Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (59)

Πέσαμε να κοιμηθούμε πολύ αργά τη νύχτα ή μάλλον καλύτερα πολύ νωρίς το πρωί με το λυκαυγές. Οι αχτίδες του ήλιου είχαν αρχίσει δειλά να καθρεφτίζονται πάνω στις γκρίζες παρυφές του ορίζοντα.

Πρώτη ξυπνώντας λίγο μετά το μεσημέρι κατεβαίνω να ελέγξω την μητέρα και την θεία που παρακολουθούν τα νέα στην τηλεόραση.

Σαστίζω σαν βλέπω ποιανού το όνομα προβάλεται πρώτη μούρη στον οθόνη.

...ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ο ΘΕΜΗΣ ΛΟΥΚΡΕΖΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΛΕΨΗ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΤΟΥ...

Γράφει η επικεφαλίδα κάτω από την φυλλάδα της ξανθιάς παρουσιάστριας.

«Έφτασε μέχρι την Θεσσαλονίκη λοιπόν;», η μητέρα μου απορεί.

«Από όσο φαίνεται. Κάπου ακούστηκε ότι σκέφτεται να επεκταθεί και στο εξωτερικό»

«Σώπα καλέ», ανοίγει τα μάτια της διάπλατα. «Βρε μπράβο του το παλικάρι. Εγώ πάντως που έψαξα να διαβάσω την ιστορία του το βρήκα συναρπαστικό που κάποιος με τόσο ταπεινή καταγωγή κατάφερα να φτάσει τόσο ψηλά»

«Ταπεινή καταγωγή;», με ασυγκράτητο ενδιαφέρον διερωτώμαι να μάθω φωναχτά. Οι δυο τους αυτόματα γυρνάνε στην κατεύθυνση μου να με καλημερίσουνε.

«Πού είναι ο μορφονιός;»

«Πάνω, κοιμάται ακόμη», μετακινούμαι κοντά της. «Πώς νιώθεις μητέρα;», την ρωτάω αφήνοντας ένα φιλί στον κρόταφο της.

«Πολύ καλύτερα χρυσό μου. Πολύ καλύτερα», μου απαντάει και παίρνω θέση να κουτσομπολέψω μαζί τους. «Τον γνωρίζεις αυτόν Ρεβέκκα;», η μητέρα με ρωτάει και κατανεύω. Ακουμπώ προσεκτικά τα χείλη πάνω στο ζεστό μου φλιτζάνι με το τσάι από βότανα.

«Έχει έναν γιο που παίζει τένις. Προτού φύγω από την Αθήνα κάναμε δυο τρία μαθήματα μαζί», και με τον Θέμη προβήκαμε σε άλλες πιο αμαρτωλές ενέργειες μητέρα μα δεν θέλω να σε συγχύσω.

«Ο πατέρας σου μου είχε μιλήσει για εκείνον», μου λέει. «Εντυπωσιάστηκε μαζί του», από τον τόνο της καταλαβαίνω πως δεν ίσχυσε το ίδιο για εκείνη. «Και έτσι σκάλισα λίγο το παρελθόν του να μάθω ποιος είναι», χτυπάει το χέρι στο πόδι της απάνω με αγανάκτηση. «Κακόμοιρο παιδί... μεγάλωσε σε σπίτι φτωχικό με μάνα και πατέρα που ήθελε να τον κάνει ποδοσφαιριστή», εντοπίζω τις πρώτες ομοιότητες. «Και το παιδί είχε ταλέντο... αλλά ήτανε μικροκαμωμένος. Πιο αργά αναπτυσσότανε από τους υπόλοιπους της ηλικίας του. Και δώστου ο πατέρας του να τον πιέζει. Δώστου να τρέχει στα γήπεδα να τον προπονεί»

«Δεν βρίσκω τίποτε το κακό σε αυτό», δειλά της λέω πίσω από το φλιτζάνι μου και το βλέμμα της νερώνεται. Καταλαβαίνει σε τι αναφέρομαι.

