Δ' Μέρος - Κεφάλαιο (83)
Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που ζω. Σαν ξελιγωμένη γκόμενα που την πέφτει στον κάθε λεφτά που βρίσκει μπροστά της έχω αράξει στο πλευρό του Θέμη προσπαθώντας διακριτικά να αποφύγω τους ψιθύρους και τις προσπάθειες του να βελτιώσει την διάθεση μου.
Η Αμελί από την άλλη, βρίσκεται στην τρελή χαρά. Φλερτάρει ασύστολα μαζί του παίζοντας τα νύχια της στο άνοιγμα του πουκάμισου του. Γουργουρίζει κάνοντας νάζια και συσπειρώνεται ασφυκτικά κοντά του χαϊδεύοντας τους μηρούς του.
Μου ρίχνει τακτικά βλέμματα να μιμηθώ τις κινήσεις της ώστε να ψηθεί ο Θέμης να μας κεράσει ό,τι θελήσουμε αλλά αρνούμαι διακριτικά. Κάποια στιγμή λοιπόν αναγγέλλει πως θέλει να φρεσκάρει το μακιγιάζ της στο μπάνιο και ότι με χρειάζεται μαζί της.
Και η συζήτηση που ακολουθεί είναι η εξής :
«Τι στο καλό Ρεβέκκα;», φτύνει απαυδισμένη μόλις κλεινόμαστε μέσα στις λουστραρισμένες με γυαλιστερό, μαύρο μάρμαρο τουαλέτες. «Έχεις αυτόν τον πανέμορφο, πλούσιο άνδρα να σε φλερτάρει και εσύ δεν του το ανταποδίδεις στο ελάχιστο»
«Θα έλεγα πως εσύ τον φλερτάρεις αρκετά και για τις δυο μας», ρουθουνίζει εκνευρισμένα.
«Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ να διασκεδάσεις;»
«Ίσως να μην θέλω να διασκεδάσω με τον τρόπο που κάνεις εσύ»
«Και τι προτιμάς δηλαδή; Να κάθεσαι να κακομοιριάζεσαι για ένα καθίκι που δεν μπαίνει καν στον κόπο να σου τηλεφωνήσει;», και να ήξερες Αμελί μου. Πόσο δύσκολο είναι να κρατάς ένα τόσο μεγάλο μυστικό μέσα σου και να μην μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν.
«Μπορούμε απλώς να το αφήσουμε;», πιάνοντας τους κροτάφους μου εξαντλημένη της λέω. Γνέφει συγκαταβατικά και οι δυο μας επιστρέφουμε στην πτέρυγα των vip στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρισκόμασταν προηγουμένως.
Με κοιτάζει τακτικά να ελέγξει αν έχει αλλάξει κάτι στον τρόπο που ανταποκρίνομαι στις προσπάθειες του Θέμη να με προσεγγίσει. Πιάνω την ενόχληση στο πρόσωπο της.
Δεν είμαστε μόνοι. Ο Θέμης βρίσκεται εδώ με έναν γνωστό του φίλο κι επιχειρηματία ο οποίος φυσικά φρόντισε κι εκείνον να τον συνοδεύσουν τρεις πανέμορφες, αιθέριες υπάρξεις με αστραφτερά χαμόγελα και κάποιον πιστό υπάλληλο του τελευταίου. Ένας νεαρός που όπως καταλαβαίνω πρέπει να έχει σχέση γιατί αισθάνεται άβολα να τον αγγίζουν και να τον τρώνε με τα μάτια οι άλλες αχόρταγες τύπισσες.
Η Αμελί πιάνει συζήτηση με μία από αυτές και διακόπτει προσωρινά τις ερωτοτροπίες της με τον Θέμη.
«Η φίλη σου είναι πολύ ενδιαφέρουσα», στρέφεται να μου πει κοιτώντας το πλάι του προσώπου μου. Καταπιέζω ένα γελάκι.
«Ω ναι; Γιατί δεν προτείνεις σε εκείνη την συμφωνία σου τότε; Είμαι σίγουρη ότι θα δεχτεί μετά χαράς», μετανιώνω ευθύς για τα λόγια μου. Μόλις έσκασα χολή για μία κοπέλα που υποτίθεται πως θεωρώ φίλη μου.
«Ζηλεύεις Ρεβέκκα;», δήθεν κολακευμένος με ρωτάει.
«Γιατί να ζηλέψω; Επειδή κάθε κινούμενο θηλυκό είναι ικανό να στον σηκώσει;», εξοπλίζω το ύφος μου με τολμηρή αυτοπεποίθηση. «Δεν το λες και κάνα τρανό κατόρθωμα αυτό», χλευάζω επιστρέφοντας το βλέμμα μου μπροστά και πάλι.
Η Αμελί βγάζει και δεύτερη ανακοίνωση στην οποία ναζιάρικα με ενημερώνει ότι θα κατέβει να δώσει μια σπέσιαλ παραγγελία στον barman για εμάς τις δύο.
Η ατμόσφαιρα αλλάζει και νιώθω το πρόσωπο μου να φουντώνει μόλις με αφήνει μόνη με τον Θέμη.
«Δεν το καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι;», η φωνή του μαλακώνει κι εκείνος μετατοπίζεται ώστε να βρεθεί κοντύτερα σε μένα. «Κορίτσια σαν αυτήν... μπορώ να βρω άπειρα. Κοίταξε απέναντι», νεύει προς τις υπόλοιπες. «Ξέρω... ακριβώς τον τύπο τους. Ξέρω τι θέλουν... το μόνο που χρειάζεται είναι να χτυπήσω τα δάχτυλα κι εκείνες θα πέσουν γονατιστές μπροστά μου αν το ζητήσω», εκνευρισμένη γυρνώ να τον κοιτάξω.
