Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (90)

Παραδόξως το επόμενο πρωί, καλά... μεσημέρι ξυπνάω στο κρεβάτι μου. Σκεπασμένη και καλοβολεμένη σαν το κουκλίστικο παιχνίδι εξάχρονου κοριτσιού.

Υποθέτω πως ο Θέμης με μετέφερε διανύοντας όλη την διαδρομή από την πισίνα μέχρι το δωμάτιο και συλλογίζομαι πως για να μην πήρα χαμπάρι την δουλειά πρέπει να ήμουνα υπερβολικά πολύ κουρασμένη.

Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να τσεκάρω από το παράθυρο για το αυτοκίνητο του το οποίο εννοείται πως λείπει. Είναι παράξενο επειδή οι πλούσιοι άνθρωποι που φέρεται βγάζουν με κόπο τα χρήματα τους δεν προλαβαίνουν να χαρούν ιδιαίτερα τις χλιδάτες απολαύσεις της ζωής.

Βέβαια δεν μπορώ να πω ότι ισχύει το ίδιο για τις γυναίκες και τα παιδιά τους.

«Σου μίλησε δηλαδή;», ο Ηλίας μου κάνει παρέα τρώγοντας σκέτα τα ίδια δημητριακά που έχω τοποθετήσει σε ένα μπολ γεμάτο γάλα.

«Χμ», κατανεύω κατεβάζοντας μια γλυκιά μπουκιά.

«Σαν να λέμε... πολύ;», γουρλώνει τα μάτια ρωτώντας με.

«Είπε αρκετά πράγματα», γλείφω το κουτάλι μου από την ανάποδη να στραγγίξω κάθε ίχνος γεύσης. «Μερικά εκ των οποίων βρήκα πολύ γλυκά», τον ενημερώνω αναζωπυρώνοντας το ήδη εξαπτόμενο ενδιαφέρον του.

Είναι σαν να έχω βρει τον κολλητό μου με τον οποίο μπορώ να κουτσομπολεύσω τα πάντα, ακόμη και τα γκομενικά μου.

«Και... δεν σου ζήτησε να τερματίσετε;»

«Όχι. Είπε ότι δεν θέλει»

«Αλήθεια;», έκπληκτος συνοφρυώνεται και μουρμουρίζω σε κατάφαση.

«Και πως εξαρτάται από μένα», συμπληρώνω.

«Αυτό είναι καινούριο», καθώς μασουλάει το στόμα του παράγει έντονους, κρατσανιστούς ήχος, ενώ το χέρι του είναι βαθιά χωμένο μες στο χάρτινο, ορθογώνιο κουτί.

«Τι εννοείς;», μετακινούμαι να πλύνω το άδειο μου μπολάκι στον νεροχύτη.

«Ποτέ πριν δεν υπήρξε λόγος για περιθώριο επιλογής. Ήταν ο Θέμης πάντα που τερμάτιζε πρώτος την σχέση», διστακτικά τρίβω το σφουγγάρι πάνω στην πορσελάνη. Πώς ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να ερμηνεύσω τα λόγια του Ηλία; Ή ακόμη χειρότερα, του Θέμη;

Ναι μπορεί να είμαι η πρώτη με την οποία προσπαθεί σκληρά αλλά το αποτέλεσμα δεν θα είναι το προβλεπόμενο; Ή μήπως κι αυτό ενδέχεται να αλλάξει στην πορεία;

Πρόσεχε Ρεβέκκα, με μαλώνω νοερά. Η πορεία για την οποία μιλάς προϋποθέτει να συναινέσεις στην συνέχιση της συμφωνίας σου μαζί του. Όμως, κι αν πράγματι κατάφερνα να τον μεταπείσω;

Αμφότεροι δεν επιθυμούμε να εγκαταλείψουμε. Γιατί να μην το πιέσω μέχρι το τέλος επομένως;

Για να μη σου σμπαραλιάσει η καρδιά μήπως; Φαντασμένη!

Τινάζω το κεφάλι επικεντρωμένη στους παραπονιάρικους ήχος που βγάζει το στομάχι μου.

Σκέφτομαι πως εξακολουθώ να πεινάω οπότε βάζω στο μάτι ένα ωραίο κόκκινο μήλο από την φρουτιέρα πάνω στον πάγκο της κουζίνας.

«Το ξέρω επειδή έβαζε εμένα να τις αποζημιώνω για την θλίψη που προκαλούσε με κάποιο φανταχτερό κόσμημα»

«Πόσο πρωτότυπο», χλευάζω κι ακούω τον Ηλία που γελάει.

«Τέλος πάντων. Τι του απάντησες;», προσπερνάει γρήγορα αυτό το κομμάτι που τον θέλει αβανταδόρο του Θέμη Λουκρέζη.

«Τίποτα», αφήνω το μπολ στην πιατοθήκη. «Ακόμη»

«Τι σκέφτεσαι να απαντήσεις;», το πάει να με προβληματίσει. Στρέφομαι με την εσώτερη πλευρά των καρπών μου κόντρα στον γρανίτη απελευθερώνοντας έναν κουρασμένο στεναγμό.

«Δεν ξέρω», με κοιτάζει σκυθρωπός. Ξέρω τι θέλει να κάνω ή καλύτερα τι θεωρεί πως είναι καλύτερο για μένα να πράξω μόλο που αυτό προϋποθέτει να κάνω πέρα τα συναισθήματα μου για τον Θέμη.

«Το αποφασίζεις αργότερα», λέει με έναν ξαφνικό αέρα τονωτικής ενέργειας. «Επειδή εμείς οι δύο θα πάμε για ψώνια»

«Ψώνια;», ανασηκώνω το φρύδι μου.

«Ναι ψώνια», επιμένει στον ίδιο ενθουσιασμένο τόνο. «Δεν μπορώ να κυκλοφορώ εγώ μεσάτος με τον λέτσο στο πλευρό μου»

«Έι», εκσφενδονίζω το πετσετάκι που χρησιμοποίησα για να στεγνώσω τα χέρια μου στο μέρος του αλλά το αποφεύγει γέρνοντας δεξιά.

«Δεν ακούω κιχ», μου δείχνει να την κάνω ώστε να ετοιμαστώ.

«Τι κακό έχουνε τα ρούχα μου;», κοιτάζει επίμονα με μία αποδοκιμαστική γκριμάτσα το τωρινό μου ντύσιμο. Μία απλή αθλητική φόρμα σε μαύρο χρώμα κι ένα μπλε υπερμέγεθες φούτερ.