«Εσένα Μπέκι μου ο πατέρας σου δεν σε πίεσε ποτέ», μου σηκώνει το δάχτυλο. «Σε άφησε να πλάσεις χαρακτήρα, να αποφασίσεις αν το τένις ήτανε αυτό που στα αλήθεια ήθελες να ακολουθήσεις»

«Ήτανε το μόνο στο οποίο ήμουνα καλή», μουρμουρίζω χαμηλόφωνα.

«Αλλά ο συγχωρεμένος ο Λουκρέζης δεν ήτανε έτσι. Όχι Μπέκι μου. Μην διανοηθείς να τον συγκρίνεις με τον Τζίμη μας. Εκείνος ήτανε σκληρόπετσος άνθρωπος, ένθερμος υποστηρικτής της παλιάς παιδαγωγικής. Το κάθαρμα πίστευε ότι για να πειθαρχήσει το παιδί έπρεπε να σηκώσει το χέρι επάνω του. Αντί για χέρι λέει όμως χρησιμοποιούσε μια δερμάτινη ζώνη που φορούσε με μία αγκράφα χοντρή σαν τη γροθιά μου», η καρδιά μου σφίγγεται στην σκέψη της εικόνας ενός μικρού, καστανόξανθου αγοριού να σκούζει τρομαγμένο.

Να ατενίζει με βλέμμα αθώο τον πατέρα του να μετατρέπεται σε κτήνος.

«Πίεζε τόσο το παιδί που αυτό δεν άντεχε και όλο τον τρέχανε στα νοσοκομεία. Η άμοιρη η μανούλα του έκλαιγε από την στενοχώρια της μέχρι που το κακό την βρήκε και η καημένη πέθανε από καρκίνο. Ο πατέρας του σε έναν χρόνο την ακολούθησε στον τάφο με το συκώτι του ρημαγμένο από το ποτό. Δεν είχανε τα λεφτά να την σώσουνε, ούτε και τον ίδιο φυσικά», μου έχει κοπεί η ανάσα. Αισθάνομαι απαίσια λες και με βαρέσανε με μπουνιά στο στομάχι.

«Τι απέγινε ο Θέμης;», ρωτάω λες και δεν πρόκειται για κάποιο υπαρκτό πρόσωπο.

«Ήτανε δεκαέξι όταν έχασε τους δικούς του. Κρύφτηκε από την Πρόνοια να μην τον εμαζέψουν και έζησε μοναχός του δύο ολόκληρα χρόνια», τσιμπάω την λαιμόκοψη της μπλούζας μου και την περιπαίζω στα δάχτυλα μου τόσο που νομίζω ότι θα την ξηλώσω.

«Θεέ μου», λέω κλείνοντας με το χέρι το στόμα.

«Ναι... τίποτα στην ζωή δεν του χαρίστηκε, μόνο του πάρθηκε και ύστερα... μόλις ενηλικιώθηκε στα είκοσι του συνειδητοποίησε πως ήθελε για τον εαυτό του κάτι καλύτερο»

«Δεν είχα ιδέα πως έζησε τόσο δύσκολα. Όλα αυτά δηλαδή τα έχτισε μοναχός του;», η μητέρα κουνάει το κεφάλι.

«Ω ναι Μπέκι μου», διθυραμβικά μου απαντάει. «Είναι αυτοδημιούργητος. Ένα φτωχό αγόρι που έμεινε ορφανό και το έβαλε στόχο να πάει κόντρα σε όλες τις πιθανότητες», τα λόγια του εισβάλουν στο μυαλό μου.

«Με γοητεύεις Ρεβέκκα»

«Σε παρακολουθούσα για πολύ καιρό»

«Η ιστορία σου είναι συναρπαστική... Ξεκίνησες από το τίποτα και έγινες πρωταθλήτρια κόντρα σε όλες τις πιθανότητες»

«Δεν είχες τα μέσα, ούτε τους πόρους. Μόνο την θέληση σου»

Αυτός είναι ο λόγος που επιμένεις τόσο πολύ μαζί μου Θέμη; Βλέπεις τον εαυτό σου σε μένα; Εγώ όμως δεν είμαι σίγουρη ότι βλέπω τον εαυτό μου σε σένα. Από την άλλη βέβαια ποτέ δεν υπήρξα αμύθητα πλούσια ούτε διεύθυνα καμιά τεράστια αλυσίδα ξενοδοχείων.

