Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (52)

Τα ήθελες και τα έπαθες...

Κάποιος σοφός άνθρωπος κατάμουτρα θα μου έλεγε, αν του εξιστορούσα όσα συνέβησαν τον τελευταίο μήνα. Και όλα ξεκίνησαν την ημέρα που αυτός ο διαολομένα γοητευτικός άνδρας μπήκε στον δρόμο μου. Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου τελευταία μαζί του.

Η πρώτη μας καθώς όπως και κάθε άλλη συνάντηση που ακολούθησε υπήρξαν κραυγαλέες. Η ζωή μου ήταν ήσυχη μέχρι πρότινος. Και εκείνος βρήκε να εισβάλει μέσα της με ιδέες και προτάσεις και όνειρα και να ταράξει τον κόσμο μου συθέμελα.

Και εν μέρει σκέφτομαι πως αξίζω τούτο το αίσθημα της ταπείνωσης. Συχνά θυμάμαι τον Λάμπρο και το πώς εκμεταλλεύτηκα τα αισθήματα του για μένα. Και όλο αυτό επειδή δεν μπόρεσα να κοντρολάρω την λαχτάρα μου για έναν άνδρα που κανονικά ούτε που θα έπρεπε να φαντασιώνομαι να συνευρίσκομαι μαζί του.

Αλλά η επιθυμία είναι επικίνδυνο πράγμα και εγώ έχω αποδειχθεί φρικιαστικά ανισόρροπη. Του οφείλω μια εξήγηση... μια συγνώμη... χίλιες συγνώμες που και πάλι δεν θα αρκούσαν να επανορθώσω για το κακό που έκανα.

Δεν είμαι εγώ τέτοιο άτομο. Δεν χρησιμοποιώ τους άλλους, επιλέγω να τους απομακρύνω γιατί έτσι ξέρω να βαδίζω. Μόνη μου και χωρίς βοήθεια έχω μάθει να συντηρώ τον εαυτό μου, αν αυτό μπορεί να αποκαλεστεί συντήρηση καθώς ως τώρα μοιάζει με σκέτη επιβίωση.

Μια στιγμή αδυναμίας όμως κατέδειξε τον αληθινό μου χαρακτήρα. Είμαι ένα φριχτό άτομο που του αξίζει όλη αυτή η κατρακύλα στην οποία έχει περιέλθει. Είναι γραφτό μου μάλλον να μιζεριάσω...

Το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι ένα. Γιατί μαζί μου να πάρω στον λαιμό και τη μητέρα μου; Εκείνη σε τι φταίει; Εκείνη είναι που τα τραβάει όλα χωρίς κανέναν να την βοηθήσει. Δεν το αξίζει αυτό.

Αν είναι να τιμωρηθεί κάποιος... αυτός πρέπει να είμαι εγώ.

Προσπαθώ να ξεδώσω στην γυμναστική από το πρωί κι όλο τρέχω και τρέχω ασταμάτητα σαν να προετοιμάζομαι για μαραθώνιο. Στην αρχή μουσική παίζει στα αυτιά αλλά το μυαλό εύκολα παραστρατεί στις πρόσφατες ιδιωτικές μου στιγμές με τον Θέμη και το στήθος μου πονάει. Η καρδιά μου αδειάζει και νιώθω να σκοντάφτω σε μια αόρατη λακκούβα που με ρουφάει στο μαύρο, απύθμενο εσωτερικό της.

Δεν υπάρχει λύτρωση από πουθενά.

Πιέζω τον εαυτό μου να φτάσει στα όρια έτσι κοντεύω να λιποθυμήσω όταν σταματώ το τρέξιμο λαχανιάζοντας σαν το σκυλί που κοντεύει να φύγει από υπερθερμία.

Για αυτό και στο σπίτι κάνω κρύο ντους να επαναφέρω την θερμοκρασία μου στα φυσιολογικά γιατί έχω την αίσθηση ότι θα ανάψω σαν το σπίρτο και μετά θα σβήσω ξαφνικά σαν κεράκι γενεθλίων.

Μιας και είναι Σάββατο καλό είναι να ξεκινήσω από τώρα να ετοιμάζω τα ρούχα που θα φορέσω για να μην τρέχω τελευταία στιγμή. Μόλις όμως βγαίνω από το μπάνιο με περιμένει μια καθόλα ευχάριστη έκπληξη.

