Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (86)

Επιστρέφω στην βολική θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου του Θέμη εμφανώς αναστατωμένη. Βρίσκομαι ένα βήμα προτού μπήξω στο κλάμα και δαγκώνοντας τις κλειδώσεις των δαχτύλων μου που έχω σε γροθιά σφιγμένα στρέφομαι στο παράθυρο.

Ο Θέμης που πρέπει να πρόσεξε την συννεφιασμένη έκφραση του προσώπου μου καθώς με βοηθούσε να φορτώσουμε τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ του πολυτελούς του οχήματος δοκιμάζει να με κατευνάσει.

«Ρεβέκκα», βελούδινα προφέρει το όνομα μου χαϊδεύοντας με στο μπράτσο.

«Απλώς οδήγα», του ζητώ παραιτημένη από κάθε προσπάθεια να βρω παρηγοριά αυτήν την στιγμή. Το βαμβακερό ύφασμα της μπλούζας του τρίζει πάνω στην δερμάτινη ταπετσαρία του αυτοκινήτου του όπως μετατοπίζομαι ξανά στο κάθισμα να αποφύγω τελείως την οπτική επαφή μαζί του.

Το χέρι του παύει να με αγγίζει και τώρα πιλατεύοντας το σύστημα ελέγχου στην κεντρική οθόνη ενεργοποιεί την μηχανή ώστε να ξεκινήσουμε να φύγουμε για κάπου όπου μόνο ο Θέμης γνωρίζει.

Τι είδους τυφλή εμπιστοσύνη είναι κι αυτή που του έχω. Θα μπορούσε να με βγάλει κάλλιστα στην άλλη άκρη της χώρας, ίσως κι ακόμη παραπέρα κι εγώ να μην του έφερνα την παραμικρή αντίρρηση.

Ο βρυχηθμός της μηχανής καθώς σπρώχνει το μάτσο από χονδροκομμένα σίδερα να κουνηθεί θυμίζει το γρύλισμα ενός λύκου. Συγκροτημένο μα και ταυτοχρόνως απειλητικό θαρρώ πως ταιριάζει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του Θέμη.

Προσπαθεί πολύ σκληρά να μην με ενοχλήσει. Αφήνει τη μουσική να παίξει σιγανά κι εγώ αφουγκράζομαι τα ποικίλα ύψη στις νότες που εισακούονται από τα ηχεία.

Αναβιώνω αρκετές φορές μέσα στην διαδρομή τον διαπληκτισμό μου με τον Τέο, από τη στιγμή που βγαίνουμε από την Εγνατία πιάνοντας τον παράδρομο που βγάζει στο Δικαστικό Μέγαρο κι από εκεί περνώντας τον Σιδηροδρομικό Σταθμό στην Εγνατία πάλι που διασχίζει την χώρα μέχρι που να φτάσουμε στον πρώτο αυτοκινητόδρομο στον δρόμο προς Αθήνα.

Η σκληράδα και η επίπληξη στα λόγια του. Τα ένιωθα σαν μαστίγωμα στην πλάτη. Με κάθε θύμηση όλο και περισσότερο με τσούζανε οι φρέσκες, ανοιχτές πληγές.

Σκουπίζω κάμποσες φορές τα μάτια για αυτό κι ο Θέμης δεν κρατιέται ώστε σταματάει στον πρώτο διαθέσιμο σταθμό εξυπηρέτησης. Πατάει το κουμπί απενεργοποίησης του αυτοκινήτου και στρέφεται ολόκληρος στο μέρος μου.

Μπορώ να διακρίνω την οργή στην στάση του συγκαλυμμένη από την επιφύλαξη που τηρεί στις κινήσεις και τα λόγια του. 

«Θες να μου πεις τι συνέβη;», ρωτάει με ατσάλινη φωνή και ρουφώ μία τη μύτη. «Σε απείλησε;»

«Όχι Θέμη»

«Σε πείραξε;», συνεχίζει.

«Όχι»

«Γιατί ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό θα γυρίσω αυτήν την στιγμή επιτόπου και θα τα ξεδιαλύνω όλα χωρίς αστυνομικούς, χωρίς τίποτα»

«Για όνομα Θέμη», χτυπώ με αγανάκτηση τα γόνατα μου που έχω λυγισμένα, στηριγμένα στο ταμπλό του μπροστινού αερόσακου. «Δεν μου έκανε τίποτα», ήθελα να πιστέψω πως όλα αυτά που μου πέταξε ο Τέο δεν ήταν παρά απότοκο της ζήλειας του.

Υπήρχε μια πτυχή του εαυτού μου ωστόσο που ανησυχούσε για το αντίθετο. Δεν είχε βέβαια καμία σημασία στην τελική. Δεν πίστευα αυτά τα φριχτά πράγματα που άφησε να εννοηθούν για μένα. Δεν είμαι δα και τόσο ευερέθιστη. Αλλά αισθανόμουνα συγχυσμένη και σίγουρα ένιωθα ψυχικά εξαντλημένη.

Ενώ ταυτόχρονα όπως και να έχει όμως τα σκληρά λόγια ενός κοντινού σου φίλου πάντα σε πληγώνουν.

Οι ώμοι του Θέμη επιστρέφουν ψύχραιμα στην θέση τους σαν αφοπλισμένο κανόνι.

«Τότε γιατί μου στενοχωρήθηκες τόσο;», με παράπονο ρωτάει κι ανάθεμα πόσο θέλω να του ανοιχτώ. Να του μιλήσω για το πώς αισθάνομαι. Να ξετυλίξω το κουβάρι στο οποίο έχουνε συμπλεχτεί αμφότερα οι σκέψεις και τα συναισθήματα μου.

Κατσουφιάζω στην στιγμή.

Δε θεωρώ πως ο Θέμης είναι ο ιδανικός άνδρας να το κάνω αυτό.

«Θα μου περάσει», ψυχρά αποκρίνομαι κλεισμένη στον εαυτό μου και μορφάζει απογοητευμένος.

«Θα βγω να σου πάρω κάτι να φας», λέει με μια απροσπέλαστη αταραξία που φέρεται να καλύπτει τον εκνευρισμό του.

Τον παρακολουθώ να φεύγει κρυμμένη καλά πίσω από την αδιόρατη προστασία των φιμέ τζαμιών του αυτοκινήτου πιάνοντας τα βλέμματα των περαστικών που θαμπώνονται από την ομορφιά της γυαλιστερής μερσεντές.

Ο Θέμης απέφευγε να μιλήσει για όσα αισθανόταν για αυτό κι εγώ προσπαθούσα να πάρω την σκληρή απόφαση να χειραφετηθώ από εκείνον. Και στην τελική ο μοναδικός άνδρας στον οποίο μπορούσα να εκμυστηρευτώ πράγματα και να ανοιχτώ για τα προβλήματα που με ταλάνιζαν ήτανε φυσικά ο... πατέρας μου.

Θεέ μου, τώρα είναι που δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα άλλο. Είναι λες και κάποιος κατέκοψε τα δεσμά με τα οποία τα κρατούσα πίσω.

Μου λείπει τόσο πολύ. Εκείνος θα με βοηθούσε να τα ξεκαθαρίσω όλα και να πάρω την σωστή απόφαση. Δεν θα με έκρινε και θα έδειχνε κατανόηση σε αντίθεση με τη μαμά που σίγουρα θα έφριττε αν μάθαινε τις αμαρτωλές πράξεις της μοναχοκόρης της.

Όταν ο Θέμης επιστρέφει στο αυτοκίνητο με λιχουδιές για το ταξίδι έχω ήδη ανασυγκροτηθεί. Έχει αγοράσει κάτι από κάθε είδος, σοκολάτες, πατατάκια και κάτι μικρούτσικα πακετάκια με ζελεδάκια. Πρώτο μου παραδίδει ένα ζεστό σάντουιτς που αρνούμαι να φάω. Το στομάχι μου δεν σηκώνει τίποτα.

«Πρέπει να φας κάτι», προτρεπτικά μου λέει. «Να ανακτήσεις δυνάμεις»

«Ίσως αργότερα», απαντώ. Ο ήχος της πλαστικής σακούλας που αναδεύεται φτάνει στα αυτιά μου καθώς ο Θέμης ψαχουλεύει στο εσωτερικό της.

Σαν τον φυσιοδίφη παρατηρώ τα δέντρα να πλαισιώνουν τα όρια στους ασφαλτωμένους δρόμους δημιουργώντας πελώριες σκιές ενόσω ο Θέμης δαγκώνει ακόμη μία κρατσαριστή μπουκιά από την ψημένη άκρη του δικού του σάντουιτς.

Δεν έχω ιδέα μετά από πόση ώρα αποκοιμιέμαι.

⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹

Άφθονο γρασίδι καλύπτει την έκταση εκατέρωθεν του πλακόστρωτου μονοπατιού που τώρα διασχίζουμε με το αυτοκίνητο για να φτάσουμε σε μία συμπαθέστατη εξοχική βίλα με τους εξωτερικούς της τοίχους βαμμένους σε ένα ανοιξιάτικο, ζωηρό κίτρινο χρώμα και πέτρα καφετιά που σαν από γκρίζα φέρεται να ποτίστηκε με σκουριά από την φθορά του χρόνου.

Ο Θέμης σταθμεύει το αυτοκίνητο στο πλάι μιας κλασικής, κόκκινης Corvette χωρίς οροφή. Είναι τόσο λουστραρισμένη που θυμίζει παιδική, μινιατούρα αυτοκινήτου στην μεγαλύτερη δυνατή της εκδοχή.

Οι ασημένιες της λεπτομέρειες αστράφτουν εκτυφλωτικά σαν τα καλογυαλισμένα ασημικά ενός πολύ ακριβού σερβίτσιου.