«Δεν το ρώτησες στα αλήθεια αυτό έτσι;», μου την είδε ξαφνικά Λάκης Γαβαλάς. «Άντε, άντε», τινάζει σπασμωδικά το χέρι εννοώντας να φύγω κι αποχωρώντας σκέφτομαι ότι είναι καιρός να αρχίσω να σχεδιάζω εγώ το καθημερινό μας πρόγραμμα.

Θα τον βάλω εγώ να κάνει προπόνηση τένις μαζί μου να του καούνε οι τετρακέφαλοι.

«Και φόρεσε κάτι άνετο», μου φωνάζει. «Θα την βγάλουμε στα δοκιμαστήρια σήμερα»

⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹

Την επόμενη φορά που θα βγούμε για ψώνια με τον Ηλία σκέφτομαι να τον σύρω στο παζάρι. Τουλάχιστον εκεί δεν θα μου βγαίνουν τα μάτια κάθε φορά που θα κοιτάζω την αναγραφόμενη τιμή στην ετικέτα κάθε ρούχου.

Μεταπηδήσαμε από τα κλασικά μαγαζιά των μεγαλύτερων αλυσίδων γυναικείας ένδυσης στις ακριβές μπουτίκ. Κι αυτό επειδή ο Ηλίας βρήκε πολύ βασική την φθινοπωρινή κολεξιόν των περισσότερων.

«Οι ζητιάνοι δεν μπορούν να είναι επιλεκτικοί», του είπα τσεκάροντας μια μπεζ πουκαμίσα την οποία παράτησε ασυζητητί πάνω σε μία από τις ράγες με ρούχα προς επίδειξη.

«Ναι. Αλλά εμείς δεν είμαστε ζητιάνοι», είπε τραβώντας με στην έξοδο.

Τουλάχιστον δεν ξοδεύουμε άσκοπα χρόνο περιπλανώμενοι κι αυτό γιατί ο Ηλίας ξέρει ακριβώς πού θέλει να κατευθυνθεί. Εισερχόμαστε σε ένα κατάστημα στην βιτρίνα του οποίου οι μανεκέν φοράνε εντυπωσιακά ρούχα υψηλής ραπτικής, ενώ στο βάθος ράφια με ενσωματωμένο φωτισμό μοστράρουν γόβες κι ακριβές, δερμάτινες τσάντες.

«Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;», χαμογελαστή η υπάλληλος πλησιάζει να μας εξυπηρετήσει καταβροχθίζοντας με τα μάτια τον Ηλία ακριβώς όπως έκανα κι εγώ με το πιτόγυρο που τσάκισα στο ψητοπωλείο όπου καθίσαμε.

«Θέλω κάτι σέξυ για την όμορφη δεσποινίδα από εδώ», απαντάει και του ρίχνω μια λοξή, καχύποπτη ματιά. «Αλλά όχι υπερβολικά σέξυ», υπογραμμίζει σοβαρός, χαμένος στον συλλογισμό του.

Έχει μπει στα αλήθεια στον ρόλο του στυλιστικού μου μέντορα.

«Κάτι που να αγκαλιάζει τις όμορφες καμπύλες της, χωρίς όμως να αποκαλύπτει πολλά», μισοκλείνει τα βλέφαρα λέγοντας με νόημα στην κοπέλα η οποία τώρα με περιεργάζεται.

«Θα δω τι μπορώ να κάνω», συνωμοτικά του λέει. «Αν και με τέτοιο κορμί αμφιβάλλω αν υπάρχει το παραμικρό εδώ μέσα που δεν θα της πηγαίνει. Με εξαίρεση το πράσινο τουνίκ της Figaro», σάμπως έχω ιδέα ποιο είναι αυτό.

Κινούμαστε περιμετρικά στο μαγαζί, κρεμάστρες σκούζουν βίαια συρόμενες πάνω στις σιδερένιες ράγες καθώς η κοπέλα συνεργατικά με τον Ηλία επιλέγουν τα ρούχα που θα δοκιμάσω. Προς το παρόν χρησιμεύω απλά ως κουβαλητής μέχρι που να μου πιαστούν τα χέρια.

«Ώρα για το δοκιμαστήριο λοιπόν», ο Ηλίας αναφωνεί και δυσανασχετώ μουρμουρίζοντας μόλις συνειδητοποιώ πως όλα αυτά θα χρειαστεί να τα δοκιμάσω.

«Για φόρμα ούτε λόγος ε;», ρωτάω αφού έχοντας σκανάρει μία στα γρήγορα τα ενδύματα καθώς μου τα ξεφόρτωναν, δεν έχω εντοπίσει ουδεμία φόρμα.

«Τράβα μέσα», με σπρώχνει φιλικά να προχωρήσω στο δοκιμαστήριο.

Ας ξεκινήσει το μαρτύριο λοιπόν.

Είναι λιγουλάκι τρελό να παραπονιέμαι, έτσι δεν είναι; Κι αυτό γιατί το γνωρίζω πως δεν πρόκειται να πληρώσω δεκάρα για όλα αυτά.

Το πρώτο ντύσιμο που δοκιμάζω περιλαμβάνει ένα μίντι ασπρόμαυρο φόρεμα του οποίου το αποτυπωμένο σχέδιο θυμίζει κυψέλη. Φέρει χώρισμα στη μέση ώστε μαζεύεται κομψά λίγο πάνω από το γόνατο και το συνδυάζω με ένα μαύρο κασμιρένιο πουλόβερ.

«Κάτι λείπει», ο Ηλίας παραθέτει ξύνοντας στοχαστικός το πηγούνι του. «Έχετε μπότες;», απευθύνεται στην κοπέλα. «Μαύρες, γυαλιστερές μπότες;», διευκρινίζει και η κοπέλα σπεύδει να μου φέρει ένα ζευγάρι.

Ολοκληρώνουμε το σύνολο με ένα μαύρο, δερμάτινο μουτόν φτιαγμένο από απομίμηση γούνας και κοιτώντας το στον καθρέφτη, οφείλω να ομολογήσω πως δεν είναι άσχημο. Βασικά δεν είναι καθόλου άσχημο κι όσο το κοιτάζω τόσο περισσότερο το λατρεύω.

Ο Ηλίας καταφέρνει να μου προξενήσει την ίδια εντύπωση με ακόμη δύο εμφανίσεις.

«Πώς το κάνεις αυτό;», φωναχτά απορώ κουμπώνοντας να κλείσει μπροστά στο στήθος το άνοιγμα ενός τζιν κορσέ.

