, τίποτα που να σας συγχύζει,
ακόμη κι επαναλήψεις από προηγούμενα κεφάλαια
(εννοείται να μου το επισημάνετε)
απλά να μου δώσετε λίγο χρόνο για τις όποιες διορθώσεις.
Και πάλι αν κάπου, κάτι σας χαλάσει η ροή συγνώμη, σας υπόσχομαι να το φτιάξω.
Τα Φιλάκια μου ***
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Ο Θέμης δεν καταφέρνει να σηκωθεί το επόμενο πρωί να φύγει στην δουλειά έτσι κοιμάται βαθιά ως το μέσο της ημέρας. Εγώ από την άλλη παρά τις εντολές του κύριου Πέρη σηκώνομαι χαράματα. Ο ύπνος εξακολουθούσε να είναι δύσκολος χθες βράδυ έτσι θεώρησα πως θα ήταν καλή ευκαιρία να ξεθεωθώ στην δουλειά, μπας και τεθεί το μυαλουδάκι μου σε λειτουργία παύσης.
Τα αποθέματα γλυκόζης έχουνε εξαντληθεί, ώρα λοιπόν να αναλάβουν δουλειά οι μυς.
«Νομίζω πως αυτό είναι το τελευταίο για σήμερα», λέει ο κύριος Πέρης παραδίδοντας μου το τελάρο να το στοιβάξω στην καρότσα του αγροτικού του. Πηδάω με ένα σάλτο από το αμάξωμα και κολλάω πέντε ενθουσιασμένα μαζί του και τους άλλους δύο συνεργάτες του.
Ζήτησε από έναν γείτονα που πέρασε το πρωί να του αφήσει αυγά και ποτό, ζυμωμένο από τον ίδιο να βοηθήσει. Ο συγκεκριμένος επισκέπτεται το εξοχικό όποτε ευκαιρήσει να ελέγξει τα ζωντανά του, έτσι επιστρέφει πεζός στην καλύβα του στο τέρμα του οικισμού.
Ο άλλος συνιστά κάποιον καλό του χαραμοφάη φίλο, επιρρεπή στο τεμπελίκι. Να μην τον κακολογώ βέβαια τον άνθρωπο, νομίζω ότι τον βασανίζουνε τα αρθριτικά του. Οι δυο τους φεύγουν για το ελαιοτριβείο και από εκεί για το σπίτι του μάστρο Γιώργη, πρώην ναυτικός στο επάγγελμα μιας και μένει καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μακριά από εδώ.
Απομένοντας μοναχή στην βίλα λέω να ξεκουραστώ επιτέλους. Το συμμάζεμα μπορεί να περιμένει έτσι χύνομαι σαν το νεράκι σε μία από τις πλαστικές καρέκλες.
Δεν περνάει πολλή ώρα μέχρι να εμφανιστεί ο Θέμης.
Δείχνει πιο ξεκούραστος από ότι χθες βράδυ, αγουροξυπνημένος μεν αλλά ξεκούραστος. Σωματικά εννοώντας γιατί το ποτό πρέπει να τον έχει χτυπήσει στο κεφάλι. Τα κυματιστά του μαλλιά έχουνε ανακατευτεί σαν να έχει περάσει πάμπολλες φορές μέσα τους τα δάχτυλα του.
«Σχεδιάζεις να πας κάπου;», ρωτώ κοιτάζοντας με απορία τα καλοσιδερωμένα ρούχα που φοράει.
«Ναι. Μαζί σου βασικά», στενάζω εξαντλημένη με ένα χαμόγελο. «Αλλά μπορεί να περιμένει», το μόνο που χρειάζομαι αυτήν τη στιγμή είναι ένα γερό και καθαρό μπάνιο να ξεπλύνει η βρώμα από πάνω μου.
Αλλά πρώτα λέω να χαρώ τον μεσημεριανό ήλιο. Οι αχτίδες του διαχέουν στο εσωτερικό μου την φωτεινή τους ζεστασιά και γεμίζω θαλπωρή. Ο Θέμης παίρνει θέση δίπλα μου οπότε πολύ σύντομα χαλαρώνω.
Ξάφνου μου έρχεται όρεξη να φάω κάτι γλυκό. Γλυκό και τραγανό. Σερβίρομαι ένα φρέσκο, κρατσαριστό μηλαράκι και πετώ ακόμη ένα στο μέρος του Θέμη.
«Πεινάς;», το πιάνει στον αέρα. «Τα έφερε σήμερα ένας γνωστός του κύριου Περικλή από δικό του περιβόλι»
«Γεράκος. Κοντός με μουστάκι;», πέφτει μέσα. «Μυρίζει τσίπουρο;», κατανεύω χαμογελώντας.
Ακουμπάει το δικό του πίσω στο μεταλλικό τραπεζάκι και σηκώνεται. Αντιγράφω την κίνηση του τεντώνοντας τα χέρια ψηλά, πάνω από το κεφάλι που ύστερα κρύβω στις τσέπες της σαλοπέτας μου.
«Ναι. Αυτός είναι»
«Ο κυρ Αντώνης», λέει με βεβαιότητα. «Φτιάχνει εξαιρετικό λικέρ βύσσινο»
«Μας κέρασε κι από αυτό», γελάω φέρνοντας στο νου την γεύση του σπιτικού, οινοπνευματώδες ποτού. «Το κάνει δυνατό»
«Δεν πιστεύω να μου μέθυσες τίποτα;», σμίγοντας τα φρύδια με ρωτάει. Έχει προσέξει μάλλον τα άδεια ποτηράκια πλάι στο πλαστικό μπουκάλι με το έντονο μπλε χρώμα.
«Όχι», μάλλον δεν πείθεται αλλά η αλήθεια είναι πως ήπια πολύ μικρή ποσότητα προκειμένου να μην φανώ αγενής.
«Στο έχουν πει ότι χειρίζεσαι πολύ απρόσεκτα το αλκοόλ;», έχω την εντύπωση πως μου κάνει νύξη. Θα μπορούσα να πω το ίδιο για εκείνον αλλά δεν έχω καμία διάθεση να λογοφέρω μαζί του.
Η όρεξη μου έχει ανοίξει για άλλα... πράγματα.
«Ακόμη μία κακιά συνήθεια. Αλλά για να είμαι ειλικρινής μου φάνηκε ελαφρύ στην αρχή. Γλυκό», ασυνείδητα παρασύρω με τη γλώσσα τα απομεινάρια του από τα ροδαλά χρωματισμένα μου χείλη. «Με παρέσυρε η γεύση του», όπως τείνει να με παρασύρει συχνά κι ο Θέμης. «Δεν το περίμενα να είναι τόσο εθιστικό», ο τόνος της φωνής μου σέρνεται κυριολεκτικά.
Η ματιά μου δεν λέει να απαγκιστρωθεί από την δική του.
«Νόμιζα ότι το είχα υπό έλεγχο», και να τονίσω σε αυτό το σημείο πως δεν αναφέρομαι καθόλου στο ποτό.
«Ποτέ δεν το καταλαβαίνεις μέχρι να σε χτυπήσει»
«Σε έχει χτυπήσει κι εσένα;», αλληγορώντας τον ρωτάω. Είναι σιωπηρά τα δευτερόλεπτα που ακολουθούν. Δευτερόλεπτα που μαζί με τον χρόνο που τραβούν μαζί τους, σπρώχνουν τον Θέμη στα όρια της συμφωνίας μας.
