Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (55)

Μπορεί να το πληρώσω ακριβά το παράτολμο φέρσιμο μου μα ανάθεμα αν μου πει κάποιος ότι δεν άξιζε. Γιατί όποια και αν είναι η έκβαση της αποψινής βραδιάς θα έχω κάτι συγκλονιστικό να θυμάμαι που έπραξα ενστικτωδώς και για το οποίο αισθάνθηκα περήφανη.

Δεν θα αργήσω να το μάθω βέβαια. Τελευταία φορά που κοίταξα τον Θέμη στεκόταν όρθιος, ακίνητος ακόμη μπροστά από τον καναπέ φορώντας εκείνο το σκληρό προσωπείο του αδυσώπητου επιχειρηματία. Και την επόμενη στιγμή ξετίναζε την βότκα από πάνω του βαδίζοντας γοργά.

Και έτσι τρέχω. Ξανά... μακριά του.

Αλλά με φτάνει, γιατί πάντα με φτάνει. Ίσως βέβαια στην προκείμενη περίπτωση να φταίει το γεγονός ότι δεν έχω και καμία σπουδαία έξοδο διαφυγής.

Βρίσκομαι στην κορυφή της σκάλας όταν βλέπω μια μεθυσμένη παρέα από σερνόμενα αγόρια να κόβει τον δρόμο προς τα κάτω υποχρεώνοντας με να καταφύγω στο στενό διαδρομάκι που εκτείνεται δεξιά μου.

Στο τέλος του υπάρχουν σκαλοπάτια, τρία μονάχα και μάλιστα τσιμέντινα που συνεχίζουν σε ένα ολιγοφώτιστο μονοπάτι. Το ακολουθώ με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στους ψυχρούς τοίχους που με περιβάλλουν έως ότου πέφτω πάνω σε μια ξεκλείδωτη ευτυχώς πόρτα.

Περνώντας μέσα της συνειδητοποιώ πως έχω οδηγηθεί σε ένα ημισκότεινο αποθηκευτικό δωμάτιο γεμάτο από παλιά έπιπλα καλυμμένα με σκληρό σελοφάν που τα διαφυλάσσει από την σκόνη και τη φθορά.

Το μέρος είναι στεγασμένο σε κάποιο από τα παλιά κτίρια της πόλης και ο κυρ Μπάμπης έχει χρόνια που είναι ιδιοκτήτης του. Πιθανότατα αυτός ο σωρός από ξύλα είναι ό,τι απέμεινε από την επέλαση της τελευταίας ανακαίνισης.

Δεν έχω χρόνο να χαζέψω ωστόσο... η πόρτα πίσω μου κλείνει για δεύτερη φορά.

Ο Θέμης φουριόζος έρχεται καταπάνω μου και εγώ βηματίζω δειλά προς τα πίσω εισχωρώντας βαθύτερα στο άβυσσο σκοτάδι της αποθήκης.

«Θα έπρεπε να σε βάλω να γλείψεις κάθε γαμημένη σταγόνα που έχυσες», μου φωνάζει. Από τις κυματιστές του μπούκλες των μαλλιών του ακόμη χύνονται μικρές, διάφανες σταγόνες.

«Ω ναι; Γιατί δεν βάζεις μία από τις γκόμενες σου να στο κάνει; Ή μήπως σε χρεώνουν έξτρα για αυτό;», μειδιώ μπρος στην αισχρή του πρόταση.

«Καλό Ρεβέκκα. Πολύ καλό. Αλλά έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο κοστίζει το κοστούμι που μόλις κατέστρεψες;»

«Όχι αρκετά ώστε να με κάνει να μετανιώσω», αντιγυρίζω σθεναρά εγώ. «Γαμώτο! Ξέρεις πώς με κοίταξε το αφεντικό μου όταν σε είδε εκεί πάνω να με περιμένεις; Επειδή εγώ ξέρω... το γνωρίζω αυτό το βλέμμα. Είναι το βλέμμα που ρίχνουν σε μια κοπέλα πουλημένη... που δεν έχει όσιο μέσα της», αποκλείεται άλλωστε να μην έχει πάρει πρέφα το χρυσό δαχτυλίδι που φοράει στο χέρι του ο Θέμης.