Η Αμελί κάθεται στον καναπέ τον οποίο παρέλειψα να ξεντύσω πρώτη φορά στα χρονικά αφού το μόνο πράγμα που ήθελα να κάνω από το πρωί ήτανε να εξαφανιστώ, μαζί με μια δικιά της φίλη.

Μία πολυλογού φίλη που δεν μπαίνει καν στον κόπο να με χαιρετήσει και απλώς νεύει στο μέρος μου ξινισμένη. Αυτό που βλέπω και με ενοχλεί ωστόσο είναι το λυσσασμένο της τσιουάουα που έχει αράξει στα φρεσκοπλυμένα μου στρωσίδια και ρούχα που μάζεψα εχθές το μεσημέρι. Δαγκώνει μάλιστα την μία μου μπλούζα, ενώ πρέπει να έχει ήδη λερώσει με χώμα το πρασινωπό μου σεντόνι και με καρφώνει γρυλίζοντας με αυτά τα στρογγυλά μαύρα κουμπιά που έχει για μάτια.

«Δεν σε πειράζει που αράξαμε λίγο ε;», η Αμελί με ρωτάει και καταβάλω μεγάλο κόπο να εκπονήσω ένα χαμόγελο.

«Όχι απλά...», κάνω νόημα στο αμετροεπές θηλυκό δίπλα να με κοιτάξει μιας και δεν βάζει γλώσσα μέσα. «Γίνεται μήπως να κατεβάσεις το σκυλάκι σου από εκεί για να μην μασουλάει τα ρούχα μου;», κοιτάζει στην κατεύθυνση του σκύλου της και το πρόσωπο της συσπάται σε μια ενοχλημένη γκριμάτσα.

«Ο Μπέμπι σου φταίει που τα άφησες εκεί;», εντάξει... γέρνω το κεφάλι στο πλάι έτοιμη να αφηνιάσω.

Σίγουρα δεν είναι καλή μέρα η σημερινή να παίζει κανείς με τα νεύρα μου, πόσο μάλλον μια άγνωστη που δεν σέβεται τον προσωπικό μου χώρο. Δεν θα κάνω νύξη για αυτό στην Αμελί ακόμη. Όχι σήμερα τουλάχιστον. Είμαι πολύ φορτισμένη και δεν θέλω να εμπλακώ σε καβγά.

Ευτυχώς η κοπέλα παίρνει το μικρό σατανισμένο στην αγκαλιά της που γαβγίζει σαν έχει καταπιεί ένα από αυτά τα παιχνιδάκια με την σφυρίχτρα.

«Έλα μωρό μου ηρέμησε. Όχι, όχι ηρέμησε», με κοιτάζει δηκτικά. «Βλέπεις τι έκανες τώρα;», στροφάρω με έννοια τα μάτια στο ταβάνι και κάνω να εξαφανιστώ αφού πάρω μαζί την στοίβα με τα ρούχα.

«Μπορείς να τα αφήσεις στο δωμάτιο μου», η Αμελί σπεύδει πίσω μου γρήγορα να βοηθήσει. «Συγνώμη για την Βιβιάνα, είναι από εκείνες που έχουν τρελή λόξα με τα σκυλιά», μου λέει σαν κλείνει την πόρτα πίσω μας.

«Αυτό δεν είναι σκυλί», την διορθώνω και εκείνη χασκογελά. Το ακατάπαυστο γάβγισμα του κοντεύει να μας πάρει τα αυτιά. Ισχύει μάλλον εκείνο το ρητό που λέει πως τα σκυλιά μοιάζουν στα αφεντικά τους.

«Σου ετοίμασα ρούχα να φορέσεις το βράδυ», αναφέρει. Τα βγάζει έτοιμα από την ντουλάπα της και εγώ μένω άφωνη. «Ξέρω ότι δεν είχες χρόνο να ψωνίσεις οπότε... ορίστε», τα απλώνει στο κρεβάτι της και διαπιστώνω πως αυτήν την φορά δεν πρόκειται για φόρεμα.

«Σε ευχαριστώ», αδύναμα της λέω και εκείνη επιστρέφει χαρωπή στην αγενή της φίλη. Κλείνω το πρόσωπο στις παλάμες και παίρνω μια βαθιά ανάσα.

Κάτι μου μυρίζει παράξενα... δεν δίνω περαιτέρω σημασία όμως.