«Ποτέ», απαντάει και είναι η ψυχρότητα στην φωνή του που με αποθαρρύνει.
«Πολύ κρίμα», λέω απογοητευμένη. «Πάντως έχει μείνει λίγο για σένα να δοκιμάσεις. Να τεστάρουμε αν όντως οι αντοχές σου είναι τόσο καλές όσο ισχυρίζεσαι», μετά το χθεσινοβραδινό εννοείται ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον ποτίσω κι άλλο αλκοόλ.
«Νομίζω και οι δυο μας ξέρουμε την απάντηση σε αυτό», το γέλιο μου βγαίνει τρυφερό σαν ανταποκρίνεται άμεσα. Ξέρω να πατήσω τα κουμπιά του αν χρειαστεί. «Υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω για να βοηθήσω;», γυροφέρνει τον δείκτη νεύοντας στο κτήμα ολόγυρα.
«Όχι. Κοίταξε να ξεκουραστείς σήμερα. Θα φροντίσω εγώ ό,τι έχει απομείνει»
«Δεν θέλω να σε αφήσω», λέει και η αναπνοή μου σκαλώνει κάπου ψηλά στην τραχεία. «Πρέπει να σε επιβλέπω μην τυχόν και καταστρέψεις τίποτε»
«Α ώστε αυτό είναι; Κι εγώ που νόμισα ότι σου έλειψε η παρέα μου», σκύβω να μαζέψω στην χούφτα μου μερικές ελιές.
«Πάντα μου λείπεις. Ακόμη και όταν βρίσκεσαι εδώ μαζί μου», μου ξεφεύγει ένα μικρό χαχανητό.
«Πώς γίνεται αυτό;», δεν απαντάει πάλι και θέλω να τραβήξω τα μαλλιά μου από την ρίζα. «Χριστέ μου δεν έχεις ιδέα πόσο με μπερδεύεις», λέω καταπιέζοντας την φωνή μέσα μου ενώ ταυτόχρονα οπισθοχωρώ προς τα δέντρα. «Νόμιζα πως οι γυναίκες είναι περίπλοκες αλλά εσύ φίλος... παίρνεις βραβείο», προσπαθεί πολύ να μην γελάσει και να μην αντιδράσει όταν εκσφενδονίζω μία ελίτσα στο μέρος του. «Είναι και οι υπόλοιποι όμοιοι σου τόσο διαυγείς όσο εσύ;», τον πειράζω ρωτώντας τον κι ακινητοποιείται.
Η επόμενη ελιά που πετάω τον βρίσκει στην αρχή του θώρακα.
«Γιατί ενδιαφέρεσαι να μάθεις;»
«Ξέρεις, σε περίπτωση που σκεφτώ να επανεξετάσω τις επιλογές μου», παριστάνω την αμέριμνη απαντώντας.
«Τις επιλογές σου;»
«Ναι. Δεν είσαι ο μόνος γοητευτικός, πλούσιος άνδρας εδώ τριγύρω, ικανός να κάνει δελεαστικές προσφορές»
«Μάλιστα. Θες να ακούσεις μία τότε;»
«Μπορεί», κάνω χαριτωμένα επιμένοντας στην οπισθοχώρηση ώστε να τηρήσω μια καλή απόσταση ασφαλείας. Πάραυτα του πετώ ακόμη έναν πράσινο καρπό.
«Έλα κοντά. Θα στην ψιθυρίσω στο αυτί», κουνάω το κεφάλι φερόμενη σαν ένα μικρό κορίτσι που έχει όρεξη για παιχνίδια.
«Όχι»
«Όχι;», ελίσσομαι πίσω από τον χοντρό κορμό ενός δέντρου σαν διευρύνει τη δρασκελιά του. Το πόδι μου σκαλώνει στο ξερό φύλλωμα κάποιου θάμνου αλλά γρήγορα ξεμπλέκω.
«Δεν σε εμπιστεύομαι», του λέω γραπωμένη πάνω στον ξύλινο φλοιό κι όταν κάνει ξανά απόπειρα να με πιάσει γλιστρώ προς τα πίσω σαν φύλλο που το παρασύρει ο φθινοπωρινός αγέρας.
«Έξυπνο κορίτσι», μου απαντάει με εκείνο το πονηρό σήκωμα των χειλιών του που μόνο αμαρτωλές πράξεις σε βάρος μου υπόσχεται έτσι οπισθοδρομώ ρίχνοντας τακτικά κλεφτές ματιές προς τα πίσω μην τυχόν και σκοντάψω σε καμιά πέτρα.
Δεν υπάρχει περίπτωση να τραβήξω τα μάτια μου από τον Θέμη ο οποίος όλο και πλησιάζει αλλά σαν να παίζει μαζί μου δίνει κι ένα προβάδισμα. Τον δελεάζω να με φτάσει αλλά λίγο προτού κατορθώσει να με πιάσει του ξεφεύγω ξανά.
«Θα με κάνεις να σε κυνηγήσω πάλι;», αποκρίνομαι στην ερώτηση του με ένα κατεργάρικο χαμόγελο επιστρέφοντας στην ενεργό δράση.
Αισθάνομαι σαν κάποια νύμφη του δάσους. Μία δυναμική ξελογιάστρα που έχει το επιλεχθέν της θύμα τυλιγμένο γύρω από την άκρη του δάχτυλου της. Βέβαια μπορεί να τρέφω αυταπάτες όσον αφορά τον ρόλο του θύματος μιας και ο Θέμης μπορεί κάλλιστα να με πιάσει ανά πάσα στιγμή.
Όπως τώρα ας πούμε που το βήμα του μεγεθύνει ξαφνικά, με αποτέλεσμα να βρεθώ στιγμιαία εγκλωβισμένη στην αγκαλιά του. Δραπετεύω ωστόσο, ή καλύτερα ο Θέμης με αφήνει να το κάνω και τρέχω να φτάσω στο υπόστεγο που στην προκειμένη φάση προσομοιάζει περισσότερο αποθήκη με όλες αυτές τις ξύλινες σανίδες και τα εργαλεία που είναι γεμάτο.
Γελώντας ακόμη συμμαζεύω τις ατίθασες μπούκλες που τόλμησαν να διαφύγουν του ατημέλητου κότσου μου και περιμένω τον Θέμη να με φτάσει στο τέλος μιας από τις εσοχές που δημιούργησαν οι στοίβες με τα οικοδομικά υλικά.
Προχωράει αργά περιπαίζοντας με, ξέροντας ότι δεν έχω από πουθενά να ξεφύγω οπότε προετοιμάζομαι να καλωσορίσω με μεράκι την γλυκιά και επιθετική του έφοδο.
Η πλάτη μου βρίσκει τον τοίχο εμπόδιο προσκρούοντας πάνω στην ψυχρή επιφάνεια. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, ταχύτερη από τις ανάσες που εναλλάσσουν το οξυγόνο στα πνευμόνια μου αλλά σκοντάφτει σαν ο Θέμης περνάει το μπράτσο του γύρω από την μέση να με τραβήξει κοντά του.
Η ματιά του είναι έντονη μα το ύφος του μυστήριο. Δεν λαμβάνω ουδεμία προειδοποίηση προτού συγκρούσει τα χείλη του με τα δικά μου αλλά πρόκειται για μία έκπληξη που την καλωσορίζω δεόντως. Το φιλί του είναι πεινασμένο και γεμάτο απόγνωση ενώ κάθε πόρος του κορμιού του Θέμη ακτινοβολεί την ένταση που αισθάνομαι συσσωρευμένη μέσα του εκεί βαθιά όπου δεν μου επιτρέπει να τον αγγίξω.