Θέλω να τον βρίσω που νομίζει ότι έχει τόση δύναμη στα χέρια του.
«Το ξέρω ότι δεν σου αρέσει να το ακούς αλλά είναι η αλήθεια. Χρόνια εμπειρίας Ρεβέκκα, πίστεψε με τα μάτια μου έχουνε δει πολλά», με τα δάχτυλα απομακρύνει μερικές τούφες για να φτάσει στο περίγραμμα του λαιμού μου. «Αλλά εσύ δεν έχεις καμία σχέση μαζί τους»
«Κι όμως, κοίταξε πού βρίσκομαι», πολύ βιάστηκε να με σηκώσει στο βάθρο την ίδια στιγμή που αισθάνομαι στον ίδιο λάκκο χωμένη μαζί τους.
«Το φταίξιμο είναι δικό μου όμως»
«Όχι όμως και η απόφαση», αντιγυρίζω στρεφόμενη να τον κοιτάξω μια στιγμή. «Την απόφαση την πήρα εγώ», ο Θέμης ανακάθεται συλλογισμένος.
«Δεν υπάρχει μονάχα άσπρο-μαύρο στην ζωή Ρεβέκκα. Οι επιλογές που κάνουμε κάποιες φορές δεν είναι καθόλα σωστές ή ολοκληρωτικά λάθος. Οι συνθήκες παραλλάσσουν. Το ίδιο και εμείς», απομακρύνει τις μπούκλες που κρύβουν από τα πλάγια το πρόσωπο μου. «Για αυτό και η δική μας σχέση είναι τόσο περίπλοκη», προσπαθώ να δείξω ανεπηρέαστη όταν τα ακροδάχτυλα του γλιστρούν πάνω στον αυχένα μου. «Ρεβέκκα... πιστεύεις ότι σε θέλω μόνο για το σεξ;», γελάω κοροϊδευτικά εις βάρος μου.
«Δεν ξέρω», ανασηκώνω τους ώμους και νιώθω το κορμί του να τσιτώνει δίπλα στο δικό μου. Φέρνει το χέρι του στο πηγούνι να στρέψει το πρόσωπο μου στο δικό του.
«Κοίτα με στα μάτια... και απάντησε μου. Πιστεύεις ότι σε θέλω μόνο για αυτό;», δεν μπορώ να του πω ψέματα σωστά; Δηλαδή μου ζητάει τώρα να δηλώσω επισήμως κιόλας τις αυταπάτες που τρέφω;
«Όχι», προφέρω όσο το δυνατόν ασυγκίνητα μπορώ.
«Εσύ με θέλεις μόνο για τα χρήματα;», εδώ ωστόσο δεν μπορώ να το παίξω άνευρη.
«Φυσικά κι όχι», συνοφρυώνομαι αλλά προτού η γλώσσα μου τρέξει να αποκαλύψει κι άλλα την δαγκώνω. Ο Θέμης με κοιτάζει με κατανόηση.
«Τότε γιατί εκνευρίστηκες τόσο τις προάλλες;», ειλικρινά χαραμίζεται στα επιχειρηματικά. Ψυχολόγος έπρεπε να γίνει. Εκτός κι αν το σπουδάζουν αυτό σε κάνα μεταπτυχιακό για την διαχείριση του προσωπικού.
«Επειδή πήρα μια απόφαση που με δυσκόλεψε πολύ. Το ήθελα αυτό... δεν έχεις ιδέα πόσο. Και όταν το υποβάθμισες σαν να μου έδινες τα παπούτσια στο χέρι... με πλήγωσε», πάλι μου έρχεται να δακρύσω.
Και το απεχθάνομαι αυτό επειδή δεν νομίζω πως έχω κλάψει ποτέ μου για κανέναν άνδρα. Έχω κλάψει για μένα, επειδή με τις πράξεις και την χαζομάρα που με βαράει στο κεφάλι έχω καταφέρει να διώξω όποιον τόλμησε να με πλησιάσει. Παρά τον κλειστό και κάπως απότομο χαρακτήρα μου.
Δεν μου αρέσει που ο Θέμης με κάνει να κλαίω για εκείνον, πόσο μάλλον επειδή φοβάμαι πως ίσως τον χάσω.
«Δεν ήθελα να σε πληγώσω», γλυκά μου λέει και σκάω ένα σκωπτικό γελάκι.
«Το κατάφερες ξανά απόψε», ρουφάω διακριτικά την μύτη μου μην με πάρουν χαμπάρι οι υπόλοιποι απέναντι.
Ο Θέμης σφίγγεται πάλι ξεφυσώντας με απογοήτευση.
«Δεν τα εννοούσα. Αυτά που είπα», στρώνω τις μπούκλες στον ώμο που τις εναπόθεσε ο Θέμης και αρχίζω να χτενίζω τις άκρες τους με τα δάχτυλα. «Στο ορκίζομαι», ρίχνω μια κλεφτή ματιά στο μέρος του τώρα που έχει αλλάξει η στάση του σώματος του.
Ο Θέμης όπως κι εγώ αποκρύβει πολλά όσον αφορά αυτά που νιώθει, αισθάνεται είτε σκέφτεται. Η ψυχική εξάντληση ωστόσο εκδηλώνεται σωματικά. Στα κουρασμένα του βλέφαρα, στις άνευρες κινήσεις του. Στην ανάγκη του να ξεσπάσει.
