Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (85)
Το επόμενο πρωί όταν ξυπνάω μου παίρνει ένα λεπτό να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Προς στιγμήν πίστευα ότι όλο το χθεσινοβραδινό επεισόδιο ανήκε σε κάποιον από τους εφιάλτες μου. Σίγουρα όμως δεν πρόκειται για εφιάλτη γιατί τούτοι λήγουν με άσχημο πάντα τρόπο κι εγώ δεν τολμώ να παραπονεθώ στην παρούσα φάση.
Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του Θέμη ο οποίος εξακολουθεί να έχει τα βλέφαρα κλειστά και να αναπνέει ρυθμικά, με το στήθος του να φουσκώνει αργά σε κάθε εισπνοή που παίρνει. Και το πρόσωπο του... ανάθεμα γιατί πρέπει να δείχνει τόσο όμορφος κοιμισμένος; Μοιάζει καλουπωμένος στα χέρια κάποιου ανώτερου τεχνίτη.
Οι αρχές των ζυγωματικών του προβάλουν σαν τις κορφές ενός βουνού με το αιχμηρό τους περίγραμμα τέλεια σμιλεμένο να συμπληρώνεται από ένα καθόλα υπέροχο συμμετρικό σαγόνι. Αυτός ο άνδρας είναι η επιτομή της αρρενωπής ομορφιάς. Θα μπορούσε κάλλιστα να τελέσει μοντέλο ρούχων, μολονότι οφείλω να ομολογήσω ότι και χωρίς αυτά δείχνει εξίσου εντυπωσιακός.
Ζεσταίνομαι. Το σώμα του εκπέμπει τέτοια θερμότητα που νιώθω την υγρασία να έχει συσσωρευτεί στα σημεία όπου τα κορμιά μας εφάπτονται απόλυτα. Φοβάμαι ωστόσο μη σηκωθώ και του διαταράξω τον ύπνο, καθώς δείχνει τόσο ήρεμος και πράος. Γαλήνιος.
Το χέρι μου αναπαύεται στην αριστερή πλευρά του ευρύ του θώρακα εκεί όπου βρίσκεται φυλακισμένη η καρδιά του. Χτυπάει αργά και σταθερά εναρμονισμένη με τον ρυθμό της αναπνοής του η οποία θερμότατη φυσιέται κοντά στο πρόσωπο μου.
Έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τον χαζεύω για ώρες. Ιδίως μόλις αναλογίζομαι το γεγονός ότι περάσαμε μαζί την νύχτα... κοιμηθήκαμε ο ένας στο πλευρό του άλλου ακόμη κι αν αυτό προέκυψε εξ ανάγκης. Η δική μου καρδιά ανεβάζει ρυθμούς τώρα προξενώντας μια καινούρια αναταραχή στο στομάχι μου.
Μιλώντας για στομάχι νιώθω λες κι έχω καταπιεί μια πέτρα στο μέγεθος της γροθιάς μου. Το κεφάλι μου δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση κι όσο περισσότερο αναδρομώ στα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς τόσο φουντώνει μέσα μου ο θυμός και η αγανάκτηση. Μια υποψία τρόμου ζαρώνει τις θηλές μου που σκληρές ορθώνονται κόντρα στο στήθος του Θέμη. Σφραγίζω μια στιγμή τα έρμα τα μάτια μου που τόσα αναγκαστήκανε να αντικρίσουν.
Χρειάζομαι να σκουπιστώ κι εφόσον βρισκόμαστε ακόμη στο ξενοδοχείο ίσως να ζητήσω από κάποια υπάλληλο για παυσίπονο να καταπραΰνει κάπως ο πονοκέφαλος.
Μόλις όμως κάνω να απομακρυνθώ, το χέρι του Θέμη σφίγγει πάνω στο δικό μου κρατώντας το εκεί ακίνητο στην ίδια θέση. Τα μάτια του ανοίγουν απότομα, σαν να πήδηξε μόλις από κάποιο δυσάρεστο όνειρο κι ο λαιμός του ορθώνεται προτού στραφεί στο μέρος μου να με κοιτάξει πικραμένος.
Ξεροκαταπίνει. Αγωνιεί ακόμη για την υγεία μου και από το κοκκίνισμα στο βλέμμα του και το κάτωχρο πρόσωπο του συνειδητοποιώ ότι δεν κατάφερε να κλείσει μάτι όλη νύχτα.
«Καλημέρα», μου λέει μισό ανήσυχος μισό αγουροξυπνημένος. Εστιάζω στα χείλη του και η σκέψη να τον φέρω στα ίσα του με ένα ρουφηχτό φιλί μου περνά φευγαλέα από το μυαλό ωστόσο γρήγορα την καταρρίπτω. Δεν πρέπει να κάνω βιαστικές κινήσεις.
Μπορεί το μυαλό μου να το αισθάνομαι μουδιασμένο ακόμη μα έχω επανακτήσει τον έλεγχο του κομματιού που σχετίζεται με την ικανότητα στην λήψη αποφάσεων.
Ο Θέμης φιλάει το μέτωπο μου κι αυτή η αμυδρή επαφή αρκεί να αφυπνίσει κάθε μου κυτταρική απόληξη.
«Σου πέρασε ο πυρετός», ανακοινώνει ανακουφισμένος με ένα δειλό, πλαγιαστό χαμόγελο. «Πώς αισθάνεσαι;»
«Καλύτερα», αποκρίνομαι και με κοιτάζει θλιμμένος.
«Ρεβέκκα λυπάμαι», ξεστομίζει με τις ενοχές να βαρύνουν την συνείδηση του. Ανεβάζω το χέρι στο πρόσωπο του.
«Μην λυπάσαι... δεν έφταιξες εσύ σε τίποτα», γελάει σκωπτικά εις βάρος του.
«Πώς δεν έφταιξα;», νομίζω πως έχει βουρκώσει. «Δεν έπρεπε να αφήσω την κατάσταση να ξεφύγει έτσι»
«Δεν είχες ιδέα», εγώ ήμουν εκείνη που έφταιγε στην τελική. Αν δεν ήμουνα τόσο εγωίστρια και κτητική. Αν απλώς τηρούσα με μέτρο την συμφωνία μας τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.