Καθώς με καταβροχθίζει χρειάζεται να δαγκώσω το κάτω χείλος του ώστε να αποτραβηχτεί ελάχιστα προκειμένου να ανασάνω. Η κίνηση μου τον διεγείρει και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο βρίσκομαι στριμωχτά εγκλωβισμένη ανάμεσα στο θεόρατο κορμί του και τον πέτρινο καμβά της ώχρας πίσω μου.
Το χέρι του χτυπάει πάνω στον τοίχο με δύναμη, προσγειωμένο λίγα μόλις εκατοστά δίπλα από το κεφάλι μου.
«Τι μου κάνεις Ρεβέκκα;», διερωτάται με εκείνο το γνωστό σύρσιμο να οργώνει την σαγηνευτική φωνή του. Οι γλώσσες μας βρίσκουν τον δρόμο τους να συναντηθούν και πάλι πότε παιδιαρίζοντας πότε διεκδικώντας μερίδιο ο ένας στην ζεστή κοιλότητα του άλλου.
Βαστιέμαι με το ένα χέρι από τον αυχένα του ενόσω έχω περάσει το άλλο κάτω από τη μασχάλη για να γαντζωθώ στον ώμο του. Βογκάω από την απειροελάχιστη αίσθησης της τριβής της στύσης του κόντρα στο δέρμα της κοιλιάς μου. Ο πυρήνας μου φλογίζεται στιγμιαία και πάνω σε αυτήν την απότομη έξαρση αδρεναλίνης αντιστρέφω τις θέσεις μας σκορπίζοντας φιλιά τώρα στον λαιμό και κατά μήκος της κλείδας του.
Προσπαθώ να σηκώσω το πουκάμισο τσαλακώνοντας το από τις άκρες που έχει τακτοποιημένες μέσα στο παντελόνι και συνεχίζω αφήνοντας σημάδια, ανύποπτα στο κοινό μάτι, πάνω στο σκληρό δέρμα των κοιλιακών του. Η άκρη της γλώσσας και το περίγραμμα των σουφρωμένων μου χειλιών φέρνουν την γεύση του αλμυρού ιδρώτα που έχει ποτίσει την πυρετώδη του σάρκα.
Δεν με αφήνει να χαμηλώσω στα γόνατα και μουγκρίζοντας αγκαλιάζει τη μέση μου τακτοποιώντας εν ακολουθία το σώμα μου πάνω στο σκληρό του εξόγκωμα που προβάλει ανάμεσα από τα λαγόνια. Ραπίζει τους γλουτούς μου με ένα χαστούκι που αντηχεί στον χώρο γύρω μας και πάνω που ετοιμάζεται να αναλάβει στα χέρια του τον έλεγχο και πάλι η όραση του σβήνει σαν αρχίζω αργά μα και τολμηρά να ανεβοκατεβάζω την παλάμη πάνω στον παχύ του ανδρισμό.
Ο Θέμης αναστενάζει σφραγίζοντας αργά τα γαλαζωπά του μάτια που θυμάμαι την τελευταία τους στιγμή να ατενίζουν τον τσιμέντινο ουρανό πάνω από τα κεφάλια μας με χείλη μισάνοιχτα.
Η αίσθηση του να χαλιναγωγώ τον οργασμό του χρησιμοποιώντας τα χέρια μονάχα φαντάζει στο μυαλό μου σαν κάποιου είδους χειραφέτησης. ο Θέμης δεν με αφήνει να έχω το πάνω χέρι σχεδόν ποτέ όταν ερωτοτροπούμε, για αυτό και το να τον παρακολουθώ να ανασαίνει έτσι κοφτά δαγκώνοντας το κάτω χείλος του, ενώ παράλληλα το κορμί του ολάκερο τεντώνεται καθώς αγγίζω μονάχα ένα σημείο του μου προσφέρει απαράμιλλη ικανοποίηση.
Συνεχίζω στον ίδιο βασανιστικό ρυθμό παίζοντας το διογκωμένο του πέος και οι ανάσες μας ξανασμίγουν σε ένα ζεστό, αχνιστό κύμα που μου αναψοκοκκινίζει τα μάγουλα.
Προσπαθώ να τον ηρεμήσω φιλώντας τον στην ίδια ανάλαφρη ένταση που τα δάχτυλα μου κινούνται τώρα να τον ξεντύσουν λύνοντας πρώτα το κουμπί από το παντελόνι του. Η πρόσβαση σύντομα μου γίνεται ευκολότερη και η επαφή τραχύτερη. Πιο άμεση κι ενώ προσπαθώ να κρατήσω τον ζυγό στην μεριά μου καθοδηγώντας την έκβαση της σεξουαλικής αυτής έκστασης, ο Θέμης δυσχεραίνει τον ρόλο μου μετακινώντας τα δάχτυλα του στο καλυμμένο από το σκληρό τζιν ύφασμα κενό ανάμεσα από τα πόδια μου.
Η ηδονή σαν κόμπος περιτυλίγεται γύρω από τον πυρήνα μου. Τα χείλη μου ασυνείδητα διευρύνουν το άνοιγμα τους κι επιτρέπουν την είσοδο στην πεινασμένη γλώσσα του Θέμη να εισβάλει.
Δεν καταφέρνω να του αφαιρέσω το πουκάμισο καθώς συνειδητοποιώντας πόσο ισόποσα τον έχω η ίδια ανάγκη χτυπάει άλλη μία τους γλουτούς μου, σαν για παραδειγματισμό και γρυπώνει τα δάχτυλα στη βάση τους σηκώνοντας με από το έδαφος. Κολλώντας με πάνω στην μεγαλοπρεπή του στύση που με βρίσκει σε ένα αρκετά γλυκό σημείο.
Ένα ξάφνιασμα, εκφρασμένο στη μορφή ενός αδύναμου τσιριχτού μου ξεφεύγει κι ο Θέμης χαμογελάει έκφυλα. Ξεκουμπώνει τις τιράντες της σαλοπέτας και μας επαναφέρει στην αρχική θέση με εμένα μπρούμυτα και το στομάχι μου εφαπτόμενο στον τοίχο απάνω. Μάλιστα ακουμπάει τις παλάμες μου ψηλά, χτυπώντας τες πάνω στην ψυχρή επιφάνεια.
Επιδέξια δάχτυλα κατεβάζουν το ρούχο μέχρι που να ξεγυμνωθώ, σχεδόν τελείως κι ύστερα εν ριπή δευτερολέπτων τα χέρια του σκαρφαλώνουν να χουφτώσουν το στήθος μου με ορμή. Μιας και δεν φοράω σουτιέν, διότι η σαλοπέτα προσέφερε αρκετή κάλυψη ο αντίχειρας του πιέζεται απευθείας πάνω στην ευαίσθητη θηλή μου που στέλνει κύματα θερμότητας χαμηλά στην κλειτορίδα μου την οποία ο Θέμης κάνει να τρίψει μουσκεύοντας περαιτέρω το εσώρουχο μου.
Τα γόνατα μου λυγίζουν και σαν να προσπαθώ να επανακτήσω τον έλεγχο δοκιμάζω να γραπωθώ από εκείνον και να στραφώ ώστε να του κλέψω ένα φιλί που δεν μου αρνείται, ωστόσο σύντομα η ανοιχτή μου παλάμη αυτοκολλάται στον τοίχο και πάλι με έναν βουβό κρότο.