Πονάω που τον βλέπω έτσι. Δεν έχω δικαίωμα να τον ρωτήσω τι συμβαίνει αλλά έχω κάθε δικαίωμα να πονάω για εκείνον.
«Τα πράγματα... δεν πηγαίνουν καλά στο σπίτι», πετρώνω στην θέση μου κατάπληκτη και η ίδια με το πόσο θλιμμένη αλλά και ταυτόχρονα αναπτερωμένη αισθάνομαι που θέλει να μου ανοιχτεί. «Άφησα να ξεφύγει λίγο η κατάσταση και... νομίζω ότι δεν έχω συνέλθει ακόμη», θέλω να απλώσω το χέρι μου στο δικό του και να το σφίξω.
Θέλω να του ζητήσω να μου πει τα πάντα με λεπτομέρειες για να τον βοηθήσω όπως βοήθησε αυτός εμένα.
«Δεν έπρεπε να έρθω εδώ. Να σε παρασύρω σε όλο αυτό», λέει μετανιωμένα και θέλω να του ζητήσω να φύγουμε μαζί αυτήν την στιγμή ωστόσο... «Δεν ήθελα να με δεις έτσι», εκείνη η τσιμπιά φόβου που ένιωσα καθώς με άγγιζε παρόλο που του ζητούσα να σταματήσει σκαρφαλώνει στην σπονδυλική μου στήλη.
Ξαφνικά δεν έχω ιδέα τι να πιστέψω.
«Να σε δω πώς;»
«Αδύναμο», με πικρία προφέρει την λέξη. «Αλλά δεν μπορούσα να μείνω μακριά», η ματιά του κλειδώνει στην δική μου. Και είναι γεμάτη από καθαρό συναίσθημα. «Χρειαζόμουν να σε δω», θέλω να ρωτήσω γιατί αλλά φοβάμαι ότι η απάντηση που θα δοθεί είτε θα με καθηλώσει είτε θα με διαλύσει ολοκληρωτικά. «Για αυτό σου έδωσα τα χρήματα», παίρνω μια ανάσα κορδώνοντας την πλάτη. «Δένομαι πολύ μαζί σου», κάνει μια παύση. «Χρειαζόμαστε όρια Ρεβέκκα», ώστε περί αυτού πρόκειται.
Είναι καθησυχαστικό εν μέρει. Κι αυτό γιατί καταρρίπτεται η θεωρία της τσούλας που με έκανε να πιστεύω ότι με χειραγωγούσε όλον αυτόν τον καιρό παρά τα ξεκάθαρα σημάδια που αποδείκνυαν το αντίθετο.
Εντάξει, είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι γυναίκες γινόμαστε παρανοϊκές αλλά συνειδητοποιώ τώρα πως δεν έχει να κάνει με μένα. Αλλά με τον Θέμη, δεν θέλει να με αφήσει να τον πλησιάσω περισσότερο. Δεν ξέρω γιατί... και το πιθανότερο είναι να μην μάθω ποτέ.
Αλλά αυτός ήταν ο τρόπος του να μου δείξει πως η σχέση μας έχει ένα όριο. Μια διαχωριστική, νοητή γραμμή που δεν μου επιτρέπεται να περάσω. Που δεν του επιτρέπεται να περάσει.
Κι έχει απόλυτο δίκιο. Ποιος ο λόγος άλλωστε να με πονάει η απουσία του; Γιατί να έχουν την δύναμη να με πληγώνουν τόσο πολύ τα λόγια του; Έχουμε έρθει κοντά ο ένας στον άλλο κι αν αφαιρεθούν τα λεφτά από τη μέση θα υπάρξει χώρος για άλλα συναισθήματα να ευοδώσουν.
Τα πράγματα θα περιπλέξουν κι όταν φτάσει η στιγμή του αποχωρισμού θα μας γίνει υπερβολικά δύσκολο.
Έχει δίκιο. Η σχέση μας είναι περίπλοκη. Για αυτό και ίσως καλά κάνω που θέλω να επισπεύσω την κατάληξη της.
«Δεν θα χρειαστεί», απαντώ λοιπόν δίνοντας μάχη μέσα μου να ακουστώ πειστική. «Στο είπα ήδη ότι τελείωσε», από τον τρόπο που τα μάτια του ανοιγοκλείνουν καταλαβαίνω πως δεν ήταν αυτή η ανταπόκριση που περίμενε.
Βρίσκω τον συγχρονισμό καθόλα τέλειο μιας και η Αμελί διαβαίνει χαμογελαστή τον χώρο των διακεκριμένων πελατών βαστώντας τα κοκτέιλ μας. Κάνω να σηκωθώ αλλά με πιάνει άγαρμπα από τον καρπό να με γυρίσει στο μέρος του.
«Δεν το εννοείς», συγκρατήσου Ρεβέκκα! Μην αφήνεις την απόγνωση στην φωνή του να σε διαλύσει. Τραβώ το χέρι μου ήπια και κινώ στο μέρος της Αμελί της οποίας το χαμόγελο σβήνει στο δευτερόλεπτο.
«Τι έγινε;»
«Τίποτα», κουνάω το κεφάλι. «Μπορούμε να φύγουμε;»
«Τι;», γουρλώνοντας τα μάτια με ρωτάει. Αρχίζω να βηματίζω γοργά προς την σκάλα κι εκείνη με ακολουθεί φωνάζοντας, προσπαθώντας να με μεταπείσει. «Γιατί τόσο ξαφνικά; Τι έγινε; Σου έκανε κάτι;»
«Όχι», της απαντώ κατηγορηματικά.