«Αν το πιστεύει αυτό για σένα είναι ηλίθιος», καγχάζω έτοιμη τόσο να πλαντάξω στο κλάμα όσο και να γελάσω δυνατά με το σχόλιο του. Επιλέγω το δεύτερο και δαγκώνω το δέρμα που επικαλύπτει τις κλειδώσεις των δαχτύλων για να πνίξω τον θυμό μου.

«Είπε ο τύπος που θέλει να με πληρώσει για να κάνω σεξ μαζί του», καυστική δίνω την απάντηση μου. «Χριστέ μου!», πιέζω τα χέρια στο μέτωπο μου. «Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί δεν με αφήνεις ήσυχη;», τον ρωτάω απαιτώντας σε αυτό το σημείο να μάθω. «Μπορείς να έχει οποιαδήποτε άλλη εκτός από μένα», μετανιώνω για το πόσο ποταπό ακούστηκε αυτό για τις υπόλοιπες γυναίκες. «Οπότε γιατί; Γιατί εμένα Θέμη;», ξεφωνίζοντας τον ρωτάω.

Απειλητικός συνεχίζει να βαδίζει στον δρόμο μου υποχρεώνοντας με οπισθοχωρήσω. Σκοντάφτω σε έναν παλιό καναπέ αντίκα με σκαλίσματα στην πλάτη ώστε χάνω την ισορροπία. Ευτυχώς η πρόσκρουση αποδεικνύεται μαλακή. Τα χέρια μου επαναπαύονται στην πορφυρή του στόφα.

Μπράβο σου Ρεβέκκα...

«Πες το ευσεβής πόθο», μου λέει και αντιπαρερχόμενη τον παραλίγο εξευτελισμό μου γέρνω προς τα εμπρός.

«Ξέρεις τι πιστεύω εγώ;», προκλητική τον ρωτάω. «Πιστεύω ότι σου αρέσει το απαγορευμένο. Είσαι συνηθισμένος να παίρνεις ό,τι θέλεις που η ζωή σου έχει καταντήσει ανιαρή. Χρειάζεσαι λίγη δράση, λίγο κυνήγι... και εγώ απλώς παίζω καλά το παιχνίδι», φαντάζει η μόνη λογική εξήγηση. Τέτοια πολιορκία ούτε οι Σταυροφόροι να είχανε στήσει.

Ο Θέμης χαμηλώνει σέρνοντας τις παλάμες του μερικά εκατοστά από τις άκρες των δαχτύλων μου που γρυπώνουν προς τα μέσα.

Σφίγγει ξανά ο κλοιός γύρω μας και το μόνο που καταφέρνω να αναπνεύσω είναι ο συνδυασμός της βότκα με το άρωμα που αναδύει ο λαιμός του. Και με πνίγει... η έλξη φουντώνει ξανά και είναι σαν απλώνει το μαγνητικό της πεδίο γύρω μας.

Ο Θέμης έχει γείρει ώστε βρίσκεται στο ύψος μου σχεδόν και για να ενισχύσω την προσπάθεια του τεντώνω ψηλά τον λαιμό μου.

«Μπορεί να έχεις δίκιο. Ίσως αν μου δινόσουν... να μην ήταν τόσο δύσκολο»

«Άντε πηδήξου Θέμη», τον βρίζω και μου γελάει εριστικά.

«Βλέπω πως σε κατάφερα να ξεσυνηθίσεις τον πληθυντικό επιτέλους»

«Το έκανα μονάχα από σεβασμό. Αλλά ακόμη κι αυτόν κατάφερες να τον χάσεις», με ύφος επιτηδευμένο ξεστομίζω.