Μου αφαιρεί το εσώρουχο εναποθέτοντας απαλά φιλιά στο ευαίσθητο δέρμα της λεκάνης και την κορυφή των γλουτών μου. Σαν ορθώνεται από πίσω μου ψηλαφίζει με το χέρι την υγρή σχισμή και η επιθυμία να με αγγίξει έχει φτάσει σε μια πυρετώδη ανάγκη για εκπλήρωση.
«Δεν έχω ιδέα τι λατρεύω περισσότερο», λέει με έναν σιγανό ψίθυρο. «Το να σε τρελαίνω αγγίζοντας σε», βυθίζει ένα δάχτυλο μέσα μου, με δισταγμό στην αρχή και κλαψουρίζω στενάζοντας με το κεφάλι σηκωμένο. Το άλλο του χέρι σφίγγει το αριστερό μου στήθος και καθώς κυματίζουν οι γοφοί μου ρουφώντας στο εσωτερικό τους το δάχτυλο του Θέμη η βάση της οσφυϊκής μου χώρας τρίβεται, σκοπίμως εννοείται, πάνω στο πέος του. «Ή να χάνομαι μέσα σου μωρό μου»
«Ω Θέμη», μετά βίας καταφέρνω να προφέρω το όνομα του.
Δύο δάχτυλα εισβάλουν μέσα μου και σαν βλέπει με πόση ευχαρίστηση δέχομαι την απρόσμενη κίνηση του αρχίζει να αντλεί και τα δυο δυνατά και γρήγορα. Βγάζω ήχους ευχαρίστησης νιώθοντας την εσωτερική φούσκα της ηδονής μέσα μου να μεγεθύνει έτοιμη να σκάσει.
«Να σε κάνω να χύσεις έτσι;», ρωτάει και γνέφω με προθυμία αλλεπάλληλες φορές. Τα δάχτυλα του κουλουριάζονται και χρειάζεται να τρίψει λίγα μονάχα δευτερόλεπτα πριν εκραγώ σε χίλια κομμάτια ουρλιάζοντας τον οργασμό μου με κλειστό το στόμα. Η κορύφωση μου με καίει ενώ το σώμα μου τρέμει ανεξέλεγκτα σαν το ψάρι που σπαρταράει έξω από το νερό. Ένα ψάρι που γνωρίζει πως το τέλος του δεν έχει έρθει ακόμα...
Ο ρυθμός του έχει επιβραδύνει και στη συνέχεια τραβάει απαλά τα δάχτυλα του για να με χαϊδέψει με έναν παρήγορο κάπως τρόπο. Θωπεύει την ευαίσθητη, ροζ σάρκα με τρυφερότητα σαν να περιποιείται ανθό.
Όταν τελικά η αναπνοή μου εξομαλύνεται κι ο καρδιακός μου ρυθμός κάπως επανέρχεται κοιτάζω πίσω να τον αντικρίσω αλλά και να δεχτώ ένα ακόμη από τα φιλιά του.
«Μείνε ακίνητη», με διατάζει απομακρυνόμενος και τα γόνατα μου κόβονται. Βρίσκομαι με τα χέρια κολλημένα πάνω στον τοίχο οριακά με το αποτύπωμα τους σκαλισμένο, ολόγυμνη σχεδόν, φορώντας ένα κοντομάνικο μπλουζάκι μονάχα και στημένη σε μία ιδαιτέρως αποκαλυπτική στάση. Κι ο Θέμης μου ζητά να παραμένω ανίκητη ενόσω ακούω το φερμουάρ του παντελονιού του να κουμπώνει.
«Πού πηγαίνεις;», έντρομη ρωτάω λαχανιασμένη ακόμη.
«Επιστρέφω αμέσως»
«Πολύ καθησυχαστικό», κάνω να γυρίσω αλλά μου σκάει ακόμη ένα σκαμπίλι στον πισινό. Γέρνω προς τα εμπρός ρουφώντας μια ανάσα. «Θέμη!», κάνω να του θυμώσω και πέφτει ολόκληρος πάνω μου.
«Ακίνητη είπα», γλυκά με μια δόση σαδιστικού ερωτισμού με διατάζει.
«Μην με αφήνεις έτσι», δεν ξέρω τι καταλαβαίνει πάντως το στόμα του γελά σιωπηλά, σαν τον κλέφτη κρυμμένο στην καμπύλη του λαιμού μου.
«Δεν πρόκειται», μου αποκρίνεται.
Ευτυχώς που δεν καθυστερεί πάνω από λεπτό ειδάλλως θα πάθαινα σοβαρό νευρικό κλονισμό. Αποδεικνύεται πως την έκανε για το αυτοκίνητο ώστε να πάρει προφυλακτικά κι ανακουφίζομαι επειδή στιγμιαία μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως μπορεί να του αφύπνισα τίποτα μαζοχιστικές ορμές ακινητοποιημένη σε αυτήν την στάση.
«Θεέ μου. Μην με φρικάρεις έτσι», φτύνω ξεφωνημένα καθώς παίρνει θέση πάλι πίσω μου.
«Πρέπει να είμαι προσεκτικός μαζί σου», λέει φορώντας το προφυλακτικό πάνω στο επιβλητικό του μήκος. «Με παρασέρνεις πολύ εύκολα», όχι αρκετά ώστε να ξεχαστεί ευτυχώς και καλά θα κάνω να φανώ πιο προληπτική στο μέλλον.
Γλιστράει με αβρότητα τις άκρες από τα δάχτυλα του πάνω στην μουσκεμένη σάρκα ως ότου να φτάσει στην πίσω είσοδο την οποία λερώνει με έναν τρόπο που φαντάζει τόσο σκανδαλώδης ερωτικός στο μυαλό μου, ενώ το άλλο του χέρι βρίσκει θέση να τοποθετηθεί δίπλα στο δικό μου αριστερό που κρατώ κολλημένο στον τοίχο.
Το σώμα μου κινείται ακολουθώντας την ροή των δαχτύλων του και της εγγενής επιθυμίας που ο ρυθμός του Θέμη καλλιεργεί μέσα μου. Ρουφάω τις άκρες τους με μια απεγνωσμένη βοή και χάνω μια ανάσα σαν τρίβει το φύλο του κόντρα στο δέρμα μεταξύ των γλουτών παρασυρμένο αργά μέχρι την είσοδο μου.
«Θα σε πάρω σκληρά Ρεβέκκα», μόλις που καταφέρνει να σχηματίσει τις λέξεις μέσα από την κουρελιασμένη αναπνοή του. «Για αυτό αν σου γίνει πολύ δύσκολο... ζήτα μου να σταματήσω», τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από την προσμονή καθώς νιώθω την άκρη του παλλόμενου εργαλείου του να τρίβεται πάνω στη βρεγμένη μου σχισμή για ακόμη μία φορά.
Βάλλεται μέσα μου ολόκληρος με μία κίνηση μοναχά που με ωθεί να τσιρίξω. Το γρύλισμα που ξεφεύγει από το λαιμό του θα έπρεπε να με τρομάζει κι όμως καταφέρνει να δυναμώσει την υποβόσκουσα θερμότητα που κατακαίει τα σωθικά μου.