Δεν ήμουνα θυμωμένη με τον Θέμη. Αντιθέτως αισθανόμουν ευγνώμων που έκανε απρόσμενα την εμφάνιση του χθες βράδυ. Η Αμελί μπορούσε να είχε επιλέξει οποιονδήποτε άλλον στην θέση του. Και τότε θα είχα στα αλήθεια λόγο να πλαντάξω στο κλάμα όπως ακριβώς ετοιμάζομαι να κάνω τώρα.
«Αν δεν ήσουνα εσύ εγώ...», αναρρόφηση. «Εγώ θα...», χωρίς να μπορώ να βάλω φρένο στα δάκρυα που προσέρχονται τα αφήνω να ξεχειλίσουν παντού στο πρόσωπο, τα μάγουλα και τα χείλη μου σχηματίζοντας ένα αλμυρό μονοπάτι μέχρι το δέρμα του λαιμού μου.
Ο Θέμης με σφίγγει ξανά πάνω στο στήθος του αρνούμενος να με αφήσει.
«Σσς... ηρέμησε. Είναι εντάξει», δεν ήθελα να κλάψω απλώς η συνειδητοποίηση και μόνο του πόσο τυχερή στάθηκα χθες βράδυ που βρέθηκε εκεί παρά τον αρχικό μου εκνευρισμό είναι που με κάνει τόσο ευσυγκίνητη.
«Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;», δεν είναι πως ήμασταν αυτοκόλλητες, ούτε είχα προσδοκίες πως στην πορεία θα δενόμασταν τόσο ώστε να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε το μέλλον μας μαζί.
Υπήρχαν σημάδια που αποκάλυπταν πτυχές της διαταραγμένης της προσωπικότητας αλλά σε καμία των περιπτώσεων δεν την είχα ικανή για κάτι τέτοιο.
Να με ναρκώσει; Εν αγνοία μου; Ώστε να πετύχει τι; Αυτό ήτανε που ήθελα απεγνωσμένα να μάθω.
Συνεχίζω να κλαίω με λυγμούς όταν το απαλό χάδι του Θέμη στα μαλλιά μου βρίσκει τον τρόπο του να με ηρεμήσει. Δεν βρίσκομαι στα χέρια κανενός άλλου άνδρα εκτός από εκείνου που στα αλήθεια θέλω κι έχω ανάγκη να με αγγίζει.
«Σε ευχαριστώ», ψιθυρίζω πολύ χαμηλόφωνα.
«Για ποιο πράγμα;», στην πραγματικότητα είναι τόσα που δεν ξέρω από πού να πρωτοξεκινήσω. Ας μείνω στα επίκαιρα προς το παρόν.
«Που δεν με εκμεταλλεύτηκες», του λέω υψώνοντας το βλέμμα μου στο δικό του. Ανοιγοκλείνει γρήγορα τα βλέφαρα σμίγοντας παράλληλα τα χείλη σαν να πονάει.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολο μου ήτανε», φέρνει επιφυλακτικά το χέρι του στο μάγουλο μου σαν να αγγίζει κάτι εύθραυστο. «Σε πεθύμησα αυτές τις μέρες. Για αυτό και μόλις μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία δεν μπήκα καν στον κόπο να...», κλείνει ξανά σφιχτά τα μάτια. «Με αρνήθηκες τόσες πολλές φορές που έπρεπε... έπρεπε να το είχα καταλάβει», αισθανόταν άσχημα.
Καταλάβαινα τον λόγο. Ξεφύγαμε όλοι χθες βράδυ κι ο Θέμης θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι δεν βρισκόταν στα καλύτερα του.
«Θέμη», τα εναπομείναντα δάκρυα στα μάτια με τσούζουν. «Αυτό που έκανες... δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς άλλος που θα σταματούσε», ο Θέμης δεν μου φέρθηκε σαν άνδρας χθες βράδυ αλλά σαν άνθρωπος. «Σε ευχαριστώ. Που με σεβάστηκες», για χιλιοστή φορά θέλω να προσθέσω αλλά δεν επιθυμώ να στρέψω την συζήτηση ακόμη σε ένα άλλο επίμαχο θέμα.
Την κατάσταση της σχέση μας. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να κρατηθώ μακριά του όσο κι αν αυτό με πονάει.
«Ρεβέκκα», ξεκινάει βαρύτονα ο Θέμης. «Άσχετα με ό,τι συνέβη. Όταν εσύ μου ζήτησες...»
«Δεν είχα συναίσθηση του τι έκανα», δεν θα αντέξω να ολοκληρώσει την ερώτηση. Πόσο μάλλον τώρα ενόσω στεκόμαστε και οι δυο μας εκτεθειμένοι με τα απόκρυφα μας να βρίσκονται σε απόσταση επαφής.
«Ναι αλλά... υπήρχε έστω μία πιθανότητα να το ήθελες στα αλήθεια;», δεν μπορώ να του μιλήσω ειλικρινά. Ούτε όμως να πω και ψέματα για αυτό επιλέγω κάτι ενδιάμεσο.
«Δεν το νομίζω», απαντώ σιγανά μετακινώντας δειλά το χέρι μου από το αριστερό στήθος του Θέμη ίσια στον κόρφο μου.
«Εντάξει», νιώθω το κορμί του να σφίγγεται από κάτω μου κι αρχίζω να συλλογίζομαι πως ίσως να είναι καλύτερα να σηκωθώ προτού να... «Τώρα κοίταξε. Δεν θέλω να γίνει άβολο όλο αυτό αλλά...», συμβεί ακριβώς αυτό.
«Ω Θεέ μου», η στύση του προβάλει ακμαιότατη χαίροντας άκρας υγείας, σε κατάσταση σίγουρα πολύ καλύτερη και των δυονών μας ακριβώς δίπλα στην κοιλιά μου.
«Δεν νομίζω ότι θέλει να έχει καμία ανάμειξη σε αυτό», λέει αστειευόμενος κι εγώ χώνω το πρόσωπο μου στον λαιμό του κρυφογελώντας.
«Έκφυλε», του σκάω ένα ελαφρύ χτυπηματάκι στο κέντρο του θώρακα. Νομίζω πως έχω δακρύσει.
«Μην κατηγορείς εμένα», συνεχίζει λέγοντας με νυσταγμένη φωνή. «Δεν τον έχω μαθημένο να ξυπνάει με γυμνά, όμορφα κορίτσια στην αγκαλιά μου», στην αγκαλιά του. Σωστά... μάλλον αποτέλεσα την εξαίρεση στον κανόνα του. Μόνο επειδή φοβήθηκε ότι κόντεψα να πεθάνω αλλά και πάλι.