Ο Θέμης σε απάντηση φέρνει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου και εγώ αφήνω μια αδύναμη, ευχαριστήρια κραυγή να βγει από μέσα. Το χτύπημα του δεν βρίσκει σάρκα ωστόσο και από το χαμόγελο που σκιαγραφείται στο πρόσωπο του καταλαβαίνω πως ούτε σκόπευε.

Πόσο λατρεύει να παίζει μαζί μου.

Αμέσως μετά με ανησυχητική δεξιοτεχνία γραπώνει το αριστερό μου πόδι για να το σπρώξει να ανεβεί στον καναπέ. Οι κινήσεις του είναι γρήγορες και το κράτημα του δυνατό.

Σύντομα με συμπαρασύρει ολόκληρη να ξαπλώσω πάνω στο έπιπλο αντίκα και σε ανάσκελη θέση μάλιστα.

Το κεφάλι μου αιωρείται παρακολουθώντας τον να παίρνει θέση πολύ κοντά και ανάμεσα στα ανοιχτά μου πόδια.

Είναι... θυμωμένος. Καλά, όσο θυμωμένος μπορεί να δείξει μιας και η συναισθηματική του εκφραστικότητα είναι ίδια με ενός αλιγάτορα.

«Έχεις παλαβώσει τελείως;», εξοργισμένη του φωνάζω. Δεν ενδιαφέρεται για τις ερωτήσεις μου και φέρνοντας το ελεύθερο χέρι του ψηλά στην λεκάνη μου με τραβάει με ένα αιφνιδιαστικό σύρσιμο στο μέρος του.

Αφήνω μια ακόμη μικρή, ξαφνιασμένη κραυγή.

Σκύβει από πάνω μου με απειλητική διάθεση στηριζόμενος κυρίως στο πόδι που έχει λυγισμένο από την εσωτερική πλευρά του καθίσματος και τα σώματα μας από αυτήν την θέση ομοιάζουν με δύο πολύ ταιριαστά κομμάτια του ίδιου παζλ.

Με ατενίζει με βλέμμα πυρακτωμένο σαν κάτι πολύτιμο που επιθυμεί διακαώς να κερδίσει. Το στήθος του φουσκωμένο γεμίζει τον επιβλητικό του θώρακα που καλύπτει το βρεγμένο του πουκάμισο. Το σώμα του είναι βαρύ, αναγκάζει τον ξύλινο σκελετό να τρίξει πονεμένα. Είναι σαν να του δομεί μια κλίση που θα με αναγκάσει να τσουλήσω παρασυρόμενη έως ότου προσπέσω επάνω του.

«Κατηγορείς εμένα που σε ποθώ έτσι αλλά μπορούσες εύκολα να δώσεις ένα τέλος», μιλάει σαν να τον προσέβαλα.

Δεν προσπαθεί στα αλήθεια να το ρίξει σε μένα.

«Αλλά κάθε φορά μου ανταποκρίνεσαι...», λέει και χάνω μια ανάσα καθώς πιέζει τον πρησμένο του καβάλο στο κέντρο μου. Βλέπει που το σώμα μου ενστικτωδώς πράγματι ανταποκρίνεται όπως προείπε αψηφώντας κάθε λογική εντολή του μυαλού μου να τον ξαποστείλω και αναθαρρεύει.

Τα πόδια μου διευρύνουν το άνοιγμα τους έτοιμα να σφίξουν γύρω του σαν κλοιός για να τον κρατήσουν κοντά μου.

«Κάθε φορά μου ανοίγεσαι και μου δίνεσαι λίγο περισσότερο», η φωνή του πιάνει επικίνδυνα βάθη και μάλιστα μου καταδεικνύει αυτό που ήδη ξέρω και είναι ανόητο να του αρνηθώ δεδομένης της θέσης μου. «Δεν είσαι τόσο αθώα όσο νομίζεις», χαμηλώνει να μου πει κοιτώντας με στα μάτια.

Ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα πως είμαι.

Προσπαθώ να φέρω το ένα μου τακούνι ψηλά στον ώμο του για να τον αποδιώξω. Η πρόδηλη επιθυμία του για μένα διαχέεται στις φλέβες μου και σαν ναρκωτικό χτυπάει τα ευαίσθητα τοιχώματα μου που τον αποζητούν μανιασμένα. Λίγο ακόμη και θα ξεχάσω θυμούς και ανίερες προτάσεις και αλαζονικούς τυπάδες με χολιγουντιανά χαμόγελα.

«Προσπάθησα να σε κρατήσω σε απόσταση. Αλλά μονίμως βρίσκεις τον τρόπο να μπλέκεσαι στα πόδια μου συνέχεια», με ένα σκωπτικό χαμόγελο αγκαλιάζει το πόδι μου που τον εσπρώχνει και αφήνει ένα ζεστό, γλυκό φιλί κοντά στον αστράγαλο μου.

«Μακάρι να με άφηνες να το κάνω», μουρμουρίζει σιγανά παραμερίζοντας το πόδι μου αργά στην άκρη και σκύβει ακόμη μια φορά να μου ψιθυρίσει λόγια της λαγνείας στο αυτί. «Αν σε κατάφερα να τελειώσεις χρησιμοποιώντας απλώς τα δάχτυλα μου... φαντάσου πως θα είναι να χύνεις με μένα βαθιά... χωμένο μέσα σου», προφέρει βαθιά και η λέξη αποβαίνει σκέτη διέγερση.

«Αυτό είναι τόσο λάθος», μιλώ τις σκέψεις μου φωναχτά. «Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ απόψε», μα ήμουνα τόσο θυμωμένη μαζί του. Πώς γίνεται να τα αναιρεί όλα αυτά κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά του;

«Δεν μπορούσα να κρατηθώ μακριά», απαντάει αφήνοντας σποραδικά φιλιά στον λαιμό μου απάνω.

«Θέμη», κουρασμένα ξεστομίζω. Τον αναγκάζω να με κοιτάξει. «Εδώ είναι η δουλειά μου. Η ζωή μου... δεν μπορείς απλά να εμφανίζεσαι και να τα φέρνεις όλα άνω κάτω», παραπονιέμαι επιδιώκοντας να τον πείσω να δείξει κατανόηση.

«Ήθελα να σε ξαναδώ», λέει με ένα ζεστό, ειλικρινέστατο χαμόγελο. «Ακόμη έχω την μυρωδιά σου Ρεβέκκα», λέει εισπνέοντας βαθιά με τα σκέλια μου ανοιχτά, υποδεχόμενα την εισβολή της διογκωμένης του στύσης.

Και είναι παρήγορο να σκέφτομαι πως ενώ είχε την άλλη κοπέλα να του τρίβεται γουργουρίζοντας σαν κολλητσίδικο γατί εγώ είμαι η μόνη ικανή να τον αναστατώσει.

«Αλλά δεν μου είναι αρκετό», με φιλιά ξεκινάει να κατεβαίνει χαμηλότερα. Δαγκώνει το στήθος μου πάνω από το σκληρό ύφασμα του κορσέ. «Θέλω να σε δοκιμάσω, θέλω να σε γευτώ. Αν είναι να πιω απόψε θέλω να πιω εσένα», γαμώτο μου είμαι αδύναμη και τα λόγια του ηλεκτροδοτούν με ευκολία όλα μου τα λάθος σημεία.

«Θέμη», σαν υπνωτισμένη τραβάω μερικές καστανόξανθες τούφες των μαλλιών και αγκαλιάζω τον αυχένα του. Νωχελικά σέρνω τους γοφούς μου έναντι στον τρανό του ανδρισμό εισπράττοντας μερικές, δικές του κοφτές αναπνοές που με χτυπάνε στο ακάλυπτο μέρος της κοιλιάς μου κάτω χαμηλά. Αφήνει ένα φιλί στο ίδιο σημείο.