«Είναι εξαιτίας εκείνου του τύπου;», με βομβαρδίζει με τις ερωτήσεις της. «Έχεις ενοχές;»
«Καμία σχέση. Απλώς θέλω να γυρίσω σπίτι», με παράκληση της ζητάω κι εκείνη σουφρώνει τα χείλη.
«Μπορούμε τουλάχιστον να φύγουμε αφού πιούμε τα ποτά μας;», με ρωτάει και κάνοντας κι εγώ μια εκχώρηση για απόψε της γνέφω συγκαταβατικά.
Κάνω να πάρω αυτό που κρατάει στο δεξί της χέρι όμως το τραβάει πίσω.
«Όχι, όχι. Όχι αυτό», παραξενεύομαι μόλις μου προσφέρει το αριστερό ποτό που είναι ολόιδιο στην όψη και την μυρωδιά με το άλλο. «Αυτό είναι δικό μου. Κι αυτό... είναι δικό σου», λέει με έννοια.
«Δεν είναι τα ίδια;», την ρωτάω αγγίζοντας διστακτικά το στόμα στο αλατισμένο χείλος του ποτηριού.
«Όχι. Το δικό σου είναι πιο σπέσιαλ από το δικό μου», δίνει έμφαση στην μαγική λέξη.
«Γιατί; Τι έχει μέσα;», σηκώνει τους ώμους της κι ένα σαρδόνιο μειδίαμα κατσαρώνει τα βαμμένα της χείλη.
«Θα δεις»
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Τα λεπτά περνάνε και για κάποιον ακατανόητο λόγο, δεν φεύγουμε ποτέ από το κλαμπ. Και για κάποιον άλλο λόγο δεν νομίζω πως το θέλω πια. Αισθάνομαι... διαφορετικά. Ευχάριστα και δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί.
Αλλά νιώθω καλά. Κάτι παραπάνω από καλά και μάλιστα είμαι πεπεισμένη ότι θα μπορούσα να χορεύω μανιωδώς στους ρυθμούς της μουσικής που τώρα παίζει εκκωφαντικά από τα ηχεία όλη νύχτα.
Παρόλη την οξύτητα των αισθήσεων και την ξαφνική τόνωση της ενέργειας μου αισθάνομαι ότι δεν έχω τον απόλυτο έλεγχο του σώματος μου. Σαν να λέμε... το κορμί μου δονείται και οι γοφοί μου λικνίζονται όμως το κεφάλι είναι αποκολλημένο από το υπόλοιπο σώμα.
Δεν αρκεί αυτό να με ταράξει ωστόσο γιατί γύρω μου υπάρχει τυλιγμένος ένα λευκός μανδύας στο χρώμα του χιονιού που με παρασέρνει σε έναν κόσμο ονειρεμένο σμιλευμένο από τα χέρια του ίδιου του Μορφέα. Η καρδιά μου γεμίζει ευφορία και το μυαλό μου για πρώτη φορά μετά από καιρό μοιάζει αδειανό.
Το ποτό της Αμελί είναι θαυματουργό. Και μιλώντας για την Αμελί πού στο καλό πήγε; Χόρευε εδώ μαζί μου δίπλα πριν από λίγο και τώρα δεν καταφέρνω να την εντοπίσω πουθενά. Τουλάχιστον πουθενά σε απόσταση των πέντε μέτρων γιατί παραπέρα είτε είναι η όραση μου που θολώνει είτε οι θαμώνες που στο πλευρό μου αδιάκοπα χορεύουν είναι τόσοι που δεν χωράει το μάτι να περάσει ανάμεσα τους.
Όταν επιτέλους την εντοπίζω κατεβαίνει τα σκαλοπάτια ενώ πίσω της ακολουθεί ο Θέμης. Ο Θέμης... Θεούλη μου πόσο πανέμορφος δείχνει. Τόσο σέξι κι αγέρωχος με το στωικό του παρουσιαστικό, ανεπηρέαστος τελείως από την όλη βαβούρα και τον χαμό που μαίνεται γύρω του.
Ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Και είναι ποτέ δυνατόν αυτός ο υπέρμετρα γοητευτικός άνδρας να λέει πως με χρειάζεται κι εγώ να τον αρνούμαι; Μήπως είμαι τρελή;
Σίγουρα θα είμαι τρελή γιατί τώρα καθώς τον βλέπω να πλησιάζει αισθάνομαι απίστευτα διεγερμένη. Σε ανησυχητικό βαθμό... οι ορμόνες έχουν στήσει πάρτι κι αυτές μου φαίνεται ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα μου.
Στέκεται όρθιος αντικριστά μου παρακολουθώντας με προσεκτικά με βλέμμα που ξέρω επακριβώς σε τι ερμηνεύεται. Φοράει τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και το στήθος του φουσκώνει κάτω από το πουκάμισο που πεθαίνω να σκίσω για να περάσω την γλώσσα μου επάνω του ανηφορίζοντας σταδιακά για να τον σκάσω στα φιλιά.
Ή μήπως κατηφορίζοντας;
«Θες να φύγουμε τώρα;», η Αμελί νομίζω πως με ρωτάει και της χαρίζω ένα τελείως ζαβλακωμένο χαμόγελο. «Το live νομίζω τελείωσε οπότε δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε παραπάνω»
«Τι;»
«Θέλεις να επιστρέψουμε; Ο φίλος σου λέει πως θα μας γυρίσει»
«Ο φίλος μου;», γελάω ξανά κοιτάζοντας τον κι ύστερα κουνάω το κεφάλι. «Δεν είναι φίλος μου», της απαντώ δαγκώνοντας ντροπαλά το κάτω χείλος μου.