Όταν πατάω στο έδαφος με πιάνει ίλιγγος και χρειάζεται να γαντζωθώ από την πόρτα του αυτοκινήτου να μην πέσω. Κυπαρίσσια σαν πράσινα σπαθιά υψώνονται προς τον ουρανό ενώ σε διάσπαρτα μέρη του οικοπέδου βλέπω φυτεμένες καρποφορούσες ελιές κι άγριες μουριές.

Τριγύρω μας περιβάλουν λοφίσκοι καλυμμένοι με μεσογειακή βλάστηση. Άγονες πέτρες ξεπροβάλουν καλυμμένες με ξερό χόρτο και θαμνάκια σε ξεθωριασμένο, πράσινο χρώμα. Σαν ξεβαμμένα από τον ήλιο. Μπροστά μας ξανοίγεται η θάλασσα, καθηλωτική όπως πάντα να καθρεφτίζει τον απογευματινό ουρανό.

«Είναι πανέμορφα», παρόλη την αδιαθεσία μου δεν μπορώ να αγνοήσω την ξαφνική αίσθηση ευφορίας που νιώθω να ανθίζει στο στήθος μου.

«Καλώς ήρθες στο Σούνιο», ο Θέμης μου σιγολέει πολύ κοντά στο αυτί ήδη κουβαλώντας τα πράγματα μου. Μου ρίχνει ένα αιχμηρό βλέμμα όταν κάνω να πάρω τον σάκο μου και βαδίζοντας ξοπίσω του τον ακολουθώ προς την είσοδο.

Μένω έκθαμβη σαν τον βλέπω να ακουμπάει προσωρινά τα πάντα σε ένα από τα καναπεδάκια της βεράντας για να καταφέρει να αγκαλιάσει εγκάρδια τον εξηντάρη, παχουλό άνδρα που βγαίνει να τον χαιρετήσει. Φορώντας μονάχα μια βερμούδα κι ένα κιμονό από σατέν ύφασμα με πολύχρωμα σχέδια έχει αφήσει την τροφαντή, τριχωτή κοιλιά του ακάλυπτη.  Οι ψηλές κάλτσες και τα σανδάλια απλώς συμπληρώνουν το λουκ του ξέγνοιαστου συνταξιούχου που κάνει διακοπές στους τροπικούς.

«Ε ρε καλώς τον ξενοδόχο», τον χτυπάει στο μπράτσο κι ο Θέμης του χαμογελάει συγκρατημένα. «Κι έλεγα δεν θα περάσεις να με καλωσορίσεις;», νεύει με συγκατάβαση.

«Πώς πέρασες τις διακοπές σου Πέρη;»

«Διακοπές;», ρωτάει απαξιωτικά εκείνος φουσκώνοντας τα ευμεγέθη μάγουλα του. «Πού να χαρείς διακοπές σε μια χώρα δίχως θάλασσα και ήλιο;», κάνει τινάζοντας ψηλά τα χέρια του πάνω από το κεφάλι σαν να προσπαθεί να αποδιώξει την όποια πρόσφατη ανάμνηση. «Και μη με βάλεις να σου μιλήσω για την κουζίνα τους. Σνίτσελ όλη την ώρα. Πώς γίνεται να είμαστε οι Έλληνες παχύσαρκοι όταν οι άλλοι είναι που πλακώνονται στα κουρκούτια και τα λιπαρά λουκάνικα;», οι φωνητικές του χορδές φέρεται να έχουνε αλλοιωθεί από την χρόνια χρήση τσιγάρου.

Ρίχνει μία φευγαλέα ματιά στο μέρος μου με τα χέρια στους γοφούς τελείως ασυγκίνητος.

«Πολύ γρήγορα μου ήρθατε. Να ξέρεις η Κική ακόμα στρώνει το δικό σου κρεβάτι», δείχνει με τον αντίχειρα προς τα πίσω στο εσωτερικό της βίλας.

«Δεν συναντήσαμε κίνηση στον δρόμο», ο Θέμης αποκρίνεται και θέλω να προσθέσω ότι σίγουρα ευθυνόταν και το γεγονός πως έτρεχε σαν τον κυνηγημένο αλλά δεν έκανα νύξη για το συγκεκριμένο θέμα.

«Ευτυχώς», οι παντόφλες του πλατσαρίζουν ενοχλητικά πάνω στο κεραμιδί πλακάκι καθώς με πλησιάζει. «Είμαι ο Περικλής αγαπητή μου», μου σφίγγει το χέρι. «Για τους φίλους Πέρης»

«Σε ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία Πέρη», ελπίζω να μην φάνηκε ο τόνος μου τόσο κακόμοιρος όσο ακούστηκε στα αυτιά μου.

«Εσύ θα με φωνάζεις Περικλή», στέκω αμήχανη για δύο δεύτερα με το σαγόνι πεσμένο κι ύστερα συμφωνώ με ένα νεύμα του τύπου το έπιασα το υπονοούμενο σας κύριε Περικλή.

Προφανώς δεν με συμπαθούσε.

«Το σπίτι μου... σπίτι σου», πιέζει ένα χαμόγελο να κρύψει την ενόχληση του. «Παρακαλώ», απευθύνεται και στους δυο μας. «Περάστε μέσα», είμαι η πρώτη που εισέρχομαι.

Το εσωτερικό του σπιτιού είναι παραδοσιακού στιλ διακοσμημένο με ξύλινα έπιπλα που θυμίζουν αντίκες. Για αυτό και την όποια μονοχρωμία μονοπωλεί το σκούρο, φινιρισμένο ξύλο την έχουνε σπάσει βάφοντας τους τοίχους σε ζωντανά κι έντονα θερινά χρώματα.

«Καλησπέρα σας κύριε Λουκρέζη», μια μελαχρινή κυρία με ποδιά κι ευγενικά μάτια του απευθύνεται στον πληθυντικό υποκλινόμενη με πάσα ευγένεια.

«Γεια σου Κική», την χαιρετίζει κι εκείνος ενώ η λοξή, παγερή ματιά που ρίχνει σε μένα δεν περνά απαρατήρητη. Προφανώς είμαι ανεπιθύμητη σε όλους σε αυτό το σπίτι.

Μας οδηγεί προς το δικό μου δωμάτιο. Μια κρεβατοκάμαρα που μοσχοβολά ξινόμηλα με σανίδες κάθετα καρφωμένες στον έναν από τους κίτρινους τοίχους της και γλάστρες σε λευκό χρώμα να στηρίζονται πάνω στις προεξέχουσες βάσεις τους. Σαν προσεδαφισμένα πτηνά τα φυτά απλώνουν τα φύλλινα φτερά τους.

Ο Θέμης κοντοστέκεται μια στιγμή στην είσοδο και κάνει νόημα στην Κική να αποχωρήσει.

«Ποιος...», κάνω να ρωτήσω εμφανώς μπερδεμένη.

«Είναι παλιός φίλος», μου απαντάει γρήγορα. «Περισσότερο σαν συνεργάτης από την δουλειά», συνεχίζει να λέει ακουμπώντας τον σάκο μου στο πάτωμα δίπλα από το κρεβάτι. «Διεύθυνε μια μεταφορική εταιρία που εξοπλίζει ξενοδοχεία αλλά βγήκε στην σύνταξη πριν από ενάμισι χρόνο», κατανεύω.

«Είσαι σίγουρος ότι είναι εντάξει να μείνω εδώ;», χαμηλώνω την φωνή και τον ρωτάω. «Δεν φάνηκε να με συμπαθεί», διακριτικά τσεκάρω πίσω από τον ώμο του κι ο Θέμης μειδιά.

«Δεν συμπαθεί κανέναν», αποκρίνεται με μια πενιχρή διάθεση για χιούμορ. «Έχει μείνει μεσημεριανό λογικά. Θες να τους πω να σου βάλουν ένα πιάτο;», με ρωτάει αλλά το στομάχι μου που εξακολουθεί να παλινδρομεί δίνει την απάντηση. Γνέφω αρνητικά λοιπόν.

«Εντάξει», διαισθάνομαι την αγανάκτηση του να υποβόσκει. Δεν ήξερα για πόσο ακόμη μπορούσα να κρατήσω το ίδιο τροπάρι μένοντας σιωπηλή κι αδιάθετη με τα μούτρα κατεβασμένα ως το πάτωμα αλλά σίγουρα όχι για πολύ.

Η Κική καθάρισε το δωμάτιο του Θέμη κι έπειτα έφυγε αφήνοντας μόνους εμάς τους τρεις για το δείπνο που πρόλαβε να ετοιμάσει. Κοτόπουλο κοκκινιστό νομίζω με πατάτες τηγανιτές. Από το όξινο γουργουρητό της άδειας μου στομαχικής αποθήκης πίστεψα ότι θα μπορούσα πράγματι να φάω.

Κοσκινίζω λίγο φρεσκοτριμμένο κεφαλοτύρι πάνω από την ζεστή, αχνιστή σάλτσα για να καθυστερήσω κι όταν πλησιάζω στο στόμα την πρώτη μου μπουκιά καταφέρνω να κόψω μόλις λίγες ίνες από το κοτόπουλο που φέρουν ελάχιστη γαρνιτούρα όταν το ανακάτεμα χειροτερεύει.

Δεν μπορώ να φάω. Πρέπει να το αποδεχτώ πως μέχρι να τα βρω με τον εαυτό μου μπουκιά στο στόμα και να καταποθεί δεν πρόκειται.

«Δεν σου αρέσει το φαγητό αγαπητή μου;», ο κύριος Περικλής με κίβδηλο ενδιαφέρον ζητάει να μάθει.

«Όχι. Φαίνεται υπέροχο. Είναι μόνο που... ανακατεύεται το στομάχι μου», εξομολογούμαι.

«Δοκίμασες νερό με λεμόνι;», κουνάω το κεφάλι. «Είναι ο καλύτερος τρόπος να αποτοξινώσεις τον οργανισμό σου από το αλκοόλ και τα... ναρκωτικά», σουφρώνω τα χείλη ανταποδίδοντας το πλαγιαστό, γεμάτο καχυποψία βλέμμα του.

«Δεν κάνω τέτοια πράγματα», με κοιτάζει δύσπιστα.