«Κανένας δεν μας βλέπει», πάει να μηδενίσει τις ανησυχίες μου. «Σταμάτα να με αρνείσαι Ρεβέκκα... σταμάτα να σκέφτεσαι... Και απλώς κάνε αυτό που σε ευχαριστεί», τα χέρια του γραπώνουν την λεκάνη μου για να με χτυπήσουν με δύναμη επάνω στην φουσκωμένη του στύση.

«Α!», σφίγγομαι ολόκληρη ανασαίνοντας τρεμουλιαστά με την πλάτη κυρτωμένη.

«Πώς μπορείς να πεις όχι σε αυτό;», τον ακούω να με ρωτάει. «Το νιώθεις... έτσι δεν είναι; Δεν μπορείς να το προσποιηθείς», οι ματιές μας κλειδώνουν σε ένα κλειστό αντάμωμα. «Τρέμεις Ρεβέκκα»

«Κάνε το να σταματήσει», κλαψουρίζοντας του ζητάω. Η τολμηρή μου πράξη αποφάνθηκε ατελέσφορη.

Έχω χάσει... ο Θέμης είναι αυτός που έχει τον έλεγχο και φοράει το νικητήριο χαμόγελο του για να μου αποδείξει την ήττα μου.

«Ναι γλυκιά μου Ρεβέκκα», συμφωνεί. Ένας μικρός στεναγμός δραπετεύει από το στήθος μου. «Αλλά πρώτα υπάρχει κάτι που θέλω να κάνεις για εμένα», απορημένη τον κοιτάζω μέσα από την έξαψη μου να δείχνει με ένα νεύμα την μπλούζα μου. «Βγάλε την», προστάζει. Ανεπαίσθητα αγγίζω το ασημένιο φερμουάρ στο μέσο της.

Στα ήσυχα δευτερόλεπτα που ακολουθούν ο μόνος ήχος που αντηχεί είναι εκείνος του κορσέ μου που ανοίγει στο πρώτο του εκατοστό. Ο Θέμης λάγνα με παρακολουθεί να υπακούω στο αίτημα του και ενώ στην αρχή δεν έχω ιδέα τι πρόστυχες σκέψεις γυροφέρνουν στο πονηρό του μυαλό μόλις κατεβάζει το χέρι στο παντελόνι του να το ξεκουμπώσει νομίζω πως καταλαβαίνω.

Παίζει τον ανδρισμό του κοιτώντας με βλέμμα έντονα πεινασμένο και παίρνει θέση για αυτό που ξέρω ότι θα ακολουθήσει. Και είναι απίστευτα διεγερτική η σκέψη καθώς πρόκειται για κάτι καινούριο που δεν έχω δοκιμάσει ποτέ μου.

Αμφότερων η φαντασίωση δεν προλαβαίνει να υλοποιηθεί ωστόσο. Κάποιος άλλος εισβάλει στο δωμάτιο απρόσκλητος και ο Θέμης αστραπιαία πέφτει να με καλύψει μέχρι να κλείσω το φερμουάρ, το οποίο κατάφερα να ανοίξω ως τη μέση σχεδόν.

«Ρεβέκκα!», ανήσυχη ακούγεται η φωνή του Τέο από την είσοδο και εγώ ψάχνω να βουλιάξω στον καναπέ. Το φως είναι ελάχιστο και ενώ δεν μπορώ να διακρίνω καθαρά τον Τέο στο βάθος ακούω το ταχύ, ετοιμοπόλεμο βήμα του να μας πλησιάζει. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω της!», φωνάζει.

Προτού το καταλάβω έχει τραβήξει τον Θέμη από το πουκάμισο για να τον ρίξει κάτω. Εκείνος σβουραίνει στα πατώματα και ύστερα ανασύρεται γονατιστός μόνο για να δεχθεί ένα γερό σφυροκόπημα από τον Τέο το οποίο προσγειώνεται στο αριστερό του μάγουλο.