Γιατί στο καλό φέρομαι έτσι; Και γιατί δεν μπορώ να το ελέγξω;
«Οκ!», λέει με ύφος βαρύ. «Θα πάω να πάρω τα πράγματα μας», γνέφω καταφατικά αδυνατώντας να συγκρατήσω το γέλιο που άσβεστο συνεχίζει να τεντώνει τους μύες του προσώπου μου.
Ενόσω συνεχίζω να χορεύω κουνώντας αέρινα το σώμα μου, σαν δροσοσταλίδα που γλιστράει πάνω σε λεία καταπράσινα φύλλα ο Θέμης με παρακολουθεί. Η ματιά του είναι αδιάκοπα καρφωμένη επάνω μου όπως πολύ σύντομα και τα δάχτυλα του στο δέρμα των γοφών μου. Η παρουσία του, η ανυπέρβλητα μαγευτική όψη του, το έντονο κράτημα των χεριών του πάνω στην λεκάνη μου... όλα μου κόβουν την ανάσα.
«Δεν είχα ιδέα ότι μπορούσες να κουνηθείς έτσι», βαρύτονα λέει πολύ κοντά στο πρόσωπο μου.
«Δεν με έβγαλες και σε κλαμπ ποτέ σου», σηκώνω τα χέρια ψηλά στον σβέρκο του κι αφήνω τους καρπούς ελεύθερους να πέσουν πίσω από το κεφάλι του.
«Ίσως να το σκεφτώ την επόμενη φορά», αναδρομές με στέλνουν πίσω μία ώρα πρωτύτερα την ώρα που του δήλωνα ότι θέλω να το λήξουμε.
Για να ακριβολογώ δεν το θέλω.
Καλύτερα πρέπει να το κάνω.
Αλλά γαμώτη... γιατί πρέπει να μου είναι τόσο δύσκολο να συμβαδίσω με την σωστή επιλογή;
«Δεν θα υπάρξει επόμενη φορά», πόσο κάλπικος φαίνεται άραγε ο τόνος μου και η δήθεν ανωτερότητα που προσπαθώ να επιδείξω.
«Εμείς δεν τελειώνουμε Ρεβέκκα», γέρνει να πει ψιθυρίζοντας στο αυτί μου και κλίνω στο μάγουλο να οσμιστώ μια γερή τζούρα από το φρεσκώδες άρωμα του. Τα χείλη μου πλησιάζουν τα δικά του αλλά την ύστατη στιγμή κάνει απρόσμενα την εμφάνιση της η Αμελί.
«Ήρθα! Έτοιμη να φύγουμε;», κατανεύω. Η συγκάτοικος μου περνάει αγκαζέ το χέρι της μέσα από το μπράτσο του να τον οδηγήσει προς την έξοδο. Εγώ τους ακολουθώ υπνωτισμένη πιάνοντας τις κλεφτές ματιές που ρίχνει προς τα πίσω ο Θέμης.
Φοράει πάνω μου το σακάκι του όταν βγαίνουμε στο κρύο καθώς λησμόνησα να πάρω μαζί μου πανωφόρι. Στο αυτοκίνητο του η Αμελί πρώτη τρέχει να μπει στην θέση του συνοδηγού αλλά ο Θέμης κοιτάζει εμένα περιμένοντας να διεκδικήσω την θέση.
«Θα καθίσω πίσω», λέω ηττημένα και μέχρι κι εγώ δυσκολεύομαι να κατανοήσω την συμπεριφορά μου. Είμαι διστακτική και ταυτοχρόνως δεκτική. Είναι τόσο δυσανάγνωστα τα σήματα που εκπέμπω. Μέχρι κι εγώ η ίδια μπερδεύω τον εαυτό μου.
Η Αμελί ζαλίζει τον Θέμη με ερωτήσεις χωρίς να πάψει στιγμή να φλερτάρει μαζί του. Τα δάχτυλα της μπλέκονται στα μαλλιά του και θέλω να της τα ξεριζώσω από την ρίζα. Οι ανάσες μου επιταχύνουν το ίδιο και οι σφυγμοί στον λαιμό μου.
Ξαφνικά αισθάνομαι ότι κάνει ζέστη. Σαν να λέμε πολλή ζέστη.
«Μπορούμε να ανάψουμε το κλιματιστικό;», ρωτάω κάπως ανυπόμονα νιώθοντας άβολα στην θέση μου.
«Ρεβέκκα!», η Αμελί με επιπλήττει. «Έχει δώδεκα βαθμούς έξω», ο Θέμης όμως το ανάβει πάραυτα. Χριστέ μου, θέλω να τον πνίξω στα φιλιά για αυτό. Αλλά θέλω και να τον σφαλιαρίσω που της χαμογελάει και της δίνει ελπίδες πως κάτι μπορεί να παιχτεί μαζί τους.
Μα φυσικά και μπορεί να παιχτεί. Ο Θέμης είναι ένας ελεύθερος, παντρεμένος άνδρας. Αναρωτιέμαι αν την Αμελί θα την πειράξει που ο Θέμης είναι παντρεμένος.
Γνωρίζοντας την θεωρώ πως όχι.
Με παρακολουθεί από τον μπροστινό καθρέφτη του αυτοκινήτου του. Με κοιτάζει με ένα ύφος ανάμεικτου άγχους και ανησυχίας. Ταυτόχρονα δείχνει μπερδεμένος.
Εγώ από την άλλη ανταποδίδω ενοχλημένη το ενδιαφέρον του και γυρνάω στο παράθυρο. Δεν μου αρέσει να φλερτάρει με άλλες μπροστά μου.
