Δ' Μέρος - (mini) Κεφάλαιο : Αρνητές της Αλήθειας

Έχοντας παταγωδώς αποτύχει να αφεθώ στην αγκαλιά του Μορφέα σηκώνομαι από το κρεβάτι γύρω στις δύο τα χαράματα κατευθυνόμενη προς την κουζίνα. Σκέφτομαι πως ένα ζεστό ποτήρι γάλα ίσως ηρεμήσει τα ξεφτισμένα μου νεύρα.

Τα ξυπόλυτα πόδια μου φιλάνε το δροσερό, ξύλινο πάτωμα καθώς αλαφροπάτητη διαβαίνω τον στενό διάδρομο εξωτερικά των υπνοδωματίων που βγάζει στο κατά πολύ ευρύτερο καθιστικό, όταν συνειδητοποιώ πως η εξώπορτα στα δεξιά μου είναι ανοιχτή.

Ακούγονται φωνές απέξω, ευγενικές κι αλάνθαστες στην αντίληψη μου. Ο Θέμης κι ο Περικλής συζητάνε μεταξύ τους. Δεν το έχω σκοπό να κρυφακούσω, μάλιστα μπορώ εύκολα να περάσω απαρατήρητη καθώς η κουζίνα συνιστά ξεχωριστό δωμάτιο.

Κάνω μια παύση ωστόσο με το χέρι ακουμπισμένο ελαφρά στο πόμολο της πόρτας σαν ακούω το όνομα μου. Αυτό μου κεντρίζει την περιέργεια.

Φροντίζοντας λοιπόν να μείνω καλά κρυμμένη πίσω από τον τοίχο, αυτόν που στρίβοντας αριστερά βρίσκεις το χολ επιτόπου, ακουμπάω τον εαυτό μου στην δροσερή επιφάνεια με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά καθώς γίνομαι μάρτυρας της συνομιλία τους.

Αμφότερων ο τόνος ακούγεται νοσταλγικός και απόμακρος. Σαν να αναπολούν τα χαμένα μιας πικραμένης ιστορίας.

«Για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου», μιλάει ο οικοδεσπότης. «Μου φάνηκε πως... πως είχα την Ηλιάνα ξανά στο σπίτι», υπάρχει πόνος στην φωνή του. «Και το ένιωσα τόσο...»

«Ζωντανό», ο Θέμης άμεσα συμπληρώνει δίχως ίχνος αμφιβολίας.

«Ναι», συμφωνεί ο άλλος. «Να την προσέχεις αυτήν Λουκρέζη»

«Αυτό κάνω»

«Δεν με πιάνεις μικρέ. Δεν ανησυχώ για εκείνη. Είναι σκληρό καρύδι τούτη, δεν χαμπαριάζει», στήνω αυτί να ακούσω καλύτερα. «Το λέω για σένα»

«Τηρώ τα όρια δεν πρόκειται να...»

«Ναι σωστά», ξεκάθαρα τον ειρωνεύεται με την βραχνή, ένρινη φωνή του.

«Τι θέλεις από μένα Πέρη;»

«Να ανοίξεις τα μάτια σου, αγόρι», αυστηρός λέει στο μέρος του. «Έκανες την πλάκα σου, περάσατε καλά μαζί», κάθε μου λαχτάρα για ζεστασιά έχει εξανεμιστεί. «Τώρα είναι ώρα να το λήξεις»

«Όχι ακόμη», ο Θέμης αποκρίνεται. «Δεν είναι έτοιμη», λέει και τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από την σύγχυση.