«Είναι χάρισμα», αποκρίνεται ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό όπως καταλαβαίνω από τον ήχο κάποιας τσαλακωμένης, χάρτινης σελίδας.

Βγαίνω έτοιμη να επιδεχθώ την κριτική μου και γνέφει ικανοποιημένος.

«Μπορούμε να σταματήσουμε για λίγο;», κοιτάζει το ρολόι του τινάζοντας τον καρπό μακριά από το άνοιγμα του πουκάμισου που φοράει.

«Δεν υπάρχει χρόνος. Έχουμε και σε άλλα μαγαζιά να πάμε», μουγκρίζω αγανακτισμένη. Συγκρατημένα βέβαια, μην μας παρεξηγήσουν και οι υπάλληλοι.

«Μα έχω ήδη εξαντληθεί»

«Θα κάνεις υπομονή», ο λόγος του αναντίρρητος.

«Στο έχουνε πει ποτέ ότι μιλάς ακριβώς σαν τον Θέμη;», αναφέρομαι στην απολυτότητα με την οποία χειρίζεται διάφορους από τους διαλόγους μας.

«Θα το εκλάβω ως κοπλιμέντο», αποκρίνεται και ξάφνου θυμάμαι την ρήξη που παραλίγο να επιφέρει μεταξύ τους η χθεσινοβραδινή μας παρουσία σε εκείνο το club της παραλιακής.

Ύστερα από το πρώτο μαγαζί προλαβαίνουμε να επισκεφτούμε πέντε ακόμη προτού καταρρεύσω, ωστόσο μονάχα στα δύο αναλωθήκαμε σε δοκιμές.

«Πολύ φαρδύ», αναφέρεται στο τζιν παντελόνι με το καμπανιζέ τελείωμα που έχω φορέσει. «Δεν κολακεύει καθόλου τα πόδια σου», προτείνει ωστόσο να κρατήσω την έξωμη μπλούζα με τα εντυπωμένα μωβ λουλούδια.

Είναι αρκετά εφαρμοστή οπότε δυσκολεύομαι να την περάσω πάνω από το κεφάλι, έτσι σκούζω στριμωγμένη στον στενό χώρο του δοκιμαστηρίου.

«Οπότε, ποτέ δεν σε έχω ρωτήσει αλλά... έχεις κοπέλα;», όχι και η εξυπνότερη ερώτηση να κάνω, όμως έχω απορίες.

«Σου μοιάζω να έχω κοπέλα;», χρωματίζει την φωνή του με μερική ειρωνία.

«Όχι», κρυφογελάω.

«Επειδή σίγουρα θα με σκότωνε αν μάθαινε πως περνάω την ημέρα μου αγοράζοντας ρούχα σε κάποια άλλη. Πόσο μάλλον σε κάποια τόσο όμορφη», δεν μου έχει δώσει ποτέ λόγο να αμφισβητήσω τις προθέσεις του, αλλά μήπως εθελοτυφλώ κι εγώ λιγάκι πάνω στην επιθυμία να κρατήσω έναν φίλο;

«Δεν παίζει καμία σχέση;», λαχανιάζω στην προσπάθεια να φορέσω ένα στενό και ταυτοχρόνως ελαστικό σετ παντελονιού-μπλούζας.

«Δεν θα το αποκαλούσα έτσι», πόσο αινιγματικός. Το έχει κι ο Θέμης με την αοριστία. Πόσα κουσούρια να του έχει εμφυσήσει άραγε; Ανοίγω την πόρτα βγαίνοντας έξω κι εκείνος ανακάθεται σκανάροντας με από την κορφή ως τα νύχια. «Τώρα αυτό, σου κάνει φοβερό κώλο», μου λέει εντυπωσιασμένος.

«Δεν ξέρω αν είναι το χρώμα μου», το συγκεκριμένο είναι μπεζ οπότε ο Ηλίας φροντίζει να μου αφήσουν στο ταμείο το ίδιο σετ σε μαύρο χρώμα.

Ετοιμαζόμαστε να φύγουμε όταν προσέχω ένα λευκό φόρεμα που κάποιο κοπέλα θα μετάνιωσε να αγοράσει. Το συγκρατώ μία από τα μανίκια να το παρατηρήσω καλύτερα.

Σίγουρα θα κάνει φοβερή αντίθεση με την μελαχρινή μου επιδερμίδα κι ενώ δείχνει αθώο εκ πρώτης όψεως ταυτόχρονα αποπνέει κάτι το μυστήριο.

«Θες να το δοκιμάσεις;»

«Προλαβαίνω;», η πωλήτρια με διαβεβαιώνει πως ναι και γρήγορα τρέχω στον χώρο των δοκιμαστηρίων.

Πέντε λεπτά περίπου αργότερα βρίσκεται διπλωμένο και τακτοποιημένο μες στην τελευταία τσάντα αγορών για σήμερα.

⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹

Το σκέφτομαι σοβαρά να αλλάξω αριθμό στο κινητό, ή έστω να μπλοκάρω την επαφή της Αμελί η οποία δεν λέει να με αφήσει στην ησυχία. Μου τηλεφωνεί ακατάπαυστα από το πρωί κι ενώ μπαίνω στον πειρασμό να απαντήσω στη μία τουλάχιστον κλήση του Τέο επιλέγω να την το κάνω.

Κι αυτό καθώς τις τελευταίες μέρες, παρόλα τα μπλεξίματα μου με τον Θέμη, περνάω πολύ ευχάριστα τον χρόνο μου με αυτούς τους τρεις υπέροχους ανθρώπους που τώρα με περιβάλλουν στο τραπέζι του κήπου έξω.

Παίζουμε μπλόφα και καθώς έχει περάσει κάμποσος καιρός από την τελευταία φορά που έπαιξα το συγκεκριμένο παιχνίδι μάλλον πρέπει να διδαχθώ μερικά κολπάκια από την Κική. Ο κύριος Περικλής δεν έχει καμία ελπίδα απέναντι της. Καλά δεν το συζητώ καν για τον Ηλία.

Έχει σηκώσει κάθε τους μπλόφα πράγμα που μας διασκεδάζει, καθώς σε κάθε σχεδόν χαρτί τίθεται το δίλημμα. Εκείνη τους μετρά με το βλέμμα και υπομονετικά παίρνει την απόφαση της.

«Πώς το κάνεις αυτό;», ο Ηλίας της φωνάζει χασκογελώντας μιας και έχασε μόλις μια καλή ευκαιρία να βγει από το παιχνίδι.