Η πόλη φαντάζει εντυπωσιακή σχίζοντας με λάμψεις και χρώματα το σκοτεινό κάλυμμα της νύχτας. Σαν καλειδοσκόπιο που περιστρέφεται οι εικόνες αποτυπώνονται κι ύστερα ρέουν γρήγορα στο πίσω μέρος του μυαλού μου κρυσταλλωμένες και περιβαλλόμενες στις άκρες τους από ένα θαμπό, κίτρινο φως.
Δεν ξέρω αν είναι η ιδέα μου πάντως ο δρόμος που ακολουθούμε σίγουρα δεν είναι ο δρόμος για το σπίτι.
«Φτου!», κάνει η Αμελί απογοητευμένη χτυπώντας το χέρι πάνω στο γυμνό της πόδι. Προσέχω ότι έχει ανεβάσει εσκεμμένα ψηλά το ύφασμα της ήδη κοντής της φούστας. «Ξέχασα τα κλειδιά στο σπίτι», γυρίζει να με κοιτάξει και δεν μπορώ παρά να στενάξω. «Πού θα βρούμε τέτοια ώρα κλειδαρά;»
Ετοιμάζομαι να βγάλω το κινητό έξω να ψάξω στο Ίντερνετ μήπως και υπάρχει η δυνατότητα εικοσιτετράωρης εξυπηρέτησης.
«Μπορείτε να μείνετε σε μένα», ο Θέμης λέει και προτού προλάβω να αρνηθώ η Αμελί χαμογελά ενθουσιασμένη.
Εννοεί το διαμέρισμα στο Πανόραμα;
«Μένω σε ένα ξενοδοχείο για απόψε», κοιτάζει προσεκτικά τον δρόμο προτού περάσει την επόμενη διασταύρωση και σταματάει μπροστά σε ένα κόκκινο φανάρι. «Το κρεβάτι είναι τεράστιο και υπάρχει καναπές στο καθιστικό», συνεχίζει λέγοντας.
«Είσαι στα αλήθεια θεόσταλτος», γουργουρίζει τούτη κι ειλικρινά απέχω λίγο από το να της ζητήσω να σκουπίσει τα σαλάκια της. «Δεν έχεις θέμα με αυτό έτσι δεν είναι Μπέκι;», στρέφεται να με ρωτήσει αλλά νομίζω πως δεν περνάει από το χέρι μου να αποφασίσω.
Κοιτάζω ξανά τον Θέμη μέσα από τον καθρέφτη... δεν έχω ιδέα τι θέλω να κάνω. Οπότε απλώς γνέφω καταφατικά.
Ούτε και ξέρω τι με περιμένει μέχρι το τέλος αυτής της αναμφίβολα παράξενης και κυκλοθυμικής βραδιάς.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Το ξενοδοχείο βρίσκεται σε πολύ κεντρικό σημείο μεταξύ των κτιρίων πάνω στους παράδρομους που διατρέχουν κάθετα την Τσιμισκή. Μάλιστα χρειάζεται να περπατήσουμε πεζοί για να φτάσουμε στην είσοδο όπου ένας πολύ ξινομούρης και τακτοποιημένος άνδρας γύρω στα τριάντα με μαλλιά που γυαλίζουν από την άμετρη ποσότητα τζελ που τους έχει περάσει κάνει ένα χαιρετιστήριο νεύμα.
Το αδιάκριτο βλέμμα του σκαλώνει πάνω σε μένα και την Αμελί κοιτάζοντας με αποδοκιμασία. Όλοι ξαφνικά θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο ανώτερους. Είχα κι εγώ μεγαλεία στην ζωή μου, αλλά ποτέ δεν με θεώρησα καλύτερη.
Οι γονείς μου με μάθανε να είμαι ταπεινή και μετριόφρων. Να μην λογοκρίνω και να δίνω χρόνο στον ξένο άνθρωπο να τον γνωρίσω προτού εκφέρω γνώμη για το άτομο του.
Ξαφνιάζομαι που δεν παραπατάω στον μακρύ διάδρομο του ορόφου που ανοίγουν οι πόρτες του ανελκυστήρα. Δεν είμαι μεθυσμένη επομένως... τότε γιατί αισθάνομαι λες κι επικοινωνώ με τον κόσμο στην Γη από άλλη διάσταση. Σαν έχω επιβιβαστεί σε γραμμή λοξοδρομήσεως από την πραγματικότητα.
Ούτε κουρασμένη νιώθω για να είμαι ειλικρινής. Ειδάλλως θα είχα σωριαστεί χωρίς δεύτερη σκέψη να αποκοιμηθώ στον γκριζωπό από σενίλ ύφασμα καναπέ της εργένικης σουίτας του Θέμη.
Περιφέρομαι σαν το κλαράκι που το φυσάει ο άνεμος. Η Αμελί βγάζει τα δικά της επιφωνήματα θαυμασμού και παραληρεί ξαπλώνοντας ανάσκελα στο υπέρδιπλο κρεβάτι.
«Είναι υπέροχο. Πολύ καλύτερο από το δικό μας σπίτι», κρατιέμαι από το να χαμογελάσω. Δεν μπορώ να το αρνηθώ φυσικά και κοντοστέκομαι στον τοίχο αντικριστά της μεγάλης κλίνης με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη. Αναστενάζω.
Ο Θέμης περνάει δίπλα μου εισερχόμενος στην κρεματοκάμαρα και με λοξοκοιτάζει. Νομίζω πως αναδεύομαι και νιώθω ταυτόχρονα την λίμπιντο μου να απογειώνεται.
