Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (66)
Πρέπει σύντομα να μου αγοράσω καινούριο τηλέφωνο. Θυμάμαι πως ο Θέμης ανέφερε να βρίσκομαι πρωί στο διαμέρισμα αλλά δεν διευκρίνισε την ώρα. Για άλλους πρωί είναι πέντε νωρίς τα ξημερώματα ενώ για άλλους, φερειπείν σε μένα είναι γύρω στις εννιά.
Και εγώ ξύπνησα αργοπορημένες εννιάμισι.
Αυτό σημαίνει πως είμαι έτοιμη να φύγω από το σπίτι στις δέκα ώστε βρίσκομαι έξω από το κτίριο στο Πανόραμα κατά τις έντεκα παρά.
Εισερχόμενη στον χώρο ζεστοί υδρατμοί με καλωσορίζουν χτυπώντας με στα μούτρα. Ο Θέμης πρέπει να τελείωσε μόλις το μπάνιο του καθώς δεν ακούω πουθενά τον ήχο του ζεματιστού νερού να τρέχει. Εκτός αν υπάρχει και σάουνα εδώ μέσα κάπου κρυμμένη στο πολυτελές του απόκτημα.
Βγαίνει από το μπάνιο ντυμένος ευτυχώς τρίβοντας κάποια γυαλιστική ουσία στη μούρη του. Κρίνοντας από το φρεσκοξυρισμένο του πρόσωπο υποθέτω πως είναι αφτερσέιβ. Μακάρι να μην έδειχνε τόσο σέξυ φρεσκομπανιαρισμένος.
Και μακάρι να μην ντυνότανε τόσο καλόγουστα όλη την ώρα. Θεέ μου εγώ φορούσα ένα απλό μαύρο παντελόνι, που η μπογιά του έχει ξεβάψει και μία από τις θεωρημένες καλές μου μπλούζες. Τούτος έχει φτιαχτεί για πασαρέλα.
«Σου έχω αφήσει κάτι να δοκιμάσεις στο κρεβάτι», προφανώς σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σκοπεύω να αλλάξω την αμφίεση μου.
«Όχι», εξοπλίζεται με το ακαδημαϊκό του ύφος και επιστρατεύει προσεγγιστική πολιτική για να με πείσει.
«Στα μέρη που θέλω να σε πηγαίνω δεν μπορείς να έρχεσαι ντυμένη έτσι»
«Τι διαφορά θα κάνουν τα ρούχα που θα φορέσω; Στην τελική... είναι τα λεφτά σου στα αλήθεια τους ενδιαφέρουν», ξέρω ακούστηκε κυνικό αυτό αλλά έχω πολλά αποθέματα μίσους ακόμη να αδειάσω πάνω του.
Ο Θέμης όπως αντιλαμβάνομαι είναι αδιάλλακτος ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.
«Θέλεις αυτό να δουλέψει ή όχι;», με ρωτάει.
«Ναι αλλά...», κάνω να διαμαρτυρηθώ μα με διακόπτει.
«Τότε μην φέρνεις αντιρρήσεις», ακούγεται περισσότερο σαν να με παρακαλάει παρά να με διατάζει. «Δεν θα σου ζητήσω για τίποτα άλλο. Θέλω μόνο η δεσποινίδα που θα με συνοδεύει στις βραδινές μου εξόδους να είναι κομψά ντυμένη», μόλις με αποκάλεσε δεσποινίδα;
«Μου ζητάς δηλαδή να γίνω η βιτρίνα σου», παραθέτω συμπεραίνοντας από τα λεγόμενα του και τα χείλη του συσπώνται στην υποψία ενός αθώου χαμόγελου.
«Δεν είναι τα ρούχα που ενδιαφέρομαι να πουλήσω. Ιδίως τώρα που γνωρίζω τι κρύβεται από κάτω τους», εννοείται πως θα το ανέφερε. «Όμως θα αναγκαστώ να επιμείνω», γέρνει ελαφρώς στο μέρος μου. «Είναι θέμα κύρους, όχι επίδειξης. Για αυτό σε παρακαλώ...», μαλακώνει τον τόνο της φωνής του τόσο που μου θυμίζει βούτυρο αλειμμένο σε ψωμί. «Πήγαινε να αλλάξεις. Πιστεύω θα σου αρέσει αυτό που διάλεξα»
«Δεν πρόκειται να φορέσω ξανά τίποτε άλλο που να ανήκει στην γυναίκα σου», κατηγορηματικά δηλώνω. Ο Θέμης όμως ήδη κινεί για την κουζίνα να απαντήσει στην εισερχόμενη κλήση του κινητού του.