Πρέπει επειγόντως να σηκωθώ γιατί από τον τρόπο που με κοιτάζει τώρα είναι σαν να με προκαλεί να τον φιλήσω. Αν ενδώσω και το κάνω όμως στην κατάσταση που βρισκόμαστε αποκλείεται να μείνουμε στο φιλί μονάχα. Κι έτσι όπως με ακουμπάει ελαφρώς η αιχμή του δόρατος του στο σημείο όπου εικάζω μάλιστα ότι φτάνει σαν βυθίζεται ολόκληρος μέσα μου οι σκέψεις κι οι εικόνες που κατακλύζουν το ευάλωτο μυαλουδάκι μου είναι πέρα για πέραν ανίερες.
«Δεν ήτανε και τόσο άσχημα. Έτσι δεν είναι;», χαμηλώνω αισθητά την φωνή μου και τον ρωτάω.
«Καθόλου», συμφωνεί αγγίζοντας αμυδρά το πηγούνι μου προτού σύρει τις άκρες των δαχτύλων του αργά πάνω στην γραμμή του σαγονιού μου. «Αν εξαιρέσουμε φυσικά το γεγονός ότι με πήρε ο ύπνος στα πατώματα», ανακάθεται μια στιγμή βογκώντας πονεμένα ενώ το πρόσωπο του έχει μουντζουρώσει από την άβολη έκφραση που υιοθετεί.
«Κάτσε να σηκωθώ πρώτη», λέω έχοντας πάρει όπως φαίνεται μπόλικο θάρρος γιατί το δευτερόλεπτο που ανασηκώνομαι όρθια στα δυο μου πόδια, τα οποία παρεπιπτόντως αισθάνομαι δύσκαμπτα, ίλιγγος με καταλαμβάνει και τα πάντα μπροστά μου σκοτεινιάζουν.
Ο Θέμης που με μαλώνει για την απερίσκεπτη και βιαστική μου κίνηση έχει ήδη πεταχτεί σαν το ελατήριο να με κρατήσει.
«Όχι απότομες κινήσεις», με συμβουλεύει δικτατορικά.
«Εντάξει», κατανεύω μερικές φορές προσπαθώντας πολύ άσχημα να μην κατεβάσω το βλέμμα στο επίμαχο σημείο του. Αποτυγχάνω φυσικά και το στόμα μου στεγνώνει.
«Θα σου φέρω να ντυθείς», λέει για να σπάσει την αμήχανη στιγμή και τον παρακολουθώ να με προσπερνά προς το σαλόνι χαρίζοντας μου μια υπέροχη, γεμάτη οπτική των σφιχτών, γυμνασμένων του οπίσθιων. Έτσι που κυκλοφορεί σαν κινούμενο μεζεδάκι σου έρχεται να τον δαγκώσεις.
Βέβαια δεν τον λες και μεζεδάκι τον Θέμη. Τούτος είναι ολόκληρος σαββατιανός μπουφές.
Ευτυχώς που επιστρέφει ντυμένος. Ο μισός τουλάχιστον.
Αντί για τα δικά μου ρούχα κρατάει ένα φούτερ σε χλωμό γαλάζιο χρώμα και μια εξίσου φαρδιά αθλητική φόρμα. Σαν τα φοράω κολυμπάω μέσα τους αλλά η οικεία μυρωδιά του Θέμη που εκλύουν με βοηθά να αγαλλιάσω.
Τον ακολουθώ στο σαλόνι όπου έρχομαι αντιμέτωπη με το χάος που άφησε πίσω του η επέλαση του Τέο. Το βλέμμα μου όμως εστιάζει στις κλειστές βαλίτσες που προσέχω παρατημένες στην άκρη της κρεβατοκάμαρας.
«Γιατί δεν μένεις ποτέ σου στο διαμέρισμα;», το κεφάλι μου βαραίνει τους ώμους αλλά ο πόνος είναι διαχειρίσιμος. Και το παυσίπονο που μου δίνει ο Θέμης να πιω πιστεύω θα βοηθήσει.
«Επειδή συνήθως φέρνω γυναίκες μαζί μου», ρουφάω το εσωτερικό από το μάγουλο μου. «Και δεν θέλω να γνωρίζουνε πού μένω. Ούτε περιστατικά σαν το χθεσινό να μου βρωμίζουνε τον χώρο. Τον λατρεύω»
«Έφερες εμένα», λέω σκυθρωπή τρίβοντας χιαστί τα μπράτσα μου αμήχανη.
«Εσύ χρειαζόσουν ένα μέρος να μείνεις», γέρνει στο μέρος μου. «Κι εγώ... χρειαζόμουν έναν τρόπο να σε γλυκάνω προτού σου ανοίξω τα χαρτιά μου στο τραπέζι», κάνει αναδρομή σε ένα ακόμη καταστροφικό μας βράδυ. «Αλλά εσύ σηκώθηκες κι έφυγες. Το έβαλες στα πόδια», φοράει τα χέρια στους γοφούς του. «Ως συνήθως», συμπληρώνει κι ύστερα σκεπτικός γλείφει το άνω χείλος του. «Διάολε. Δεν μπορώ ούτε να μετρήσω τις φορές που με έκανες να τρέχω από πίσω σου»
«Δεν είναι πως δεν τις έκανα να αξίζουν», απαντώ ποζάροντας κοριτσίστικα κι εκείνος κλίνει επικίνδυνα στο μέρος μου.
«Όχι όλες τους», υποθέτω πως αναφέρεται στα πρόσφατα τεκταινόμενα. Αισθάνομαι την αναμεταξύ μας ένταση να φουντώνει σε ένα είδος ανύποπτου στο μάτι ηλεκτρισμού. «Θα σεβαστώ όμως την επιθυμία σου και δεν θα σε βάλω στον πειρασμό. Δεν είμαι τελείως άκαρδος βλέπεις», χρωματίζει έντονα με υπόνοια την τελευταία λέξη την οποία χρησιμοποίησα εγώ για να τον χαρακτηρίσω χθες βράδυ.
Ήμουνα εκνευρισμένη. Δεν το πίστευα στα αλήθεια.
«Το ξέρω...», κάνω να τον πλησιάσω αλλά εκείνος μορφάζει ρουθουνίζοντας κοφτά από τη μύτη.
