Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (74)
«Εξακολουθεί να πονάει;», κρατάει το τιμόνι σταθερά με το αριστερό χέρι μόλο που τον βολεύει περισσότερο το δεξί.
«Θα βγω να αγοράσω μυοχαλαρωτικό αύριο», η διάθεση του έχει επιτέλους αναπτερωθεί. Ο Θέμης δεν είναι εκφραστικός τύπος, για αυτό η παραμικρή ένδειξη χαμόγελου ή ρυτίδας μπορεί να αποκαλύψει πολλά.
Μου έρχεται μια ιδέα.
«Θες μήπως να... τίποτα άστο», και μετά την παίρνω πίσω.
«Πες»
«Στη σχολή δουλέψαμε πάνω σε κάτι τεχνικές χειρομάλαξης», βέβαια δεν είχα κανένα πιστοποιητικό ακόμη και δεν ήθελα να το παίξω επαγγελματίας μασέρ. «Ίσως μπορέσω να βοηθήσω λίγο με τον πόνο. Αν βρούμε ποιος μυς είναι που έχει πιαστεί», με κοιτάζει με ενδιαφέρον. Δεν θα πειραματιζόμουν ακριβώς πάνω του γιατί είχα ήδη καταφέρει να βοηθήσω την Αμελί με τους πόνους στην πλάτη της.
«Εντάξει», κατανεύει χαμογελώντας μου λοξά. Εγώ απλά χαιρόμουν που με εμπιστευόταν.
Στο δωμάτιο μου, στην τσάντα με τις ρακέτες και τα μπαλάκια προπόνησης πάντοτε κουβαλούσα θερμαντικές ή ψυκτικής δράσης κρέμες που χρησιμοποιούσα ανάλογα την φύση του τραύματος. Αν ήτανε μυς θα έβαζα την αλοιφή που στο πορτοκαλί της κουτάκι έγραφε thermo power gel, ενώ αν ήτανε άρθρωση ή κάποιο στραμπούληγμα πάντοτε εκείνη που άφηνε μια κρύα αίσθηση και δυσάρεστη, φαρμακερή μυρωδιά.
Αυτήν την είχα και σε σπρέι.
Βάζω τον Θέμη να καθίσει στο κρεβάτι. Σκέφτηκα στην αρχή να τον βολέψω σε καρέκλα αλλά θα χρειαζόταν να σταθώ όρθια πράγμα που θα με εξαντλούσε. Έτσι βρίσκομαι στα γόνατα καθισμένη πίσω του.
Αφού ξεφορτωθούμε το πουκάμισο του αρμέγω λίγη από την πορτοκαλιά αλοιφή στο χέρι. Την απλώνω πρώτα να καλύψω όλο το εύρος του ώμου και της περιοχής της ωμοπλάτης που τον πονά και ύστερα αρχίζω να μαλάσσω αργά, πλάθοντας το δέρμα του σαν ζυμάρι.
Ο Θέμης μουγκρίζει αλλά μου ζητάει να συνεχίσω. Με τον αντίχειρα πιέζω ελαφρώς τα σημεία να πιάσω να δω που είναι περισσότερο κορδωμένος ο μυς. Σφίγγεται ολόκληρος.
Κι ενώ προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην δουλειά μου, καθώς τα δάχτυλα μου κινούνται τον ρυθμό μου ακολουθούν και οι συσπάσεις των μυών του Θέμη. Δυσκολεύεται να καθίσει χαλαρός πράγμα που θα εξυπηρετούσε και τους δυο πολύ περισσότερο.
Οι μύες στην κοιλιά του στρογγυλεύουνε πιέζοντας το δέρμα στην κορυφή του και έρπονται νωχελικά καθώς ανασαίνει. Και εκεί που επιμένω τρίβοντας τις παλάμες και σημαδεύοντας με τα δάχτυλα τα πονεμένα σημεία τον νιώθω να χαλαρώνει.
Ρίχνει πίσω το κεφάλι και αν τώρα άνοιγε τα μάτια θα με τσάκωνε να χαζεύω το πρόσωπο του. Το αμυδρό κενό ανάμεσα στα χείλη του που έχουν ανοίξει βγάζοντας ανεπαίσθητους ήχους πόνου και ευχαρίστησης από το στήθος του.
Ακόμη χειρότερα θα πρόσεχε το βλέμμα μου που τώρα κατεβαίνει χαμηλότερα ακολουθώντας εκείνη την προκλητική γραμμή ανάμεσα στις πλάκες των κοιλιακών που οδηγούν στο παντελόνι του.