«Τα αγόρασα εχθές»
«Δεν ξέρεις ούτε το νούμερο μου», αντιγυρίζω.
«Το μάντεψα», είναι το τελευταίο που φωνάζει από το καθιστικό προτού εξαφανιστεί μόνος του έξω στο μπαλκόνι να μιλήσει.
Ίσως έπρεπε να διαμαρτυρηθώ για κάτι σημαντικότερο από τα ρούχα όπως πού στο καλό πρόκειται να πάμε για παράδειγμα.
Το νεοαποκτηθέν μου συνολάκι περιλαμβάνει μια μίντι πουά φούστα με κόψιμο στο μέσο της που φτάνει ως το γόνατο κι ένα σκληρό σατέν μπουστάκι. Λέω μπουστάκι αλλά μοιάζει περισσότερο με αμάνικο κορσέ που αφήνει τον αφαλό ακάλυπτο.
Μου τα ταίριαξε επίσης με ένα πανέμορφο ζευγάρι σανδάλια σε μαύρο χρώμα.
Τιθασεύω την χαίτη σε έναν απεριποίητα επιμελημένο κότσο και περνώ στα χείλη μου λίγο σκούρο κραγιόν σε ζεστή, πορφυρή απόχρωση. Η τσάντα μου και τα λιγοστά της υπάρχοντα δεν ταιριάζουν στο σύνολο όμως δεν νομίζω να νοιαστεί και κανείς.
Δεν με ενδιαφέρει κιόλας.
«Πανέμορφη», ο Θέμης σχολιάζει μόλις κάνει την επανεμφάνιση του στο σαλόνι και του χαρίζω ένα επιτηδευμένα, γοητευμένο χαμόγελο.
Ξύνω νευρικά το άνω χείλος μου στο περίγραμμα του.
«Φεύγουμε;», ανυπόμονα τον ρωτάω και χαμογελάει.
«Πάντα τόσο βιαστική γλυκιά μου Ρεβέκκα», λέει δείχνοντας μου να περάσω από την έξοδο πρώτη και μέσα μου εύχομαι να σταματήσει να με αποκαλεί έτσι κάποια στιγμή. Έχω ανάμεικτα συναισθήματα για την συγκεκριμένη φράση.
Από τον μπελαλίδικο περιφερειακό όπου κάθε λίγο και λιγάκι προγραμματίζονται έργα που δυσχεραίνουν την κυκλοφορία βγαίνουμε στην έξοδο για Χαλκιδική αντί να στρίψουμε αριστερά στον κόμβο για Αθήνα.
«Υπάρχει περίπτωση να μου πεις πού πηγαίνουμε;», μπορεί να δείχνω όμορφη σε αυτά τα ρούχα αυτό όμως δεν σημαίνει πως αισθάνομαι και άνετα φορώντας τα.
«Θα δεις», αόριστα πετάει περιπαίζοντας με την υπομονή μου.
«Χριστέ μου. Μπορείς να απαντήσεις με σαφήνεια σε μία τουλάχιστον από τις ερωτήσεις μου;», προσπερνά ταχύτατα έναν οδηγό που τρέχει με το όριο στην αριστερή λωρίδα. «Και μπορείς σε παρακαλώ να χαμηλώσεις λίγο την ταχύτητα;», με κοιτάζει με σηκωμένο το φρύδι. «Δεν θα θέλαμε να προκαλέσεις κι άλλα ατυχήματα»
«Λοιπόν... αν σταθώ τυχερός μπορεί να καταφέρω να πέσω πάνω και σε άλλη γοητευτική εικοσάχρονη που δεν αντέχει την παρουσία μου»
«Θα της στείλω τα συλλυπητήρια μου», αντειρωνεύομαι κοιτάζοντας ευθεία μπροστά τον δρόμο και τις λευκές διαχωριστικές γραμμές που γρήγορα διαδέχονται η μία την άλλη.
Ο καιρός είναι υπέροχος για μεσημεριανή βόλτα στο πάρκο όχι όμως και για εγκλεισμό σε ένα τετράτοιχο δωμάτιο ξενοδοχείου. Γιατί όσο πολυτελές και αν δείχνει παραμένει ακριβώς αυτό. Ένα ακόμη ξενοδοχείο. Ακόμα και με τις πισίνες, τις παροχές και τα λοιπά παρεμφερή.