Γνωρίζοντας σε ωστόσο δεν νομίζω πως θα ήθελα ποτέ μου να το κάνω.

«Πώς ήτανε;», η θεία μου ρωτάει τώρα. «Όταν τον γνώρισες;», από πού να ξεκινήσω τώρα; Από την πρώτη, τραγική μας συνάντηση ή όλες εκείνες τις συγκυρίες που ακολούθησαν μετά;

«Ήταν...», δυσκολεύομαι να τον περιγράψω. «Από εκείνες τις φυσιογνωμίες που δύσκολα ξεχνάς»

«Όμορφος;», πονηρεμένα συμπληρώνει και υπομειδιώ προς απάντηση ενώ το κοκκίνισμα στα μάγουλα μου με προδίδει.

«Ναι, ήτανε πολύ όμορφος. Ψηλός... μπλε μάτια. Γυμνασμένο σώμα», στενάζω. «Το όνειρο κάθε γυναίκας», συμπληρώνω κάπως ειρωνικά.

«Δεν πιστεύω να τον καψουρεύτηκες τίποτα;», η μαμά άμεσα ρωτάει.

«Όχι», κουνάω το κεφάλι να συμφωνήσει το μυαλό μαζί μου. «Και βέβαια όχι»

«Μπέκι», λέει με δηκτικό ύφος.

«Δεν θα μπορούσα ποτέ να τον καψουρευτώ μαμά. Ναι είναι όμορφος και φυσικά έχει τα χρήματα αλλά ο χαρακτήρας του... είναι απαίσιος. Είναι κλειστός και χειριστικός... και σκληρός»

«Η ζωή τον έκανε σκληρό», προσθέτει.

«Είναι επίσης παντρεμένος», αυτό δεν σε δυσκόλεψε και πολύ τις προάλλες έτσι δεν είναι Ρεβέκκα;

«Α!», η θεία Λένα γρυλίζει. «Με αυτήν την αρρώστια που ο Θεός να την κάνει γυναίκα. Αυτό το παλιοθήλυκο είναι σκέτη οχιά», η μητέρα την κοιτάζει απορημένη. «Παντρεύτηκε την κόρη του Ξαντούρη, δεν θυμάσαι; Εκείνη την κακομαθημένη που μάδησε τα μαλλιά της αντιπάλου της στα καλλιστεία. Και έβαλε και τον πατέρα της μετά να πληρώσει για να πάρει την πρώτη θέση. Και υπάρχουν κι άλλα», φοβάμαι να ρωτήσω. «Η οικογένεια της μπλέκεται σε πολλά σκάνδαλα», κοιτάζω αλλού αμήχανη κι ελαφρώς τσιτωμένη.

Επιλέγω να απολαύσω το τσάι μου ήσυχη βράζοντας ωστόσο στο ζουμί μου καθώς κοιτάζω την φωτογραφία του Θέμη που προβάλεται στις ειδήσεις. Τέσσερις ακόμη μέρες χωρίς την σημερινή και ίσως να μην τον ξαναδώ ποτέ μου.

Θα έπρεπε να αισθάνομαι ανακούφιση. Γιατί τότε πικραίνομαι τόσο; Σε έχω καψουρευτεί Θέμη όπως λέει η μητέρα μου; Ή είναι κι αυτός ένας ευσεβής πόθος όπως πολύ σωστά ανέφερες ο ίδιος;

«Καλώς τον υπναρά», στρέφομαι να δω τον Τέο να κατεβαίνει τις σκάλες. Κουνιέται πιάνοντας ενοχλημένα την μέση του.