Στο αχνό φως που δειλά τρυπώνει από τα χωρίσματα στις κουρτίνες προσέχω για πρώτη φορά τις μελανιές στα πλευρά και την περιοχή της άνω κοιλίας του Θέμη που προξένησαν τα γρονθοκοπήματα του Τέο.
«Χριστέ μου Θέμη», τινάζεται σαν ακουμπώ το χέρι πλησίον της πληγωμένης περιοχής. Δεν αφορά σε ένα μικρό βαβά αλλά μερικούς χονδρούς, μελανούς μώλωπες στο μέγεθος της παλάμης μου.
«Δεν είναι τίποτα», αποκρίνεται εκείνος λοξοχαμογελώντας μου καθώς γλιστράει πάνω του μια κοντομάνικη να καλυφτεί.
«Μην μου το παίζεις βαρύ αρσενικό εμένα», γυρίζω κλαμένη εγώ τραβώντας το ύφασμα να ρίξω μια κοντινότερη ματιά κι εκείνος γελάει διακριτικά. Γαμώτο φαίνεται να πονάει πολύ. «Κάθισε στον καναπέ», προσπαθώ να φτάσω ακέραιη μέχρι το σταθερό τηλέφωνο του δωματίου για να καλέσω την ρεσεψιόν και να ζητήσω να μας φέρουν επειγόντως το πρωινό μας στην σουίτα. Και μπόλικο πάγο.
«Ρεβέκκα, αφού σου είπα...», μαγκώνεται σαν προσπαθεί κι αυτός να σηκωθεί. «Διάολε! Πρέπει να ξαπλώσεις», με μαλώνει.
«Εσύ πρώτος», μουρμουρίζει κάτι που μάλλον παραπέμπει σε βρισιά.
«Γιατί πρέπει να είσαι τόσο πεισματάρα;»
«Δεν θα σου άρεσα αν δεν ήμουν», παίζω καλά εγώ το διπλωματικό μου χαρτί και φαίνεται να πετυχαίνει γιατί κερδίζω ένα χαμόγελο.
Η καθαρίστρια με την διπλωμένη ποδιά και τα τακτοποιημένα της ρούχα γουρλώνει τα μάτια σαν αντικρίζει την χλωμή μου φάτσα και τον χαμό που επικρατεί πίσω μου. Υποκλίνομαι αμήχανα λοιπόν και της λέω...
«Ζόρικη νύχτα η χθεσινή», της κλείνω και το μάτι χιουμοριστικά αλλά δεν έχω πέραση φαίνεται γιατί συνεχίζει να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. «Κι ο πάγος για μας είναι», της αφήνω ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα και την ευχαριστώ για τον κόπο της.
Δεν έχω καμία όρεξη να φάω για να είμαι ειλικρινής. Θέλω όμως να χρησιμοποιήσω το βούτυρο που τώρα αλείφω πολύ προσεκτικά πάνω στις μωλωπισμένες περιοχές. Ο Θέμης βέβαια μου το παίζει σκληρό αντράκι αλλά τόσο στα πούπουλα που έχει συνηθίσει δεν μπορεί να κρύψει την μαλθακότητα του.
Όντας πλούσιος επιχειρηματίας αμφιβάλλω αν είναι συνηθισμένος να τον γρονθοκοπούν. Στον λαιμό του τα πράγματα είναι χειρότερα, το δέρμα του έχει γδαρθεί μάλιστα σε ένα σημείο και η εικόνα του να πνίγεται στα χέρια του Τέο με στοιχειώνει.
«Θα τον σκοτώσω», σφυρίζω μέσα από τα δόντια κι ο Θέμης εισπνέει από τη μύτη.
«Αυτά τα αδέρφια. Τι σου είναι;»
«Η Αμελί είναι η κοπέλα με την οποία συγκατοικώ», στη στιγμή ο κορμός του αποκτά την ίδια ελαστικότητα με ένα κομμάτι σίδερου.
«Μένεις δηλαδή μαζί της;», τα λόγια του είναι κοφτερά με μία πενιχρή δόση δηκτικότητας.
«Ναι», του απαντώ.
«Μάλιστα... κι ο αδερφός της;», σφίγγομαι με την σειρά μου.
«Νοιάζεται για μένα», το μουρμουρίζω ελπίζοντας να μην ακουστεί πολύ ωσάν δικαιολογία.
Μπορώ να μαντέψω την επόμενη ερώτηση.
«Και εσύ; Νοιάζεσαι για εκείνον;», λίγα δάκρυα κυλούν καθώς σφραγίζω τα μάτια και τα σκουπίζω βιαστικά.
«Πολύ», αποκρίνομαι με έναν κόμπο να μου έχει φράξει τον λαιμό. «Είναι φίλος μου... ο μοναδικός ίσως που έχω»
«Δεν σε κοιτούσε σαν φίλος χθες βράδυ», αντιγυρίζει σφιγμένα.
«Επειδή τρέφει αισθήματα για μένα», παραδέχομαι με μεγάλη δυσκολία αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις;», δεν επρόκειτο να εμμείνει σε μια συζήτηση που αφορά σε συναισθήματα. «Δεν μπορείς να μείνεις μαζί της»
«Κάτι θα σκεφτώ», αποκρίνομαι στρώνοντας την μπλούζα προσεκτικά πάνω στον κορμό του.
«Δεν υπάρχει τίποτα να σκεφτείς. Μπορείς επιτέλους να μείνεις στο διαμέρισμα», νάτη και η αυταρχική πλευρά του, απορούσα που την είχε κρυμμένη τόση ώρα. «Αφού καταδώσουμε την φιλενάδα σου», λέει καθώς σηκώνεται.
«Όχι!», βροντώ αποφασιστικά. «Δεν μπορώ να τους το κάνω αυτό»
«Εγώ μπορώ», η φωνή του είναι ψυχρή. Κι ο τόνος του τόσο παγερός που μου σηκώνεται η τρίχα.
«Θέμη», ξεκινώ ήρεμα. «Ξέρω τι πιστεύεις αλλά αυτή είναι μια απόφαση που δεν γίνεται να σε αφήσω να πάρεις»
«Δεν συνειδητοποιείς στα αλήθεια πόσο άσχημα μπορούσε να εξελιχθεί το όλο σκηνικό», χαμηλώνει με τα πόδια λυγισμένα μπροστά μου. Το σώμα του τρέμει στο ξαφνικό. «Ρεβέκκα... χθες βράδυ φοβήθηκα ότι θα μου μείνεις στα χέρια», λέει κρατώντας σφιχτά τα δικά μου. «Δεν μπορώ...», η γνάθος του συσπάται αφύσικα και τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του τις συνθλίβει ανάμεσα στα δόντια. «Δεν μπορώ να τους αφήσω έτσι»
«Θα το κάνεις για μένα», τον παρακαλώ βουρκωμένη και συστρέφει τόσο απότομα τον αυχένα που νομίζω ότι θα σπάσει.