«Θέλουμε δύο δωμάτια. Σουίτες», ο Θέμης ζητάει από τον νεαρό ρεσεψιονίστ που ταυτόχρονα καταγράφει τα στοιχεία του στο υπολογιστικό σύστημα.
Εγώ μένω αμίλητη στη διάρκεια.
«Βλέπω ότι μας έχετε επισκεφθεί ξανά», το παιδί μπροστά μου λέει και νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι. Άραγε γνωρίζει τον σκοπό της επίσκεψης του; Πως αυτή εδώ είναι μία από τις πολλές ερωτικές του φωλίτσες;
Νιώθω να ανακατεύομαι όταν μου παραχωρεί την κάρτα του δωματίου και μαζί με το ανερχόμενο ασανσέρ μου ανεβαίνει και το αίμα στο κεφάλι.
«Δύο σουίτες;», αόριστα ρωτάω προτού εισέλθουμε αμφότεροι σε αυτές.
«Υπέθεσα ότι θα ήθελες τον χώρο σου», πράγμα στο οποίο φυσικά δεν πρόκειται να φέρω να αντίρρηση, μόνο που νόμιζα ότι θα ήθελε να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες να βρεθούμε και οι δυο μας γυμνοί κάποια στιγμή στη διάρκεια της ημέρας.
«Ναι... το ήθελα. Αλλά φαντάστηκα ότι θα κοιμόμουν στον καναπέ»
«Θα σου παραχωρούσα το κρεβάτι», ανταπαντάει ελαφρώς προσβεβλημένος.
«Μα τι ιππότης», χλευαστικά πετάω και περνάω μέσα χωρίς να αναμείνω ανταπόκριση.
Βρίσκω την λιτότητα του χώρου καθησυχαστική αν όχι ξεκούραστη. Θυμίζει κλασικό ξενοδοχειακό δωμάτιο με μόνη διαφορά ότι τα έπιπλα εδώ είναι καλύτερα φιρναρισμένα. Δεν υπάρχει πολλή λεπτομέρεια να ταλαιπωρήσει το μάτι και προσεύχομαι το παραφουσκωμένο στρώμα του κρεβατιού να είναι το ίδιο αναπαυτικό όσο φαίνεται.
Δεν απογοητεύομαι.
Σκέφτομαι να το δοκιμάσω αργότερα ωστόσο. Πρώτα θα χρειαστώ ένα μπάνιο να χαλαρώσω τους μυς και να καταπραΰνω το βασανισμένο μου μυαλό που με βαραίνει με ενοχές.
Αφήνω ανενόχλητη το τηλέφωνο να χτυπήσει δύο φορές μα όταν το κουδούνισμα φτάνει να αντηχεί στο κεφάλι μου τρέχω να το σηκώσω με μια λευκή πετσέτα μπάνιου περασμένη σαν τουρμπάνι γύρω του.
«Για όνομα! Δεν μπορείς να περιμένεις;»
«Σου αρέσει;», η βραχνή, κουρασμένη φωνή του εισακούγεται στην άλλη γραμμή.
«Είναι καλό», ξερά αποκρίνομαι.
«Μπορούσα να φροντίσω να διανυκτερεύσουμε σε κάτι περισσότερο... εντυπωσιακό αλλά σκέφτηκα ότι θα προτιμούσες κάτι απλό για την πρώτη σου φορά», απογοητευμένος με τον εαυτό του λέει ενόσω έχω προσκολληθεί στον τρόπο που αναφέρει πρώτη σου φορά.
«Σε ευχαριστώ», συνεχίζω στον ίδιο τόνο.
«Κανόνισα να φάμε κατά τις εφτά στο εστιατόριo. Μέχρι τότε είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θελήσεις»
«Συγνώμη», πικρόχολα γελάω. «Μου παραχωρείς την άδεια;», γιατί προσωπικά το βρίσκω εξωφρενικό.
«Τα λέμε στις εφτά Ρεβέκκα», λέει και την αμέσως επόμενη στιγμή ακούγεται ο χαρακτηριστικός πλαστικός κρότος του τηλεφώνου καθώς προσκρούει στην επιτραπέζια συσκευή του.
Τουλάχιστον ένα θετικό που θα προκύψει από την όλη ιστορία είναι το γεγονός ότι θα απολαύσω τον ύπνο μου ανενόχλητη σε αναπαυτικά κρεβάτια. Προτού προλάβω να ανησυχήσω για τα αρνητικά της όλης υπόθεσης τα μάτια μου κλείνουν.