Κολλάω κι η υπόλοιπη στον τοίχο ηττημένη από την ισχύ του καρφώματος του και τα οπίσθια μου τουρλώνουν εκούσια στο μέρος του διευκολύνοντας την γωνία της διείσδυσης του. Η πλάτη μου κυρτώνει σε ένα πρωτόγνωρο καμπυλωτό σχήμα και χρησιμοποιώ τα λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου που μεσολαβούν για να προσαρμοστώ στην καινούρια αυτή αίσθηση που μου χαρίζει η καινούρια μας στάση.
Ο Θέμης είναι προικισμένος. Διαφορετικός από τα μεγέθη που έχω συνηθίσει και από τούτη η σκοπιά μου επιτρέπεται να τον νιώσω σε βάθος.
Με το ένα χέρι με κρατάει από τη μέση ακριβώς κάτω από το κοίλωμα που σχηματίζει το μπούστο μου, ενώ το άλλο στηρίζεται στην ψυχρή επιφάνεια πάνω στην οποία γδέρνονται οι θηλές μου.
Κρατιέμαι από το μπράτσο του δοκιμάζοντας να σταθώ ακίνητη σε αυτήν την υποτακτική κάπως θέση κι ο Θέμης αρχίζει να σπρώχνει ρυθμικά. Μα δεν έχει ρομαντικές προθέσεις για αυτό και παίρνει ξανά τα χέρια μου να τα χτυπήσει στο τσιμέντο, σηκώνοντας τα μάλιστα ψηλά, ίντσες πάνω από το κεφάλι μου.
Και σαν σωστός τηρητής μένει πιστός στην υπόσχεση του. Όταν είπε ότι θα με πάρει σκληρά το εννοούσε. Χώνεται στο σώμα μου που τρεμουλιάζει ζεστό και βαρύ υπό την κάλυψη του δικού του, με το στήθος μου να αναπηδά γρήγορα σαν αποκολλημένο από το υπόλοιπο σώμα που άκαμπτο πλέον δέχεται την σφοδρή του επίθεση.
Σπρώχνει δυνατά κι επανειλημμένα, τεντώνοντας με σε σημείο όπου η ευχαρίστηση συναντά τον πόνο ενώ κάθε νευρική μου απόληξη πυροδοτείται στέλνοντας σήματα κινδύνου έτοιμη να αναφλεγεί.
Επιταχύνει και η γκρινιάρικη κραυγή μου εισακούεται σαν παράκληση για περισσότερα. Και είναι επίπονο με έναν ανησυχητικά απολαυστικό τρόπο. Είναι σκληρό και ωμό, αλλά ταυτοχρόνως αναγκαίο και αναζωογονητικό.
Τα μαλλιά μου γίνονται ένα κουβάρι όπως πέφτουν από τον κότσο που τα είχα μαζεμένα κι ο Θέμης μουγκρίζει κάνοντας τα πέρα για να δαγκώσει το δέρμα της κλείδας μου. Καστανές μπούκλες μπλέκονται στα δάχτυλα και κολλάνε στο ιδρωμένο πρόσωπο μου.
Χτυπά ξανά το χοντρό καβλί του μέσα μου και φτάνει σε ένα βάθος όπου κανένας άνθρωπος δεν έχει φτάσει ποτέ. Ουρλιάζω στο κενό προσπαθώντας να τον διώξω αλλά και να τον τραβήξω πάλι κοντά μου να συνεχίσει. Η παρουσία του Θέμη τόσο βαθιά μέσα μου είναι τόσο έντονη που απειλεί να μετατρέψει το μυαλό μου σε χυλό.
Γελάει στο αυτί μου κι άξαφνα πιάνει σφιχτά τα μαλλιά να τραβήξει το κεφάλι μου προς τα πίσω.
«Σου αρέσει, έτσι δεν είναι;», ικανοποιημένος συνειδητοποιεί εισπράττοντας ένα κοφτό αλλά ηχηρό βογγητό προς απάντηση από πλευράς μου.
Σπρώχνει όσο πιο βαθιά μπορεί, η άκρη του πέους του χτυπά τον τράχηλό μου και με κάνει να κλαψουρίσω από τον πόνο. Τραβιέται σχεδόν μέχρι τέρμα και μπαίνει ξανά προς τα μέσα, αυτή τη φορά πηγαίνοντας βαθιά, χωρίς να χτυπήσει τον τράχηλό μου κι απελευθερώνω μια ανάσα που δεν κατάλαβα ότι κρατούσα.
«Σου αρέσει να σε γαμάω έτσι;», μουρμουρίζω προς απάντηση μιας και τα χείλη μου είναι σφιγμένα, τραβηγμένα στο εσώτερο του σφραγισμένου μου από την πίεση στόματος. «Θέλω να σε ακούσω μωρό μου»
«Δεν... δεν μπορώ», με καρφώνει μία με δύναμη και κραυγάζω ανήμπορη.
«Θέλεις να σταματήσω Ρεβέκκα;», τα λόγια του σκέτη πρόκληση.
Με τεστάρει. Για αυτό κι επιβάλει τώρα έναν τιμωρητικό ρυθμό όπου με χτυπάει στα άκρα της ευδαιμονίας, μετά επιβραδύνει και με βασανίζει με μακριές, αργές πινελιές για ένα ολόκληρο λεπτό. Κι ύστερα επαναλαμβάνει το μοτίβο ξανά και ξανά μέχρι να πιστέψω ότι θα εκπνεύσω στα χέρια του για τελευταία φορά.
«Όχι», αποκρίνομαι εξαντλημένη αλλά και πιο απελπισμένη από ποτέ να τελειώσω. Το έχω ανάγκη. Αυτό το εξαίσιο τέλος που θα επέλθει αυτής της πρωτοφανούς κι άγριας συνένωσης μας.
«Τι θέλεις τότε;», γρυλίζει ρωτώντας με το στόμα του κολλημένο πάνω στο αυτί μου κι αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να με βασανίζει τόσο; Τι έχω κάνει για να το αξίζω αυτό; Βάση των όσων συνέβησαν της τελευταίας βδομάδας που μας πέρασε εγώ θα έπρεπε να είμαι αυτή που τον τιμωρεί παραδειγματικά.
«Σε παρακαλώ», τον ικετεύω να σταματήσει αυτόν τον γελοίο ρυθμό.
«Τι θέλεις;», ξαναρωτάει στον ίδιο λάγνο και ταυτοχρόνως άγριο τόνο. Τα δάχτυλά του πιέζουν τις πλευρές του λαιμού μου, κόβοντας απαλά τη ροή του αίματος και η όραση μου θολώνει αισθητά και κυκλικά γύρω από τις άκρες.
«Θέλω να με κάνεις να...», αποπροσανατολίζομαι και καταβάλλω άλλη μία τελευταία προσπάθεια. «Θέλω να με κάνεις να τελειώσω», ελπίζω να με καταλαβαίνει γιατί οι λέξεις βγαίνουν κάπως ασυνάρτητες.
Ο ρυθμός του επιβραδύνεται περαιτέρω σε μερικές ακόμη αργές και μακροσκελείς διεισδύσεις, κάτι που πιθανότατα θα μπορούσε να κάνει για ώρα χωρίς να σταματήσει ή να τελειώσει. Κι εγώ είμαι βέβαιη ότι θα παραληρήσω μέσα στα επόμενα δύο λεπτά.
«Λοιπόν, αφού το ζήτησες τόσο ευγενικά», λέει σιγανά. Η λαβή του αλλάζει τώρα και τα δυο του χέρια ανεβαίνουν στο ύψος των δικών μου που έχω σε γροθιές κρατημένα. Τα ξεσφίγγει πλέκοντας τα δάχτυλα μας αναμεταξύ τους και τότε είναι που χτυπά την άντληση του σε υπερένταση.