«Επειδή είμαι μητέρα και μόνο μια μητέρα μπορεί να διαβάσει πρόσωπα», εναποθέτει εκείνη τα δύο εφτάρια της στο κέντρο. Εγώ δεν το ρισκάρω να κάνω μπλόφα.

«Να σε στείλουμε στο επαγγελματικό τότε μπας μπας και καταφέρουμε να βγάλουμε κάνα τζίρο», λέει με εκείνη την μπάσα φωνή του νταλικέρη ο κύριος Περικλής.

«Δεν σου φτάνουνε ρε αχόρταγε όλα τα λεφτά που έχεις;», η Κική τον μαλώνει αλλάζοντας τα χαρτιά σε ρηγάδες. Ο οικοδεσπότης σκάει ένα και η Κική γέρνει το κεφάλι κοιτώντας τον καχύποπτη.

«Άμα δεν θα το σηκώσεις θα σου αυξήσω τον μισθό»

«Δεν εξαγοράζομαι τόσο εύκολα», του λέει σηκώνοντας το χαρτί που αποδεικνύεται πεντάρι.

«Πω!», απηυδύει εκείνος πιάνοντας τις τούφες των μαλλιών του ενώ εγώ κι ο Ηλίας φωνάζουμε επιδοκιμάζοντας την επιτυχία της Κικής.

Ετοιμαζόμαστε να παίξουμε ακόμη μία γύρα όταν ο κύριος Περικλής τεντώνεται στην καρέκλα του με ένα πρόσχαρο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

«Έι Θέμη!», φωνάζει και η προσοχή μου στο δευτερόλεπτο αποσπάται. «Τσακίσου κι έλα εδώ πέρα να με βοηθήσεις. Με έχουνε διαλύσει», ο Θέμης πλησιάζει στο τραπέζι μας δείχνοντας καθόλα θλιμμένος. Τα χαρακτηριστικά του προβάλουν αλλοιωμένα από την εξουθένωση και τα πόδια του με το ζόρι σηκώνουν το βάρος του σώματος του.

«Έχεις καμιά μπίρα;», είναι το πρώτο που ρωτάει πράγμα που εκτινάσσει τις ανησυχίες μου στα ύψη.

«Τσέκαρε στο μπαρ να δεις. Κρατώ τα βαριά στο ντουλαπάκι με το κλειδί», ο Περικλής του δίνει το ελεύθερο. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να ψάξει για τις μπύρες στο ψυγείο καταφεύγοντας στα βαριά απευθείας.

Επιστρέφει στο τραπέζι βαστώντας μία γεμάτη, γυάλινη φιάλη με το λογότυπο της Jack Daniel's αναγραμμένο σε έντονη, λευκή γραμματοσειρά.

Καθίζει δίπλα μου αλλά αποφεύγει να με κοιτάξει μέχρι να γεμίσει το πρώτο του ποτήρι.

«Γεια», ήρεμα λέει στο μέρος μου ενόσω οι άλλοι προχωράνε κανονικά στο παιχνίδι τους αγνοώντας την ανησυχητική του συμπεριφορά.

«Γεια», αποκρίνομαι κι εγώ με φωνή ταραγμένη. «Είναι όλα καλά;», τυλίγω την παλάμη μου γύρω από το χέρι του και τον ρωτάω. Εναποθέτει ένα φιλί στην κορυφή της και μου χαμογελάει με κόπο.

«Μην δίνεις σημασία»

«Θα παίξεις κι εσύ; Να μοιράσουμε ξανά την παρτίδα αν είναι»

«Όχι, λέω καλύτερα να παρακολουθήσω για απόψε», και κάπως έτσι τα παιχνίδια συνεχίζονται όχι όμως στο ίδιο ευχάριστο και φωνακλάδικο κλίμα που εξελίχθηκαν προηγουμένως.

«Πώς πέρασες την μέρα σου;», με ρωτάει κάποια στιγμή. Χρειάζεται να πλησιάσει πολύ κοντά ώστε να φτάσει η φωνή του στα αυτιά μου καθώς τα γέλια των λοιπών καθήμενων γύρω από το τραπέζι έχουνε πληθύνει και δυναμώσει σε ένταση.

«Δούλεψα λίγο το πρωί και μετά πήγαμε με τον Ηλία για ψώνια», τον ευφραίνει η πληροφορία αλλά όχι και στον αναμενόμενο βαθμό.

«Αλήθεια; Τι αγοράσατε;»

«Εγώ αγόρασα», μιας και ο Ηλίας επέλεξε να αφιερώσει την μέρα σε μένα εξολοκλήρου. «Με βοήθησε να βρω το δικό μου προσωπικό στιλ»

«Είναι καλός σε αυτά»

«Ναι. Πώς πέρασες εσύ τη δική σου;», αντιδράει με ένα αδιάφορο νεύμα.

«Τα ίδια όπως κάθε μέρα», χαλαρά μου λέει στην ψύχρα. Εκείνος δηλαδή ενδιαφέρεται να μάθει για την ημέρα μου αλλά όσον αφορά εκείνον δεν τίθεται λόγος.

Με κάθε νέο ποτήρι πάντως που ο Θέμης γεμίζει οι φοβίες μου εντείνονται. Τον προσέχει κι ο Ηλίας τώρα μετρώντας τις μειωμένες του αντιδράσεις και τις καθυστερημένες του αποκρίσεις στα ερωτήματα που εγείρονται από την πλευρά του Περικλή και της Κικής.

Στο τρίτο ποτήρι αποφασίζω να τραβήξω κόκκινη γραμμή κι ευγενικά του το κατεβάζω από τα χείλη που το έχει σηκώσει.

«Σταμάτα να πίνεις», παρακλητικά του ζητάω σιγομουρμουρίζοντας πολύ κοντά στο μέρος του. «Σε παρακαλώ»

«Θα μου περάσει. Μην ανησυχείς», μου χαμογελάει τεμπέλικα με ένα μεθυσμένο μειδίαμα και κάνει να με παρηγορήσει αλλά τούτη τη στιγμή δεν έχουνε πέραση τα γνωστά του τεχνάσματα.

«Δεν μπορώ να μην ανησυχώ», ο τόνος μου αλλάζει. Είναι αδύνατο να παραμείνω ψύχραιμη βλέποντας τον να αυτοτιμωρείται έτσι. «Θέμη», μου δίνει ένα τελευταίο φιλί στα μαλλιά κι ύστερα σηκώνεται.