Σηκώνει τα μανίκια του πουκαμίσου λίγο ψηλότερα από τον πήχη στην άρθρωση του αγκώνα και οι φλέβες στα μυώδη του χέρια κάνουν την εμφάνιση τους. Είναι οι ίδιες φλέβες που καλωδιώνοντας τα υπέροχα, στιβαρά μπράτσα και το αντιβράχιο του ξεπετάχτηκαν την ώρα που με έπαιρνε χωρίς καμία αναστολή σφυροκοπώντας τα τοιχώματα μου με το υπέροχο πέος του.
Με κοιτάζει... Μην με κοιτάζεις έτσι Θέμη γιατί δεν ξέρω πόση δύναμη έχω ακόμα να σου αντισταθώ.
Ξεροκαταπίνω. Ο λαιμός μου έχει καταστεγνώσει και νομίζω ότι έχω απεγνωσμένα ανάγκη από νερό.
Η Αμελί ξεφορτώνεται τα τακούνια κι ανεβάζει ανοιχτά τα πόδια της στο κρεβάτι με το βάρος ριγμένο στους κεκλιμένους της αγκώνες για να πάρει μάτι ο οικοδεσπότης.
Αναδεύομαι περισσότερο.
«Το δωμάτιο σου είναι φοβερό!», φωνάζει στενάζοντας προκλητικά στο ταβάνι και αφήνει το κεφάλι της να αιωρηθεί.
Όταν επιτέλους σηκώνεται το κάνει με σκοπό να ζουζουνίσει πειράζοντας με νεύματα κι ελαφριά αγγίγματα στο στήθος τον Θέμη που παρακολουθεί με ύφος νωχελικό τις κινήσεις της. Το νύχι της παίζει στον κόρφο του κι αναγκάζεται να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών ώστε να φτάσει κοντά στα χείλη του.
Σφίγγομαι ολόκληρη από θυμό κι ο Θέμης που με παρακολουθεί από απόσταση φαίνεται να συμμετέχει σκόπιμα σε αυτό το ύπουλο, ερωτικό παιχνίδι της Αμελί.
«Σε ευχαριστούμε που μας αφήνεις να μείνουμε», νιαουρίζει έτοιμη να του τριφτεί στα πόδια αν χρειαστεί και εκείνη η ζέστη που ένιωθα στο αυτοκίνητο επιστρέφει χειρότερη από πριν.
«Χρειάζομαι νερό», μουρμουρίζω και χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις εξαφανίζομαι στην κουζίνα.
«Φέρε και σε μένα!», την ακούω να φωνάζει κι αφού σταθώ κάνα δίλεπτο μόνη, ακίνητη στον νεροχύτη να ηρεμήσω γεμίζω ένα γυάλινο ποτήρι κι επιστρέφω να της το δώσω.
«Σε ευχαριστώ», λέει με τόσο γλυκιά και κολακευτική φωνή. Προφανώς η ανικανότητα μου να ελέγξω τα συναισθήματα μου επεκτάθηκε και στην εκφραστικότητα του προσώπου μου. Συνήθως οι σκέψεις μου είναι φως φανάρι. «Ήμουν πολύ... πολύ διψασμένη», λέει σαν βόδι που το έχουνε ζέψει να σύρει το αλέτρι.
Το αναγνωρίζω αυτό το βλέμμα που μου ρίχνει. Είναι το βλέμμα που προοικονομεί την ενέργεια κάποιας τολμηρής κίνησης όπως ας πούμε του φιλιού γέρνει να αφήσει στα χείλη μου.
Το θέμα είναι πως το γνωρίζω καλά ότι δεν είμαι ο τύπος της για αυτό και προς στιγμήν μένω εμβρόντητη. Μήπως την έχω παρεξηγήσει;
«Τι κάνεις;», σιωπηρά να μην την πανικοβάλλω την ρωτάω. Δεν αποθαρρύνεται και κοιτώντας με θελκτικά έτοιμη να επαναλάβει την κίνηση της μου μουρμουρίζει σιγανά.
«Σσς», συρίζει καθησυχαστικά. «Ακολούθα ό,τι κάνω», κι έτσι γέρνει να με φιλήσει ξανά. Τα χείλη της τρίβουν αργά τα δικά μου, παιχνιδιάρικα με υπομονή αναμένοντας για την δική μου ανταπόκριση. Κι όταν ανοίγω το στόμα να μιλήσω ξανά εκείνη γλιστράει την γλώσσα της απότομα στο στόμα μου ρουφώντας με σαν ηλεκτρική σκούπα.
Είναι μία θορυβώδης ρουφήχτρα. Της αρέσει να κάνει φασαρία με ήχους και απρόκλητα βογκητά σαν να δίνει παράσταση.
Δεν είναι το είδους του φιλιού που δίνεις στον εραστή σου ή σε κάποιον που αγαπάς για παράδειγμα. Θυμίζει αυτό που έχω δει να ανταλλάσσουν στα ροζ βίντεο οι πρωταγωνίστριες για να ανάψουν τον... μα φυσικά.
Μπορεί να δουλεύω με χρονοκαθυστέρηση όμως νομίζω πως η παράσταση που δίνει η Αμελί δεν αφορά σε εμένα αλλά τον Θέμη.
Για αυτό και μόλις μου παραχωρεί την άδεια να ανασάνω γυρίζει αναψοκοκκινισμένη στο μέρος του να κοιτάξει με λαγνεία. Ο Θέμης σοβαρός και ψυχρά ανέκφραστος συνεχίζει να μας παρακολουθεί και ενόσω η Αμελί μετακινείται αργά σαν αίλουρος μπροστά του με καρφώνει προκαλώντας για την επόμενη κίνηση μου.