Πανικοβάλλομαι και σπεύδω να σπρώξω τον Τέο μακριά από τον Θέμη. Εγωιστικά όμως εκείνος σηκώνεται με το χείλος του ελαφρώς σκισμένο να αποδείξει πως είναι υπολογίσιμος αντίπαλος. Και εγώ δεν μπορώ να κοντρολάρω και τους δύο.

Άγριος καβγάς ξεσπάει ανάμεσα τους. Ο Θέμης εφορμεί στον Τέο χτυπώντας τον χαμηλά στο στομάχι με μια δυνατή γροθιά και ο τελευταίος αποκρούει με αγκωνιά κοντά στο μάτι. Όταν μπαίνουν και οι λαβές στον χορό χώνομαι γρήγορα ανάμεσα να τους χωρίσω.

«Τέο σταμάτα!», κάνω να σταθώ μπροστά του πασχίζοντας να αποκεντρώσω την προσοχή του από τον Θέμη ο οποίος βλέποντας με χάνει κάθε ενδιαφέρον να συνεχίσει.

«Έτσι και την αγγίξεις ξανά αρχίδι. Έτσι και την αγγίξεις! Να σε πετύχω μπροστά μου μετά. Μόνο αυτό σου λέω», ο Τέο απειλητικά του γρυλίζει.

«Τέο δεν μου έκανε τίποτα. Σταμάτα!», μοιάζει σαν να του κάρφωσα σύριγγα αδρεναλίνης στον λαιμό.

«Κόψε τις μαλακίες Ρεβέκκα. Σε είδα που έτρεχες να του ξεφύγεις!», φέρεται σπασμωδικά ανίκανος να σταθεί ακίνητος. «Και αυτόν που σε κυνηγούσε!», φτύνει με νεύρο καθώς κεραυνοβολεί τον Θέμη με το εκφοβιστικό του βλέμμα.

«Ποιος στον διάολο είναι αυτός Ρεβέκκα;», ζητάει ο άλλος να μάθει.

«Κανένας», κουνάω το κεφάλι μετανιωμένη για την φτωχή επιλογή λέξεων. Ο Τέο συνοφρυώνεται θλιμμένα. «Είναι... φίλος μου», απαντάω τελικά και ύστερα στρέφομαι ξανά στον Τέο. «Σε ικετεύω μην κάνεις τίποτα βλακώδες. Παρεξήγησες τελείως την κατάσταση», προσπαθώ να τον λογικεύσω μα μου ξεφεύγει εύκολα και τελείως απρόσμενα έτοιμος να συνεχίσει αυτό που άφησε στην μέση.

Ο Θέμης όμως τώρα είναι προετοιμασμένος και εκμεταλλευόμενος την οξυθυμία του Τέο που τον καθιστά προβλέψιμο αποκρούει με επιτυχία το χτύπημα του και περνάει το μπράτσο γύρω από τον λαιμό του. Το ένα χέρι σφίγγει πάνω στον χονδρό του πήχη του άλλου μπράτσου κλείνοντας το κεφάλι του Τέο σαν μέγγενη ανάμεσα τους.

«Ηρέμησε τώρα», μουγκρίζει δίπλα στο αυτί του. «Ηρέμησε τώρα μην έχουμε ατυχήματα», ο Τέο δίνει μάχη να του ξεφύγει και η ανάσα του πνιχτή βγαίνει από τα σφιγμένα του σαγόνια. Από τα κατάλευκα δόντια του τρέχει αίμα που βάφει άλικο το μονοπάτι προς τον εγκλωβισμένο του λαιμό.

«Θέμη», νιώθει το τρυφερό χάδι που του χαρίζω στον ώμο και ξαφνιάζεται. «Σε παρακαλώ άφησε τον», ζητώ με παρακλητική φωνή και απρόθυμα με ακούει.