«Πάω για ύπνο», ανακοινώνει σε όλους μας. Η Κική με τον Περικλή τον καληνυχτίζουν και ο Ηλίας σιωπηρός τον αποχαιρετά κοφτά με ένα νεύμα. Τον παρακολουθεί επίμονα καθώς φεύγει ξεφυσώντας.

Θέλω να τρέξω να φύγω κάπου απομονωμένη όπου θα μπορέσω να ουρλιάξω στο κενό την αγανάκτηση μου. Όσο η Κική κι ο Περικλής παίζουνε μια παρτίδα μπιρίμπα μεταξύ τους ο Ηλίας έρχεται να αντικαταστήσει τον Θέμη στο πλευρό μου.

«Να ανησυχώ;»

«Όχι», δοκιμάζει κι αυτός λίγο από το εναπομένον ουίσκι. «Τον βλέπεις στις καθημερινές του τώρα για αυτό σου φαίνεται παράξενο»

«Μιλάμε δηλαδή για μόνιμη κατάσταση;», πώς στο καλό να παραμείνω ήσυχη τώρα;

«Όχι. Πάντα υπάρχει πίεση από την δουλειά. Αυτό μπορεί να το διαχειριστεί. Αλλά την οικογένεια... εκεί δεν μπορεί να κάνει πολλά. Και νομίζω πως αυτό είναι που τον έχει καταβάλει τώρα», κοιτάζω πίσω από τον ώμο μου να ελέγξω αλλά ο Θέμης έχει ήδη εξαφανιστεί. «Συμβαίνει καμιά φορά. Περνάει μια μικρή κρίση και σύντομα όλα επανέρχονται στο φυσιολογικό τους»

«Μέχρι να καταρρεύσουν πάλι κι ο κύκλος να ξεκινήσει από την αρχή;»

«Δεν μπορείς να έχεις όλα αυτά χωρίς κάποιο τίμημα», δείχνει με τα χέρια του ανοιχτά σε θέση προσευχής. «Σε έφερε εδώ για να ξεφύγεις από τα δικά σου προβλήματα. Μην προσπαθείς να ασχοληθείς με τα δικά του», προσπαθεί να με αποτρέψει από το του συμπαρασταθώ.

Παίρνει το μέρος του Περικλή στην παρτίδα που παίζεται ψάχνοντας να εκδικηθεί την Κική για την σαρωτική της νίκη στην μπλόφα. Σε φιλικά πλαίσια πάντα.

Όσον αφορά εμένα, εννοείται πως δεν καταφέρνω να καθίσω στα αυγά μου. Δεν περνάει πολύς χρόνος από την αποχώρηση του Θέμη όταν σηκώνομαι κι εγώ από το τραπέζι. Φιλάω την Κική ευχαριστώντας την για το φαγητό και το κρεβάτι που μου έστρωσε κι έπειτα από καμιά δεκαριά καληνύχτες που ανταλλάζω με τους άλλους δύο την κάνω για το σπίτι.

Διστακτικά σπρώχνω την πόρτα του υπνοδωματίου του Θέμη για να τον βρω ξαπλωμένο σε ανάσκελη θέση με το βλέμμα υψωμένο στο ταβάνι. Αναπνέει ρυθμικά σαν να κοιμάται μόλο που όταν πλησιάζω αρκετά το προσέχω ότι τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα.

Καταπιέζω την όρεξη μου να πιάσω το κουβεντολόι μαζί του. Κι αυτό επειδή καταλήγω πως αποκλείεται να έχει την όρεξη να μου ανοιχτεί ξερνώντας τα ψυχολογικά του την ίδια στιγμή που φαίνεται να έχει ανάγκη από ένα γεμάτο οχτάωρο ύπνου.

«Θέλεις παρέα;», ρωτάω περιμένοντας ότι θα μου κουνήσει αρνητικά το κεφάλι. Πρώτα με κοιτάζει με εκείνο το κουρασμένο του βλέμμα κι ύστερα μου νεύει να ξαπλώσω δίπλα.

Ο δικέφαλος του χρησιμεύει σαν το δικό μου προσωπικό μαξιλάρι.

«Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε αν δεν το θέλεις», κουρνιάζω στην αγκαλιά του σαν το κλωσόπουλο. «Απλώς δεν ήθελα να νιώθεις μόνος», κι αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που θα ακουστεί από πλευράς μου για απόψε, το υπόσχομαι. Γιατί το έχω λάβει απόφαση ότι δεν θα κάτσω να του ζαλίσω το κεφάλι.

Να σημειώσω πάντως πως ο συνδυασμός του φυσικού του αρώματος με τις πικάντικες νότες του αλκοόλ ενδέχεται να αποβεί μεθυστικός.

«Ο γιος μου με μισεί», λέει και η φωνή του βγαίνει τόσο σιγανή κι αδύναμη όπως το απαλό θρόισμα των φύλλων. «Νομίζει ότι χτυπάω την μητέρα του», έκπληκτη βλεφαρίζω κάμποσες φορές.

«Το κάνεις;»

«Όχι!», αρπάζεται στο δευτερόλεπτο και λέει απελπισμένος. «Ποτέ μου δεν θα την άγγιζα όσο και να την...», σουφρώνει θυμωμένα τα χείλη καταπίνοντας τα επόμενα λόγια του.

«Τότε γιατί να το νομίζει αυτό;»

«Κάποιος από τους γκόμενους της το κάνει»

«Γκόμενους;», διερωτώμαι πάνω στην σύγχυση μου. Κατόπιν παίρνω μια ανάσα σκεπτόμενη πως καλύτερα να αποφύγω τις εξηγήσεις. Καλά τα έλεγε ο μπαμπάς για τους πλούσιους και την τρέλα που τους βαράει στο κεφάλι.

«Ο γάμος μου είναι ένα αστείο Ρεβέκκα», πικραμένος προσθέτει.

«Τότε γιατί δεν τον λήγεις;», ρωτάω το προφανές.

«Είναι πολλά που διακυβεύονται»

«Δεν μπορεί να είναι σημαντικότερα από την ευτυχία σου», απαυδώ σηκώνοντας τον κορμό μου μονάχα ώστε να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Η δική μου ευτυχία είναι ασήμαντη», αποκρίνεται πειράζοντας τις άκρες των μαλλιών και πάνω που ετοιμάζομαι να τον βρίσω για την παραμέληση της ψυχικής ευδαιμονίας του ίδιου του του εαυτού, σκάει μια επίφοβη ερώτηση. «Στα αλήθεια νόμισες ότι την χτυπούσα;», μια δυσάρεστη αίσθηση κατακλύζει το στήθος μου.