«Δεν χρειάζεται να ψεύδεσαι αγαπητή μου. Κανένας από εμάς σε αυτό το δωμάτιο δεν πρόκειται να σε κρίνει», συνεχίζει να μου λέει σάμπως δεν τρέχει κάστανο που μαζί με τον αλκοολισμό μου φόρτωσε και κοτζάμ εθισμό στις ψυχοτρόπες ουσίες.

«Πέρη!», η φωνή του Θέμη αντηχεί προειδοποιητικά.

«Μην μπλέκεσαι εσύ... Θέμη», ζητάει με παγερή φωνή. «Μιλάω στην φιλοξενούμενη μου», ο Θέμης δεν θα δεχόταν από κανέναν να τον αποσιωπήσει παραγκωνίζοντας τον με τόση επίδειξη. Επίσης δεν μου έδινε την εντύπωση ότι φοβόταν τον εν λόγω οικοδεσπότη. Απεναντίας φερόταν να τρέφει σεβασμό στο πρόσωπο του.

Για αυτό κι εγώ όφειλα να καταπιώ την περηφάνια μου αντί για την μπουκιά που ούτως ή άλλως δεν υπήρχε περίπτωση να βάλω στο στόμα μου.

«Με όλον τον σεβασμό κύριε Περικλή. Δεν με ξέρετε»

«Έχω ακούσει πολλά», εκείνος ανενόχλητος συνεχίζει το δείπνο του. «Σέρνεις πολλούς μπελάδες από πίσω σου νεαρά μου», λέει και δεν τολμώ να αντιτείνω τον ισχυρισμό του. «Θέλω να πιστεύω ότι στο διάστημα που θα μείνεις εδώ... δεν θα μου προκαλέσεις τίποτα προβλήματα»

«Και βέβαια όχι», απαντώ συγκρατημένα και η ματιά μου ευθειάζεται με του Θέμη σε ένα τεταμένο αντάμωμα. Σηκώνομαι σκουπίζοντας το λερωμένο μου ακροχείλος με ένα λινό πετσετάκι κι ευπρεπέστατα αποχωρώ. «Εμένα να με συγχωρήσετε. Θα πάω να ξαπλώσω»

«Δεν έφαγες τίποτα», ο Θέμης δεν λησμονεί να μου θυμίσει.

«Μου κόπηκε η όρεξη»

«Ρεβέκκα», ακούγεται το σύρσιμο της καρέκλας του Θέμη καθώς σηκώνεται. «Ρεβέκκα περίμενε», επιταχύνω τον βήμα μου μόλις κρύβομαι στο σκοτάδι του μακριού διαδρόμου με την τοξωτή οροφή που βγάζει στα υπνοδωμάτια κι όταν κάνω να κλείσω την πόρτα πίσω μου με δύναμη, ο Θέμης βάζει κόντρα το σώμα του να την σταματήσει.

Η αναμεταξύ μας ένταση είναι τόσο μεγεθυμένη σε αυτό το σημείο που αν είχε μορφή θα μπορούσε να γεμίσει κάλλιστα ολόκληρη την κρεβατοκάμαρα.

Θέλω τόσο απεγνωσμένα να ουρλιάξω που πιάνω με μένος το κεφάλι καταπιέζοντας την φωνή μέσα μου. Ο Θέμης αμφιταλαντεύεται αβέβαιος για το αν πρέπει να μιλήσει πρώτος. Εν τέλει το κάνει.

«Μην τον αφήνεις να σε επηρεάζει. Είναι ένας μεγάλος, παραξενιάρης γέρος. Δεν υπάρχει λόγος να δίνεις σημασία σε αυτά που...»

«Σταμάτα», του ζητώ να σιωπάσει. Έχω εξαντληθεί από όλο αυτό το συνεχές δράμα στο οποίο πρωταγωνιστώ σαν ηθοποιός σε μεξικάνικη νουβέλα. Για αυτό και δακρύζω. Όχι εξαιτίας των προσβλητικών λόγιων του οικοδεσπότη αλλά της κούρασης που με έχει καταβάλει. «Σε παρακαλώ. Απλά σταμάτα», λέω ύστερα από ένα αναφιλητό κι ο Θέμης με δυο γρήγορες δρασκελιές στέκει αντικριστά μου.

«Πες μου τι συμβαίνει», καταπίνω μερικά δάκρυα ώστε να πάρω μια καθαρή ανάσα επιτέλους. «Ρεβέκκα», φέρνει τα χέρια του στο πρόσωπο μου να το κρατήσει σταθερά και κοιταζόμαστε κατάματα. «Το ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις»

«Όχι», κάνω απομακρυνόμενη από το κράτημα του. Τα δάχτυλα του μπλέκονται στις μακριές μπούκλες των μαλλιών μου. «Βλέπεις... αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα μαζί σου. Δεν μπορώ να σου μιλήσω για τίποτα...», τονίζω. «Που να μην περιλαμβάνει τα λεφτά ή το σεξ. Δεν μπορώ... Θέμη», πανικός με κυριεύει.

Φέρομαι υστερικά και οι απεγνωσμένες κραυγές που ψάχνουν να ξεσπάσουν  από τα βάθη του στομαχιού μου νιώθω να μεταφράζονται σε τρέμουλο στα χέρια μου.

«Δεν έχω κανέναν», είχα συνηθίσει να είμαι μόνη μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Απομακρύνθηκα από όλους ακόμη κι από την οικογένεια μου. Ήθελα να τρέξω να φύγω από το σπίτι επειδή σήκωνε αναμνήσεις που δεν τις άντεχε η καρδιά μου.

Αυτό δεν σήμαινε ότι το απολάμβανα κιόλας. Και τώρα που είχα φτάσει επιτέλους να πλησιάσω δύο ανθρώπους που εκτιμούσα πολύ έτρεμα στην ιδέα πως ίσως τους χάσω.

«Κανέναν να με σηκώσει στις μαύρες μου, κανέναν να με παρηγορήσει όταν όλα πάνε στραβά για να μου δώσει κουράγιο. Κανέναν να...», δεν με αφήνει να ολοκληρώσω.

«Έχεις εμένα», στέκει ακλόνητος στην θέση του και λέει με συναίσθημα. Μα αυτό ήτανε το θέμα μου.

«Όχι... δεν σε έχω! Εσύ έχεις εμένα. Αλλά εγώ δεν έχω εσένα», δεν θα μπορούσα ποτέ να σε έχω... σκέφτομαι πέφτοντας καθιστή στο κρεβάτι. «Δεν έχω κανέναν», επαναλαμβάνω παραιτημένη. Νομίζω καταλάβαινα τώρα πως αισθανόταν η Αμελί.

Και το χειρότερο ήτανε πως θα μπορούσα να είχα τον Τέο. Αλλά για να συνέβαινε αυτό θα έπρεπε να αρνηθώ τις επιταγές της καρδιάς μου.

«Ο μοναδικός μου φίλος πιστεύει ότι διέσυρα την αδερφή του χθες βράδυ να κοιμηθεί μαζί σου. Με κοίταξε στα μάτια... ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που με κοίταξε κι ο συνέταιρος σου εκεί έξω», αυτό ήταν που με πόνεσε.

Δεν με ενδιέφερε η γνώμη ενός ξένου. Δεν θα έμπαινα ποτέ στην διαδικασία να απολογηθώ σε κάποιον που με έκρινε προτού καν να με μάθει. Αλλά ο Τέο... ο Τέο με γνώριζε. Και με πλήγωνε το γεγονός πως παρά τα όσα ήξερε για μένα άφησε την κρίση του να θολώσει με τόση ευκολία.

«Ο Πέρη δεν σε γνωρίζει όπως εγώ», κάνει να δικαιολογήσει την στάση του φίλου του. «Εκείνος ο αλήτης όμως... αν αυτό είναι που νομίζει δεν αξίζει να αναπνέει ούτε τον ίδιο αέρα μαζί σου. Πόσο μάλλον να αποκαλείται φίλος σου»

«Δεν ξέρει τι να πιστέψει», σέρνω με δύναμη τα χέρια πάνω στο κεφάλι πλακώνοντας τα μαλλιά μου. «Κι αυτό επειδή το μόνο που κάνω είναι να λέω ψέματα και να κρύβω πράγματα από τους ανθρώπους που με νοιάζονται»

«Δεν τους χρωστάς εξηγήσεις Ρεβέκκα. Δεν έχεις ανάγκη κανέναν τους»

«Όχι», αντιτείνω. «Εσύ δεν έχεις ανάγκη κανέναν... για αυτό σου είναι τόσο εύκολο να παίζεις με τις ζωές των άλλων. Για αυτό δεν νιώθεις τίποτα... για κανέναν»

«Δεν θα μου πεις εσύ τι αισθάνομαι», σηκώνω το σακίδιο μου από το πάτωμα να το τοποθετήσω στο κρεβάτι.

«Όπως και να έχει δεν πρόκειται να κάτσω να το μάθω», βεβαιώνομαι πως όλα βρίσκονται στην θέση τους.

«Τι κάνεις;»

«Φεύγω. Ούτως ή άλλως είμαι ανεπιθύμητη εδώ μέσα», ανησυχώ βέβαια για το πενιχρό ποσό χρημάτων στο πορτοφόλι μου αλλά όλο και κάποια λύση θα βρεθεί. «Θα βρω κάπου να κοιμηθώ για απόψε και μετά θα αποφασίσω»

«Δεν πρόκειται να πας πουθενά», ρητά μου απαγορεύει την έξοδο από το δωμάτιο.

«Και εσύ δεν πρόκειται να μου υπαγορεύσεις τι θα κάνω», αντιγυρίζω στον ίδιο απαγορευτικό τόνο.