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Ξεφυλλίζω ένα ενημερωτικό φυλλάδιο που αναγράφει τα περί καταδύσεων περιδιαβαίνοντας τον όρμο καμιά διακοσαριά μέτρα απέναντι από το ξενοδοχείο.
Η ώρα πλησιάζει έτσι θέλω να απασχολήσω το μυαλό μου με οτιδήποτε δεν αφορά τον Θέμη, την συμφωνία μας ή την θλιβερή μου ζωή γενικότερα.
Στα χαρτιά μοιάζει αρκετά διασκεδαστικό. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα σε πάρουν στο κατόπι τίποτε σκυλόψαρα ή ακόμη χειρότερα καρχαρίες.
«Συγνώμη, έχετε δει μήπως πουθενά τον κύριο που με συνόδευε το πρωί;», ρωτάω στην ρεσεψιόν να μάθω πού έχει εξαφανιστεί. Αν υπάρχουν κι άλλα διασκεδαστικά μέρη εδώ τριγύρω να δοκιμάσω θα ήθελα να το γνωρίζω προτού σκυλοβαρεθώ για τα καλά εδώ μέσα.
«Όχι δεσποινίς»
«Κατέβηκε τουλάχιστον για μεσημεριανό;», απόλαυσα τον μπουφέ μοναχή μου. Δεν υπήρχε ίχνος του Θέμη πουθενά.
«Κατόπιν τηλεφωνικής συννενόησης ζήτησε να σερβιριστεί στο δωμάτιο του», είχανε περάσει κάπου πέντε ώρες από την ώρα που φτάσαμε. Και όλο αυτό το διάστημα ο Θέμης ήτανε κλεισμένος στο δωμάτιο;
Τι στο καλό έκανε εκεί μέσα;
Πάντως περιφέρεται αρκετός κόσμος στο ξενοδοχείο. Οι περισσότεροι θαρρώ έρχονται για το σπα το οποίο αδιαμφισβήτητα θα δοκίμαζα αν σκεφτόμουν να φέρω κάνα μαγιό μαζί. Ή αν είχα ενημερωθεί έστω.
Παλιότερα τον καιρό που έκανα εντατική προπόνηση με ταλαιπωρούσανε κάμποσοι μυϊκοί πόνοι. Άλλοτε χτυπούσαν χαμηλά στην μέση, άλλοτε στο μπράτσο, άλλοτε στο πόδι ψηλά στο γόνατο είτε εσωτερικά στον προσαγωγό.
Για αυτό και μας γνωμάτευσαν να επισκεφθώ φυσιοθεραπευτή εξειδικευμένο στους αθλητικούς τραυματισμούς. Δεν είχαμε τα χρήματα ωστόσο να το κάνουμε.
Χαζεύω στο δάπεδο το ψηφιδωτό με τα ελληνικά μοτίβα που περικυκλώνουν μια ανέκφραστη, στρογγυλοπρόσωπη γοργόνα όταν προσέχω τον άνδρα που με κοιτάζει επίμονα από ψηλά στην άκρη του διαδρόμου απέναντι.
Δείχνει νέος, ελαφρώς μεγαλύτερος μου και αρκετά γοητευτικός ώστε να μπω στον πειρασμό να ανταποδώσω την προσοχή του ισάξια. Νομίζω ότι μου χαμογελάει και αφού αντιγράψω την κίνηση του κινώ να επιστρέψω στο δωμάτιο να φρεσκαριστώ για την βραδινή μου έξοδο με τον Θέμη.
Αλλά πού βρίσκεται ο Θέμης; Ακόμη κλεισμένος στην σουίτα του;
Η ερώτηση μού γυροφέρνει στο μυαλό κάμποσο από την ώρα που τον είδα να κατεβαίνει τις σκάλες δείχνοντας ενοχλητικά όμορφος μέχρι και την άφιξη μας στο εστιατόριο.
«Δεν έχω φάει ποτέ μου καρπάτσιο. Ας κάνω μια δοκιμή», αδιάφορη λέω την τελική μου επιλογή στον σερβιτόρο παραδίδοντας πίσω τον κατάλογο.
«Ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Και δυο ποτήρια», ο Θέμης ζητάει προς μεγάλη μου έκπληξη και τον κοιτάζω με απορία.
«Κρασί; Δεν πεινάς;»
«Όχι για αληθινό φαγητό», απαντάει κι ανακάθομαι στην καρέκλα μου αισθανόμενη αμυδρώς επηρεασμένη. Κάνω τα πάντα για να κρύψω την αναστάτωση μου. Ο θυμός ευτυχώς έχει επικρατήσει.