Απελευθερώνει τον Τέο ο οποίος πέφτει με τα γόνατα και τις παλάμες ανοιχτές στο ξύλινο δάπεδο βήχοντας δυνατά.

«Τι είδους παιχνίδι μου παίζεις;», αγριεμένος αρπάζεται μαζί μου τώρα.

«Κανένα», τον βλέπω που ρουθουνίζει οργισμένα.

«Εσύ τον φώναξες εδώ;», το αρνούμαι κατευθείαν. «Μην με δουλεύεις Ρεβέκκα», έχει ενοχληθεί και το καταλαβαίνω. Δεν αρέσκεται να εκτίθεται.

Μπορείς να κάνεις τις βρωμιές σου στα κρυφά δηλαδή Θέμη όμως άπαξ και λερώσεις την ποδιά σου καταφεύγεις στον θυμό και την δυσπιστία;

«Δεν έχεις δικαίωμα να με αμφισβητείς», φτύνω με απαξίωση φεύγοντας από κοντά του.

«Μην τον πλησιάζεις», μου γρυλίζει σαν χαμηλώνω μπροστά στον Τέο για να τον βοηθήσω να σηκωθεί. Αδιαφορώ για τη νύξη του Θέμη.

«Μπορείς να περπατήσεις;», τον ρωτάω και μου κατανεύει. Μόλις κάνει τα πρώτα του βήματα μου επιτάσσει να φύγουμε μαζί για το αυτοκίνητο του.

«Δεν πρόκειται να πάει πουθενά», ο Θέμης κάνει να αναζωπυρώσει τον τσακωμό τους.

«Άντε γαμήσου πούστη»

«Μάζεψε τη γλώσσα σου αλητάκο... μην σε βρει κάνα χειρότερο κακό», δεν ξέρω ποιος είναι πιο ξεροκέφαλος από τους δύο.

«Για έλα να σε δω», ο Τέο εριστικά ανταπαντάει και ανακόπτω το βήμα του στο δευτερόλεπτο. Γραπώνομαι από το στρίφωμα της μπλούζας του και χρησιμοποιώ το πόδι μου σαν εμπόδιο.

«Πάμε να φύγουμε. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ Τέο!», επιμένω τώρα λέγοντας συγκρατώντας τον με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Μου γνέφει θετικά και στενάζω ανακουφισμένη.

Ο Θέμης ωστόσο δεν μοιάζει καθόλου ικανοποιημένος με αυτήν την έκβαση και με γραπώνει από το μπράτσο να με σταματήσει.

«Άσε το χέρι μου», απαιτώ.

«Τι κάνεις;», με ρωτάει καθώς με έλκει κοντά του. «Στα αλήθεια θα φύγεις μαζί του;»

«Ναι», τραβιέμαι με δύναμη να με αφήσει. Ανεπιτυχώς. «Είπες ό,τι είχες να πεις. Τώρα άσε με να φύγω», η ματιά του μαλακώνει. Όμως όποια πρόοδος νόμισε πως σημειώσαμε απόψε την ισοπέδωσε.

«Σε έχω αφήσει πολλές φορές», λέει τόσο κοντά στο στόμα μου που νομίζω ότι θα με φιλήσει. Χαλαρώνει το κράτημα του σέρνοντας τα χέρια από το ύψος των ώμων στις παλάμες μου.

«Ρεβέκκα!», η φωνή του Τέο ακούγεται επικίνδυνη ξανά. «Είπες να φύγουμε. Οπότε φεύγουμε!»

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», συλλαβίζω τις λέξεις όσο περισσότερο μπορώ για να πιάσει το νόημα.

«Δεν μπορείς ή δεν θέλεις;», βουρκώνω ξέροντας ποια είναι η απάντηση.