«Έχεις πολύ απαλά χέρια», βραχνά μου λέει μέσα από τις βαριές αναπνοές του. Καθαρίζω τα χέρια από την θερμαντική και αρχίζω απροειδοποίητα να μαλάσσω τους μυς στον αυχένα του.
Οι παρυφές των δαχτύλων μου αγγίζουν την γωνία της κάτω γνάθου του κι ο Θέμης βυθίζεται σε μια κατάσταση απόλυτης ευδαιμονίας. Μέχρι που εντελώς απότομα ακινητοποιεί τα χέρια μου με τα δικά του.
«Πρέπει να σταματήσεις», η φωνή του είναι ικετευτική μα δεν είμαι σίγουρη πως αυτό είναι που επιθυμεί. Έχω επάνω του επομένως την ίδια επιθυμητή επίδραση που έχει και εκείνος σε μένα.
Σέρνω το χέρι με τα δάχτυλα προτεταμένα κάτω στο στήθος κι από εκεί χαμηλότερα στην κοιλιά ώσπου αγγίζω το σκληρό ύφασμα του παντελονιού του.
«Ρεβέκκα», το όνομα μου σβήνει αδύναμα στα χείλη του μόλις χουφτώνω τολμηρά τον ανδρισμό του. «Τι κάνεις;», ψάχνει να βρει τα μάτια μου. Ενώνω το μέτωπο μου με το δικό του κι αρχίζω να τον φιλώ αργά εκμεταλλευόμενη την κατάσταση του.
«Κάτσε ήσυχα», με το ένα χέρι κρατώ τον σβέρκο του βασταγμένη στην αριστερή πλευρά του κορμού ενώ με το άλλο προσπαθώ ματαιόδοξα να τρυπώσω μέσα στο παντελόνι του. «Θα σε περιποιηθώ εγώ απόψε», στενάζει ευχαριστήρια. Βέβαια θα χρειαστώ την βοήθεια του για αυτό.
Εξακολουθώ να κάθομαι από πίσω ανησυχώντας πως η παραμικρή μετακίνηση, για το προσκέφαλο του κρεβατιού ας πούμε θα του προκαλέσει δυσφορία. Ανοίγουμε το κουμπί μαζί και κατεβάζω το φερμουάρ μοναχή. Τα χείλη του παίρνουν τον χρόνο τους φιλώντας αργά τα δικά μου.
Σηκώνομαι για λίγο μόνο να τον βοηθήσω να κατεβάσει το παντελόνι στους αστραγάλους. Όταν μένει με το μαύρο του μποξεράκι σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τον βλέπω όλη μέρα να τριγυρνάει φορώντας αποκλειστικά αυτό.
«Μπορώ... να στο βγάλω;», τον ρωτάω αφού γονατίσω μπροστά του.
«Μόνο αν το θέλεις», απαντάει και σέρνω τις παλάμες πάνω στους σκληρούς του μηρούς ως ότου τα δάχτυλα μου να αγγίξουν το λάστιχο του μπόξερ του. Ανασηκώνεται για να το κατεβάσω.
Τώρα είμαι εγώ εκείνη που απομένει με το στόμα ανοιχτό. Ο Θέμης από την άλλη χαμογελάει. Καθόλου με χαιρεκακία, ίσως απλά να απολαμβάνει το γεγονός ότι με έχει αφήσει άφωνη.
Ξεροκαταπίνω με δυσκολία απαλάσσοντας τον τελείως από το εσώρουχο του. Επίμονα καρφώνομαι στην μεγαλοπρεπή του στύση δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου.
«Ρεβέκκα», μου σηκώνει το πηγούνι. Δεν είχα καταλάβει ότι απέφευγα να τον κοιτάξω στα μάτια. «Κάνε μόνο αυτό που σε ευχαριστεί», λέει σε ήρεμο, καθησυχαστικό τόνο. Ένα μονάχα πράγμα θα με ευχαριστούσε αυτήν τη στιγμή αλλά θαρρώ πως δεν είναι η ώρα κατάλληλη να συμβεί. Ο Θέμης πονάει και οι δυο μας ανασυρθήκαμε έπειτα από έναν τσακωμό οπότε...