«Αν είναι το επιδόρπιο για το οποίο ελπίζεις να ξέρεις πως είναι εκτός μενού», συνεχίζω με τις αλληγορίες κερδίζοντας ένα δικό του περιπαικτικό χαμόγελο.
«Κρίμα. Κι ανυπομονούσα για αυτό», τον καρφώνω με την βλοσυρή μου ματιά έτοιμη να χάσω οριακά την υπομονή μου.
«Έχεις πολύ θράσος για να περιμένεις...»
«Χθες βράδυ ανέφερες πως έχεις απορίες», διακόπτει το παρ'ολίγον ξέσπασμα μου. «Τι θα έλεγες να ξεκινήσουμε με αυτές;», λέει και εκπνέω δυνατά μετριάζοντας την οργή μου.
Μην ξεχνάς γιατί βρίσκεσαι εδώ Ρεβέκκα. Εσύ τον έχεις ανάγκη... κι ο Θέμης μπορεί να έχει μια κάποια υπομονή όμως άπαξ και σε ξαποστείλει είσαι τελειωμένη.
«Στα μέρη που θα πηγαίνουμε... ως τι θα με συστήνεις;», ξεκινάω λοιπόν ρωτώντας τον.
«Συνέταιρος, κοντινή φίλη. Θετή κόρη, ανηψιά... ό,τι προκύψει», αναγουλιάζω στην σκέψη της θετής κόρης οπότε το αποκλείω γρήγορα χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Το έχεις ξανακάνει αυτό; Να πληρώσεις για... σεξ;», σηκώνει πονηρά το φρύδι.
Μάλλον η συγκεκριμένη ερώτηση ήτανε ανόητη. Θα επαναδιατυπώσω λοιπόν.
«Έχεις πληρώσει ξανά κάποια για να σε συνοδεύει στα... επαγγελματικά σου ταξίδια;»
«Αρκετές φορές, ναι. Τις περισσότερες από αυτές βέβαια προσφέρθηκαν οικειοθελώς»
«Κι όσες δεν το έκαναν; Τις μετάπεισες κι αυτές;», τον ρωτάω. Γνωρίζω καλά την μέθοδο της πειθώ του μετά την τελευταία μας νύχτα στην Κρήτη.
«Ποτέ μου δεν χρειάστηκε να κυνηγήσω καμία τους στην άλλη άκρη της χώρας αν αυτό είναι που με ρωτάς», αναπνέω έντονα μέσα από το σφιχτό μπουστάκι που τονίζει το στήθος μου.
«Προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω ξεχωριστή;»
«Είσαι», αυστηρά απαντάει. «Ξεχωριστή... σε σύγκριση με εκείνες. Δεν είναι το ίδιο. Τα κορίτσια αυτά είχανε προβλέψιμους στόχους στην ζωή», σημειώνει. «Η δική μας συμφωνία θα αποβλέψει σε κάτι περισσότερο από το σεξ και μερικά φανταχτερά ρούχα για να γεμίσεις την ντουλάπα σου»
«Τότε γιατί μου τα προσφέρεις;»
«Επειδή είσαι γυναίκα. Και σε κάθε γυναίκα αξίζει να την λατρεύουν με δώρα και κοσμήματα»
«Δεν με ενδιαφέρουν αυτά», δεν με ανέθρεψαν οι γονείς μου να λατρεύω τα υλικά αγαθά.
«Επειδή ποτέ σου δεν τα δοκίμασες», ξεφυσάει. «Στερήθηκες την ευκαιρία να το κάνεις», εδώ έκανε λάθος. Δεν στερήθηκα τίποτε. Απέρριψα την ευκαιρία αυτή από προσωπική επιλογή.
Ο Θέμης βλέπει την ένταση στο πρόσωπο μου ώστε απαξιώνει το θέμα των δώρων.
«Δες το σαν την κορυφή του παγόβουνου», εννοεί τις προσφορές του που από όσο έχω αντιληφθεί θεωρεί δεδομένες υποχρεώσεις.
«Θα γίνω μία από τις φιλανθρωπίες σου δηλαδή;»
«Πες το όπως θέλεις. Η σχέση μας θα έχει ένα βαθύτερο τέλος»
«Και ποιο είναι αυτό; Αυτό το βαθύτερο τέλος;», ζητώ να εξηγήσει.
«Εσύ θα επαναπροσδιορίσεις τους στόχους σου στην ζωή και εγώ... θα προχωρήσω στην επόμενη υποψήφια», η επόμενη ερώτηση εξέρχεται από το στόμα μου ακούσια.