«Χθες βράδυ με ρώτησες τι θα άφηνα να συμβεί αν δεν φορούσες αυτό», στρίβω την χρυσή βέρα που φοράει στον δεξιό παράμεσο. «Και η απάντηση μου παραμένει ίδια», τον κοιτάζω ευθέως στα μάτια όταν του λέω λοιπόν... «Τίποτα», προσφέρω όσο ασυγκίνητα γίνεται. «Δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι είσαι παντρεμένος Θέμη. Έχει να κάνει με σένα. Με τι σόι άνθρωπος είσαι», νιώθω την ένταση να διαπερνάει στιγμιαία τα άκρα του.

«Αυτό είπες στον εαυτό σου χθες βράδυ μετά από ό,τι κάναμε για να νιώσεις καλύτερα;», έρχεται ετοιμόλογη η καυστική του ερώτηση.

«Εγώ... δεν έκανα τίποτα», και αυτό ήτανε ακόμη χειρότερο.

«Δεν με σταμάτησες»

«Έχεις δίκιο. Αλλά μπορώ να το λήξω εδώ»

«Ρεβέκκα», πάει να μου τάξει κι άλλα επιχειρήματα. Να μου κάνει κήρυγμα για το πόσο εύκολα του δίνομαι και δεν θα του ρίξω το φταίξιμο.

Εφόσον αποδυναμώνομαι κοντά του καλύτερα να μείνω μακριά. Χωρίς τον πειρασμό δεν θα υπάρξει χώρος για μοιχεία.

«Τελείωσε Θέμη... πήγαινε σπίτι σου. Πήγαινε πίσω στην παρέα σου και ζήσε τη ζωή σου όπως την ξέρεις», αυτός είναι ο τρόπος του άλλωστε. «Θα τα καταφέρεις μια χαρά και χωρίς εμένα», με θυμηδία του λέω. Ακόμη και να ενέδιδα μαζί του μέσα στον μήνα το λιγότερο θα με ξεπερνούσε για να κυνηγήσει κάποια άλλη εντυπωσιακή καλλονή.

Πιο ψύχραιμος τώρα σηκώνει το χέρι να θωπεύσει τρυφερά τη γωνία της κάτω γνάθου μου.

«Θα σε περιμένω μέχρι την Πέμπτη. Αν δεν αλλάξεις γνώμη μέχρι τότε... όντως θα τελειώσει», μου υπογραμμίζει και αμέσως μετά μου χαρίζει αυτό ακριβώς που έψαχνα να νιώσω εδώ και μέρες. Την ζεστή θαλπωρή του φιλιού του.

Και μπορεί να το κρατάει σύντομα μα είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Το στόμα του Θέμη πάνω στο δικό μου να το φιλάει απαλά μα και διεκδικητικά ταυτοχρόνως. Τα γόνατα μου λυγίζουν και τον αρπάζω από τους ώμους να μην σωριαστώ στα πατώματα.

Όταν με αφήνει είμαι ξέπνοη, μπλεγμένη στα δίχτυα του.

«Τι ήταν αυτό;»

«Κάτι να σε βοηθήσει να αποφασίσεις», με αφήνει να φύγω με ένα τελευταίο φιλί που δεν επιτρέπει να βαθύνω.

Φεύγω να ακολουθήσω τον Τέο που παρακολουθεί μορφασμένος το σκηνικό και ενώ οι δυο μας απομακρυνόμαστε κινούμενοι για το αυτοκίνητο του εγώ πιάνω τον εαυτό μου να ανησυχεί πως ίσως δεν ξαναδώ τον Θέμη. Έμοιαζε να σοβαρολογεί όταν ανέφερε πως θα τελειώσει οριστικά ό,τι και αν είναι αυτό που τρέχει ανάμεσα μας και τον πιστεύω.

Ίσως είναι για καλύτερο Ρεβέκκα. Ίσως αυτό να είναι το αντίο.

Και όμως η αμφιβολία τρυπώνει σαν παρασιτικό ζιζάνιο στο μυαλό να με αναστατώσει.

Και αν αυτό δεν είναι το αντίο; Και αν αυτό... είναι μονάχα η αρχή;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top