Τον φιλάω για αρχή, τεντώνομαι πιέζοντας τα γόνατα περισσότερο στο χαλί που είναι απλωμένο από κάτω κι έχοντας αμφότεροι τα μάτια κλειστά τυλίγω το χέρι στην κορυφή του μήκους του. Ο Θέμης βογκάει εκπνέοντας έντονα στο στόμα μου.
Αυτή είναι η αντίδραση που θα με βοηθήσει να συνεχίσω. Συνήθως είναι ο Θέμης εκείνος που με αναστατώνει και τώρα θα προσπαθήσω να του ανταποδώσω ισάξια τη χάρη. Εντάξει... σε μικρότερο ίσως βαθμό.
Παίζω τον ανδρισμό του ανεβοκατεβάζοντας αργά το χέρι στην αρχή να αποτυπώσω κάθε ανάγλυφη λεπτομέρεια του. Κι όταν κυκλώνω αποφασιστικά την παλάμη μου γύρω του τον αισθάνομαι. Και είναι παχύς, φλεβώδης και μεγάλος. Και τόσο έτοιμος...
Ανασαίνει κοφτά μέσα από τα δόντια και αφού διακόπτω το φιλί μας ανοίγουμε και οι δύο τα μάτια. Δεν κόβω επαφή καθώς επιστρέφω χαμηλά να θαυμάσω το υπεράνω ικανοποιητικού μεγέθους πέος του πεταρίζοντας παιχνιδιάρικα τις βλεφαρίδες μου.
Τότε προσέχω και κάτι που κάνει την κατάσταση πιο οικεία για μένα. Σε μία από τις τηλεφωνικές μας συνομιλίες ανέφερε πως έχει ένα σημάδι εκ γενετής στην κορυφή του το οποίο έχω μόλις εντοπίσει. Αφήνω ένα φιλί επάνω του κι ο Θέμης μου ρίχνει ένα βλέμμα όλο λαγνεία, θυμό και έξαψη ταυτοχρόνως.
Αυτή η στιγμιαία επαφή του στόματος μου επάνω του τον έκανε να ριγήσει από ανυπομονησία.
«Μην με πειράζεις», με προειδοποεί όταν σουφρώνω τα χείλη παιχνιδιάρικα σε απόσταση επαφής από το εργαλείο του πόθου του.
«Θα πρέπει να το κερδίσεις αυτό», του δίνω ένα κίνητρο λοιπόν μιας και το τουρνουά του είναι προγραμματισμένο για το επόμενο Σαββατοκύριακο. «Με την προσπάθεια που καταβάλλω απαιτώ τουλάχιστον το χρυσό», γελάει. Με βοηθάει να σηκωθώ και συνεχίζει να γελάει.
Τα γόνατα μου όμως λυγίζουν μόλις με τραβάει από τους γοφούς κοντά του. Αφήνει φιλιά στην κοιλιά μου επάνω κι εγώ χαϊδεύω τα μαλλιά του. Είναι υπέροχη η αίσθηση τους ανάμεσα στα δάχτυλα μου.
«Σε αυτήν την περίπτωση. Θεώρησε πως έχω ήδη κερδίσει», σκύβω να τον φιλήσω κι ύστερα επιστρέφω στην αρχική μου θέση. Ρίχνει ελαφρώς το βάρος προς τα πίσω προσπίπτοντας στον κόρφο μου κι εγώ περνώ το ένα χέρι μέσα από το χώρισμα μεταξύ του μπράτσου και των πλευρών του για να ανακτήσω τον έλεγχο του οργασμού του. Με το άλλο τον κρατάω αγκαλιασμένο κοντά μου.
Τα πόδια μου έχουν ανοίξει σαν την πεταλούδα γύρω του και για να με βολέψει ο Θέμης τα ακουμπάει στους μηρούς του. Νιώθω σαν λούτρινο αρκουδάκι που αγκαλιάζει από πίσω τον σύντροφο του.
Ο Θέμης δεν παύει στιγμή να με φιλάει έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στο δικό μου κι εγώ συνεχίζω να παίζω τον ανδρισμό του ώσπου κάνει να μου αφαιρέσει τις κάλτσες.
«Μη!», τραβιέμαι απότομα κι εκείνος αιφνιδιάζεται. Μου φαίνεται πως απογοητεύτηκε επειδή πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι δεν τον εμπιστεύομαι.