Ένα κύμα ηδονής με διαπερνά και οι ηδονικές μου κραυγές εξέρχονται πλέον ασυγκράτητες.
«Ωχ Θεέ μου, ναι!», κλαψουρίζω εκπνέοντας μέχρι που να ρουφήξει όλο το δέρμα της κοιλιάς πιέζοντας τα πλευρά μου.
Βογγάω ανεξέλεγκτα τώρα καθώς τα εσωτερικά μου τοιχώματα σφίγγονται γύρω από το ευμέγεθες πέος του ρουφώντας τον με την ίδια ορμή και λατρεία που τα σημαδεύει εκείνος.
«Ναι!», ξεφωνίζω ξανά κι ο Θέμης συνεχίζει σφυροκοπώντας με. Τα μάτια μου γυρνάνε από την ανάποδη και σαν ομίχλη η ιδέα ενός επικείμενου οργασμού πέφτει να με σκεπάσει.
«Τα πηγαίνεις υπέροχα Ρεβέκκα»
«Βρίσκομαι κοντά. Βρίσκομαι τόσο κοντά», με παρηγορεί με ένα γλυκό φιλί το οποίο αφήνει στο πλάι του προσώπου μου. Είναι το πρώτο αληθινό φιλί που μου δίνει. Σαν να με ευχαριστεί.
«Το ξέρω κούκλα μου», ξεφυσάει λίγο με ανακούφιση. «Το ξέρω», το απαντητικό του βογκητό πάντως με ωθεί να διαπιστώσω ότι δεν μου έχει ανοσία.
«Μην σταματάς», του ζητάω σαν κάνει να μαλακώσει τον ρυθμό του.
«Ποτέ», λέει κολλημένος πάνω στο κατειλλημένο από απόγνωση για μια απελευθερωτική λύτρωση κορμί μου.
Η λευκή, καυτή ζέστη αρχίζει να ανθίζει στο κάτω μέρος του στομάχου μου οπότε ενδείκνυται να τελειώσω πρώτη.
«Στάξε πάνω μου Ρεβέκκα», μου ζητάει και δεν αντιτίθεμαι. «Αυτό είναι. Χύσε για μένα. Χύσε για μένα μωρό μου», η εντολή του πυροβολεί κατευθείαν στον φλεγόμενο πυρήνα μου, που τον υπακούει χωρίς δισταγμό.
Οι εσωτερικοί μου τοίχοι γαντζώνονται πάνω στο παχύ του φύλλο, σφίγγοντας το, απελευθερώνοντας έναν χείμαρρο από χυμούς που τρέχουν κατηφορίζοντας την καμπύλη των μηρών μου μέχρι το πάτωμα.
Μία έκρηξη ανεπανάληπτη. Ένα ξέσπασμα που όμοιο του δεν έχω ξαναβιώσει και το πέος του τώρα κάνει άσεμνους, υγρούς ήχους καθώς συνεχίζει να με πηδάει καθ' όλη τη διάρκεια του οργασμού μου.
«Θέμη», δυσκολεύομαι πάλι να συμμαζευτώ. Οι μετασεισμοί του οργασμού μου με συγκλονίζουνε συνθέλεμα κι ο Θέμης το αντιλαμβάνεται καθώς τους βοηθάει να γιγαντωθούνε.
Σαν αδάμαστο θεριό γρυλίζει ξανά και αισθάνομαι τον ανδρισμό του να φουσκώνει μέσα μου. Μαζί όμως και την διέγερση των σεξουαλικών μου επιθυμιών. Είναι αδιανόητο.
«Μια τελευταία φορά;», με ρωτάει αλλά δεν έχω ιδέα αν μπορεί να το αντέξει αυτό ο οργανισμός μου.
«Είναι... είναι πολύ», ανταποκρίνομαι λαχανιασμένη και για να με παρηγορήσει χαμηλώνει το χέρι να θωπεύσει τα χείλη και να χαϊδέψει παρηγορητικά την πρησμένη κλειτορίδα μου. «Δεν μπορώ»
«Σσς, ηρέμησε μωρό μου», ψιθυρίζει φιλώντας τρυφερά το σημείο πίσω από το αυτί μου. Ο μέσος του αριστερού του χεριού συντροφικά με τον δείκτη συνεχίζουν να διαγράφουν αργά κύκλους πάνω και γύρω από το ευαίσθητο, ερωτογενές μου πλήκτρο.
«Αργά», του ζητάω επομένως ψάχνοντας να πιάσω την από ώρα χαμένη μου αναπνοή. «Τρίψτο αργά», αχρείαστα διευκρινίζω και νομίζω ότι χαμογελάει.
«Ό,τι θέλει το κορίτσι μου», επιστρατεύει εκείνο το πειστικό, γλυκανάλατο κάπως ύφος του για να με τουμπάρει όπως συνηθίζει. Το ίδιο που χρησιμοποίησε για να με πείσει να δεχτώ την συμφωνία του.
Αφήνομαι να ξαλαφρώσω στα χέρια του και συγκεντρώνομαι αποκλειστικά στο τρυφερό χάδι των έμπειρων δαχτύλων του. Κινούνται με σκοπό, πειράζοντας και βουρτσίζοντας την ροζ σάρκα με υπομονή κι εγκράτεια σε πλήρη αντίθεση με το λοιπό κορμί του Θέμη που επανασυγκρούεται αδιάκοπα πάνω στο δικό μου.
«Είναι... είναι καλύτερα τώρα;», δυσκολεύεται να μιλήσει και θέλω να του γελάσω κατάμουτρα, διότι παρόλη την αγριάδα και τις πατριαρχικές του τάσεις στο σεξ, εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για το πώς αισθάνομαι.
Μουρμουρίζω κάτι ασύλληπτο που μάλλον μεταφράζεται σε «ναι» και τον αφήνω να συνεχίσει. Τον αφήνω να με τελειώσει, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν σκοπεύω να του το ανταποδώσω στο έπακρο. Οι φωνές μας έχουνε μετατραπεί σε ένα συνονθύλευμα κραυγών και τα κορμιά μας συνενώνονται ξανά και ξανά.
Απολαμβάνω σχεδόν το κάθε δευτερόλεπτο μόλο που την γλύκα της ευφορίας πικραίνουν σύντομα δυσάρεστες σκέψεις. Μπορώ να διαισθανθώ την ανάγκη του να ξεσπάσει. Το νιώθω στην γερή λαβή των χεριών και τις τιμωρητικές του ωθήσεις.
Ο οργασμός του φέρεται να πλησιάζει στην κορύφωση γιατί οι πρωτόγονες κραυγές που κάνει με κόπο να πνίξει ξεβράζονται ανεξέλεγκτες. Δεν αισθάνομαι πλέον τα πόδια μου, οι σφυγμοί και των δυο μας έχουνε εκτιναχτεί στα ύψη και το μικροσκοπικό μου κορμί μου τεντώνεται κάτω από το δικό του.
Γινόμαστε ένα χάλι ωθούμενοι ολοένα στην άκρη του χείλους της ηδονής και πηδάμε ταυτόχρονα στο κενό αγκαλιασμένοι. Σαν ένα ενωμένοι...