Αντί να επικεντρωθώ στο πώς να λύσω τα προβλήματα μου το ρίχνω στα φτιασίδια. Στεγνώνω τα μαλλιά και με αρωματίζω. Το μαύρο κολάν που μου πρόσφερε η Αμελί φέρνει την υφή της δαντέλας και από πάνω μου ταίριαξε έναν δερμάτινο κορσέ που αναδεικνύει έντονα το μπούστο. Κορδόνια δένουν χιαστί το ρηχό του ντεκολτέ και το στήθος διαγράφει μισές καμπύλες σαν τόξα όπως βλέπω στον καθρέφτη.

Δείχνω σέξυ με έναν πολύ ανάρμοστο τρόπο. Ελπίζω το ντύσιμο να μην βάλει σε μπελάδες απόψε για αυτό κρατάω το μακιγιάζ ελαφρύ. Τονίζω τα μάτια και περνώ ελαφρύ, άχρωμο σχετικά κραγιόν στα χείλη που το βαφτίζω με υγρό gloss.

Την ώρα που περνάω κάτι ασημένιους κρίκους στα αυτιά μου ακούω φωνές. Μαλώματα.

Τρέχω γρήγορα να δω τι συμβαίνει μόνο για να δω το αξιαγάπητο σκυλάκι της λατρευτής καλεσμένης από εδώ να αφοδεύει... στο χαλί του σαλονιού... δίπλα στον καναπέ όπου κοιμάμαι. Και σαν να μην έφτανε αυτό διαπιστώνω ότι πρωτύτερα κατούρησε μία από τις γωνίες του διαδρόμου κοντά στο μπάνιο. Να τι μου βρωμούσε λοιπόν.

«Πρέπει να αστειεύεσαι!», αγανακτώ εξαντλημένη. Το κερασάκι στην τούρτα... το κακόμοιρο πρέπει να είναι άρρωστο ή να έφαγε κάτι που το πείραξε γιατί η ανάγκη του...  βγήκε νερουλή.

Και η ιδιοκτήτρια του δεν λέει να τον απομακρύνει. Τον αφήνει να τα κάνει και απλά τον μαλώνει από μακριά.

«Φύγε από εκεί!», κάνω να τον διώξω και αυτός γρήγορα πηδάει στην αγκαλιά της αφεντικίνας του. Πού να σου κατουρήσει την μούρη...

«Κακός Μπέμπι. Πολύ κακός», με κοιτάζει που την κοιτάζω με μάτια γουρλωτά μεγαλύτερα από του σκύλου της. «Δεν μπορεί να κρατηθεί», μου λέει και είμαι στο τσακ να της ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα. «Θες να τα καθαρίσω;», η Αμελί με βλέπει έτοιμη να εκραγώ.

«Έξω. Τώρα!», διατακτικά της λέω και εκείνη αποδοκιμάζει την υπερβολική αντίδραση μου. «Και εσύ και ο σκύλος σου»

«Εντάξει, εντάξει», σηκώνει το ένα χέρι ψηλά σαν να φοβάται ότι θα την χτυπήσω και καλά.

Πρέπει να τρέχω τώρα να καθαρίζω. Είναι ο δικός μου χώρος και συμφωνήσαμε με την Αμελί να αναλαμβάνει η καθεμία τα δικά της. Μόνο που θα την παρακαλούσα να μην με φορτώνει με έξτρα δουλειές. Εκείνη εξάλλου δεν καθαρίζει ποτέ της. Τα πιάτα δεν τα αγγίζει, σκούπα δεν κάνει. Την μπουγάδα της εγώ την βάζω μαζί με τη δική μου.

Και ενώ έκανα γενική πριν από δυο μέρες το σπίτι όλο τώρα ζέχνει...

«Θες να σε βοηθήσω;», η Αμελί έρχεται και με ρωτάει.

«Όχι θα το αναλάβω εγώ», είμαι θυμωμένη μαζί της. Και πολύ μάλιστα για αυτό καλύτερα να μην την βλέπω μπροστά μου. Έχω πολλά φορτωμένα και δεν θέλω να ξεσπάσω πάνω της. «Απλώς άφησε με μόνη για να τα καθαρίσω», της λέω και τρέχω να ανοίξω τα παράθυρα να ξεφορτωθώ την μυρωδιά.

Η Αμελί όντως φεύγει ακολουθώντας την φίλη της στο ισόγειο.