«Συγνώμη», ζητάει θλιμμένα και επανακολλώ στην πλάτη του. Τα δάχτυλα του απομακρύνονται από τις ραφές. Όχι όμως και τα δικά μου που γραπώνουν τους όρχεις του κοντά στην διαχωριστική τους γραμμή. Ο Θέμης στέναξε με τόση δύναμη που σήκωσε την λεκάνη του από το κρεβάτι και το αριστερό του χέρι έσφιξε με τόση δύναμη το καλάμι μου που νόμισα ότι θα μου αφήσει σημάδι.
«Είσαι εντάξει;», ανησύχησα προς στιγμήν ότι τον πόνεσα. Το χέρι του όμως άρχισε να τρίβει παρηγορητικά την κνήμη μου.
«Είμαι παραπάνω από εντάξει», με διαβεβαιώνει φιλώντας με. «Νιώθω υπέροχα», μου λέει οπότε εγώ επιταχύνω ανεβοκατεβάζοντας το χέρι μου γρηγορότερα.
Μόλις αρχίζω να διαισθάνομαι μια γενικότερη κίνηση σε ολόκληρο το σώμα του, σαν κάποιου είδους δονητικού κύματος να τον διαπερνά και τα δυο του χέρια κρατιούνται από το ίδιο σημείο στα πόδια μου. Βρισκόμαστε αυτοκόλλητοι ο ένας πάνω στον άλλο. Τόσο κοντά που μπορώ να ακούσω τους χτύπους της καρδιάς του.
Ανεβάζω ρυθμό και το σώμα του τεντώνεται, υψώνει τον λαιμό και κρατάω το σαγόνι του ψηλά καθώς κατεβάζει ανήμπορος τα χέρια χαμηλότερα στους ταρσούς μου. Ο Θέμης ρουθουνίζει από την μύτη και ύστερα κρατάει το μπούτι μου απέξω προς τα μέσα με το χέρι εκείνο που πονά επειδή με το άλλο στηρίζεται στο στρώμα του κρεβατιού.
Ξαπλώνει σχεδόν επάνω μου.
Το στήθος του δεν ανεβοκατεβαίνει άλλο πλέον γιατί ολόκληρος έχει κοκαλώσει σαν να βρίσκεται σε μυικό κάματο. Φιλάω το σημείο πίσω από το αυτί του και πιπιλώ το ιδρωμένο δέρμα του λαιμού του. Δεν με απασχολεί η αλμυρή γεύση ιδίως τώρα που ο Θέμης μουγκρίζει σαν θηρίο καθώς το λευκό υγρό εκτοξεύεται από μέσα του πιτσιλώντας το μουσκεμένο δέρμα του θώρακα και της κοιλιάς του.
Επιτέλους μπορεί να χαλαρώσει στα χέρια μου. Όταν το κάνει όμως νομίζω ότι θα σωριαστώ προς τα πίσω. Η όλη ένταση της στιγμής υπερφόρτωσε και μένα μαζί του.
«Χριστέ μου Ρεβέκκα», η ανάσα του δεν έχει επανέλθει στο φυσιολογικό ακόμη. «Αυτό ήταν...»
«Έντονο;», συμπληρώνω μιας και αυτή ήταν η λέξη που χρησιμοποίησα εγώ τελευταία φορά όταν με έφερε να τελειώσω με ασύλληπτη σφοδρότητα.
«Τέλειο!», με φίλησε ξεψυχησμένα. Στα αλήθεια το είχε απολαύσει. «Συγνώμη που δεν μπορώ να ανταποδώσω απόψε», με κοιτάζει λυπημένα στα μάτια όταν το λέει αυτό. Η αλήθεια όμως ήταν πως ήθελα για μία φορά να του ανταποδώσω ύστερα από τόσες φορές που κρατήθηκε για χάρη μου.
«Δεν με πειράζει. Χαίρομαι που μου χρωστάς», σκάει ένα χαμόγελο. Τα ακροδάχτυλα του χαϊδεύουν αργά το μπράτσο μου κατά μήκος.
«Πρωινό αύριο στο δωμάτιο μου;», το στομάχι μου σουρώνει.
«Δεν θα μείνεις;», σκέφτηκα ότι επειδή πονούσε θα έκανε μια εξαίρεση απόψε.
«Ποτέ δεν μένω», αποκρίνεται. Το χάδι του το νιώθω ψυχρό στο δέρμα μου απάνω. «Είναι κάτι σαν κανόνας»
«Oh!», κάνω με έκπληξη. Στην πραγματικότητα πασχίζω να κρύψω την απογοήτευση μου. Η οποία είναι αδικαιολόγητη σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα.
Ίσως καταλαβαίνει την αλλαγή στην διάθεση μου γιατί στρέφεται να με κοιτάξει.