Οι ανάσες μας βγαίνουν ακανόνιστες θυμίζοντας μαραθωνοδρόμους. Το μυαλό μου αργεί να συνέλθει μα όταν το καταφέρνει προσγειώνομαι απότομα στην πραγματικότητα.
Με βοηθάει να ντυθώ φορώντας μου την σαλοπέτα μαζί και τις τιράντες στους ώμους. Φιλάει το δέρμα εκεί κι όταν στρέφομαι να τον κοιτάξω στα μάτια έχει το βλέμμα κατεβασμένο. Μπορεί να απομάκρυνα την ένταση που ίσως τον κατέβαλε όχι όμως και το πρόβλημα που φέρεται να τον βασανίζει.
Τουλάχιστον τώρα γνωρίζω σε τι αφορά. Ή ένα σκέλος του έστω.
«Σε ευχαριστώ», είναι το μόνο που λέει ξανά όπως και τότε την πρώτη φορά που συνευρεθήκαμε. Μου αφήνει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο κι ύστερα με τα φτερά κομμένα βαδίζει προς το δενδρώδες αγρόκτημα. Δεν στρώνει το πουκάμισο ούτε και τα ανάκατα μαλλιά του.
Μοιάζει να αποδέχεται την τωρινή του εικόνα, ακριβώς επειδή θεωρεί ότι τον αντιπροσωπεύει.
Ίσως η κατάσταση να είναι πολύ χειρότερη από ότι φανταζόμουν.
«Έι», προλαβαίνω να τον σταματήσω πιάνοντας τον καρπό του. «Σκεφτόμουν να κάνω ένα ντουζ», σουφρώνω χαριτωμένα τα χείλη. «Θες να μπεις μαζί μου;», καταλαβαίνει τι κάνω, ότι δηλαδή ψάχνω να επεκτείνω τον χρόνο μου μαζί του. Όπως και να έχει κάτι στην ιδέα μου τον ιντριγκάρει.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
«Πες μου τώρα ότι ο Ισπανός δεν αξίζει τον τίτλο. Είναι ο μόνος τενίστας στην ιστορία που κατόρθωσε να πάρει δεκατρία γκραν σλαμ σερί στον ίδιο χώρο», η μέρα έχει κυλήσει ομαλά ως το απόγευμα.
Ομαλά και ήσυχα σε έναν εμφανώς πιο ήρεμο τόνο από εκείνον των προηγούμενων. Με εξαίρεση φυσικά το σκληρό πήδημα το μεσημέρι, κατόπιν του οποίου ακολούθησε ένα άκρως χαλαρωτικό ντουζάκι.
Το νερό έτρεχε ζεστό πάνω από τα κεφάλια εξαγνίζοντας τις αμαρτίες μας. Ο Θέμης ανέλαβε να με καθαρίσει σαπουνίζοντας όλο μου το σώμα από την κορφή ως τα νύχια κι επισήμανε πως είμαι πολύ πιασμένη πιέζοντας με τα δάχτυλα ένα σημείο πάνω στους ώμους που με έκανε να μορφάσω σκεβρωμένη.
Καθώς περνούσε το σφουγγάρι πάνω από το στήθος μου μάλασσε και έπλαθε με τα χέρια σαν να επρόκειτο για ζυμάρι ωθώντας με να αναστενάξω. Ήχοι που το ορμώμενο νερό υπερκάλυπτε.
Τα χείλη του βρίσκανε τακτικά τα δικά μου σε φιλιά αργά και πιο ερωτικά από αυτά που μου είχε δώσει προηγουμένως σε εκείνον τον στριμωγμένο χώρο ανάμεσα από τα οικοδομικά υλικά.
Φρόντισε με επιμέλεια την περιποίηση των επίμαχων σημείων μου αφότου με ξέπλυνε από τους αφρούς. Τα χέρια του θωπεύανε απαλά σαν να ακουμπούσαν μετάξι κι εγώ κοντανάσαινα με κάθε επαφή νιώθοντας το οξυγόνο να λιγοστεύει επικίνδυνα. Οι υδρατμοί είχανε γεμίσει την ατμόσφαιρα κι ο Θέμης πολύ απλά μου το καταστούσε αδύνατο να αναπνεύσω φυσιολογικά.
Παρά τις έντονες σωματικές αντιδράσεις δεν μιλήσαμε ιδιαίτερα. Αφουγκραστήκαμε ο ένας την σιωπή του άλλου και στην παρούσα φάση θεώρησα πως ήτανε αρκετό.
Κι ενώ το γνωρίζω πως τα προβλήματα μας είναι κάθε άλλο παρά λυμένα, είπα να απολαύσω αυτές τις πολύτιμες στιγμές μου μαζί του. Στιγμές που κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, στιγμές που δεν ξέρω αν θα καταφέρω να ζήσω ποτέ ξανά με κάποιον άλλο άνδρα.
Δεν νομίζω πως θα είναι εφικτό. Αυτό το σκίρτημα δεν το νιώθεις με τον οποιονδήποτε. Αυτήν την ανάγκη να βρεθείς διακαώς μαζί του κι όχι για το σεξ μονάχα, μην πηγαίνει στο ερωτικό το μυαλό σας. Απλώς... να βρίσκεσαι κοντά του.
Με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα για να μου τρίψει την πλάτη και κάπου εκεί πρέπει να κοιμήθηκα. Και μάλιστα πολύ, γιατί όταν σηκώθηκα ο ήλιος είχε ήδη κατέβει στον ορίζοντα. Πληροφορήθηκα από την Κική ότι κι ο Θέμης έπεσε να ξαπλώσει στο δωμάτιο του.
Πάντως ο κύριος Περικλής αποδεικνύεται φανατικός οπαδός του τένις και μάλιστα έχει προτίμηση στον φοβερό Ισπανό τενίστα Ραφαέλ Ναδάλ.
«Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε», αντιτείνω. Η συζήτηση πρακτικά ξεκίνησε μόλις η Κική ακούμπησε στο κιόσκι του κήπου έξω τους απογευματινούς μας καφέδες κι αποπειράθηκε να με ρωτήσει για το τένις αλλά και τους αγαπημένους μου παίκτες.
Πρόκειται μάλλον για ιδιαίτερη περίσταση η αποψινή καθώς στην λίστα των παρευρισκόμενων εντάσσεται, πέραν από τον ερασιτέχνη κτηνοτρόφο φίλο του κύριου Περικλή, λειψή η οικογένεια της Κικής. Η μεγάλη της κόρη, εκείνη που ανυπομονούσα να γνωρίσω έμεινε στο σπίτι να διαβάσει απερίσπαστη.
«Ποιος πιστεύεις εσύ δηλαδή;», περίπλοκη ερώτηση. Κι αυτό επειδή θαρρώ πως δεν υπάρχει μοναχά μια απάντηση καθώς στα ελαττώματα του ενός παίκτη βρίσκει πάτημα κάποιος άλλος.
«Στατιστικά ο Σέρβος είναι σαρωτικός. Σαν να λέμε ένας Τιτάνας στον χώρο του αθλήματος», κι εδώ θα αναφερθώ ως είθισται στον δικό μου λατρεμένο. «Αλλά ο Φέντερερ», υπογραμμίζω κι ο οικοδεσπότης μου στραβομουτσουνιάζει. «Ο Φέντερερ μπορούσε να ζωγραφίσει με την ρακέτα. Ήταν ένας καλλιτέχνης»
«Κλασικός Ελβετός. Το έκανε για τα λεφτά», βραχνιασμένη βγαίνει η φωνή του, αλλοιωμένη από το αλκοόλ.