«Υπήρξε ποτέ φορά που δεν το ήθελες;»
«Ποιο;»
«Να προχωρήσεις στην επόμενη;», αιφνιδιάζεται. Είναι σαν να βραχυκύκλωσα το ρομποτικό του σύστημα ανταπόκρισης.
«Όχι», απαντάει όμως εν τέλει χωρίς σπινθήρες να φεγγοβολούν από εδώ κι από εκεί. «Ποτέ», και νομίζω πως λέει αλήθεια.
«Κι εκείνες;», τον βγάζω από την άνετη ζώνη. Τρίβει τις τραχιές άκρες των δαχτύλων του αναμεταξύ τους και ύστερα σκύβει με τα χέρια μπλεγμένα προς τα εμπρός.
«Καλύτερα να συνεχίσεις με ερωτήσεις που αφορούν εσένα», με συμβουλεύει.
«Θέλω μόνο να γνωρίζω πού πάω να μπλέξω»
«Φοβάσαι ότι θα την πατήσεις;», συνοφρυώνεται φέρνοντας με σκόπιμα σε δύσκολη θέση.
«Όχι», βλοσυρά ανταπαντάω.
«Ωραία. Μείνε σε αυτό», λέει και ρίχνεται πίσω στην καρέκλα του εφησυχασμένος τώρα. «Υπάρχει κάτι άλλο που θέλεις να ρωτήσεις;»
«Όχι να ρωτήσω... όρους που θέλω να θέσω», με ένα νεύμα με ενθαρρύνει να ξεκινήσω.
«Ακούω»
«Δεν θα με υποχρεώσεις ποτέ να συμμετάσχω σε βίτσια ή οτιδήποτε παρόμοιο που να παραπέμπει σε βία», προσπαθεί να κρατηθεί από το να χαμογελάσει δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης.
«Δεν την βρίσκω με τον σαδομαζοχισμό Ρεβέκκα», κατανεύω ελαφρώς πιο ήρεμη.
«Και ποτέ με κάποιον άλλον συνεργικά. Απλώς το αναφέρω σε περίπτωση που σκέφτεσαι να με μοιραστείς με κανέναν από τους φίλους σου. Ή... φίλες εν πάσει περιπτώση»
«Μόνο αν μου το ζητήσεις», δεν είναι η ώρα κατάλληλη για πειράγματα. Ο Θέμης γεμίζει τα δυο κρυστάλλινα ποτήρια μας ως την μέση με λευκό οίνο. «Μιλώντας για όρους... καιρός να αναφέρω μερικούς δικούς μου»
«Δεν ήξερα ότι είχες»
«Φυσικά κι έχω. Και είναι κρίσιμο να τους τηρήσεις προκειμένου να κυλήσει ομαλά η όλη διαδικασία», νάτος πάλι εκείνος ο αθέμιτος επαγγελματισμός. «Δεν θα θέλαμε να έχουμε παρατράγουδα πάλι με κανέναν από τους γκόμενους σου», πιάνω τον εκνευρισμό στην φωνή του.
«Δεν ήταν... δεν είναι το αγόρι μου», του επισυνάπτω έναν φρονιμότερο χαρακτηρισμό. Η λέξη γκόμενος μου φέρνει κάτι βρώμικο.
«Έστω», έτσι όπως έχει σκύψει τώρα να γεμίσει το ποτήρι μου βλέπω πόσο εξαντλημένος δείχνει. Κοιταζόμαστε έντονα για μια στιγμή προτού επανέλθει στην θέση του. «Θα χρειαστεί να ζητήσω την εχεμύθεια σου», επισημαίνει το αυτονόητο.
«Πώς γνωρίζω ότι θα κάνεις το ίδιο; Ακόμη κι αφού... τελειώσουμε»
«Ποτέ μου δεν θα έκανα τίποτε για να σε πληγώσω σκόπιμα»
«Και περιμένεις απλά να σε εμπιστευτώ;»
«Ποτέ μου δεν θα σου πω ψέματα», φαίνεται σκεπτικός. «Θα σου αποκρύβω όμως πράγματα», πνίγω ένα γελάκι καταπίνοντας το επόμενο πικρόχολο σχόλιο μαζί με το κρασί μου. «Για αυτό και... δεν θα κάνεις ερωτήσεις για την προσωπική μου ζωή όσο θα βρισκόμαστε μαζί. Ή για την δουλειά μου. Η όλη διαδικασία δεν αποσκοπεί στο να γνωριστούμε καλύτερα», τώρα μιλάει με περισσότερη ψυχρότητα κι αυτό που πικρίζει την γεύση στο στόμα μου. «Έξω από τις συναντήσεις μας... ο καθένας θα συνεχίζει κανονικά την καθημερινότητα του. Εγώ δεν θα έχω δικαίωμα στην ζωή σου όπως κι εσύ στην δική μου», καγχάζω μειδιώντας με πρόδηλη ειρωνία.