Παίρνει θέση δίπλα μου κοιτάζοντας προς την τηλεόραση και ξυπνάει στο δευτερόλεπτο.

«Έι αυτός δεν είναι ο μαλ...», πάει να πει ο χαφιές και για να τον προλάβω ρίχνω πάνω του το περιεχόμενο του λιγοστού τσαγιού μου έχει απομείνει και έχει φυσικά κρυώσει.

Παριστάνω την τρομαγμένη. Ότι και καλά δεν τον είχα προσέξει.

«Κοίταξε να δεις τώρα έχυσα το τσάι», λέω με απηύδηση φορώντας ζωνάρι τα χέρια στη μέση. «Τέο θα έρθεις στην κουζίνα να με βοηθήσεις να καθαρίσω μια στιγμή;», ευτυχώς με καταλαβαίνει από τα νοήματα που του κάνω. Και χωρίς να χάσω χρόνο μόλις χωνόμαστε στο μικρό δωματιάκι αριστερά του μπουφέ μπήγω τα νύχια στον καρπό του να τον τραβήξω μέσα.

«Κράτησε το στόμα σου κλειστό», διατακτικά του συρίζω μέσα από τα δόντια.

«Αυτός δεν είναι ο τύπος που...»

«Ναι, ναι αυτός είναι», άμεσα του απαντάω και ο Τέο καγχάζει. Να μου λείπουν οι λεπτομέρειες.

«Και τι έγινε; Δεν θέλεις να μάθει η μαμά για τις ερωτικές σου περιπετειούλες;»

«Φυσικά και όχι. Τι θέλεις; Να πάθει συγκοπή η γυναίκα;», λες και δεν μας έφταναν τα χθεσινά.

«Καλά και εσύ τι δουλειά έχεις με έναν τύπο σαν αυτόν;»

«Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση σου», τον κοιτάζω προσβεβλημένη.

«Ξέρεις τι εννοώ. Αυτός είναι πλούσιος και εσύ φτωχή. Κι αυτοί συνήθως γυρεύουν ένα πράγμα μονάχα από κουκλίτσες όπως εσύ», τον έχω ξανακάνει τον διάλογο. Δεν κατέληξε καλά.

«Και σε τι ακριβώς διαφέρει από σένα;», κάνω επιτυχώς να τον γειώσω. Εύκολα έτρεξε να προσβάλει τον Θέμη αλλά και ο Τέο μου έχει αποδείξει πως δεν έχει σε ιδιαίτερη υπόληψη το γυναικείο φύλο. «Τουλάχιστον μαζί του υπάρχει το ενδεχόμενο να κερδίσω και κάτι», μένει στήλη άλατος. Και ύστερα γελάει. Όχι χαιρέκακα, σαν να με κοροϊδεύει επειδή δεν πιστεύει σε αυτά που ακούει.

«Δεν σε είχα για τέτοια κοπέλα»

«Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις για εμένα», παριστάνω κάποιο αινιγματικό και πεπειραμένο θηλυκό. Απέχω μερικά χιλιόμετρα όμως από αυτό.

«Το βλέπω», με έννοια μου λέει.

«Κοίταξε δεν έχει σημασία. Η μητέρα δεν ξέρει τίποτα για την ερωτική μου ζωή και θα προτιμούσα να παραμείνει έτσι», του λέω ζητιανεύοντας πρακτικά για την σιωπή του. «Για αυτό θα το εκτιμούσα αν κρατούσες το στοματάκι σου κλειστό. Άσε που...», σκύβω ελαφρώς στο μέρος του. «Δεν σε παίρνει ιδιαίτερα να μάθει πώς μεταχειρίστηκες εσύ την μοναχοκόρη της», πετυχαίνω φλέβα. Ο Τέο κάνει κάτι ιδιωματισμούς με τα χείλη που τα λοξοφέρνει δείχνοντας σκεπτικός. Ωστόσο εντέλει συμφωνεί.

«Καλά. Αλλά θα μου χρωστάς», λέει και κατανεύω.