«Αναληθές», δεν υποστηρίζω αυτές τις θεωρίες.
«Πάντα για αυτό δεν γίνονται όλα;», ακούω τον Θέμη να λέει κι όταν γυρίζω το κεφάλι τον βλέπω να πλησιάζει φορώντας μια χαλαρή, αθλητική βερμούδα και μακό μπλουζάκι.
«Νιώθεις καλύτερα;», γέρνω χαμηλόφωνα να τον ρωτήσω μετά που ολοκληρώνουν με τις χαιρετούρες.
«Πιο ξεκούραστος», μου κλείνει το μάτι. Ο μόνος που λείπει από την παρέα είναι ο Ηλίας τον οποίο αποχαιρέτησα το πρωί. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα με επισκεφτεί σύντομα Θεσσαλονίκη.
«Για πες μας κι εσύ Θέμη. Ποιος πιστεύεις είναι ο καλύτερος;», ο Θέμης ζητάει μια κάποια διευκρίνιση γιατί το κεφάλι του εξακολουθεί να γυρίζει.
«Ο Ντζόκοβιτς», δίνει ύστερα την απάντηση του. «Είναι ένας έντιμος άνδρας που δεν φοβάται να πολεμήσει για τα πιστεύω του. Ένας παίκτης υπερβατικός που μάχεται για κάτι περισσότερο από τα λεφτά και την δόξα. Μία σπάνια περίπτωση», φέρεται να τον θαυμάζει πολύ.
Και δικαιολογημένα φυσικά. Μιλάμε για μια εξέχουσα προσωπικότητα, έναν άφταστο πνευματικά παίκτη.
«Οπότε όλοι διαφωνούμε», καταλήγει ο Περικλής. «Έχουμε λοιπόν τον Τιτάνα, τον στρατιώτη και τον καλλιτέχνη», μια επιπόλαιη αλλά καλά στοχευμένη τοποθέτηση. Σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη πάντα. «Τώρα», ο οικοδεσπότης χτυπάει τα χέρια του ενθουσιασμένα βγάζοντας από την πλαστική σακούλα στα πόδια του ένα γυάλινο μπουκάλι γεμάτο σκούρο, καταπράσινο λάδι.
Καθώς αντιλαμβανόμαστε περί τίνος πρόκειται ένα κύμα ενθουσιασμού απλώνεται σε όλους μας τριγύρω στο τραπέζι.
«Είναι από την πρώτη μας σοδειά», βγάζει ακόμη ένα ίδιο μπουκάλι και κάνει να ανοίξει μία φιάλη κόκκινου κρασιού για να γεμίσει τα κρυστάλλινα ποτήρια που είχε κρατήσει κάπου στην άκρη φυλαγμένα.
Σηκώνει πρώτος το δικό του ψηλά.
«Στους φίλους», λέει. «Στους παλιούς», νεύει στην Κική, τον Θέμη και τους υπόλοιπους στην ομήγυρη. «Και στους καινούριους», κοιτάζει εμένα τώρα χαμογελώντας ενθαρρυντικά. «Η βοήθεια σου ήτανε παραπάνω από πολύτιμη»
«Σας ευχαριστώ κύριε Περικλή», αποκρίνομαι εγώ ντροπαλά και τότε σκύβει ελαφρώς στο μέρος μου.
«Για σένα Πέρης», λέει κλείνοντας μου ταυτοχρόνως το μάτι και τσουγκρίζω μαζί του ανίκανη να κρύψω την χαρά μου που με τη μορφή ενός πλατιού χαμόγελου την νιώθω να απλώνεται παντού στο πρόσωπο μου.
Ο Θέμης ατενίζει περήφανος το όλο σκηνικό που περιλαμβάνει τραγούδι και χορό. Στήνεται κάτι σαν ένα μικρού τύπου γλέντι. Υπάρχει φαγητό και τα πάντα μυρίζουν υπέροχα. Το να αποτελώ μέρος αυτού το αισθάνομαι προνόμιο.
«Μπορώ να σου μιλήσω;», ο Θέμης πλέκει τα δάχτυλα μας μεταξύ τους και με ρωτάει.
Κατευθυνόμαστε στον άδειο, πράσινο χώρο λίγο παραπέρα εκεί όπου το φως από κιόσκι μας χτυπάει περιφερειακά.
«Αποφάσισες τελικά τι θες να κάνεις;»
«Με ποιο πράγμα;»
«Για το διαμέρισμα», σκατά. Το είχα ξεχάσει τελείως. Έχουνε περάσει πόσες, πέντε ημέρες κοντά; Μία ολόκληρη εβδομάδα που δεν έχω πατήσει πόδι στο πανεπιστήμιο, ούτε έχω σκεφτεί καθόλου τι θα κάνω επιστρέφοντας.
«Δεν μου βρέθηκε χρόνος», αγγίζω τους δικεφάλους του με νάζι χαμογελώντας. «Με κρατούσες απασχολημένη», εμμένει στο σοβαρό του ύφος άρα δεν έχει όρεξη για παιχνίδια.
«Το ξέρεις ότι δεν χρειάζεται στα αλήθεια να επιστρέψεις εκεί»
«Τι;», παγώνω.
«Για το διαμέρισμα. Δεν χρειάζεται να επιστρέψεις Θεσσαλονίκη αν δεν το θέλεις», φέρνω στον νου την ατζέντα για την οποία τον άκουσα να μιλάει χθες βράδυ.
«Τι εννοείς με αυτό;»
«Μπορεί να μείνεις εδώ», λέει κάνοντας ένα βήμα στο μέρος μου και είναι εκείνος τώρα που με κρατάει από τα μπράτσα, πατικώνοντας το ύφασμα της φούτερ μπλούζας που φοράω.
«Θέμη», αγχώνομαι.
«Δώσε μου ένα λεπτό να με ακούσεις», χώρια του ότι προσπαθεί πάλι να ελέγξει την ζωή μου. Για καλό σκοπό μεν, το καταλαβαίνω αυτό. Ανησυχώ πως μπορεί να επιθυμεί να επισπεύσει την ημερομηνία λήξης της σχέσης μας.
Τον άκουσα να μιλάει για αυτό χθες βράδυ. Ότι δεν πρόκειται δηλαδή να με αφήσει μέχρι να στρώσω ουσιαστικά.
Ταυτόχρονα υπάρχει κι άλλος μοχλός πίεσης. Αυτός της συναισθηματικής μας αλληλεξάρτησης. Μπορεί να μην με αγαπάει όπως ισχυρίστηκε αλλά αισθάνεται πράγματα για μένα. Κι όσο ο καιρός περνάει τόσο αυτά δυναμώνουν.
Ξεροκαταπίνω νιώθοντας έντονη την απόγευση του κρασιού στον ουρανίσκο μου, τόσο που νομίζω ότι θα μου έρθει αναγούλα.
«Δεν θέλω να μιλήσουμε για αυτό. Όχι απόψε. Σε παρακαλώ», ζητώ με φωνή παρακλητική μεταπείθοντας τον.
«Εντάξει», ξεφυσάει χωρίς όμως να δείχνει ενοχλημένος. «Μπορώ να σε βγάλω έξω τώρα;»
«Τώρα;», κοντεύει να βραδιάσει.
«Ναι. Γιατί;», σηκώνει τους ώμους. Χαμογελάω.
Μου αρέσει αυτός ο καινούριος αυθορμητισμός του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top