«Εγώ...»

«Δεν πειράζει το καταλαβαίνω», αποστρέφει το βλέμμα δυσαρεστημένος. «Σε τρόμαξα τις προάλλες», εννοεί το βράδυ εκείνο της συναυλίας.

«Φταίει που δεν σε ξέρω τόσο καλά. Όμως μαθαίνω. Μου απέδειξες ότι ποτέ σου δεν θα με εκμεταλλευόσουν, σε όσο χάλια κατάσταση και να βρίσκεσαι», το στήθος του φουσκώνει με κάθε βαριά εισπνοή που παίρνει. «Σταμάτησες... ξανά, ενώ θα μπορούσες απλά να ρολάρεις με αυτό»

«Δεν είμαι καλός άνθρωπος Ρεβέκκα», το αναφέρει σαν υπενθύμιση.

«Είσαι», αντιτείνω αλλά ο Θέμης επιμένει. «Είσαι ένας καλός άνθρωπος που παίρνει κακές αποφάσεις. Είναι στην ανθρώπινη φύση. Κανείς δεν είναι τέλειος»

«Κάνεις λάθος»

«Ονόμασε μου κάποιον τότε», τον προκαλώ ειρωνευόμενη και το κεφάλι του γυρίζει τόσο απότομα στην δικιά μου κατεύθυνση που νομίζω ότι θα σπάσει. Απάντηση πάντως δεν δίνει και στα λίγα ήσυχα δεύτερα που ακολουθούν ο Θέμης με χαζεύει αμίλητος.

«Το σκέφτηκες καθόλου; Για εμάς;»

«Φυσικά και το έχω», βολεύομαι ξανά, αυτήν τη φορά ξαπλώνοντας στον θώρακα του ενώ διαγράφω κύκλους με το νύχι πάνω στο πουκάμισο του.

«Και;»

«Σε ρώτησα κάτι. Το βράδυ που ήρθες να με βρεις μεθυσμένος», δεν είμαι σίγουρη για το αν θυμάται καν την ερώτηση μου.

«Μου είπες πολλά πράγματα»

«Σε ρώτησα αν αισθάνεσαι κάτι», κάνω μια παύση. «Για μένα. Και σου είπα ότι... αν δεν υπάρχει τίποτα, μπορούμε να συνεχίσουμε όπως επιθυμείς. Τα πήρα τα χρήματα εξάλλου, που σημαίνει ότι εσύ έκανες το δικό σου κομμάτι», όσο ψυχρό κι αν ακούγεται, όσο και να έχουν αλλάξει τα πράγματα... η απαρχή της σχέσης μας βασίστηκε στο συμφέρον.

Μάλλον καλύτερα το δικό μου συμφέρον και την εμμονή του Θέμη μαζί μου.

«Αλλά εάν όντως αισθάνεσαι κάτι. Το παραμικρό», στρέφομαι λυπημένη να αντικρίσω. «Πρέπει να σταματήσουμε», τα ακροδάχτυλα του χαϊδεύουν ευγενικά το περίγραμμα των χειλιών μου.

«Μην μου ζητήσεις να απαντήσω τότε», το αφοπλιστικό του χαμόγελο μου επιφέρει εσωτερική, σπλαχνική αναστάτωση. Η χαρά που μου προκάλεσε ωστόσο η απάντηση του την υπερβαίνει.

Κι είναι το μόνο που χρειάζομαι.

«Δεν πρόκειται», αποδεικνύεται πως πρέπει να είμαι το ίδιο σακατεμένη εγκεφαλικά όσο κι ο Θέμης γιατί η επόμενη κίνηση μου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα φανταχτερά, συναισθηματικά λόγια που ξεστόμισα προηγουμένως.

«Τι κάνεις;», ρωτάει βλέποντας με να καβαλικεύω τους γοφούς του. Το μπάλωμα στο κέντρο της βερμούδας του αυξάνει ήδη σε μέγεθος.

«Σε βοηθάω να ξεχαστείς», αποκρίνομαι βαθαίνοντας την φωνή μου τόσο ώστε να ακουστεί αισθησιακή.

«Δεν είσαι αναγκασμένη», γελάω που προσπαθεί να μου το παίξει καλό παιδί.

«Ω το γνωρίζω», γέρνω επάνω του φέρνοντας το πρόσωπο μου σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου. «Αλλά το θέλω», τινάζω τα μαλλιά που χύμα πέφτουνε μες στα μούτρα μου και πιέζω μία με δύναμη την λεκάνη μου κόντρα στην βουβωνική του χώρα.

Το σώμα του τεντώνεται από κάτω μου, ενώ μουγκρίζει μέσα από τα δόντια καθώς σέρνομαι αργά πάνω στο μήκος του, αγκαλιάζοντας το μεγαλοπρεπές του εργαλείο.

«Δεν σκοπεύεις να με σταματήσεις ξανά, έτσι;», η ανάσα του θωπεύει τα χείλη μου.

«Διάολε, όχι», το στόμα του ανοίγει άγρια πάνω στο δικό μου δαγκώνοντας και ρουφώντας βαθιά την γλώσσα μου μέσα που μουδιάζει. Οι μύτες μας συνθλίβονται κι όπως επανατοποθετώ τον εαυτό μου καλύτερα ώστε να ευθυγραμμιστεί το φύλο μου με τον πρησμένο του κάβαλο, τυλίγει τα χέρια του γύρω από την πλάτη μου.

Δαγκώνω συγκρατημένα αλλά με πάθος το κάτω χείλος του για να εισπράξω ένα ακόμη βογκητό από πλευράς του που με χτυπάει απευθείας στο πυρωμένο μου κέντρο.

Οι ήχοι που βγάζουν οι άνδρες πάνω στο σεξ είναι τόσο διαβολεμένα καυτοί. Ειδικά ο Θέμης.

Ναι... κυρίως ο Θέμης.

Μου δείχνει πως θέλει να αφαιρέσω την μπλούζα που βιαστικά περνάω με τα χέρια χιαστί πάνω από το κεφάλι. Προσγειώνεται κάπου στο πάτωμα μαζί με το σορτσάκι μου κι ύστερα ο Θέμης αναλαμβάνει να ξεκουμπώσει σβέλτα το σουτιέν μου. Σφίγγει το στήθος μου στις γροθιές του κι ανυπόμονα καταβροχθίζει εναλλάξ τις ρώγες τους που πετρώνουν στο δευτερόλεπτο.