Στην διάρκεια της υπόλοιπης ημέρας μετράμε τακτικά την πίεση της μαμάς και με τον Τέο φεύγουμε στο κοντινότερο φαρμακείο να βρούμε τα χάπια που συνέστησε ο γιατρός. Η θεία λέει ότι οι ενδείξεις της βαίνουν προς το καλό οπότε μπορώ να κοιμάμαι ήσυχη.

Την ώρα του βραδινού όμως προσέχουν τις πληγωμένες αρθρώσεις του Τέο φέρνοντας ξανά ένα διαφορετικό, επίμαχο θέμα στο τραπέζι.

«Είσαι εντάξει παλικάρι μου;», η μητέρα τον ρωτάει.

«Ναι μια χαρά», λέει με ένα νικητήριο χαμόγελο. «Πού να βλέπατε τον άλλον», ανακάθομαι. Το στομάχι μου σουρώνει στην θύμηση της ξαφνικής επίθεσης του Τέο σε βάρος του Θέμη. Μετά θυμάμαι τη φωτογραφία του στην οθόνη και εκείνο το μικρό αγόρι για το οποίο μίλησε η μαμά και ξαφνικά νιώθω την ανάγκη να ακούσω την φωνή του.

Να μάθω αν είναι καλά.

Η ευκαιρία δεν μου δίνεται φυσικά μέχρι την ώρα που όλοι πέφτουν για ύπνο, έτσι γλιστράω αθόρυβα από το κρεβάτι και την σκαπουλάρω από την πίσω πόρτα της κουζίνας που βγάζει στον μπαξέ. Από εκεί συνεχίζω στο χωμάτινο μονοπάτι καταμεσής της νύχτας αγκαλιά με έναν φακό και το κινητό για να φτάσω σε ένα ξάστερο σημείο μέσα στον εγκαταλελειμμένο ελαιώνα γειτονικά του σπιτιού.

Καλώ τον αριθμό του Θέμη μόλις έχω φτάσει σε ένα ασφαλές, απομακρυσμένο σημείο. Και αμέσως μόλις το κάνω επιτόπου το κλείνω. Τι στο καλό πάω να κάνω;

Είναι αργά και ο άνθρωπος πιθανότατα κοιμάται.

Ή μήπως όχι;

«Αναποφάσιστη ακόμη και στα απλούστερα πράγματα γλυκιά μου Ρεβέκκα;», η βραχνή λάγνα φωνή του αντηχεί παντού σε όλο μου το σώμα.

«Συγνώμη εγώ... πάτησα το νούμερο καταλάθος», σφραγίζω τα μάτια κλείνοντας τα με δύναμη. Τι πάει λάθος μαζί μου;

«Δεν πειράζει χαίρομαι που τηλεφώνησες. Έστω και κατά τύχη»

«Δεν θα έπρεπε να κοιμάσαι;», νευρικά τον ρωτάω πάνω στην αμηχανία μου.

«Θα μπορούσα να σε ρωτήσω το ίδιο πράγμα», δίκαιο... συλλογίζομαι.

«Δεν είχα ύπνο», εξομολογούμαι. «Σκεφτόμουν... διάφορα», το ενδιαφέρον του αναζωπυρώνεται. Τον ακούω να ανακάθεται σε κάτι που υποθέτω είτε θα είναι στρώμα είτε κάποιος καναπές.

«Τι είδους διάφορα;», εσένα Θέμη. Και το δύσκολο παρελθόν σου, το πόσο μοιάζουμε στην ματαιοδοξία και την επιδίωξη μεγαλεπήβολων στόχων. Ή μάλλον μοιάζαμε καθώς εγώ έχω κινήσει πάνω σε ένα σαχλό μονοπάτι στρωμένο με σκατένιες αποφάσεις.

«Σκεφτόμουν... εσένα», δειλά προφέρω τις λέξεις.