«Εντάξει... υπό έναν όρο», κρατιέται από το να απασφαλίσει. Φυσικά και θα υπήρχαν όροι. «Θα μετακομίσεις στο διαμέρισμα. Αυθημερόν κιόλας»
«Όχι»
«Είναι είτε αυτό είτε στέλνω τους φίλους σου πίσω από τα κάγκελα», τραβώ τα χέρια μου απότομα.
«Αυτό είναι εκβιασμός»
«Όχι. Σου αποδεικνύει μόνο ότι σοβαρολογώ»
«Θα εκτεθείς», του θυμίζω.
«Δεν με ενδιαφέρει», αποκρίνεται με σθένος δηλώνοντας μου ξεκάθαρα ότι είναι πρόθυμος να κάνει πέρα την φήμη του για χάρη δική μου. Δακρύζω ξανά.
«Θέμη...», πάω να τον γλυκάνω.
«Δεν σηκώνω αντιρρήσεις κούκλα μου»
«Δεν είναι εγκληματίες», δακρυσμένη του λέω. «Κι εγώ... ούτε εγώ είμαι αθώα. Εκμεταλλεύομαι έναν παντρεμένο άνδρα για τα χρήματα του», ξεφυσάει.
«Δεν θα το συζητήσουμε τώρα», πάλι πάει να υπεκφύγει. Σηκώνεται όρθιος και κάνει να απομακρυνθεί.
«Ίσως είναι η ιδανική ώρα να το κάνουμε», βρισκόμαστε μόνοι και νηφάλιοι. Σίγουρα ο οργανισμός μου μεταβολίζει ακόμη το ναρκωτικό αλλά δεν ελέγχει τις σκέψεις μου άλλο. Μπορούμε να τα ξεκαθαρίσουμε όλα μία και καλή.
«Όχι», ο Θέμης επιμένει εξοργίζοντας με. «Και μέχρι να αποφασίσεις τι θα κάνεις δεν υπάρχει περίπτωση να μείνεις εδώ. Θα σε πάρω μαζί μου»
«Τι;», ηχηρά φωνάζω. «Θα με πάρεις μαζί σου πού;», βρίσκεται στην κρεβατοκάμαρα τώρα τακτοποιώντας την δική του πραμάτεια στο εσωτερικό της βαλίτσας.
«Θα δεις», είναι το μόνο που απαντάει. Το απεχθάνομαι όταν κλείνεται στον εαυτό του και οι απαντήσεις του γίνονται τόσο δραματικά μυστηριώδεις.
«Δεν μπορώ απλώς να φύγω», με κοιτάζει σοβαρός.
«Κι εγώ δεν πρόκειται να σε αφήσω. Οπότε φαίνεται πως έχουμε και οι δύο πρόβλημα. Η μόνη μας διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το δικό μου διορθώνεται εύκολα», γνέφει με έννοια.
Οφείλω να το χωνέψω. Όταν ο Θέμης πεισμώνει γίνεται χειρότερος κι από μένα. Όπου κι αν θέλει να με πάρει πάντως πιστεύω θα βρω τρόπο να του αλλάξω γνώμη. Και ίσως λίγο χρόνο να συζητήσουμε για... εμάς.
«Εντάξει», απαντώ και στρέφεται αργά να με κοιτάξει έκπληκτος με το φρύδι σηκωμένο. «Αλλά πρώτα πρέπει να της μιλήσω»
«Σύμφωνοι», μειδιά με μισό χαμόγελο ικανοποιημένος.
Ξεφυσάω. Υποθέτω πως είναι η ώρα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Ο Θέμης με αφήνει στο γνωστό σημείο ένα στενό πίσω από την οδό της Αμελί. Τσακωθήκαμε για το αν είναι συνετό να με ακολουθήσει και να βροντήξει τις απειλές του στην ίδια αλλά του κατέβασα την ιδέα από το μυαλό.
«Κάτσε ήσυχα», τον προειδοποιώ βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
«Και πώς θα ξέρω ότι είσαι ασφαλής;», του ρίχνω ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα.
«Δεν θα με δολοφονήσει», την έχει ανάγει σε ψυχοπαθή. Καταλαβαίνω τον λόγο αλλά μιας και από τους δυο μας είμαι η μόνη που την γνωρίζει καλύτερα να την αντιμετωπίσω μόνη.
Εκπνέει με δύναμη προβάλλοντας την έντονη δυσανασχέτηση του.
Πώς να τον καθησυχάσω τώρα; Μπορεί να είναι αχρείαστο και κάπως παρερμηνευτικό βέβαια αλλά... γλιστρώ στο κάθισμα μια στιγμή να τον φιλήσω με δύναμη στο μάγουλο. Όταν όμως κλίνει στο μέρος μου δεν κρατιέμαι και του αφήνω ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. Δεν το σταματάει εκεί και γραπώνοντας με από τον σβέρκο γέρνει να καλύψει το στόμα μου με το δικό του. Είναι ένα ρομαντικό φιλί γεμάτο συναίσθημα κι απόγνωση. Ανάγκη για περισσότερη επαφή και μπόλικη αγωνία.
«Θα είμαι εντάξει», επαναλαμβάνω και μου γνέφει μαγκωμένος.
Όσο βέβαια πλησιάζω προς το σπίτι τόσο φαίνεται να χάνω την αυτοπεποίθηση μου. Δεν χρησιμοποιώ καν το ασανσέρ και με βαριά καρδιά ανεβαίνω τα σκαλοπάτια καθυστερώντας σε κάθε μου βήμα εσκεμμένα.
Όταν ξεκλειδώνω την πόρτα ο σφυγμός μου έχει ανέβει στα ύψη και σφυροκοπά σαν του κούνελου. Εισέρχομαι στο διαμέρισμα και προτού να τρέξει το μάτι μου στο καθιστικό η Αμελί πετάγεται να με σφιχταγκαλιάσει αιφνιδιάζοντας με.