«Όλο αυτό το χάλι για έναν τελειωμένο λεχρίτη», σταματάω σαν τον ακούω να μουρμουρίζει. «Ήμασταν μια χαρά προτού φύγουμε από το ξενοδοχείο. Ήμασταν... όπως πριν», λέει με μια αμυδρή δόση ελπίδας να φωτίζει το πρόσωπο του. «Και μετά τον άφησες να μπει στο κεφάλι σου. Πώς μπορείς να επιτρέπεις τα λόγια κάποιου σαν εκείνου να σε επηρεάζουν;», δεν μπορούσε να το καταλάβει.

«Επειδή τον νοιάζομαι. Και με νοιάζεται κι εκείνος», τσιτώνεται.

«Αυτό δεν του δίνει το δικαίωμα να σε κρίνει. Ιδίως μετά από όσα συνέβησαν!», φέρεται να συγχύζεται ζαρώνοντας επίμονα τα χείλη του. «Διάολε. Η δικιά μου γνώμη δεν μετράει; Εγώ ήμουνα εκείνος που σε κρατούσε όλο το βράδυ», λέει με την φωνή του έτοιμη να σπάσει. «Εγώ ήμουνα εκείνος που έμεινε ξύπνιος όλη νύχτα φοβούμενος να σε αφήσω. Κι αν το έκανα... θα ήτανε μόνο για να τους κυνηγήσω και τους δύο να τους στραγγαλίσω με τα ίδια μου τα χέρια. Επειδή τόσο πολύ εγώ νοιάζομαι Ρεβέκκα!», αρπάζεται και λέει.

Εκπνέει έντονα από τη μύτη και τινάζοντας πέρα δώθε τον γιακά του πουκαμίσου του καταφέρνει να ξεκουμπώσει το πρώτο κουμπί που κλείνει ψηλά στον λαιμό. Με κοιτάζει στα μάτια με πόνο.

«Εγώ είμαι αυτός που είναι πρόθυμος να σου δώσει τα πάντα. Πώς μπορείς να τον υπολογίζεις περισσότερο από ότι εμένα;», υπήρχε ωστόσο ένα και μοναδικό πράγμα που μου αρνούνταν και το οποίο ήθελα περισσότερο από όλα.

«Όχι τα πάντα», γυρίζω πικραμένη χωρίς να διευκρινίζω τι.

«Τι είναι αυτό που σου λείπει;», ταλαντεύω το κεφάλι απογοητευμένη. «Πες μου και θα σου το δώσω», ζητάει απαιτητικά να μάθει και η θλίψη μέσα μου φουντώνει.

«Δεν μπορείς να το αγοράσεις με χρήματα», αποκρίνομαι κι ο Θέμης οπισθοχωρεί ένα βήμα.

«Και πιστεύεις ότι αυτός μπορεί;», δακρύζω.

«Είναι πρόθυμος να προσπαθήσει», κουνάει ασυντόνιστα το κεφάλι σαν να μην μπορεί να το χωνέψει.

«Για όνομα Ρεβέκκα. Είναι πολύ λίγος μπροστά σου»

«Γιατί; Επειδή δεν έχει ξενοδοχεία να διευθύνει ή κύπελα να στολίζουν τα ράφια του;», ή επειδή δεν ήτανε σπουδαγμένος;

Πόσοι πτυχιούχοι υπάρχουν εκεί έξω μασκαρεμένοι ευυπόληπτοι πολίτες που στην πραγματικότητα δεν έχουνε όσιο μέσα τους;

«Δεν είναι τα επιτεύγματα που κάνουν τον άνθρωπο Θέμη», αυτό φαίνεται να του προκαλεί πλήγμα. Ίσως επειδή ο Θέμης στηριζόταν ακριβώς σε αυτά.

«Μάλιστα», μου γυρνάει ειρωνικά. «Δεν είχα ιδέα πόση αξία μπορεί να έχει ένα ρεμάλι για σένα»

«Δεν είναι...», η επιμονή του και οι συνεχείς προσβολές που αραδιάζει για τον Τέο αρχίζουν να με εξοργίζουν. Χάνει το νόημα.

«Απλώς επειδή κοιμάσαι μαζί του δεν θα τον κάνεις ξεχωριστό στα μάτια μου», πετάει και τώρα ψάχνω να βρω κάτι να του πετάξω πέφτοντας σε ένα από τα διακοσμητικά μαξιλάρια του κρεβατιού.

«Δεν κοιμάμαι μαζί του!», του φωνάζω εκσφενδονίζοντας το στην μεριά του ελπίζοντας να τον βρει το φερμουάρ στο μάτι. «Θα μπορούσα... αλλά δεν το κάνω. Εξαιτίας σου!», σηκώνει το ένα χέρι να αποκρούσει την βολή μου με περίσσεια ευκολία.

Αρχύτερα μπορεί να έμπαινα στον πειρασμό να δοκιμάσω την σχέση μου με τον Τέο. Η συμφωνία μου με τον Θέμη ωστόσο περίπλεξε τα πράγματα. Ακόμη κι όταν τα αισθήματα μου για εκείνον δεν υπήρχαν τόσο έντονα δεν θα μπορούσα ποτέ να κοροϊδέψω κάποιον πίσω από την πλάτη του συναντιόμενη στα κρυφά με έναν άλλον άνδρα. Τώρα ο λόγος ήτανε διαφορετικός.

Δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ στον έρωτα κανενός. Όχι ενόσω ήμουνα καψουρεμένη με τον Θέμη. Αλλά αν του το παραδεχόμουν αυτό θα βλασφήμιζε και θα εκνευριζότανε κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο με τους περιορισμούς και τους κανόνες του. Α και φυσικά... την συναισθηματική του ανικανότητα.

«Μην περιμένεις να λυπηθώ κιόλας που στέκομαι εμπόδιο ανάμεσα στην προσωπική σου ευτυχία με έναν αλήτη», χλευάζει απαξιώντας τελείως την πρότερη δήλωση μου. «Αξίζεις πολύ καλύτερα Ρεβέκκα»

«Σε αυτό τουλάχιστον συμφωνούμε»

«Θεώρησε τότε ότι σου κάνω χάρη»

«Χάρη;», γελάω. «Μα και βέβαια. Οι χάρες σου... υποθέτω λοιπόν θα περιμένεις και κάτι σε αντάλλαγμα. Τι είναι αυτό που θέλεις αυτήν την φορά Θέμη;», πλησιάζω με αργά, νωχελικά βήματα κοντά του. «Θέλεις να γονατίσω;», τον προκαλώ. «Να σκύψω... να πέσω ανάσκελα μήπως;»

«Μετά από όσα έχουμε περάσει εξακολουθείς να νομίζεις πως...»

«Αυτό ακριβώς είναι το θέμα μου», τον διακόπτω. «Μετά από όσα έχουμε περάσει και εσύ εξακολουθείς να νομίζεις ότι θα μπορούσα να γυρίσω να κοιτάξω κάποιον άλλον άνδρα. Πόσο μάλλον να κοιμηθώ μαζί του», είμαι τόσο πανευτυχής που κατάφερα να οδηγήσω την μικρή μας κουβεντούλα ακριβώς εκεί που θέλω.

Έτσι τα ξεκαθαρίζω κι εγώ καλύτερα στο μυαλό μου.

«Ενώ εσύ δεν χρειάστηκε να το σκεφτείς δεύτερη φορά προτού την πέσεις στην Αμελί μπροστά μου», εικόνες δικές τους να αγγίζονται κατακλύζουν το μυαλό σουρώνοντας το στομάχι μου. «Δεν θέλω ούτε να φανταστώ τι κάνεις όταν δεν βρίσκομαι μαζί σου»

«Το ήξερες ήδη αυτό όταν συμφώνησες να προχωρήσουμε. Αυτός είμαι... Ρεβέκκα. Δεν έχω αλλάξει για χρόνια. Και δεν πρόκειται να αλλάξω τώρα», παραθέτει λες και θέτει κάποιο βέτο.

«Δεν θα σε ενοχλούσε λοιπόν αν μάθαινες πως κοιμάμαι και με άλλους εκτός από σένα;», προσπαθώ να συλλάβω το οποιοδήποτε σημάδι ενόχλησης στο πρόσωπο του.

«Δεν θα είχε σημασία», μου απαντάει ψύχραιμος κι αισθάνομαι την καρδιά μου κούφια. «Δεν σε δεσμεύει τίποτα από πλευράς μου», το χείλος μου τρέμει.

«Οπότε αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κι άλλες; Εκτός από μένα;», δεν χρειάζεται να δώσει απάντηση σε αυτό. Το πληγμένο του ύφος τα λέει όλα.

Ένας λυγμός μου ξεφεύγει και πιάνω το στόμα με το χέρι.

«Ω Θεέ μου», το υποπτευόμουν φυσικά. Το ήξερα βαθιά μέσα μου. Αλλά ένα σαχλό, αδύναμο κομμάτι μου δεν ήθελε να το πιστέψει.

«Ρεβέκκα», λέει σιγανά και του γυρνώ πλάτη να μην τον αντικρίζω. Ακούω τα βήματα του στο μέρος μου.

«Λυπάμαι... εγώ δεν...», σκουπίζω τα μάτια με την ανάστροφη του δείκτη. «Νόμιζα ότι το ήξερες», ε λοιπόν τώρα είχα πάρει την βεβαίωση.

«Κι εγώ νόμιζα πως σου ήμουν αρκετή», στρέφομαι να του απαντήσω.

«Είσαι. Είσαι παραπάνω από αυτό αλλά...»

«Αλλά τι;», χρειάζομαι μια εξήγηση. Κάτι που θα με βοηθήσει να καταλάβω.

«Δεν μπορώ να αλλάξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου», καταπίνει με δυσκολία γέρνοντας προς τα εμπρός δυσκολευόμενος προφανώς να επεξηγήσει τον δυσεπίλυτο σε μένα τουλάχιστον γρίφο του μυαλού του. «Δεν έχει να κάνει με εσένα. Για αυτό προσπάθησα να στο ξεκαθαρίσω από την αρχή», εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω.

Σε μένα ακούγεται σαν να μην μπορεί να κρατήσει το πουλί στο παντελόνι του.