«Και εγώ σε σκεφτόμουν Ρεβέκκα»

«Όχι με αυτόν τον τρόπο», σπεύδω να προλάβω τις πρόστυχες σκέψεις του. «Ήθελα να ρωτήσω πώς είσαι. Πόσο άσχημα έχεις χτυπήσει»

«Γιατί δεν έρχεσαι από το σπίτι να μάθεις;», αγνοεί παντελώς την έγνοια μου.

«Αυτό δεν μπορεί να συμβεί»

«Θέλεις μήπως να έρθω εγώ στο δικό σου;», ανεπαίσθητα χαμογελάω.

«Λίγο δύσκολο όπως το βλέπω», παρόλο που δεν υπάρχει ψυχή ζώσα τριγύρω σκανάρω για τυχόν περαστικούς. Μονάχα ελαιόδενδρα υψώνονται στο σκοτάδι με τους οζώδεις τους κορμούς να έρπονται σαν φίδια στις σκιές.

«Και γιατί αυτό;», σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βαλθεί να πετάξει για Κρήτη έτσι λέω την αλήθεια.

«Επειδή μας χωρίζουν μερικά εκατοντάδες χιλιόμετρα», του εξηγώ. «Βρίσκομαι στην Κρήτη. Ήρθα να κάτσω σπίτι για λίγο»

«Όλα εντάξει;», αντιλαμβάνεται το σπάσιμο στη φωνή μου.

«Η μαμά μου λιποθύμησε ξαφνικά. Οι γιατροί λένε πως έχει κάποιο πρόβλημα με την καρδιά της»

«Διάολε... Ρεβέκκα συγνώμη»

«Μην λυπάσαι. Δεν φταις εσύ σε κάτι», κάνω να καθίσω κάτω στα ξερά, χλωρά χόρτα. Τοποθετώ μια μεγάλη, υπερμεγέθη ζακέτα από κάτω μου κι όμως από κάπου τσιμπιέμαι. Σύντομα βέβαια το συνηθίζω.

Από εδώ που βρίσκομαι έχω θέα το χωριό και λίγο παρακάτω την θάλασσα. Η σελήνη καθρεφτίζεται σαν ασημένια βεντάλια στα νερά της.

«Συγνώμη που δεν μπορώ να κάνω κάτι να βοηθήσω», μα γιατί συνέχεια νιώθει αυτήν την υποχρέωση;

«Σταμάτα... Θέμη σε παρακαλώ. Δεν σου τηλεφώνησα για αυτό. Δεν μπορείς να βάλλεσαι συνέχεια να φτιάχνεις κάθε πρόβλημα που παρουσιάζεται στη ζωή μου»

«Νόμιζα ότι πάτησες το νούμερο κατά τύχη», σπεύδει να μου θυμίσει.

«Λοιπόν... είπα ψέματα. Και με παραξενεύει που δεν το κατάλαβες επειδή εσύ λειτουργείς σαν κάποιου είδους μετρ στον ανιχνευτή ψεύδους», γελάει απαλά στο ακουστικό.

«Είμαι μια χαρά, για να απαντήσω στην ερώτηση σου», επιτέλους μου λέει.

«Το χείλος σου αιμορραγούσε», με ενδοιασμό προφέρω.

«Μετά βίας το αισθάνομαι», με ακούει που σιωπώ. «Για ποιον λόγο αλήθεια τηλεφώνησες Ρεβέκκα;»

«Δεν είμαι σίγουρη... ήθελα να ακούσω την φωνή σου. Να σου μιλήσω», ησυχία επικρατεί στην άλλη γραμμή. «Δεν το εννοούσα αυτό που είπα... όταν ανέφερα πως έκανα πίσω εκείνο το βράδυ εξαιτίας σου. Ήμουνα θυμωμένη και άφησα να εννοηθεί πως είσαι φριχτό άτομο. Δηλαδή... δεν είσαι δα και ο πιο ευσυνείδητος άνθρωπος του κόσμου όμως...»

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα Ρεβέκκα;», γιατί Θέμη γνωρίζω πως έχεις πληγωθεί. Και δεν θέλω να κρατάμε κακίες ο ένας στον άλλο.