«Ρεβέκκα! Είσαι καλά», φωνάζει με ανακούφιση. «Θεούλη μου δεν έχεις ιδέα πόσο ανησύχησα», δεν ξέρω καν αν πρέπει να πιστέψω στα δάκρυα της πάντως ανταποδίδω μηχανικά την αγκαλιά της. «Σε πείραξε; Εκείνος ο μπάσταρδος! Σου έκανε τίποτα; Ήμουνα έτοιμη να τηλεφωνήσω στην αστυνομία αλλά φοβήθηκα τόσο πολύ», με κρατάει από τους ώμους και μου λέει τόσο βιαστικά με τσιριχτή φωνή που με πιάνει ζαλάδα.
«Δεν μου έκανε τίποτα», ψυχρά της απαντάω. «Σε αντίθεση με σένα», τα χέρια της πέφτουν άψυχα από πάνω μου.
«Τι εννοείς;», τρίβει τον πήχη της νευρικά με τα μακριά της νύχια και κουνάω το κεφάλι απογοητευμένη.
«Πώς μπόρεσες Αμελί;», οπισθοχωρεί ένα βήμα.
«Πώς μπόρεσα τι;», ρωτάει οπότε κάνω κι εγώ ένα στο μέρος της.
«Πώς μπόρεσες να με ναρκώσεις;»
«Μην...», τα χέρια της τρέμουν ενόσω η ίδια δείχνει έτοιμη να απασφαλίσει. Πόσο ειρωνικό είναι άραγε όλο αυτό. «Μην έρχεσαι στο σπίτι μου για να με κατηγορήσεις για κάτι που δεν έκανα»
«Να σε κατηγορήσω για...», συγχύζομαι. «Αμελί. Με νάρκωσες!», της φωνάζω καθαρά κι εκείνη με το πρόσωπο σφιγμένο προσπαθεί να παριστάνει πως δεν υπάρχει ουδένα απολύτως πρόβλημα.
«Είσαι ζωντανή, δείχνεις μια χαρά επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να δώσουμε έκταση στο θέμα να πλατιάσει κι άλλο», δείχνει αφύσικα καλά δεδομένων των χθεσινών γεγονότων. Η επιδερμίδα της λαμποκοπά και τα μαλλιά της αστραποβολούν σαν μετάξι βγαλμένο απευθείας από την Κίνα.
«Δεν είσαι σοβαρή», μετακινείται στην κουζίνα όπου γεμίζει ένα ποτήρι με ουίσκι για τον εαυτό της.
«Συγνώμη εντάξει; Αυτό είναι που θες να ακούσεις;», η εξωτερική της εμφάνιση δεν μπορεί ωστόσο να κρύψει την μπόρα που μαίνεται στο εσωτερικό της.
«Όχι», πατώ πόδι και της λέω. «Θέλω να μάθω γιατί», εκείνη χασκαρίζει καθώς ανάβει ένα τσιγάρο στον εαυτό της στάζοντας τις στάχτες στον νεροχύτη.
«Γιατί;», με χλευασμό ρωτάει καθώς τρίβει την βάση της παλάμης στο μέτωπο της. «Ίσως επειδή ήθελα να σε βοηθήσω να περάσεις καλά έστω και μια φορά σε ολάκερη την βαρετή ζωή σου», αντιγυρίζει απηυδύοντας κι εγώ έχω μείνει εμβρόντητη, ανίκανη να αρθρώσω λέξη στην θέση μου να την κοιτάζω.
«Τ-Τι;»
«Δεν διασκεδάζεις ποτέ σου Ρεβέκκα. Όλα έχουν να κάνουν πάντα με την δουλειά είτε...», κουνάει με αγανάκτηση τα χέρια. «Με τα προβλήματα της οικογένειας σου. Και χθες βράδυ που είχαμε μία ευκαιρία να περάσουμε καλά βρήκες να στενοχωρηθείς για τον γκόμενο σου», κι όμως δεν συμβαίνει στην φαντασία μου. Πραγματικά η γλώσσα της γυρνάει να πει όλα αυτά τα απαίσια πράγματα.
Έχω μείνει άφωνη.
«Περίμενα για μια συγνώμη. Μια δικαιολογία έστω. Όχι όμως να με κατηγορήσεις κι από πάνω»
«Ξεπέρασε το Ρεβέκκα», οι κινήσεις της δεν είναι συγχρονισμένες αλλά κάπως ακανόνιστες. Σκύβω κοντύτερα στο μέρος της να προσέξω τις κόρες των ματιών της που έχουνε διασταλεί.
«Έχεις κάνει ναρκωτικά αυτήν την στιγμή που μιλάμε;», τουλάχιστον αυτό εξηγεί εν μέρει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της. Τινάζει το κορμί της σε μια προσπάθεια να με απωθήσει.
«Ναι. Έχω κάνει. Έχεις μήπως κανένα πρόβλημα;»
«Δεν είσαι στα καλά σου», εκνευρίζεται και μου ρίχνει ένα ψηλομύτικο όλο έπαρση βλέμμα.
«Σταμάτα να με πατρονάρεις», βαδίζει μακριά μου συνεχίζοντας να καπνίζει στο διαμέρισμα με τα παράθυρα κλειστά.
«Δεν σε πατρονάρω. Ανησυχώ. Ανησυχώ με αυτά που κάνεις»
«Έλεος Ρεβέκκα!», αγανακτεί ηχηρά στο ταβάνι. «Χθες βράδυ... περάσαμε καλά. Και θα περνούσαμε ακόμα καλύτερα αν εσύ δεν έβρισκες τον τρόπο πάλι να τα καταστρέψεις όλα. Το μόνο μου φταίξιμο είναι που δεν υπολόγισα πόσο άπειρη είσαι σε αυτά. Έχω κάνει κι εγώ το ναρκωτικό... το ίδιο και χιλιάδες άλλοι», κάνει μια παύση επιδεικνύοντας περήφανη τον εαυτό της. «Δεν πάθαμε τίποτα»
«Συγνώμη που είμαι τόσο σεμνότυφη για τα γούστα σου»
«Ναι», γουρλώνει τα μάτια. «Ξέρεις κάτι; Είσαι», βουλιάζει στον καναπέ με τα μάτια της να ανοιγοκλείνουν συνεχόμενα ενόσω τα άκρα της τρεμουλιάζουν.
«Κι ο Κώστας;», την ρωτάω ύστερα χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής μου.
«Τι με τον Κώστα;», ανασηκώνω τους ώμους σάμπως δεν είναι προφανής η ερώτηση μου.