«Εσύ δεν... δεν με γνωρίζεις. Δεν ξέρεις την ζωή μου», κατεβάζω τους ώμους. «Η καθημερινότητα μου είναι νοσηρή Ρεβέκκα. Εμπιστεύσου με δεν θέλεις να γίνεις κομμάτι της», μπορεί να σκόπευε να μου πει περισσότερα για να εξηγήσει περαιτέρω την κατάσταση. Δεν το έκανα.

Αλλά εγώ το έβλεπα πόσο τον κατέβαλε. Υποθάλπω κι εγώ τον εγωισμό μου επομένως. Δεν είμαι μονάχα εγώ ο παράγοντας σε αυτήν την εξίσωση.

«Δεν μπορώ να σου προσφέρω αυτό που θέλεις παρά μόνο αυτό που χρειάζεσαι», συνεχίζει. «Αλλά μην τρέφεις αυταπάτες νομίζοντας ότι ο αλητάκος σου εκεί πίσω είναι σε θέση να το κάνει», μια εμμονή που έχει φάει μαζί του.

«Πώς θα μπορούσες να το γνωρίζεις αυτό;», αντιγυρίζω απηυδυσμένα.

«Επειδή είναι επικίνδυνος Ρεβέκκα. Η ίδια του η αδερφή σε νάρκωσε. Πόσο μακριά να φτάνει και η δική του αρρώστια; Χμμ! Για πες μου! Πόσο αρρωστημένος μπορεί να είναι κι ο ίδιος;», το ότι μοιράζονταν το ίδιο αίμα δεν σήμαινε ότι μοιράζονταν και το ίδιο μυαλό.

«Δεν τον ξέρεις»

«Δεν χρειάζεται να τον ξέρω επειδή τον είδα!», φωνάζει σαν προσπαθεί να με εκλογικεύσει. «Ένας απρόκοπος κομπλέξας του κερατά είναι που μπαινοβγαίνει στην στενή», οι λέξεις κάνουν φτερά από το στόμα μου.

Φυσικά και θα έψαχνε να μάθει για τον Τέο.

«Νομίζεις ότι δεν θα το μάθαινα; Ότι έχει κάνει φυλακή για ξυλοδαρμό; Πώς μπορείς να νιώθεις συμπόνοια για ένα τέτοιο άτομο;»

«Δεν γνωρίζεις καν τον λόγο»

«Ω μα τον γνωρίζω», γυρίζει και λέει. «Εσύ όμως Ρεβέκκα;», τώρα έχω την αίσθηση πως με έπιασε αδιάβαστη. «Στοιχηματίζω ότι δεν σου μίλησε καν για αυτό. Και για κάποιον λόγο νομίζει ότι έχει κάποιο δικαίωμα πάνω σου. Ο πούστης δεν θα έπρεπε να έχει το θράσος ούτε στα μάτια να σε κοιτάζει»

«Σταμάτα», ζητώ κοφτά μέσα από τον αναβρασμό μου.

Δεν ήξερα τι είχε προηγηθεί. Αυτό ήταν αλήθεια. Ήξερα μόνο τι είχε κάνει ο Τέο για να με βοηθήσει.

«Είναι το ίδιο κατεστραμμένος όσο και η αδερφή του»

«Σταμάτα να μιλάς έτσι», οριακά απασφαλίζω γραντζουνώντας με τα νύχια το πρόσωπο μου. «Δεν ξέρεις τίποτα για τον Τέο! Όταν χρειάστηκα βοήθεια εκείνος προσφέρθηκε να μου δώσει τα χρήματα χωρίς να ζητήσει το παραμικρό αντάλλαγμα», λογικά έχω χτυπήσει ευαίσθητη χορδή όπως καταλαβαίνω από τον τρόπο που το σαγόνι του συσπάται.

Με καρφώνει με το σπινθηροβόλο του βλέμμα.

«Το στανιό μου μέσα. Τότε γιατί δεν πας να τρέξεις πίσω σε εκείνον;», ουρλιάζει ρωτώντας με και η απάντηση βγαίνει αυθόρμητη.

«Επειδή δεν τον θέλω!», φωνάζω πίσω. «Θέλω εσένα...», ομολογώ. Στο άκουσμα των λόγιων μου το πρόσωπο του πανιάζει ενόσω βαριανασαίνει από την ένταση ακόμη.

Μα ο θυμός του μοιάζει να έχει καταλαγιάσει.

«Θέλω εσένα Θέμη», επαναλαμβάνω δακρυσμένη κι εκείνος γρήγορα διασχίζει τα λιγοστά βήματα που μας χωρίζουν με το πανέμορφο πρόσωπο του να μεταπηδά από τη μία σκοτεινή έκφραση στην άλλη.

Τα δάχτυλα του κτητικά χώνονται στις καστανές μπούκλες των μαλλιών μου τραβώντας με απευθείας πάνω στο στιβαρό κορμί του. Φυλακίζει με τον αντίχειρα τα λιγοστά δάκρυα που έχουν αυλακώσει τα μάγουλα μου και κρατώντας με ασφυχτικά κοντά του γέρνει να καλύψει το στόμα μου με το δικό του.

Δεν πρόκειται για ένα γλυκό, ρομαντικό φιλί. Με φιλάει παθιασμένα μεν αλλά ταυτοχρόνως τραχιά και θυμωμένα με την γλώσσα του να ψάχνει βίαια να διεκδικήσει όποιο κομμάτι μου δεν έχει καταφέρει να κατακτήσει ακόμα.

Η φλόγα που τόλμησα να σιγοντάρω την περασμένη βδομάδα πιστεύοντας ότι κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να την ελέγξω αναζωπυρώνεται στην ισχυρότερη μορφή της παρακινώντας με να τον φιλήσω πίσω σε μια προσπάθεια να αναμετρηθώ μαζί του σε μία ακόμη μάχη που ξέρω ότι θα βγω ηττημένη.

Με απόγνωση τα χέρια του κατηφορίζουν ταξιδεύοντας στο κορμί μου, αντανακλώντας το μέγεθος της επιθυμίας του σε κάθε άγγιγμα και χάδι που με λιώνουν σαν τον κερί υπό την πέραση της φωτιάς. Μιας φωτιάς που ο Θέμης εκπέμπει. Φιλάει τον λαιμό μου ρουφώντας και δαγκώνοντας με τα δόντια. Γλιστράει τις φαρδιές παλάμες του στα μπράτσα κι από εκεί χαμηλότερα στα λαγόνια που αφού πιέσει καταπάνω του τα αρπάζει για να με σηκώσει στην αγκαλιά του.

Το βογκητό που σκαρφαλώνει στο λαρύγγι μου έτοιμο να ξεπηδήσει προς τα έξω ο Θέμης το καταπίνει μουγκρίζοντας και μας σουτάρει αμφότερους στο κρεβάτι. Ακινητοποιημένη κάτω από την μεγαλοπρεπή επέλαση του λαχταριστού του κορμιού αναρριγώ αισθανόμενη την επιθυμία να φουντώνει τον διεγερμένο μου πυρήνα.

Χριστέ μου τον θέλω τόσο πολύ. Και αγαλλιάζω βλέποντας πως το ίδιο ισχύει για τον Θέμη που τώρα προσπαθεί βιαστικά με πολύ άγαρμπες κινήσεις να απελευθερωθεί από τα δεσμά του παντελονιού του. Συγκρατώ ένα χαμόγελο με αυτόν τον μεσαιωνικό μου αναχρονισμό και ξεπετάω ταυτόχρονα την μακριά μπλούζα που μου δάνεισε κάπου πίσω από το κεφάλι μου προς τα μαξιλάρια.

Γκρινιάζω για επαφή και τον τραβώ ξανά κοντά μου για να ενώσω τα χείλη μας σε ένα ακόμη λυτρωτικό φιλί. Ρουφάει βίαια τα δικά μου κι ευθύς το φύλο μου ανταποκρίνεται λαχταρώντας για περισσότερα.

«Ρεβέκκα», σαν ψαλμός φτάνει η βελούδινη προφορά του ονόματος στα αυτιά μου και βογκάω ξανά. Η λογική και η όποια εγκράτεια προσπάθησα να προβάλω όλη μέρα μοιάζει να έχουν εξανεμιστεί.

Πώς γίνεται κάτι τόσο λάθος να το αισθάνομαι τόσο αθεράπευτα σωστό;

Το σώμα του κουνιέται κι όλη αυτή η βασανιστική προσμονή που μαστίζει κάθε κύτταρο του κορμιού μου μεγεθύνει. Τα πόδια μου σφίγγουν γύρω από τη μέση του να τον σπρώξουν εκεί όπου το κορμί μου αλυχτά περισσότερο για μία στιγμή απόλυτης ευδαιμονίας κι ανακούφισης που μονάχα ο Θέμης είναι ικανός να την χαρίσει.

Σέρνει τα δάχτυλα στα μαλλιά μου ξανά ώστε να πιέσει το κεφάλι μου προς τα πίσω να αποκαλύψει τον λαιμό που πέφτει να οργώσει με φιλιά. Η στύση του πιέζεται στο σωστό σημείο και σαν να τον έχω ήδη υποδεχτεί στα κρυφά μου βάθη που τον αποζητούν τρίβομαι μαζί του αδιάντροπα στον ίδιο άτσαλο ρυθμό που δεν ορίζεται από κανένα είδους μέτρο.

Το παντελόνι είναι το πρώτο δικό του ρούχο που ξεφορτωνόμαστε συνεργατικά κι αμέσως μετά ακολουθεί το πουκάμισο του. Κοιτάζει το αθλητικό μου μπουστάκι κι αμέσως μετά την φόρμα που φοράω. Ανασηκώνω τους γοφούς για να μου την τραβήξει στους αστραγάλους να την πετάξει κι αυτήν.