«Πάντα κοιμάμαι μόνος», το παραθέτει σαν κάποια δικαιολογία. Το βάρος του σώματος του μου συμπιέζει το διάφραγμα δυσχεραίνοντας την αναπνοή μου.
«Ακόμη και στο σπίτι σου;», η ερώτηση μου βγαίνει αυθόρμητα από το στόμα. Ο Θέμης δεν με χαϊδεύει άλλο. «Συγνώμη», μετανιωμένη μουρμουρίζω. Η ζημιά όμως έχει ήδη γίνει.
Σηκώνεται αποφεύγοντας την βοήθεια μου και όταν με φιλάει στο μάγουλο το κάνει ψυχρά. Σαν από υποχρέωση.
«Θα τα πούμε αύριο», προσπαθεί να ακουστεί γλυκός αλλά ξέρω πως απλώς βιάζεται να με αποχωριστεί. «Καληνύχτα Ρεβέκκα»
«Καληνύχτα», η πόρτα πίσω του χτυπάει με κρότο. Αναπηδώ όντας απορροφημένη στις σκέψεις μου.
Δεν άντεχα να τον βλέπω να φέυγει μακριά μου ξανά. Ένιωθα λες και ενώ εγώ έκανα βήματα μπροστά μαζί του ο Θέμης έμενε ακλόνητα ριζωμένος στις δικές του ιδέες και προθέσεις. Κι αυτό με πονούσε περισσότερο από όσο είχα φανταστεί.
Είχα βέβαια αποκομίσει και μια μικρή επιβράβευση. Παραδέχθηκε ότι του αρέσω. Καλά... σίγουρα του άρεσα αλλιώς δεν θα είχε μπει σε τόσο κόπο να με κυνηγήσει όμως ανέφερε επίσης ότι ήθελε η σημερινή ένδειξη συμπαράστασης από πλευράς μου να είναι αληθινή κι όχι απότοκο της συμφωνίας μου.
Άρα ήθελε να τρέφω αισθήματα για εκείνον ή απλούστερα δεν του άρεσε να τον κοροϊδεύουν;
Προτού καταφέρω να προβώ στην ψυχανάλυση του αινιγματικού Θέμη Λουκρέζη έχω αποκοιμηθεί.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
«Αυτά είναι για σένα», νεύει προς δυο χάρτινες σακούλες πάνω στην ίδια ράγα που βρίσκονται κρεμασμένα και τα υπόλοιπα, επίσημα ρούχα του. Τον χτυπάω στο στήθος.
«Για αυτό με έφερες εδώ και μου πλάσαρες τον χτυπημένο ώμο; Για να μην αρπαχτώ που μου αγόρασες κάτι πάλι;», γελάει. Το πρωί φάγαμε ήσυχοι το πρωινό μας.
Ο Θέμης δεν έλεγε να σταματήσει να πετάει υπονοούμενα για τις υπηρεσίες που του παρείχα χθες βράδυ και δεν έδειξε στιγμή ενοχλημένος. Το τελευταίο κομμάτι ήταν σαν να μην συνέβη ποτέ.
Τηρήσαμε κιόλας πιστά το πρόγραμμα που είχα σχεδιάσει. Προπόνηση τένις το πρωί, ελαφριά πολύ γυμναστική το μεσημέρι και τώρα που είχαμε ολοκληρώσει με το μεσημεριανό μας, το οποίο παρεπιπτόντως φάγαμε το απόγευμα καθίσαμε να καταβροχθίσουμε λίγα φρούτα.
Εκσφενδόνισα ένα σταφύλι στη μεριά του. Μου παραπονέθηκε ότι τον πονούσε ξανά ο ώμος, παρόλο που το πρωί με διαβεβαίωσε πως αισθανόταν πολύ καλύτερα.
Ανέβηκα στην ποδιά του και με ξάπλωσε ανάσκελα. Πήρε ένα κομμένο ροδάκινο και το έσυρε από τον λαιμό πάνω στον κόρφο μου. Χρησιμοποίησε την γλώσσα για να καθαρίσει τους χυμούς του και ένιωσα την γλυκιά γεύση στο στόμα μου όταν με φίλησε.
«Δεν μπορείς να μου θυμώνεις τώρα. Είμαι τραυματισμένος», συνεχίζει με πειρακτικά, πεταχτά φιλιά κάτω από το σαγόνι. Με γαργαλάει και τινάζομαι γελώντας.
«Υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω για να σας βοηθήσω να νιώσετε καλύτερα κύριε Λουκρέζη;», κάνω χαριτωμένα και το στόμα του επιστρέφει δριμύτερο στο δικό μου να το καταβροχθίσει. Η παλάμη του ανηφορίζει από την γάμπα στο μπούτι και χουφτώνει με δύναμη τον γλουτό μου κάτω από το κοντό σορτσάκι που φοράω.
Την στιγμή μας διακόπτει ένα ακόμη από τα δεκάδες τηλεφωνήματα που δέχεται καθημερινά.
«Αργότερα», μου κλείνει το μάτι και μου δείχνει να σηκωθώ. Κάνει να βγει στο μπαλκόνι όταν μου λέει πάνω από το ακουστικό. «Άνοιξε το, νομίζω θα σου αρέσει», καλά δεν αμφέβαλα για αυτό.
Είναι ένα φόρεμα διακοσμημένο με κομψές πιέτες σε σκούρο μπλε χρώμα. Εκείνο το βαθυκύανο του ωκεανού. Αμάνικο με ένα αστραφτερό χρυσό κολιέ φαίνεται ιδανικό για ξεχωριστές περιστάσεις.
Στην άλλη σακούλα υπάρχουν χρυσά πέδιλα με σκοινιά που φτάνουν ψηλά μέχρι και κάτω από το γόνατο. Θα φαίνονται εντυπωσιακά από το σκίσιμο του φορέματος στο πλάι.
«Μου αρέσει αυτό το χρώμα πάνω σου», σκύβει να μου ψιθυρίσει στο αυτί βλέποντας το φορεμένο απάνω μου.
Και ήξερα ότι το εννοούσε στα αλήθεια με πρόθεση κολακευτική. Δεν το έλεγε με σκοπό να προτιμώ το χρώμα, ώστε να τέρπω τα γούστα του αλλά
γιατί πράγματι έδειχνα εντυπωσιακή στα μπλε και τα πορτοκαλί.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Φαινόταν ένα κατά τα άλλα πολύ πετυχημένο βράδυ. Και δεν ήθελα να το επεξεργάζομαι πολύ φοβούμενη μήπως το γρουσουζέψω.
Διαβαίνουμε έναν πεζόδρομο γεμάτο με μαγαζάκια που πωλούν αναμνηστικά, κοσμήματα σε ευκαιριακές τιμές, προϊόντα καπνού και ναργιλέδες.
Ο Θέμης επέμεινε να μου αγοράσει χρυσά σκουλαρήκια. Είχε θέμα με το να ολοκληρώνει οποιοδήποτε σύνολο φορούσε εκείνος ή το άτομο που τον συνόδευε. Έλεγε πως ήταν κάτι σαν το προσωπικό του φετίχ. Ψυχαναγκασμός ίσως.
Εγώ βέβαια ήξερα πως ήθελε απλά να με τρελάνει στα δώρα. Έτσι είχε συνηθίσει κι αν συνέχιζα να του φέρνω αντίρρηση μπορεί να μούτρωνε πάλι και τώρα που είχα καταφέρει να αναπτερώσω την διάθεση του δεν ήθελα να του χαλάσω χατίρι.
Άνοιξε την πόρτα και πέρασα μέσα πρώτη. Ο πωλητής έβγαλε τα δείγματα κι εγώ ξεκίνησα να δοκιμάζω. Πρέπει να ξόδεψα κάνα εικοσάλεπτο βγάζοντας και βάζοντας. Μου ήτανε ανυπόφορο.
Όχι όμως τόσο όσο αυτό που ακολούθησε.
Μια κυρία με ντελικάτα ρούχα που μιλούσε ψηλομύτικα έφυγε και την θέση της πήρε μια τετραμελής οικογένεια. Ο μικρότερος, ο γιος περιφερόταν άσκοπα στο μαγαζί ενοχλώντας τον κόσμο. Ο Θέμης είχε βγει έξω μια στιγμή να απαντήσει σε κάποιο τηλεφώνημα κι εγώ έμεινα να χαζεύω το κοριτσάκι με τα γαλάζια μάτια και τα στιλπνά, ξανθά μαλλιά που στις άκρες τους κύρτωναν σαν μεταξωτές κορδέλες.