Η καρδιά βαραίνει στο στήθος μου όταν μετά από ένα απλό και σύντομο φιλί εκείνη πέφτει στα γόνατα να ευθειάσει το βλέμμα της με τον καβάλο του που χουφτώνει πάνω από το παντελόνι.
Η ζήλεια μέσα μου φουντώνει δηλητηριάζοντας τις σκέψεις μου που τώρα επικεντρώνονται στον ήχο του φερμουάρ που ανοίγει και το απαλό χαχανητό της Αμελί καθώς τυλίγει το στόμα της γύρω από τον ανδρισμό του Θέμη.
Βγάζει αγνούς ήχους απόλαυσης λες και πρόκειται για φαγητό που την ευχαριστεί, για αυτό άλλωστε έχει μπουκώσει το στόμα της με δαύτο. Το αγέλαστο πρόσωπο του Θέμη κρέμεται πάνω από το δικό της. Μπλέκει το χέρι στα ξανθά, στιλπνά μαλλιά της και τα σφίγγει στην γροθιά του καθώς σπρώχνει τον εαυτό του βαθύτερα στο στόμα της.
Το απαλό, κάπως αργό κούνημα του κεφαλιού της Αμελί παύει να υφίσταται μόλις ο Θέμης αναλαμβάνει τα ηνία του οργασμού του κουνώντας γρήγορα τους γοφούς του. Οι μόνοι ήχοι που είναι ικανή η Αμελί να παράγει είναι εκείνοι του πνιγμού και της γαργάρας. Εκεί που χαλαρή έπαιζε το πέος του Θέμη με την μικρή της παλάμη τυλιγμένη γύρω του τώρα και τα δύο της χέρια σαν γάντζοι μπήγονται στους γλουτούς του Θέμη.
Το θέαμα τους μαζί σπέρνει την ανατριχίλα παντού σε όλο μου το σώμα. Το ορθότερο ίσως θα ήταν να το βάλω στα πόδια. Αλλά κάποιου είδους αόριστη δύναμη με ωθεί να μείνω. Ακόμη χειρότερα με παροτρύνει να συμμετάσχω μαζί τους και να υποκύψω στον πειρασμό που νιώθω να εμφωλεύει ανάμεσα στα πόδια μου.
Τρίβω τους μηρούς μου αναμεταξύ τους να ανακουφίσω μερικώς την πίεση μα ο Θέμης μου το καθιστά αδύνατο μόλις καρφώνει πεινασμένος την ματιά του σε μένα.
Αυτό το βλέμμα αρκεί να με αποτελειώσει κι οριακά σωριάζομαι στα πατώματα ερχόμενη αντιμέτωπη με τον πόθο που βλέπω να αστράφτει επικίνδυνα στο γαλάζιο χρώμα των ματιών του.
Η Αμελί σταματάει να κινείται την στιγμή που η ανάσα της ακούγεται κομμένη κι ο Θέμης τραβιέται διακόπτοντας την επαφή μας. Αναστενάζω παρακολουθώντας κάθε σύσπαση και κίνηση του κορμιού του. Ζηλεύω απίστευτα μόλις σηκώνει το χέρι του στο μάγουλο της να την παρηγορήσει, να την βοηθήσει να σκουπιστεί από τα σάλια που σίγουρα έχουν σκορπιστεί στο πρόσωπο και τα πρησμένα της χείλη.
Ακόμη περισσότερο ζηλεύω που με την Αμελί μοιράστηκε μια εμπειρία που δεν έχει ζήσει μαζί μου ακόμα. Η μόνη παρηγοριά που λαμβάνω είναι πως οι αντιδράσεις και οι αποκρίσεις του σώματος του στο παραμικρό άγγιγμα ή φιλί της Αμελί δεν θυμίζουν στο ελάχιστο το πάθος ή την επιθυμία που βγάζει μαζί μου. Μάλιστα σε κάθε σύσπαση ή μικρό βογκητό που παράγει φροντίζει να με κοιτάζει.
Το καταλαβαίνω πως με προκαλεί να συμμετάσχω αλλά εξακολουθώ να παραμένω στην θέση μου καθηλωμένη. Δείχνει να ενοχλείται και η Αμελί το προσέχει ότι παρά τον παρ'ολίγον πνιγμό της και τις επίμονες προσπάθειες της να κεντρίσει την προσοχή του, η τελευταία στέκει προσηλωμένη σε μένα.
Η ματιά της γρήγορα εναλλάσσεται στα πρόσωπα μας κι ύστερα σηκώνεται όρθια να σπεύσει κοντά μου. Με τραβάει από τον καρπό στο μέρος της και με φιλάει ξανά χαϊδεύοντας τρυφερά το πρόσωπο μου σαν να το απαλύνει από τον πόνο που φέρει αποτυπωμένο. Μετακινείται πίσω μου κι αρχίζει να κατεβάζει αργά την πλάτη φορέματος.
«Κοιτάζει εσένα», σιγανά μου ψιθυρίζει ώστε να ακουστούν μόνο από μένα τα λόγια της. «Ώρα να του δώσεις αυτό που θέλει», λέει μόλις ξεκουμπώνει το φερμουάρ στο κατώτερο σημείο του. Μόνη της σπρώχνει τα μανίκια μου να πέσουν και η γυμνή μου σιλουέτα γεμίζει τώρα το οπτικό πεδίο του Θέμη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top