Το βλέμμα του καρφώνεται στο στήθος μου και διπλώνει το λάστιχο από το μπουστάκι για να το σηκώσει ψηλότερα ώστε να απελευθερώσει το ποθητό μου κτήμα. Οι ανάσες και των δύο είναι ανάστατες.

Οι χούφτες του κλείνουν γύρω από το αδέσμευτο πλέον στήθος μου ενόσω τα χείλη του διαγράφουν ένα μονοπάτι από γλυκερά, υγρά φιλιά κατηφορικά προς την ηβική μου περιοχή.

Μια δική μου αναπνοή βγαίνει μακρόσυρτη σαν σιγανή κραυγή πόνου παρακολουθώντας την γλώσσα του να χαϊδεύει την εσωτερική μεριά των μηρών μου και το πρόσωπο του να χάνεται μεταξύ των ποδιών μου. Χώνω με τη σειρά μου τα δάχτυλα στις καστανόξανθες μπούκλες του.

Σταματάει ακριβώς πάνω από φλογισμένο μου κέντρο βαριανασαίνοντας κοντά στα υγρά απεγνωσμένα για την επαφή του χείλη καλυμμένα από το επίσης υγρό εσώρουχο κι όταν οι ματιές μας ανταμώνουν αυτό που αντικρίζω με ισοπεδώνει. Πρόκειται για την πιο αγνή, μορφή λαγνείας... αυτό το πρωτόγονο είδος πόθου το οποίο σε καθηλώνει με έναν τρόπο ναρκισσιστικό. Να σε ατενίζει κάποιος με τόση επιθυμία.

Τι παραπάνω θα μπορούσα να ζητήσω; Στα μάτια του Θέμη ένιωθα απόλυτη. Για με πλήγωνε τόσο το γεγονός ότι αρεσκόταν να πηγαίνει με άλλες. Αυτό σήμαινε μάλλον ότι ο Θέμης λάτρευε το σεξ καθαυτό. Κι όχι εμένα...

Προσπαθώ να αγνοήσω τις δεσμευτικές σκέψεις του μυαλού μου και να αφήσω τον εαυτό μου να ζήσει την στιγμή.

«Μπορώ;», ο Θέμης ρωτάει ζητώντας μου την άδεια να προχωρήσει. Χαμογελώντας ανασηκώνομαι από την μέση παρασύροντας τον να κάνει το ίδιο ώστε να φιληθούμε και παράλληλα αφαιρώ το εσώρουχο με δική του υποβοήθεια. Η γλώσσα μου συμπλέκει τρυφερά με την δική του.

Χρησιμοποιώ τρία από τα δάχτυλα μου να συλλέξω λίγα από τα αυταπόδεικτα στοιχεία της απάντησης μου και καθώς με παρακολουθεί να το κάνω υψώνω τις άκρες τους στα μισάνοιχτα χείλη του που τυλίγονται γύρω τους ρουφώντας και καταβροχθίζοντας. Δαγκώνω το χείλος μου στην σκέψη των κυκλικών αυτών κινήσεων της γλώσσας του πάνω στο φύλο μου και νιώθω μια σύσπαση.

«Αυτό είναι ναι;», αφήνει ένα φιλί στην άκρη τους και κατανεύω μαγεμένη. Σαν από ξόρκι επηρεασμένη. Το δικό του ξόρκι.

Πέφτω προς τα πίσω λυγίζοντας τα πόδια επαρκώς ώστε να του διευκολύνω την πρόσβαση και η πρώτη επαφή της γλώσσας του πάνω στην ερεθισμένη σάρκα μου κατακαίει τα σωθικά και κατακλύζει το κορμί μου με μια μακάρια αίσθηση. Τη σέρνει προς τα κάτω στο άνοιγμα μου γλείφοντας παραλλήλως την σχισμή μου.

Σηκώνω τους γοφούς μου στο μέρος του εκλιπαρώντας σιωπηρά για περισσότερα κι εκείνος περνάει τα μυώδη του μπράτσα μεταξύ του ανοίγματος της γάμπας και των δικεφάλων για να γαντζώσει τα απαιτητικά του δάχτυλα στο δέρμα της λεκάνης μου.

Νιώθω το απαλό, ευχαριστήριο γέλιο του να δονεί τον πυρήνα μου και ικανοποιημένος συνεχίζει με τα ηδονικά πατήματα της γλώσσας του επιστρέφοντας δριμύτερος με ρυθμό αλλιώτικο αποσκοπώντας να με παρασύρει στην λήθη.

Αντλώ με τη σειρά μου ικανοποίηση από τους άγριους ήχους που βγαίνουν από τα κατάβαθα του στήθους του και διαχωρίζοντας τα πρησμένα μου χείλη κατευθύνει την γλώσσα του στο εσωτερικό των σφιγμένων μου πτυχών. Οι ήχοι της ίδιας μου της υγρασίας με ξεσηκώνουν περαιτέρω.

Το κέντρο μου πάλλεται και με την ένταση συσσωρευόμενη σε κύματα που ολοένα δυναμώνουν ο οργασμός δεν αργεί να επιτευχθεί συνοδευόμενος από μερικά ακόμη δικά μου κλαψουρίσματα και ικεσίες.

Δυνατός ξεσπάει ταρακουνώντας με.

Ο Θέμης το αντιλαμβάνεται και καθώς το όνομα του χαϊδεύουν η γλώσσα και τα χείλη μου κρατάει το πρόσωπο ως ότου επανέλθω στο γήινο σαρκίο μου από τον ονειρικό παράδεισο στον οποίο μόλις με έστειλε.

Φιλά τα μάγουλα, το στόμα και τα κλειστά, σφραγισμένα μου μάτια μέχρι που τα ανοίγω να θαυμάσω το πρόσωπο του. Υπάρχει όνομα για αυτό που νιώθεις άραγε σαν αισθάνεσαι ολοκληρωμένος; Γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να περιγράψω αυτό που νιώθω όταν βρίσκομαι μαζί του.

Αλλά χρειάζομαι περισσότερα. Χρειάζομαι περισσότερο από τον Θέμη. Το έχω ανάγκη να βυθιστεί ολόκληρος μαζί μου σε αυτήν την στιγμή της γλυκιάς ευδαιμονίας κι έτσι σηκώνω ξανά τα πόδια στα πλευρά του να ρυθμίσω το σώμα μου στη σωστή θέση. Με τις φτέρνες κατεβάζω το λάστιχο από το μαύρο μποξεράκι του και τεντώνω το χέρι να τυλίξω την ιδρωμένη μου παλάμη γύρω από την μεγαλοπρεπή του στύση.

Μουγκρίζει και αφού κοιτάξει μια στιγμή τριγύρω βλασφημεί μετακινούμενος παράπλευρα για να επαναφέρει το βαμβακερό εσώρουχο στην θέση του. Αναβιώνω μια στιγμή τρόμου.

«Τι συμβαίνει;», μορφάζει.

«Δεν έχω προφυλακτικό μαζί μου», σκέφτεται μια στιγμή κι ύστερα περνάει στο στάδιο της επιφώτισης. «Δώσε μου ένα λεπτό», με φιλάει πεταχτά σαν να με καθησυχάζει και πρόχειρα φορώντας το παντελόνι του εξαφανίζεται για κάπου όπου το καλό που του θέλω να αφορά σε μια αποθήκη γεμάτη από προφυλακτικά ειδάλλως θα σκάσω.

Μέχρι να γυρίσει έξω ξεντυθεί και από το αθλητικό μου μπουστάκι.

«Ευτυχώς που έφερες ολόκληρο το πακέτο», λέω μεταξύ αστείου και σοβαρού βλέποντας τη σειρά από τις συνδεδεμένες στις άκρες τους συσκευασίες να ταλαντεύονται στον αέρα.

Ο Θέμης σχεδόν σκοντάφτει όπως μπλέκεται το σχεδόν ξεβγαλμένο του ρούχο στα πόδια και παραπατάει.

Προσεγγίζω γελαστή να βοηθήσω και σαν ορθώνομαι μπροστά του παίρνω το αλουμινένιο πακετάκι να το ανοίξω προτού του κατεβάσω το εσώρουχο κι εκείνος μένει να με παρατηρεί. Με παρατηρεί κάπως θλιμμένα για αυτό και δεν ξαφνιάζομαι όταν με σταματάει από το να κατεβάσω τα χέρια χαμηλά στο σκληρό του μέλος.

«Θέμη;», τον κοιτάζω απορημένη.

«Δεν μπορούμε», μου απαντάει. «Όχι μετά από ό,τι σου συνέβη»

«Για-Γιατί όχι;», συνοφρυώνομαι και γλείφει τα χείλη του φέροντας ένα καθόλα ενοχικό ύφος.

«Εγώ, εγώ σταμάτησα πριν να... αλλά εκείνη δεν το έκανε»

«Ω», κάνω συνειδητοποιημένα. Όχι συνειδητοποιημένα για εμένα αλλά για τις σκέψεις που πιθανότατα κάνει ο Θέμης αυτήν την στιγμή.

«Το ξέρω ότι είπα πως δεν θα κάνω καμία κίνηση αρκεί να μετακομίσεις στο διαμέρισμα αλλά Ρεβέκκα... πρέπει να τιμωρηθεί. Δεν έχει σημασία αν είναι γυναίκα», σε αυτήν την φάση δεν δείχνει απλώς θλιμμένος. Ξάφνου μου έχει βουρκώσει. «Διάολε. Ίσως πρέπει κι εγώ να τιμωρηθώ»

«Δεν το λες στα αλήθεια αυτό», τα δάκρυα στα μάτια του υποδεικνύουν το αντίθετο. «Θέμη. Δεν αισθάνομαι βιασμένη αν αυτό είναι που ανησυχείς», στο άκουσμα της επίμαχης λέξης ο Θέμης ξεροκαταπίνει και σφίγγοντας τα μάτια μου γυρνάει πλάτη χώνοντας το χέρι στις ατημέλητες μπούκλες του.

Πηγαίνω κοντά του.