Τι εννοεί με το ότι δεν είμαι έτοιμη να με αφήσει;

«Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι θα καταφέρεις με κάποιον τρόπο να επαναπρογραμματίσεις την ζωή της;», παίρνω μια ανάσα ενθυμούμενη τις προθέσεις του. Νόμιζα ότι ο Θέμης το είχε ξεπεράσει αυτό αλλά προφανώς έκανα λάθος. «Κάνε και στους δυο σας μια χάρη, δώσε της μια καλή αποζημίωση και φρόντισε να εξαφανιστείς όσο υπάρχει ακόμη χρόνος»

«Δεν δέχεται τα χρήματα»

«Οπότε μένει εξαιτίας σου», συμπεραίνει ο Περικλής. «Αυτό λέει πολλά για εκείνη. Δεν εκπλήσσομαι βέβαια», μπορώ να χαρώ τουλάχιστον γνωρίζοντας πως η αρχική του εντύπωση για μένα έχει αλλάξει. «Πόσο ακόμη μέχρι να αρχίσεις να βλέπεις κι εσύ τα πράγματα από την δική της σκοπιά;»

«Ποντάρω στο να τα δει εκείνη από την δική μου πρώτα. Μπορεί να κάνει μεγάλα πράγματα», η αποφασιστικότητα του με γεμίζει ενοχές.

Ο Θέμης ανήκει σε έναν από τους δεκάδες ανθρώπους που σφοδρά εναντιώθηκαν στην απόφαση μου να εγκαταλείψω το τένις. Και παρόλο που το ξέρω πως έχουνε δίκιο είμαι πολύ δειλή για να αντιμετωπίσω όλες τις αναμνήσεις και την θλίψη που η ενασχόληση με αυτό μου δημιουργεί.

«Το πιστεύω, όμως...», τον διακόπτει.

«Δεν με πιάνεις. Δεν την έχεις δει. Αν κατάφερε να εντυπωσιάσει εμένα φαντάσου τι μπορεί να καταφέρει σε διεθνές επίπεδο»

«Και γιατί θέλεις να την βοηθήσεις τόσο άσχημα;», ο Θέμης διστάζει να απαντήσει κι όταν επιτέλους το κάνει δεν ακούγεται ιδιαίτερα πειστικός.

«Επειδή το αξίζει»

«Εσύ και το φιλανθρωπικό σου έργο», χλευάζει. «Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, έτσι δεν είναι; Το αγαπάς το κορίτσι», στο άκουσμα της πρότασης αυτής η καρδιά μου βουλιάζει στο στήθος. Την πιάνω πάνω από τον θώρακα να βεβαιωθώ ότι βρίσκεται στην θέση της ακόμη χτυπώντας.

«Δεν την...», και τώρα νομίζω πως την ακούω να ραγίζει. «Δεν την αγαπάω», δακρύζω. Γιατί ο Θέμης ποτέ του δεν λέει...

«Μου λες ψέματα μικρέ;», ο Περικλής ανεβάζει στροφές ενόσω εγώ προσπαθώ να μην αναρροφήσω δυνατά από κανέναν λυγμό και προδώσω την θέση μου.

Πρέπει να φύγω από εδώ αμέσως προτού να χρειαστεί να ακούσω την επιβεβαίωση εις διπλούν από το στόμα του Θέμη.

«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να το καταλάβω;», ο Περικλής επιμένει. «Το βλέπω στα μάτια σου. Χαμογελούν κάθε φορά που βρίσκεται κοντά σου»

«Πίστευε ό,τι θέλεις», σκληρός ανταπαντάει στα λόγια του.

«Βλαμμένε. Θα τα φας τα μούτρα σου έτσι όπως πας», μεσολαβεί μια παύση διακοπτόμενη από σποραδικούς αναστεναγμούς.

«Συμπαθούσα τον πατέρα της», ξεκινάει να λέει. «Ήταν όλα όσα δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει ο δικός μου. Συμπονετικός, υποστηρικτικός. Γεμάτος κατανόηση. Αφού πέθανε πείσμωσα να τον αποδείξω λάθος, να χτίσω μια κληρονομιά δική μου», και το είχε καταφέρει.

Είχε περάσει τόσα κι όμως κατάφερε να βρει τον δρόμο του. Κι εγώ μυξοκλαιγόμουν την ίδια ώρα που οι πόρτες βρίσκονταν ανοιχτές εμπρός μου.