Και είχα σκοπό να σου μιλήσω για όλα αυτά αλλά προφανώς δεν σου αρέσουν οι προσωπικές συζητήσεις.

«Επειδή μπορεί να μην σε ξαναδώ ποτέ όταν γυρίσω», σιωπή στην άλλη άλλη άκρη.

«Η απόφαση σου παραμένει ίδια;»

«Ναι», απαντώ με ένα μουρμούρισμα κοιτάζοντας το κρύο έδαφος. «Αλλά δεν θέλω να μιλήσω για αυτό τώρα»

«Για ποιο πράγμα θέλεις να μιλήσουμε τότε;», με ρωτάει φυσώντας αργά και κάπως θυμωμένα όπως αντιλαμβάνομαι.

«Με συγχωρείς; Για αυτό που έγινε; Το ξέρω ότι δεν σου αρέσει να εκτίθεσαι με αυτόν τον τρόπο»

«Δεν υπάρχει τίποτα να συγχωρήσω Ρεβέκκα»

«Τότε γιατί ακούγεσαι τόσο θυμωμένος μαζί μου;»

«Δεν είμαι θυμωμένος», τα λόγια του έρχονται σε αντίφαση με τον αρπαγμένο τόνο της φωνής του. «Εσύ απλώς... με τρελαίνεις», ένιωθα να κλείνομαι πάλι σε μια ομίχλη που ίχνος της δεν υπήρχε πουθενά στην πραγματικότητα παρά μόνο στην θολούρα του μυαλού μου. «Πρώτα με αφήνεις να σε πλησιάσω και μετά στο ξαφνικό με διώχνεις. Δεν μπορώ να σε καταλάβω Ρεβέκκα», ούτε εγώ νομίζω πως μπορώ Θέμη.

«Δεν θα σε σταματούσα», μιλώντας χαμηλόφωνα του λέω. «Χθες βράδυ. Δεν το είχα σκοπό», παίρνει μια μεγάλη ανάσα.

«Το κάνεις ξανά», μοιάζει να με προειδοποιεί.

«Ποιο κάνω ξανά;», τον ρωτάω αθώα δήθεν.

«Με αφήνεις να καίγομαι ενώ φαντάζομαι να σου κάνω τόσα πολλά λάθος πράγματα», κανείς από τους δύο δεν περιμένει τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα μου στην συνέχεια.

«Τι είδους πράγματα;», τον ρωτάω και εκείνος στενάζει βαθιά.

«Διάολε!», βαριά ηττημένος αποκρίνεται. «Πού βρίσκεσαι τώρα;»

«Σε έναν ελαιώνα», του λέω ρίχνοντας ξανά ένα γρήγορο σκανάρισμα περιμετρικά τριγύρω.

«Είσαι μόνη;», κουνάω το κεφάλι και ύστερα του απαντάω καταφατικά. «Είσαι σίγουρη ότι κανένας δεν σε βλέπει;», η απάντηση στέκει ίδια. «Ωραία... Μπορείς να ξαπλώσεις;»

«Γιατί να το κάνω αυτό;», με επιτηδευμένη αφέλεια τον ρωτάω.

«Επειδή...», η φωνή του βαθαίνει κι άλλο. «Θέλω να αγγίξεις τον εαυτό σου για μένα Ρεβέκκα. Και θέλω να σε ακούω να τελειώνεις οπότε γίνε καλό κορίτσι μια φορά και άκουσε με με την πρώτη», μια ζεστασιά γλυκιά και καψερή έρχεται να φωλιάσει στα πόδια μου ανάμεσα.

Να υποκριθώ ότι δεν θα το έκανα κάποια στιγμή μέσα στις μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήτανε ψέμα.

«Νομίζω πως είναι καλύτερα να κλείσουμε», του λέω χωρίς όμως να πάρω την πρόφαση να πατήσω το κόκκινο κουμπί.