Στενάζω περνώντας τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του.

«Θες να με καβαλήσεις;», λαχανιασμένα με ρωτάει με την φωνή του πλημμυρισμένη από προσμονή. Η απάντηση μου βγαίνει από τα κατάβαθα του λαρυγγιού μου.

«Ναι», με ύφος χαρωπό μου νεύει στο πλάι του κρεβατιού.

«Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου», ανασηκώνομαι ώστε να εκτελέσω την επιθυμία του και στο εσωτερικό του συρταριού εντοπίζω τις συσκευασίες των προφυλακτικών.

Κλέβω μια στιγμή παράλληλα να μου αφαιρέσω το κιλοτάκι κατεβάζοντας το ως τους αστραγάλους και το πετάω μακριά. Παρατηρώντας τον ντυμένο αποφασίζω πως είναι η δική του σειρά να ξεφορτωθεί τα ρούχα που φοράει, ωστόσο προθυμοποιούμαι να απομακρύνω την βερμούδα και κάτ επέκταση το μποξεράκι του.

Σαλιώνω την παλάμη και την τυλίγω γύρω από το διογκωμένο του πέος παίζοντας το ερασιτεχνικά ώστε να το λιπάνω προτού του φορέσω το προφυλακτικό κι ύστερα σκαρφαλώνω πάνω του να πάρω θέση χωρίζοντας κατάλληλα τα πόδια μου.

Τα χείλη μου φιλάνε τρυφερά το μήκος του όπως κάνω να κρατηθώ από τους ώμους του και κλαψουρίζω με ανάγκη όταν αισθάνομαι την κορυφή του να τρίβεται πάνω κάτω στα μουσκεμένα μου χείλη. Κοιτάζοντας χαμηλά βλέπω τον Θέμη να βαστάει τον κορμό του πέους του και τώρα που σκόπιμα χτυπάει πάνω στην ερωτογενή μου ζώνη, νιώθω να καταλαμβάνομαι απότομα από ένα ζεστότατο κύμα θερμότητας.

«Έτοιμη;», υπομονετικά με ρωτάει ορθώνοντας το σκληρό του μέλος κοντά στο άνοιγμα μου.

Μου δίνει χρόνο να ανασάνω κι αφού κατανεύσω θετικά μερικές αλλεπάλληλες φορές, σφίγγω το δέρμα πάνω από την κλείδα του παίρνοντας μια ανάσα καθώς ετοιμάζομαι να βυθίσω αργά τον εαυτό μου πάνω του.

Αγκαλιάζει τους γοφούς μου με τις παλάμες του ώστε να με βοηθήσει να ισορροπήσω κι ανασηκώνει την λεκάνη του ώστε γλιστράει βαθιά μέσα μου με μία ομαλή κίνηση.

«Γαμώτο Ρεβέκκα», γρυλίζει με την φωνή του βραχνή από επιθυμία κι αρχίζω να κινούμαι χορευτικά σε κύκλους απολαμβάνοντας ηχηρά την αίσθηση του μέσα μου.

Στο βλέμμα του σιγοκαίει ο πόθος, ενώ πολύ σύντομα συγχρονίζεται στον ρυθμό μου κινούμενος κι ο ίδιος.

«Αυτό είναι κορίτσι μου. Αυτό είναι», με επαινεί ζουλώντας μαλακά τα οπίσθια μου. «Είσαι τόσο υγρή, τόσο υγρή. Γαμώτο!», γρυλίζει. «Θέλω να σε γευτώ», τα βρώμικα λόγια του με κάνουνε να αναστενάξω χαμένη σε μια ομίχλη ηδονής, ενόσω το σώμα μου πυρπολείται.

Κάτι μέσα μου αφυπνίζεται, κάτι που δεν είχα ιδέα πως υπήρχε. Ίσως να φταίει η ψευδαίσθηση του ελέγχου που μου χαρίζει η συγκεκριμένη στάση, ίσως να φταίει το γεγονός ότι θέλω να προσπαθήσω πολύ να του μείνω χαραγμένη στο μυαλό αλλά κάτι αλλάζει.

Ο Θέμης απορεί βλέποντας το πέος του να γλιστράει έξω από τον υγρό μου κόλπο καθώς σηκώνομαι αργά αλλά προτού προλάβει να διαμαρτυρηθεί τον υποδέχομαι μέσα μου απότομα αφήνοντας τον να με γεμίσει.

Οι δυο μας κραυγάζουμε, ο Θέμης περισσότερο με έκπληξη και το δευτερόλεπτο που ανοίγει το στόμα να πει κάτι γέρνω μπροστά χώνοντας μέσα του την γλώσσα μου.

«Χμ!», μουρμουρίζω με απόγνωση συνθλίβοντας τα χείλη του. Ανασηκώνω τους γοφούς και καθίζω ξανά επάνω του με περισσότερη ορμή αυτήν την φορά πνίγοντας μέσα μου τους αναστεναγμούς του. Το στήθος μου τρίβεται πάνω στον σκληρό του θώρακα και ο ιδρώτας μας μαζί θυμίζει μια μίξη φρούτου κι ωκεανού σαν να πίνεις πίνα κολάντα παραπλεύρως της θάλασσας.

«Διάολε, αυτό είναι υπέροχο», συρίζει χάνοντας τις λέξεις στην πορεία της πρότασης του. «Εσύ είσαι υπέροχη»

Διακόπτω το φιλί μας με έναν ηχηρό αναστεναγμό κι έπειτα επιβάλλοντας τον δικό μου ρυθμό τον καβαλάω με όλο και περισσότερη ταχύτητα. Η σάρκα μου ραπίζει την δική του και κάθε μας σμίξιμο αποβαίνει ολοένα δυνατότερο από το πρηγούμενο μέχρι να φτάσω σε ένα σημείο κάματου.

Η τρυφερή μου σάρκα δακρύζει λαβωμένη, αλλά ο πόνος της είναι γλυκύτερος από ποτέ.

Βλέποντας με να εξαντλούμαι ο Θέμης γραπώνεται ξανά από το πλαϊνό της λεκάνης μου. Πίστευα ότι θα τον έφτανα ως το τέλος μα μάλλον έκανα λάθος. Δεν ενοχλείται ωστόσο.