«Θέμη», οι ώμοι του ανεβοκατεβαίνουν γρήγορα και νομίζω πως ένας λυγμός διαπερνά τώρα το λυγισμένο στα γόνατα κορμί του. Αρνείται να με κοιτάξει και το κλάμα του βουβό φτάνει στα αυτιά μου σαν τα απομεινάρια ενός άλαλου αναφιλητού. «Ω Θέμη»

«Συγνώμη», λέει κι αρχίζω με τρυφερά χάδια να τρίβω παρηγορητικά την πλάτη του. «Δεν έπρεπε να διανοηθώ να σε αγγίξω απόψε. Δεν νομίζω πως πρέπει να σε αγγίξω ποτέ ξανά», δαγκώνει βάναυσα τις λέξεις πρόθυμος να αυτοτιμωρηθεί να χρειαστεί. «Έπρεπε να σταματήσω... έπρεπε να είχα φύγει όταν μου το ζήτησες», καταλάβαινα τι σκεφτόταν.

Οπότε ίσως πρέπει να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μία και καλή.

Αφήνω πρώτα ένα φιλί στο μάγουλο του και τον πλησιάζω μέχρι που να κολλήσω ασφυκτικά κοντά του. Σηκώνω το πρόσωπο του στο ύψος των ματιών μου. Και τα δικά του φέρουν τόσο πόνο που σηκώνουν μια νέα ταραχή στο κέντρο του στομαχιού μου.

«Το ξέρω ότι εσύ κάνεις πράγματα σαν κι αυτό συχνά», εννοώ τις συνευρέσεις με παραπάνω από μία γυναίκες. «Ή τουλάχιστον έχεις κάνει», θωπεύω με απαλά χάδια το μάγουλο του τακτοποιώντας τις νωπές καστανόξανθες μπούκλες στην θέση τους. «Για αυτό ήθελα να το δοκιμάσω. Μαζί σου... απλώς με το ναρκωτικό μου έγινε ευκολότερο να το αποφασίσω», έξω ξαναζήσει με τον Θέμη παρόμοιο σκηνικό στην Κρήτη.

Κι όταν λέω παρόμοιο εννοώ πως ο Θέμης προέβαλε τις ενστάσεις του αναφορικά με το να προχωρήσει μαζί μου το διάστημα που ήμουνα αναστατωμένη σχετικά με το σπίτι και τη μητέρα μου που ήθελε να το πουλήσει. Θεώρησε πως έψαχνα να κοιμηθώ μαζί του προκειμένου να ξεχαστώ κι ότι μπορούσε να συμβεί αυτό με τον καθένα.

Πράγμα που δεν ίσχυε. Για αυτό και ξέρω πως χθες βράδυ παρά το ναρκωμένο μου μυαλό και την έκπτωση των ηθικών μου αρχών δεν υπήρχε περίπτωση να δοθώ σε κάποιον άλλον άνδρα πέραν του Θέμη.

«Σαν ένα μικρό πείραμα», συμπληρώνω και οι μυς της πλάτης του τεντώνουν.

«Πείραμα;», ρωτάει ανασαίνοντας κοφτά από τη μύτη.

«Ξέρεις... να διευρύνω τους ορίζοντες μου. Να αποκτήσω εμπειρίες», έχω ακούσει πως στο πανεπιστήμιο είναι συνηθισμένες τέτοιες δοκιμές. Με κοιτάζει παραξενεμένος με σηκωμένο το φρύδι.

«Υπάρχουν κι άλλες εμπειρίες που ενδιαφέρεσαι να αποκτήσεις;», καταλαβαίνω πως ελπίζει σε αρνητική απάντηση.

«Μπα», κάνω φιλώντας τον πεταχτά στα χείλη και γνέφω με νόημα. «Νομίζω ότι θα μείνω στα βασικά προς το παρόν»

«Μάλιστα», διστάζει να με αγκαλιάσει πίσω ακόμη. Να με αγγίξει. Επομένως εξακολουθεί να ανησυχεί. «Είναι μόνο που το πρωί όταν σε ρώτησα... το θυμάμαι καθαρά. Είπες ότι δεν είχες συναίσθηση του τι έκανες»

«Ω», κάνω ξανά. «Δεν το σκέφτηκα έτσι. Ότι αν εσύ... αν συνέβαινε ό,τι ήτανε να συμβεί»

«Αν έμπαινα μέσα σου», τσακίζει τις λέξεις.

«Το ήθελα να γίνει. Στο ορκίζομαι. Το ξέρω πως είναι δύσκολο να το εξηγήσω»

«Ρεβέκκα δεν είναι απλό πράγμα», λέει και διαισθάνομαι το δυναμό να ανεβάζει την ένταση στο κορμί του.

«Για αυτό με ρώτησες; Νόμιζα ότι είχε να κάνει με τον εγωισμό σου», παίρνει μια ανάσα κορδώνοντας ευθύς την πλάτη.

«Χριστέ μου Ρεβέκκα», μου φαίνεται ότι μόλις του προκάλεσα τραύμα.

«Συγνώμη, δεν ήθελα να ακουστεί έτσι», τώρα είναι που δεν θέλει να τον αγγίζω κι αυτομάτως σηκώνεται όρθιος να μου απομακρυνθεί. «Θέμη», παλεύω να σταθώ κι εγώ μόλο που τα γόνατα μου σφαδάζουν από τον πόνο και το πιάσιμο για ένα πολύ βάναυσο λεπτό.

Τον παίρνω στο κατόπι μόνο που ετοιμάζεται να κλειστεί πάλι στον εαυτό του.

«Δεν ήξερα ότι για αυτό ανησυχούσες τόσο», αποφασίζω να σταθώ μπροστά του να τον κοιτάξω ίσια στα μάτια. «Κακώς σου είπα ψέματα», λέω μετανοιωμένη και εξίσου θυμωμένη με τον εαυτό μου.

«Δεν είναι λες και ήσουνα μεθυσμένη Ρεβέκκα»

«Έτσι όμως ένιωθα», απαντώ γουρλώνοντας τα μάτια. «Και δεν ένιωθα την ίδια στιγμή. Αισθανόμουν φοβισμένη το πρωί αλλά χθες βράδυ ήξερα πως δεν θα μου συνέβαινε το παραμικρό επειδή βρισκόσουν εσύ εκεί», πιάνω το ένα από τα χέρια του που έχει άνευρα κρεμασμένα στο πλάι των μηρών του. «Όχι μόνο όταν άρχισαν οι παρενέργειες από το ναρκωτικό αλλά και πριν από αυτό», εναποθέτω ένα μακρής διάρκειας φιλί στην κορυφή της ράχης του. «Είχα μια προαίσθηση. Το ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί μου. Και στον πρώτο που πήγε κατευθείαν το μυαλό μου ήσουνα εσύ. Ήξερα πως αν βρίσκεσαι εσύ κοντά τίποτα δεν πρόκειται να μου συμβεί», το βλέμμα του συλλαμβάνει το δικό μου.

Δεν ξέρω πώς αλλιώς να του δώσω να καταλάβει πως...

«Θέμη», ένα δάκρυ μου διαφεύγει. «Το ξέρω πως το μεταξύ μας είναι περίπλοκο. Και... είμαι σίγουρη πως ίσως είναι για το καλύτερο να μην σου το πω αυτό αλλά Θέμη... νομίζω πως σε α...», δεν θα με άφηνε ποτέ να ολοκληρώσω. Τα χείλη του που συνθλίβουν τα δικά μου έχουνε ρίξει στα συντρίμμια την δυσκολότερη από όλες παραδοχή που ετοιμαζόμουν να κάνω.

Και ίσως αυτό να είναι το ορθότερο. Γιατί αν το έκανα μπορεί αυτήν την στιγμή να μην παράσερνε να πέσω πίσω μαζί του στο κρεβάτι. Μπορεί να μην με καθήλωνε το κατακτητικό του άγγιγμα που τώρα ψάχνει άπληστα να σαρώσει κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Μπορεί να μην με φιλούσε σαν να μην υπάρχει αύριο ψάχνοντας να εισβάλει μέσα μου.

Η διογκωμένη του στύση πιέζεται κόντρα στην μουσκεμένη, ευαίσθητη σάρκα και ψελλίζω το όνομα του με μία πρωτόγνωρη ανάγκη. Εκείνος ξεβγάζει τον περικαλυμμένο από το εσώρουχο ακόμα κάβαλο του να τον απελευθερώσει με τόση ταχύτητα που η εικόνα του οριακά θολώνει στα μάτια μου.  

Μια ευχαριστήρια κραυγή απεγκλωβίζεται από το στήθος μου σαν η κορυφή του πέους του ακουμπάει στην απαρχή του κέντρου μου. Κοιταζόμαστε τεταμένα και καθώς σπρώχνει τον εαυτό του μέσα μου ανακουφίζοντας όλα αυτά τα ηδονικά σημεία που σφάδαζαν από τον πόνο της απουσίας του χαμηλώνει να μου ψιθυρίσει στο αυτί.

«Μην πεις τίποτα τότε», αναστέναξα. Σκέφτηκα πως ενδέχεται να το έχει ήδη καταλάβει.

Το σώμα μου τεντώθηκε κάτω από το δικό του καθώς με γέμιζε, πληρώνοντας το κενό που μονάχα εκείνος μπορούσε πλέον να καλύψει. Δεν έβλεπα τίποτε πέραν από τον Θέμη και για να είμαι ειλικρινής δεν με ένοιαζε.

Αισθάνθηκα τον θυμό που του προξένησε ο τσακωμός μας, την απόγνωση του για μένα, τις ενοχές οι οποίες τον κατέτρυχαν και που τώρα προσπαθούσα να εξαΰλώσω φέρνοντας κοντά μου το υπέροχο πρόσωπο του.

Οι ανάσες μας σμίξανε προτού πνιγούν σε ένα αβυσσαλέο φιλί που διαρκώς διακοπτότανε από τις μανιώδεις κινήσεις των γοφών μας.