«Ξάπλωσε κάτω Ρεβέκκα», πιο αυταρχικά μου λέει τώρα.

«Δεν μπορείς να με διατάζεις από το τηλέφωνο»

«Θα προτιμούσες να το κάνω κατιδίαν;», αντιγυρίζει λέγοντας και σε απάντηση ρίχνω λάδι στην φωτιά.

«Είσαι χιλιόμετρα μακριά»

«Μην με προκαλείς... γλυκιά μου Ρεβέκκα. Δεν θα σου βγει σε καλό», απειλητικά μου τάσσει. Σχεδόν μπαίνω στον πειρασμό να το κάνω αλλά καθώς γνωρίζω ότι δεν πρόκειται να μπει σε τόση φασαρία δεν θέλω να πληγωθεί ο εγωισμός του μια τόσο κρίσιμη στιγμή.

«Ξέρεις... υπό διαφορετικές περιστάσεις αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πολύ ρομαντική σκηνή», σέρνω τις λέξεις καθώς με αργές κινήσεις ευθειάζω την πλάτη μου με το χωμάτινο έδαφος.

«Αλήθεια;», η απορία του είναι προσποιητή.

«Το πέλαγος ξανοίγεται μπροστά μου, το φεγγάρι ψηλά απλώνει το ασημένιο του φως στην θάλασσα... Και εγώ βρίσκομαι ξαπλωμένη κάτω από τα αστέρια», ερωτικά ψέλνω στο αυτί του ακούγοντας την ανάσα του να επιταχύνει.

«Θα ήθελες να σε γαμήσω κάτω από τα αστέρια;», αυτόματα τα πόδια μου τρίβονται μεταξύ τους.

«Ίσως», τον πειράζω εγώ με την σειρά μου.

«Γαμώτο σου κοριτσάρα μου», τον ακούω να βλασφημεί ξανά όσο παίζω με μια μπούκλα των μαλλιών μου. «Πες μου τι φοράς»

«Ένα σορτσάκι... και μια κοντομάνικη μπλούζα»

«Και από κάτω;», βιάζεται να ρωτήσει.

«Δεν μπορώ να δω τίποτα... έχει σκοτάδι», βασικά ντρέπομαι να του πω για το απλό σλιπάκι που φοράω και το αθλητικό μου σουτιέν. Δεν θέλω να σβήσει η καύτρα που έχω ανάψει.

«Βγάλε το κάτω μέρος», με διατάζει πάλι.

«Θα παγώσω», σκούζοντας του απαντάω.

«Θα σε ζεστάνω εγώ», βραχνά μουρμουρίζει στο αυτί μου και με το ελεύθερο χέρι κατεβάζω αργά το σορτσάκι να κατέβει στους αστραγάλους μου. Κατόπιν το πετάω παράταιρα. «Το έκανες;», με ρωτάει και ψιθυρίζω το ναι που περιμένει να ακούσει. Με το ελεύθερο χέρι διαγράφω κύκλους στο κατώτερο σημείο της κοιλιάς μου πάνω από μία νοητή γραμμή.

«Βγάλε και εσύ το δικό σου», του ζητώ με έναν στεναγμό να κάνει.

«Φυσικά... γλυκιά μου Ρεβέκκα», αστειευόμενος μου απαντάει κάπως χαρούμενα.

«Απλώς για να διευκρινίσω... θέλω μόνο να τελειώσει ό,τι αφήσαμε στη μέση. Μετά το αποψινό... δεν θα σε καλέσω ξανά. Και θα σε παρακαλέσω να μην με καλέσεις και εσύ»

«Δεν θα το κάνω... αλλά θα εξακολουθώ να ελπίζω», αποκρίνεται. «Και ποιος ξέρει; Ίσως αν σε καυλώσω αρκετά να σου δώσω έναν λόγο να το ξανασκεφτείς», δεν υπήρχε περίπτωση αλλά ποιος ο λόγος να τον αποθαρρύνω;

«Βάλε τα δυνατά σου τότε»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top