«Αυτή είναι μια πολύ παράλογη απαίτηση από πλευράς σου», πίνω μπόλικο από το κρασί και μάλιστα ξαναγεμίζω το ποτήρι μου.
«Ρεβέκκα οτιδήποτε με αφορά δεν είναι δική σου υπόθεση»
«Εσύ δεν είχες κανένα πρόβλημα να παρέμβεις στις δικές μου ωστόσο», επιθετικά αντιγυρίζω επανερχόμενη στο βασικό μου πρόβλημα και ξεφυσάει.
«Έπραξα λάθος»
«Ναι... δεν θα ήταν και η πρώτη φορά», λέω και έχοντας απασφαλίσει σηκώνομαι από το τραπέζι.
«Πού πηγαίνεις;»
«Έξω. Χρειάζομαι λίγο χρόνο μόνη... να τα επεξεργαστώ όλα αυτά»
⊹₊┈ㆍ┈ㆍ┈ㆍ✿ㆍ┈ㆍ┈ㆍ┈₊⊹
Δεν με ακολουθεί, ευτυχώς. Σκεπτόμενη πόσο εύκολα καταφέρνει ο Θέμης να πιέσει τα κουμπιά μου θα χρειαστώ κάτι δυνατότερο από το κρασί για να τα βγάλω πέρα μαζί του.
«Μένεις στο Marina;», μια άγνωστη φωνή με ρωτάει. Συνειδητοποιώ ότι ανήκει σε εκείνον τον γοητευτικό άνδρα που έπιασα να με χαζεύει το απόγευμα. «Κάνω λάθος;», έχει βγει έξω να καπνίσει κάποιο από τα τσιγάρα που κρύβει στην τσέπη του παλτό του.
Γυρνώ με την πλάτη στραμμένη στον ορίζοντα πίσω μου να του μιλήσω.
«Ναι. Είσαι ο τύπος που κοιτούσε επίμονα», ελπίζω να τον απομακρύνει η απωστική μου στάση. «Τι σύμπτωση»
«Βρίσκεσαι εδώ για δουλειά;», διασκέδαση πάντως δεν το λες.
«Κάτι τέτοιο»
«Και ο... φίλος σου μέσα;», εννοεί τον Θέμη. Σιγά που θα περνούσε απαρατήρητος.
«Μελλοντικός συνέταιρος», προσπαθώ να ακουστώ πειστική. «Εσύ;»
«Είμαι εδώ με τον ξάδερφο μου και την κοπέλα του», κατανεύω προσποιούμενη πως με ενδιαφέρει.
Μοιάζει με Κρητικό ωστόσο οι ιδιωματισμοί στην γλώσσα του προδίδουν το αντίθετο. Ζακυνθινός όπως μαθαίνω με μερική καταγωγή από την Ιταλία. Εξού και τα σκούρα χρώματα.
«Είμαι ο Γιάννης», συστήνεται επίσημα.
«Ρεβέκκα», δεν λέει να με αφήσει μόνη ώστε περιμένω σύντομα να ακούσω κάποια πρόσκληση. «Γιατί κάθεσαι εδώ έξω μόνη;»
«Χρειάζεται να υπάρχει λόγος;», σιγά που θα ανοιγόμουν τώρα στον αδιάκριτο ξένο.