Εγώ περίμενα τον πωλητή να μου φέρει άλλη μία σειρά από κοσμήματα να κοιτάξω, ακριβότερα από τα προηγούμενα. Ήθελα να καταλήξω σε κάτι απλό μα ο πωλητής έριξε μια ματιά στο ρολόι του Θέμη και με έριξε στα βαθιά κατευθείαν.
Το κοριτσάκι έψαχνε και εκείνο σκουλαρίκια να φορέσει.
Πολύ γρήγορα, σίγουρα συντομότερα από μένα κατέληξε στο μυαλό της σε ένα από τα ζευγάρια. Μα ήτανε ακριβά, φέρανε κάποια σπάνια πέτρα πάνω τους κι η μαμά της κατσούφιασε ακούγοντας την τιμή τους.
Στριφογύρισα στην καρέκλα μου να τους παρακολουθήσω.
Το κορίτσι ήθελε ξεκάθαρα εκείνο το ζευγάρι. Τα ματάκια της έλαμψαν φορώντας τα κι η μαμά της υποσχέθηκε να αγοράσει αυτά που πραγματικά της άρεσαν ανεξαρτήτως τιμής. Το κοριτσάκι όμως, την φωνάζανε Μαράκι επέμεινε σε άλλα οικονομικότερα. Προσποιήθηκε μάλιστα ότι τα λάτρεψε γιατί είδε τη μαμά της που παραξενεύτηκε και η καρδιά μου βούλιαξε στο στήθος.
Βούρκωσα χωρίς να το καταλάβω. Όπως και το ότι ο Θέμης είχε επιστρέψει και με παρακολουθούσε να τους χαζεύω.
Είχα ζήσει παρόμοιο σκηνικό όταν ήμουνα μικρή. Ο μπαμπάς και η μαμά με βγάλανε σε ένα χρυσοχοείο την ημέρα των γενεθλίων μου να αγοράσω κάποιο χρυσαφικό. Κάτι που θα παρέμενε αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων. Διάλεξα κι εγώ κάτι λιτότερο να μην επιβαρύνω την τσέπη του μπαμπά κι αυτό είδα να βάζουν στο σακουλάκι.
Το βράδυ ωστόσο όταν άνοιξα όλα μου τα δώρα, οι φούξια πεταλουδίτσες με τα στρας ήταν εκεί... ο μπαμπάς γύρισε πίσω να μου τις αλλάξει όταν έφυγε από την κρεπερί που καθίσαμε αργότερα. Δάκρυσα από χαρά και αυτή η ανάμνηση με έκανε να θέλω να της αγοράσω τα σκουλαρίκια η ίδια.
Δεν είχα ωστόσο τα χρήματα και δεν μπορούσα να ζητήσω από τον Θέμη να κάνει κάτι τέτοιο.
Μετά από αυτό δεν είχα καθόλου όρεξη να ψωνίσω για τίποτα. Απλώς επικαλέστηκα πονοκέφαλο και βγήκα έξω.
«Περίμενε λίγο να τους αφήσω το ρολόι μου να το επιδιορθώσουν», μου ζήτησε. Είπε πως ήθελε κάποια ρύθμιση το καντράν.
«Δεν το άφησες τελικά;», τον ρώτησα όταν τον είδα να βγαίνει φορώντας το ακόμη. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι μουρμουρίζοντας πως όχι.
«Είπανε ότι δεν μπορούσαν», με έπιασε από το χέρι και συνεχίσαμε να προχωράμε.
Καθίσαμε σε ένα παραλιακό μαγαζί που σέρβιρε ιταλικό φαγητό. Φημιζόταν για τα σπιτικά του ζυμαρικά. Πάνω που απολάμβανα τα τορτελίνια μου με το μανούρι την προσοχή μου απέσπασαν οι ενθουσιασμένες κραυγές μιας γνώριμης, τσιριχτής φωνούλας.
Ήτανε το κοριτσάκι από το μαγαζί. Προφανώς και εκείνοι είχανε όρεξη για ιταλικό για αυτό παρήγγειλαν πίτσα να φάνε.
Ο λόγος όμως που το κοριτσάκι τσίριξε ήτανε επειδή το μικρό κουτάκι που άνοιξε περιείχε μέσα το ζευγάρι με τα σκουλαρίκια που της άρεσε. Χάρηκε πιστεύοντας ότι η μητέρα της έκανε την αλλαγή ωστόσο... οι γονείς της έδειχναν έκπληκτοι. Σαν να πίστευαν πως επρόκειτο για λάθος.