Δείχνει παραπάνω από ευχαριστημένος για αυτήν την μικρή μου συνεισφορά κι αφού μου χαρίσει ένα σύντομο, ευχαριστήριο φιλί παίρνει τον έλεγχο στα χέρια του. Ή καλύτερα στο κορμί του αν θέλουμε να κυριολεκτούμε.

«Στήριξε τα πόδια σου εδώ», χτυπάει την θήκη του παπλώματος από κάτω μας και με βοηθάει να ανασηκώσω την λεκάνη μονάχα συγκρατώντας με από τη μέση και oh...

Είναι πολύ καλύτερος σε αυτό από μένα.

Η αναπνοή μου κόβεται στα δυο από τις δυνατές και γρήγορες ωθήσεις του. Χτυπάει βαθιά στα τοιχώματα μου σεισμένος με έναν ρυθμό ασυγκράτητο και το μυαλό μου πολτοποείται.

«Δεν τελειώσαμε; Το ξέρεις αυτό έτσι;»

«Το ξέρω», ξεψυχισμένα του απαντάω.

Ύστερα από αυτήν μας την εξομολόγηση αμφότεροι αδυνατούμε να αρθρώσουμε λέξη. Ο Θέμης εκπνέει βαριά μα ελεγχόμενα για να κρατήσει το τέμπο σταθερό ενόσω εγώ ξελαρυγγιάζομαι βογκώντας ανεξέλεγκτα.

Εισβάλλει μέσα μου με δεινή σφοδρότητα, κατακτώντας κι αποσπώντας απαντήσεις από το σώμα μου που κάνουν να αισθάνομαι πιο ζωντανή από ποτέ. Η κυριαρχία του καλεί σε κάτι βαθιά μέσα μου, το ίδιο που με ώθησε να τον καβαλήσω σαν βέρα καουμπόισα. Το καθυποτάσσει τώρα έτσι που το κορμί μου παραδίνεται ανυπόμονα στην θέληση του.

Κάτι ξεδιπλώνεται μέσα μου καθώς ενδίδω, αποδεχόμενη την κατεστημένη αυτή δυναμική της σχέσης μας. Σαν να δίνω φωνή στους κρυφούς πόθους της καρδιάς μου.

Ο έλεγχος του Θέμη είναι η άγκυρα στην τρικυμία μου, σταθερός, ανυποχώρητος και εντελώς μεθυστικός.

Ο οργασμός μου πλησιάζει στην κορύφωση του και ξέρω ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσω πάνω του. Θέλω όμως να τελειώσει κι αυτός μαζί μου. Για αυτό κρατιέμαι με νύχια και με δόντια κάνοντας υπερτιτάνια προσπάθεια να υπομείνω αυτό το μαρτύριο λίγο ακόμη κλαψουρίζοντας με κάθε δευτερόλεπτο που περνά.

Δεν θα αργήσει και το ξέρω γιατί το κράτημα των χεριών του στην μέση μου σφίγγει σαν μέγγενη και τα μουγκρητά του παύουν για να δώσουν την θέση τους στιγμαία σε έναν δυνατότατο βρυχηθμό καθώς με χύνει αρμέγοντας ταυτόχρονα τα υγρά μου που τώρα στάζουνε επάνω του.

Εκτοξευόμαστε και οι δύο στα ύψη. Το σώμα του Θέμη τρεμουλιάζει στην απελευθέρωση όσο το δικό μου καταρρέει πάνω του σαν πύργος από τρaπουλόχορτα.

Τα μπράτσα του τυλίγονται γύρω μου, πλακώνοντας με με το βάρος τους κι αγκαλιάζω όπως μπορώ τον ώμο του. Εναποθέτω φιλιά τρίβοντας ταυτοχρόνως στο νοτισμένο από τον ιδρώτα στήθος του το μάγουλο μου.

Τα μαλλιά μου, νωπά κι αυτά από την ανάστατη συνεύρεση μας παγώνουν την εκτεθειμένη μου επιδερμίδα κι ο Θέμης με γέρνει στο πλάι φέρνοντας κόντρα τον εαυτό του στο παράθυρο.

Όταν βγαίνει από μέσα μου νιώθω να στερούμαι κάποιο κομμάτι μου.

«Ποτέ μου δεν το έχω ξανακάνει αυτό»

«Να τελειώσεις ταυτόχρονα;», με ρωτάει και γνέφω. «Σου άρεσε», δαγκώνω το χείλος μου παιχνιδιάρικα.

«Ήταν πανέμορφο», από κάθε άποψη.

«Θες να το ξανακάνουμε;»

«Πολύ σύντομα, ναι», συμφωνώ χαμογελώντας μαζί του κι ενώνει τα μέτωπα μας αφήνοντας μετέπειτα ένα πεταχτό φιλί στο δικό μου. Και δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος που θα ήθελα να βρίσκομαι τούτη τη στιγμή εκτός από
την αγκαλιά του.

Αλλά δεν μπορώ να παραμείνω εδώ για την νύχτα. Οι δυο μας κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε αποβάλλοντας σταδιακά αυτό το χαρούμενο συναίσθημα που έχει και τους δύο πλημμυρίσει για να σπεύσουμε στο σημείο του αποχωρισμού.

«Αύριο», ψιθυρίζω.

«Αύριο», επαναλαμβάνει στον ίδιο χαμηλό τόνο.

Κάνω την καρδιά μου πέτρα για να σηκωθώ. Δεν θέλω να χρειαστεί να με διώξει, ούτε και να πιέσω τα όρια του.

Υποθέτω επομένως ότι αυτό σημαίνει πως έκανα την επιλογή μου. Θα μείνω μαζί του τηρώντας τους όρους της συμφωνίας μας. Για αυτό και φεύγω, ντυμένη με τα ίδια ρούχα που σκόρπισα από εδώ κι από εκεί στο δωμάτιο χωρίς να δραματοποιήσω την κατάσταση.

Κι όταν έρθει η ώρα θα το λήξουμε δημοκρατικά, σαν δύο καλοί συνεργάτες που γίνανε φίλοι. Ή αυτό τουλάχιστον θα λέω στον εαυτό μου.

Σηκώνεται έτοιμος να πει κάτι αλλά δεν νομίζω ότι έχει απομείνει το οτιδήποτε που θα μπορούσε να μου δώσει να καταλάβω περισσότερο τον λόγο που έχει ανάγκη αυτήν την απόσταση μεταξύ μας.

«Καληνύχτα», λέω με ένα χαμόγελο που δεν ανταποδίδει κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.

Η διαδρομή πίσω στο δωμάτιο μου φαίνεται μοναχικότερη από ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top