«Δεν νιώθεις καθόλου ενοχές που τον απάτησες;»
«Πόσο ηθική...», με ειρωνεύεται. «Είμαστε νέες Ρεβέκκα. Νέες κι ελεύθερες να ζήσουμε την ζωή μας. Να διασκεδάσουμε όπως κι όποτε το επιθυμούμε», δεν την πτοούσε καθόλου το γεγονός ότι μπορεί να τον πλήγωνε βαθύτατα; Είχα δει τον τρόπο που κοιτούσε ο Κώστας την Αμελί και μπορούσα να καταλάβω ότι ήτανε ερωτευμένος μαζί της. «Με όποιον θελήσουμε», συμπληρώνει. «Δεν χρειάζεται να δεσμευόμαστε», αυτή είναι η ιδεολογία της λοιπόν.
Μου φαίνεται πως άκουσα αρκετά.
Μετακινούμαι κοντά της στον καναπέ όπου σηκώνω το αποσπώμενο κομμάτι που λειτουργεί σαν αποθήκη στο εσωτερικό του. Εδώ έχω αποθηκευμένα όλα μου τα πράγματα και πρώτο από όλα τραβώ την παλιατζούρα, το σακίδιο μου που ξεκινώ να εμβολίζω με ρούχα.
«Τι κάνεις;»
«Τι σου φαίνεται πώς κάνω; Φεύγω»
«Δεν μπορείς να φύγεις», σηκώνεται γκρινιάζοντας. «Γαμώτο!», τρίβει τα μάτια της με τόσο πείσμα σαν να στύβει λεμόνι σε κούπα. «Δώσε μου λίγο χρόνο να καθαρίσω και θα το συζητήσουμε ξανά αργότερα»
«Όχι», την κοιτάζω σοβαρή. «Μου έχεις δώσει άπειρους λόγους να φύγω. Από την ακαταστασία και τα πάρτι μέχρι τα δανεικά που ζητάς συνέχεια αλλά ποτέ σου δεν επιστρέφεις», μένει σιωπηλή. «Αλλά είπα στον εαυτό μου πως θα κάνω υπομονή επειδή δεν ήθελα να σε αφήσω ξεκρέμαστη», τυλίγει τα χέρια γύρω από το στομάχι και κάτω από τη μασχάλη της. «Αυτό όμως που μου έκανες ήταν ασυγχώρητο», τραβάω το φερμουάρ του σάκου να κλείσει έχοντας πάρει μόνο τα απολύτως απαραίτητα.
«Συγνώμη», την ακούω να μουρμουρίζει ρουφώντας την μύτη όταν φτάνω στην κουζίνα. «Είμαι απαίσια συγκάτοικος, το ξέρω», ηττημένα παραδέχεται. «Και φίλη... και κοπέλα», στρέφομαι να την κοιτάξω. «Γαμώτη δεν είμαι καλή σε τίποτα!», σκουπίζει τα μάτια και τότε προσέχω πως όλη αυτή η αψεγάδιαστη εικόνα της οφείλεται στο μακιγιάζ. «Αλλά εσύ δεν έχεις καμία σχέση με εμένα. Εσύ είσαι... τέλεια», οι μελανοί κύκλοι των ματιών της ποτίζονται με μαύρες κηλίδες από την μουτζουρωμένη της μάσκαρα.
«Δεν είμαι καθόλου τέλεια Αμελί»
«Είσαι...», κάθεται στην μικρή τραπεζαρία απέναντι μου και χτυπάει το τσιγάρο της στο τασάκι. «Εμπιστεύσου με. Είσαι», το σιγαρέτο τρεμοπαίζει ανάμεσα στα χείλη της. «Το μεγαλύτερο λάθος μου ήταν πως... αντί να προσπαθήσω να γίνω περισσότερο σαν εσένα. Προσπάθησα να σε μετατρέψω σε εμένα», δακρύζει περισσότερο τώρα. «Χθες βράδυ ο αδερφός μου μού φώναξε. Όχι με εκείνον τον συνηθισμένο τρόπο που κάνουν τα μεγαλύτερα αδέρφια», το πρόσωπο της παραμορφώνεται τελείως καθώς βρίσκεται στα πρόθυρα να ξεσπάσει σε λυγμούς. «Μου φώναξε σαν να με μισούσε», σκίζω χαρτοπετσέτες από τον ρολό κουζίνας να της προσφέρω.
Θα έπρεπε να επικεντρωθώ στο να φύγω. Δεν της χρωστάω τίποτα αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Κι όμως ένα κομμάτι μου... δεν αντέχει να την βλέπει έτσι.
«Όλοι με αφήνουν Ρεβέκκα», κλαίγεται. «Η μάνα μου, ο πατέρας μου... οι φίλες μου και πολύ σύντομα σίγουρα και το αγόρι μου», ήθελα να της πω πως ευθύνονταν οι δικές της επιλογές για αυτό αλλά μάλλον το ήξερε ήδη. «Ο αδερφός μου», η δική του απώλεια φαίνεται να την πονάει περισσότερο. «Ο μόνος άνθρωπος που φάνηκε να με αποδέχεται όπως είμαι ήταν ο παρανοϊκός πρώην μου», γαντζώνει στον αέρα τα νύχια της εκφράζοντας την απελπισία της. «Το ξέρω πως κάτι πάει λάθος μαζί μου αλλά... δεν έχω ιδέα πώς να το φτιάξω», υποθέτω ο καθένας μας παλεύει με τους δικούς του δαίμονες.
Όπως και να έχει δεν μπορώ να σηκωθώ και να φύγω εγκαταλείποντας την σε μια τόσο ευάλωτη στιγμή της.
«Τίποτα δεν πάει λάθος μαζί σου», παρατώ χάμω τον σάκο και πηγαίνω κοντά της να την αγκαλιάσω. Θα έπρεπε να την κατσαδιάσω, να της φωνάξω πως εκείνη φταίει για όλα και ότι πρέπει επειγόντως να αλλάξει πορεία προτού βρεθεί κάπου βαθύτερα μπλεγμένη αλλά αντί αυτού την αφήνω να ακούσει όλα όσα μια μητέρα θα της έλεγε.
Η μητέρα που τόσο άδικα κι ανεξήγητα για εκείνη στερήθηκε.