Τότε κοίταξα προς τον Θέμη. Παρακολουθούσε κι εκείνος μαζί μου με ένα μισό χαμόγελο στο στόμα. Όταν χαμογελάσα κι εγώ μου έκλεισε το μάτι. Χύθηκα στην καρέκλα μου έτοιμη να τρέξω στην αγκαλιά αυτού του άνδρα και να καθίσω εκεί ακίνητη για το υπόλοιπο της βραδιάς.
Δεν ήθελα τίποτε. Αυτό ήτανε το καλύτερο δώρο από όλα όσα μου είχε κάνει.
Επομένως είχα δίκιο τελικά... ήταν ένα υπέροχο βράδυ τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που έφτασε η ώρα της πληρωμής.
«Η δεσποινίς πλήρωσε ήδη», κοίταξε κάτωχρος τον σερβιτόρο και ύστερα εμένα.
«Τι έκανε λέει;», απηύθυνε σε εκείνον την ερώτηση μόλο που είχε καρφωθεί στο μέρος μου. Ο λογαριασμός ήτανε υψηλός. Κάνα διακοσάρι κοντά με το κρασί.
«Θα μας φέρετε παρακαλώ το γλυκό;», ήθελα να φύγει προτού μου κάνει νύξη που κέρασα το αποψινό. Του έριξα το πιο θλιμμένο, μετανοημένο μου βλέμμα. «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω»
«Ρεβέκκα δεν έχω ανάγκη...», πήγε να ξεκινήσει πάλι ωστόσο τον διέκοψα.
«Το ξέρω. Το ξέρω. Αλλά εγώ έχω», όπως είχα επίσης ανάγκη να με ακούσει. «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Η μαμά μου είναι πολύ καλύτερα. Μου γέλασε στο τηλέφωνο. Δεν την έχω ακούσει ποτέ να γελάει από τότε που...», δεν χρειάστηκε να συνεχίσω. Κατάλαβε και κάθισε πίσω στην καρέκλα του ρουθουνίζοντας έντονα από τη μύτη. Είχε το χέρι από κάτω της ακουμπισμένο.
Αναγκάστηκε να το δεχθεί κι αυτό. Ήταν παράξενο πως μια τέτοια πράξη τον εκνεύριζε τόσο. Ήθελα κάπως να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου κι αφού τα ρούχα του κόστιζαν κάθε τους κομμάτι πάνω από ένα χιλιάρι μπορούσα να κανονίσω το φαγητό τουλάχιστον.
Μου ήτανε λίγο κατσούφης στην επιστροφή αλλά εγώ είχα κατεβάσει δυόμισι ποτήρια κρασί για αυτό και δεν με απασχολούσαν τα μουτράκια του ιδιαίτερα. Μπορούσα εύκολα να τα εξαφανίσω με το πάτημα ενός κουμπιού ή ενός σβουριχτού φιλιού στο μάγουλο για καληνύχτα.
«Μην το ξανακάνεις αυτό ποτέ πίσω από την πλάτη μου», με προειδοποίησε αγριομιλώντας. Εγώ όμως για κάποιον αόριστο λόγο δεν μπορούσα να σταματήσω να χαμογελάω.
«Έπρεπε κάπως να ισοφαρίσω», ακούμπησα ανοιχτές τις παλάμες πάνω στο στήθος του. Η πόρτα του δωματίου μου δεν είχε ανοίξει ακόμη κι αν έκανα ένα μικρό βήμα προς τα πίσω η πλάτη μου θα αυτοκολλούνταν μαζί της.
«Ρεβέκκα», είναι τόσο χαριτωμένος όταν θυμώνει. Αυταρχικός και σέξυ...
«Δεν δίνω ποτέ μου υποσχέσεις που δεν μπορώ να τηρήσω», εξομολογήθηκα βουρτσίζοντας τα χείλη του με τα δικά μου. Άλλωστε ο ίδιος δεν ήταν που ζήτησε να είμαι πάντα ειλικρινής μαζί του;
Το δάχτυλο μου έπαιξε λίγο με τα κουμπιά του πουκάμισου του και οι δυο μας βρεθήκαμε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο.
«Κι αν σε τιμωρήσω για αυτό;», με στρίμωξε περισσότερο.
«Να με τιμωρήσεις;», απέφευγε να αγγίξει τα στόματα μας βασανίζοντας με. «Τότε κύριε Λουκρέζη... ελπίζω να μη φανείτε πολύ σκληρός μαζί μου», και τότε ήταν που άνοιξα την πόρτα πίσω μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top