«Η Ρεβέκκα έχασε τον δικό της, κι άφησε το μέλλον να της γλιστρήσει από τα χέρια», υπάρχει κατανόηση στην φωνή του αντί για δηκτικότητα.

«Ανόητο εκ μέρους της», ο Περικλής εύστοχα σχολιάζει.

«Υποθέτω αυτά έχεις όταν χάνεις κάποιον που αγαπάς», είναι αυτός ο λόγος που φοβάσαι τόσο να αγαπήσεις Θέμη; Το κόστος της απώλειας;

«Και όταν έρθει η ώρα εσύ να την χάσεις», ρωτάει τονίζοντας εμφατικά το εσύ. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;», ο Θέμης ξεφυσάει με αγανάκτηση και κρατιέμαι από την ελπίδα ότι δεν αρνείται για δεύτερη φορά τα συναισθήματα του. «Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις», ακούγεται το τρίξιμο μιας καρέκλας. «Όλα τα χρήματα κι όλες οι επιτυχίες του κόσμου δεν θα φτάσουν να πληρώσουν το κενό που θα νιώθεις μέσα σου», σαν να μιλάει από εμπειρίας ξαφνικά. «Θα χειροτερεύσεις, θα γίνεις αυτοκαταστροφικός. Θα πάψεις να είσαι λογικός»

Ανατριχιάζω στην σκέψη αυτή. Ότι η ευτυχία του Θέμη θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει την καταστροφή του.

«Θα τα χάσεις όλα»

«Αρκετά», ανεβάζει τον τόνο επικαλώντας τον να σταματήσει.

Εδώ που τα λέμε, ούτε εγώ επιθυμώ να ακούσω περισσότερα.

«Τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί», λέει κατηγορηματικά. «Θα κρατήσω τις ισορροπίες. Αλλά δεν πρόκειται να την αφήσω μέχρι να σιγουρευτώ ότι θα επανακτήσει τον έλεγχο στην ζωή της»

«Εκτός κι αν σε παρατήσει αυτή πρώτη», αντιπαραθέτει ο κύριος Περικλής.

«Της έχω δώσει παραπάνω από έναν λόγους να το κάνει. Κι έχει μείνει»

«Μόνο επειδή πιστεύει ότι μπορεί να έχει μέλλον μαζί σου», ξεμπροστιάζει τις ψευδαισθήσεις μου. «Σύντομα θα συνειδητοποιήσει την αλήθεια και θα φύγει μακριά σου τρέχοντας», σιωπή από την άλλη πλευρά. «Και τότε θα δούμε ποιος από τους δυο μας θα έχει δίκιο»

Περιμένω ο Θέμης να το αρνηθεί. Να ισχυριστεί ότι η σχέση του μαζί μου δεν θα μπορούσε ποτέ να ζημιώσει την καριέρα που έχει με τόσο κόπο χτίσει όλα αυτά τα χρόνια;

Αλλά δεν το κάνει. Κι αυτό με τρομοκρατεί.

«Τι στον διάολο κάνεις Ρεβέκκα;», μονολογώ καθισμένη με την πλάτη ακουμπισμένη κόντρα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας μου, στης οποίας την ασφάλεια έσπευσα να επιστρέψω μετά τα όσα προβληματικά είχα την ατυχία να ακούσω;

Τραβώ τα μαλλιά μου προς τα πίσω τόσο που τεντώνει η ρίζα πονώντας με.

Είναι τα δικά μου συναισθήματα αλήθεια τόσο σημαντικά; Μιλάμε για τον κόπο μιας ζωής, ένα παιδί μπλεγμένο στα διασταυρωμένα πυρά των γονιών του... τον Θέμη τον ίδιο.

Όταν κάθεσαι και τα βάζεις όλα στο τραπέζι να τα υπολογίσεις, συνειδητοποιείς πόσο μεγαλύτερα προβλήματα υπάρχουν. Προβλήματα που αδυνατείς να δεις ως ότου φτάσουν στο κατώφλι σου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top