Ο Τέο διακόπτει την στιγμή μας εισερχόμενος στο διαμέρισμα χωρίς να χτυπήσει ως συνήθως. Κοκαλώνει σαν με βλέπει κι ενώ βρίσκω δυσανάγνωστη την έκφραση του προσώπου η ματιά του μαλακώνει μόλις προσέχει την Αμελί στην αγκαλιά μου. Φαίνεται εξίσου εξαντλημένος με μένα. Σαν να διένυσε μια μεγάλη και δύσκολη νύχτα.
Μόλις η Αμελί τον προσέχει μαζεύει τους ώμους της σαν εξάχρονο κοριτσάκι που το πιάσανε στα πράσα να κλέβει ζαχαρωτά.
«Θα επιστρέψω μέσα στην βδομάδα για τα υπόλοιπα», της λέω χαϊδεύοντας παρηγορητικά την πλάτη της κι εκείνη μου κατανεύει απρόθυμα. Ο Τέο με ακολουθεί έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Πού πηγαίνεις;», διστάζει να ρωτήσει να μάθει. Χώνει τα χέρια στις τσέπες του δερμάτινου τζάκετ του.
«Φεύγω», στηρίζω καλύτερα τον βραχίονα του σάκου πάνω στην δεξιά μου κλείδα.
«Για πού;», δεν μου αρέσει να ψεύδομαι σε εκείνον. Ένας ακόμη από τους λόγους που η σχέση μου με τον Θέμη μου έχει στοιχίσει τόσο.
Όταν δεν απαντάω ο Τέο το συνειδητοποιεί μοναχός του.
«Πηγαίνεις σε εκείνον έτσι δεν είναι;», ακούγεται πληγωμένος και συνάμα θυμωμένος. Καταλαβαίνω τον λόγο. «Ξέρεις...», τα γεμάτα του χείλη τραβιούνται να σχηματίσουν τώρα ένα πικρόχολο χαμόγελο. «Όταν σε ρώτησα αν ήθελες να βγαίνουμε αποκλειστικά μαζί δεν χρειαζόταν να με φλομώσεις στο ψέμα ισχυριζόμενη ότι δεν έχεις χρόνο για μένα...»
«Τέο»
«Ότι έχεις τόσα στο κεφάλι σου που σε κρατούν απασχολημένη. Λοιπόν δεν είναι τα προβλήματα σου που σε κρατάνε απασχολημένη έτσι δεν είναι;», προσπαθώ να του δείξω να ησυχάσει. Δεν είναι ούτε το μέρος ούτε η στιγμή να τα αναλύσουμε αυτά. «Δεν μπορείς να βρεις χρόνο επειδή είσαι πολύ απασχολημένη να τραβιέσαι με τον μαλάκα που έκανε τρίο με σένα και την αδερφή μου»
«Σταμάτα!», συρίζω να σωπάσει.
«Πες μου αυτό. Αυτός... ήταν η λύση στο πρόβλημα σου;», το στήθος μου σφίγγεται. «Επειδή... μπορεί να μην είμαι μορφωμένος, ούτε ιδιαίτερα έξυπνος», ξύνει το κεφάλι του. «Αλλά δεν χρειάζεται να είμαι και σαΐνι για να καταλάβω τι παίζει εδώ πέρα», κάνω μια προσπάθεια να κορδώσω το κορμί μου και να περισώσω την εναπομείνουσα περηφάνεια μου.
«Τέο... το ξέρω ότι νιώθεις πληγωμένος αλλά...», γελάει. Γελάει με εκείνον τον σκληρό, χαιρέκακο τρόπο.
«Δεν είμαι πληγωμένος Ρεβέκκα. Είμαι θυμωμένος», με κοιτάζει με τόση ένταση στα μάτια που νομίζω ότι θα πετάξει σπίθες από μέσα τους. «Τον αγαπάς καν;», ευθέως με ρωτάει. «Σε αναγκάζει να βρίσκεσαι μαζί του;», να επιτέλους και μια ερώτηση που κρύβει μια δόση ανησυχίας.
«Όχι. Δεν το κάνει»
«Μάλιστα... κάνε μου μόνο μια χάρη», γνέφω. «Μην ξανατραβήξεις την αδερφή μου σε κανένα από τα διεστραμμένα παιχνίδια του φίλου σου», τα λόγια του σαν λόγχες μου διατρυπούν το στέρνο στοχεύοντας απευθείας στην καρδιά.
«Αυτό δηλαδή πιστεύεις ότι συνέβη;», μπορεί να έκανα λάθος αποκρύπτοντας την αλήθεια για τα αισθήματα μου. Αλλά να κατηγορηθώ από πάνω πως διέσυρα την αδερφή του.
Αυτό πήγαινε πολύ.
«Λοιπόν τότε... δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι άλλο να πούμε», παραιτούμαι. Παραιτούμαι έτοιμη να φύγω όταν με πιάνει από το μπράτσο.
«Έτσι σκοπεύεις να φύγεις δηλαδή; Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς τίποτα; Δεν θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου;», καγχάζω.
«Να υπερασπιστώ τον εαυτό μου;», πώς θα υπεράσπιζα άραγε τον εαυτό μου αν στην κατάσταση που βρισκόμουν χθες βράδυ αντί για τον Θέμη υπήρχε κάποιος άλλος; «Αν πέθαινα χθες βράδυ θα νοιαζόσουν έστω στο ελάχιστο;», τον αντιμετωπίζω στα ίσα. «Επειδή έτσι ακριβώς ένιωσα Τέο! Φοβήθηκα ότι θα πεθάνω», απερίφραστα δηλώνω δίχως ίχνος υπερβολής. «Κι αν ο πληγωμένος σου εγωισμός έχει μεγαλύτερη αξία για σένα από την ζωή μου τότε... αυτό τα λέει όλα για σένα», φτάνω στο πλατύσκαλο όταν με φωνάζει.
«Ρεβέκκα», αγνοώ τις εκκλήσεις του. «Ρεβέκκα!», επιμένει και επιταχύνω το βήμα μου.
Πώς γίνεται να μην πληγωθώ; Με τι μούτρα να γυρίσω να τον αντικρίσω; Ιδίως από τη στιγμή που ήμουνα το μοναδικό χώρισμα ανάμεσα στην αδερφή του κι ένα κρεβάτι στη στενή. Φρενάρω απότομα στρεφόμενη με μένος να τον κοιτάξω.
«Μην τολμήσεις να με ακολουθήσεις», τον προειδοποιώ. «Όχι αυτήν την φορά»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top