«Όχι. Προσπαθούσα απλά να σου πιάσω κουβέντα», βλέπει ότι δεν αντιδρώ σύμφωνα με το αναμενόμενο. Να ευοδώσω την προσπάθεια του να γνωριστούμε. «Έδειχνες σαν να βαριόσουν εκεί πίσω»
«Αυτό γίνεται όταν μπλέκεις την δουλειά με την διασκέδαση»
«Αυτό είναι λοιπόν;», πονηρεμένα με ρωτάει. «Διασκέδαση; Και όχι απλώς δουλειά;», σίγουρα έχει παρεξηγήσει την όλη κατάσταση. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της τουλάχιστον. Θα νομίζει πως είμαι καμιά γραμματέας που πηδιέται με το αφεντικό της. «Σε περίπτωση πάντως που ψάχνεις να ξεφύγεις λίγο από την δουλειά...», μυρίζομαι κι άλλη σαχλή πρόταση. «Με τα παιδιά λέμε να κατέβουμε για κάνα ποτό αύριο σε ένα από τα μπαράκια δίπλα στην παραλία. Αν δεν έχεις τίποτα να κάνεις θα μπορούσες να έρθεις μαζί μας»
«Συγνώμη», σηκώνω τους ώμους. «Ούτε που σε γνωρίζω»
«Μπορείς να ζητήσεις από τον... φίλο σου να σε συνοδεύσει αν θέλει», προτείνει. «Να ξέρεις όμως ότι βρίσκεσαι σε ασφαλή χέρια»
«Τα δικά σου χέρια;», δύσπιστα τον ρωτάω. «Δεν το νομίζω», του λέω και κάνει ένα βήμα στο μέρος μου.
«Σκέψου το. Θα είμαι στο δωμάτιο 302 σε περίπτωση που αναθεωρήσεις», κάνω να απορρίψω ξανά την πρόταση του όταν ο Θέμης κάνει εκ νέου την εμφάνιση του λίγα μέτρα πιο πέρα.
«Ρεβέκκα», προσέχει τον Γιάννη και την αίσθηση οικειότητας που αποπνέει στο μέρος μου. «Μπορούμε να μιλήσουμε;», ήρεμα ζητάει έτσι το ίδιο ήρεμα ανταποκρίνομαι κι εγώ.
«Θα σε ξαναδώ τριγύρω», ο άγνωστος μου λέει και νεύω να μας αδειάσει ευγενικά την γωνία ώστε να συνεχιστεί αυτό το θέατρο του παραλόγου με τον Θέμη.
«Τι μπορώ να κάνω για να με συγχωρέσεις;», παρακλητικά ζητάει σαν απομένουμε οι δυο μας. «Το ξέρω ότι αυτό που έκανα δεν ήτανε σωστό όμως... το μόνο που ήθελα ήτανε να σου προσφέρω κάτι καλύτερο», μάλιστα... φτάσουμε στο σημείο να δουλευόμαστε μου φαίνεται.
«Δεν είναι μόνο οι πράξεις σου Θέμη! Είναι ο σκοπός σου πίσω από αυτές», τουλάχιστον εδώ έξω μπορώ να αναπνεύσω και να φωνάξω λίγο παραπάνω. Δεν αντέχω να νιώθω έγκλειστη. «Το έκανες αυτό επειδή ήθελες να με στριμώξεις. Επειδή ήθελες να μην έχω άλλη επιλογή από το να δεχθώ την προσφορά σου», γαβγίζω προσπαθώντας να του εξηγήσω. Μόλο που δεν νομίζω ότι τον νοιάζει ιδιαίτερα.
«Δεν μπορείς να κατανοήσεις τον τρόπο που σκέφτομαι»
«Και ούτε θέλω. Ο τρόπος σου είναι αρρωστημένος»
«Τότε γιατί συμφώνησες να το κάνεις αυτό μαζί μου;»
«Ξέρεις πολύ καλά γιατί», αυστηρή απαντάω πνίγοντας ταυτόχρονα έναν λυγμό. «Αλλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς να το κάνω να δουλέψει», σφίγγομαι με τόση δύναμη που νομίζω θα εκραγώ. «Είμαι τόσο... τόσο θυμωμένη μαζί σου. Νομίζω ότι σε μισώ...», σταθερά με κοιτάζει να διαλύομαι σε κομμάτια. «Σε μισώ όσο δεν έχω μισήσει ποτέ κανέναν στην ζωή μου», βλέπω κάτι μέσα του να γκρεμίζεται.
Δεν ξέρω αν είναι η αυτοπεποίθηση του ή οι ελπίδες που μπορεί να έτρεφε για μένα. Πάντως κάτι κατάφερα να του προκαλέσω. Όσο στωικός κι αν προσπαθεί να δείξει.
Σκουπίζοντας τα λιγοστά δάκρυα που έχουνε γεμίσει με ραβδώσεις τα μάγουλα μου προσπερνώ τον Θέμη και αποφασισμένη να φύγω από το εστιατόριο καλώ ταξί να με επιστρέψει στο ξενοδοχείο.
Είμαι πίσω στην ασφάλεια της απομόνωσης. Αμπαρωμένη σε τέσσερις τοίχους αποκοιμιέμαι αγκαλιά με ένα μαξιλάρι και το κεφάλι πλαγίως ριγμένο πάνω στο τζάμι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top