Ο Θέμης με χτυπούσε με το πέος του κι εγώ κλαψούριζα πάνω στα πεινασμένα του χείλη το όνομα του εκλιπαρώντας τον να μην σταματήσει ποτέ.

Αισθάνθηκα ωστόσο και την δική του ανάγκη να λευτερωθεί, να απελευθερώσει τον εαυτό του μέσα μου. Το ένιωθα σε κάθε απότομη και βίαια ώθηση του. Βογκούσα μεμονωμένα τώρα ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, βυθίζοντας το στα σεντόνια.

Ο Θέμης ψιθύρισε με ένταση το όνομα μου κι εγώ έκλαψα το δικό του. Ιδρωμένοι με τις ανάσες μας λαχανιασμένες προσπαθούσαμε να βρεθούμε όσο το δυνατόν κοντύτερα σαν να προσπαθούσε ο ένας να απορροφήσει τον άλλο.

Πέρασα τα χέρια γύρω από τον σβέρκο και έχωσα τα νύχια μου στην πλάτη του που θύμιζε πέτρα στην αφή. Τα πόδια μου τον κρατούσανε σφιχτά πιέζοντας τα πλευρά του που γλιστρούσαν ανάμεσα τους καθώς μπαινόβγαινε μες στις σφιχτές, παλλόμενες πτυχές μου με μανιασμένη ταχύτητα.

Οι κινήσεις του γίνανε σπασμωδικές και πολύ σύντομα κατάλαβα πως δυσκολευότανε να κρατηθεί. Πως μπορούσε να τελειώσει ανά πάσα στιγμή κι όμως περίμενε εμένα να το κάνω πρώτη για αυτό συνέχισε πιέζοντας
βαθιά. Η βάση του πέους του προσέκρουε πάνω σε αυτό το ευαίσθητο ερωτικό σημείο και ήξερα ότι δεν θα άντεχα πολύ ακόμη.

Ο κορμό του σφίχτηκε κι ο Θέμης επανέλαβε την ίδια ακριβώς κίνηση συνειδητά και με δύναμη.

Μια λευκή λάμψη άστραψε στο πίσω μέρος των ματιών μου. Μια λάμψη εκτυφλωτική και τόσο ισχυρή όσο ισχυροί ήτανε και οι σπασμοί που συντάραξαν το ευάλωτο κορμί μου. Η πιο υπέροχη ηδονή συγκλόνισε τον πυρήνα μου κι ο Θέμης ελεύθερος πια μπορούσε να κυνηγήσει την δική του τελείωση.

Αυτό ήταν το αληθινό ναρκωτικό. Ο Θέμης ήτανε το δικό μου ναρκωτικό από το οποίο είχα αρχίσει να αμφιβάλω ότι θα μπορούσα ποτέ να απεξαρτηθώ.

Τον σπρώχνω ελαφρώς προς τα πίσω και μια ριπή τρόμου διαστέλλει τις κόρες των ματιών του αλλά γρήγορα αναθαρρεύει σαν βολεύομαι προσεκτικά στην αγκαλιά του επιμένοντας να τον ρουφάω μέσα μου αναστενάζοντας κοντά στο μισάνοιχτο στόμα του.

«Ω Θέμη μου», ψελλίζω πάνω στα χείλη του ανεβοκατεβαίνοντας αργά στην αρχή πάνω στο σκληρό εργαλείο του πόθου του κι εκείνος δειλά σκαρφαλώνει τα διστακτικά του δάχτυλα πάνω στην πλάτη και κάτω από τα πυκνά μου μαλλιά που μπλέκονται στις άκρες τους.

Ανασαίνει ανακουφισμένα πάνω στο στήθος και φιλάει τις θηλές μου. Συνεχίζοντας να δαμάζω τις αισθήσεις του χαλιναγωγώντας τον οργασμό του σηκώνω το πρόσωπο του στο δικό μου ώστε να τον φιλήσω. Τα δυνατά του μπράτσα κλίνουνε απότομα γύρω μου σε μία κλειστή λαβή κι επιβαίνω με περισσότερη ορμή.

Οι ρώγες μου συνθλίβονται πάνω στο σκληρό του στήθος και συνεχίζω να τον κοιτάζω κατάματα κινούμενη ανεξέλεγκτα. Το χέρι του μετακινείται στον σβέρκο μου που κρατά σφιχτά με ανάγκη, το άλλο αγκαλιάζει τη μέση μου και συνεχίζω ταλαντευόμενη. Το κεφάλι μου πέφτει πίσω, τα μαλλιά μου μαστιγώνουν τους μηρούς του και οι γοφοί μου βίαια προσγειώνονται υπό μία υπέροχη, πλαγιαστή γωνία πάνω στο πέος του που ξάφνου εκρήγνυται νιώθω να εκρήγνυται μέσα μου σαν μια γλυκιά, αίσθηση θαλπωρής.

Ο Θέμης στενάζει ξαφνιασμένος με την αναπνοή του που συνεχίζει να βγαίνει ανεξέλεγκτη.

«Χριστέ μου Ρεβέκκα», λέει πλήρως παραδομένος στην αποψινή υπεροχή μου συνθλίβοντας με στην αγκαλιά του αρνούμενος να με αφήσει. «Τι ήταν αυτό;», ρωτάει με μια γνήσια απορία ζωγραφισμένη στο καταϊδρωμένο του πρόσωπο.

«Αυτό... είμαστε εμείς», απαντώ με ανείπωτη ευχαρίστηση κι ο Θέμης παρατηρώντας με προσεκτικά αρχίζει να στρώνει τις καστανές μου μπούκλες που έχουνε υγραθεί κι αυτές κολλώντας σε σκόρπια σημεία της πλάτης μου.

«Εμείς;», με πίκρα επαναλαμβάνει σαν δυσκολεύεται ο νους του να το συλλάβει. Του κλέβω ένα φιλί ακόμη πριν να το επεξεργαστεί αρκετά ώστε να μου τρομοκρατηθεί και με αγκαλιάζει. Με αγκαλιάζει με ανακούφιση.

«Δεν θέλω να νιώθεις ότι δεν μπορείς να μου μιλήσεις», ψιθυρίζει πάνω στα μαλλιά μου.

«Εσύ δεν το κάνεις», του επιρρίπτω την ευθύνη στρεφόμενη να τον αντικρίσω. «Ήσουν αναστατωμένος όταν ήρθες στο κλαμπ χθες βράδυ», του υπενθυμίζω. «Αλλά αρνείσαι να μου πεις γιατί. Πώς περιμένεις να σου ανοιχτώ αν δεν κάνεις το ίδιο;»

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να επιλύσεις τα δικά μου προβλήματα Ρεβέκκα», σφραγίζω τα μάτια ενοχλημένη. «Ποιος ο λόγος να βασανίζεις το κεφάλι σου με αυτά;», η απόκριση μου σκαλώνει στον λαιμό.

«Να βασανίζω;», αντιγυρίζω ενοχλημένη. Δεν μπορώ να πιστέψω σε αυτό που μόλις είπε.

Αποδεσμεύομαι από την κράτημα του και έρποντας στο κρεβάτι απάνω απομακρύνομαι αρκετά ψάχνοντας για κάτι να καλύψω την γύμνια μου.

«Ρεβέκκα», δεν θα αντέξω να τσακωθούμε μια τέτοια στιγμή.

«Μη», του το απαγορεύω να συνεχίσει. «Δεν χρειάζεται», τον ακούω που αναστενάζει.

«Δεν το κάνω αυτό για να σε πληγώσω. Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο να καταλάβεις»

«Νομίζω πως καταλαβαίνω μια χαρά», περνάω την φαρδιά του μπλούζα πάνω από το κεφάλι κι αυτή με καλύπτει ολόκληρη ως τα γόνατα.

Αναδύει το άρωμα του κι αυτό απλώς επιτείνει το προσωπικό μου καθαρτήριο.

«Αυτό είναι το όριο σου», παραθέτω με ψυχραιμία. «Σωστά; Δεν θέλεις να σε πλησιάσω αρκετά ώστε να νοιάζομαι», δεν μου δίνει απάντηση. «Είναι πολύ αργά για αυτό, δεν νομίζεις;», δείχνω προς τον εαυτό μου. «Επειδή όντως νοιάζομαι... Θέμη», μπορεί στο Σούνιο η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της ημέρας να ήτανε υψηλή αλλά τώρα που είχε πέσει η νύχτα το κρύο είχε ζώσει για τα καλά. 

Οι θηλές μου παρέμεναν ζαρωμένες πάραυτα πλησίασα με θάρρος τον Θέμη που εξακολουθούσε να στέκει σιωπηλός.

«Ποιον προστατεύεις Θέμη; Στα αλήθεια;», αυτή του η συνεχή προσπάθεια να με κρατήσει σε μία ασφαλή απόσταση. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν αφορούσε αποκλειστικά στην δική μου προστασία. «Εμένα... ή τον εαυτό σου;», τον στριμώχνω για τα καλά καταπλήσσοντας τον ίδιο.

Το βλέμμα του φέρει κάτι το απύθμενα θλιμμένο και εύχομαι να μπορούσα να εξαφανίσω όλες εκείνες τις δυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό του.

«Νομίζω πως αυτό είναι το σημείο που φεύγεις», στοχευμένα του θυμίζω κι εκείνος εκπνέει κλίνοντας σκυφτά το κεφάλι με τα βλέφαρα κατεβασμένα.

Δεν μου δίνει καμία απάντηση. Το χέρι του αγγίζει το πρόσωπο μου και με ένα τελευταίο φιλί στο μάγουλο μου που δεν ανταποδίδω χάνεται από μπροστά μου.

Δεν κλαίω τούτη την φορά που φεύγει. Πέφτω για ύπνο αναστατωμένη αλλά δεν χύνω ουδένα δάκρυ.

Το επόμενο πρωί, ανήμερα Δευτέρας ξυπνώ νωρίς να τον δω να φεύγει καθισμένη στην άκρη του παραθύρου μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top