Τέλεια... σκέφτομαι. Εγώ καλλωπίστηκα, ετοιμάστηκα και τώρα πρέπει να καθαρίζω ακαθαρσίες. Ξεκινώ με τον τοίχο ψεκάζοντας και σκουπίζοντας και τρέχω να κανονίσω γρήγορα το χαλί.

Κλείνω τη μύτη και χρησιμοποιώ ό,τι έχω διαθέσιμο. Και βρίζω και ξαναβρίζω εξοργισμένη με όλα όσα έχουν συμβεί σε σημείο που βουρκώνω και η ανάσα μου κόβεται. Δάκρυα εμφανίζονται στις άκρες των ματιών μου αλλά βιαστικά τα απομακρύνω όταν ακούω την εξώπορτα να ανοίγει.

Υποθέτω πως είναι η Αμελί αλλά κάνω λάθος. Είναι ο αδερφός της. Του ρίχνω μια κλεφτή ματιά πάνω από τον ώμο και συνεχίζω να τρίβω μανιασμένα το χαλί.

«Έι», κάνει μια πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια να μου τραβήξει την προσοχή. «Είναι αυτό κάποιο παιχνίδι ρόλων;», λέει αστειευόμενος. «Εσύ παριστάνεις την σεξουλιάρα οικονόμο και εγώ είμαι ο... βιτσιόζος εργοδότης;», έρχεται και χαμηλώνει με τα γόνατα λυγισμένα μπροστά μου με εκείνο το πονηρό χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο του.

«Δεν είναι η ώρα Τέο», λέω τραβώντας πίσω την αλογοουρά που πρόσφατα μάζεψα τα μαλλιά μου να μην με ενοχλούν και σηκώνομαι.

«Εντάξει. Θες να σε βοηθήσω;», φεύγω να πλύνω το σφουγγάρι και να αδειάσω τον κουβά μια τελευταία φορά.

«Όχι. Πήγαινε κάνε τα δικά σου», μόνο ο Τέο μου έλειπε μια τέτοια στιγμή.

«Τα δικά μου;», απορεί και με σταματάει στην αρχή του διαδρόμου. «Έι», με αναγκάζει να τον κοιτάξω και με παρατηρεί ανήσυχος. «Είσαι εντάξει;»

«Ναι. Μια χαρά», σηκώνω τους ώμους και τον προσπερνώ. Έχω μία τελευταία φορά να τρίψω και επειδή κόντεψα να ξεσπάσω σε λυγμούς προτού κάνει την απρόσμενη εμφάνιση του ρουφάω τη μύτη μου.

«Δεν φαίνεσαι έτσι», λέει με τον ένα ώμο στηριγμένο στον τοίχο. Έχει σταυρώσει τα πόδια και περίεργος με επεξεργάζεται.

«Αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αυτό είναι όλο»

«Θες να πάμε μια βόλτα να χαλαρώσεις;», μα καλά δεν τα ξεκαθαρίσαμε οι δυο μας τις προάλλες;

«Έχω δουλειά», ξερά του απαντάω συνεχίζοντας να το τρίψιμο μέχρι που τα καταφέρνω. Ξεφορτώνομαι τα κίτρινα γάντια και αφήνοντας ύστερα τα μαλλιά μου ελεύθερα τα τινάζω.

Κατευθύνομαι να πάρω από το δωμάτιο της Αμελί κάτι ψηλές, μαύρες γόβες με πλατφόρμα. Μένει μόνο το πανωφόρι και είμαι έτοιμη να φύγω.

Αν φυσικά ο Τέο δεν στεκόταν μπάστακας στη μέση του διαδρόμου.

«Τι θέλεις Τέο;»

«Να μάθω τι σου συμβαίνει»

«Τίποτα δεν συμβαίνει. Μια χαρά είμαι! Απλώς θέλω λίγο χώρο, εντάξει;», λέω με τεταμένη φωνή και με κοιτάζει λυπημένος.

«Είναι εξαιτίας μου;», με ρωτάει γέρνοντας ελάχιστα πάνω μου. «Εξαιτίας αυτού που έγινε;», Τέο ειλικρινά δεν θα μπορούσες να αστοχήσεις περισσότερο.

«Θεέ μου», αγανακτώ μουγκρίζοντας στην οροφή. «Δεν έχουν όλα να κάνουν μαζί σου Τέο», αναγκάζεται να παραμερίσει γιατί περνάω με φόρα. «Είχα μια δύσκολη μέρα, ένας σκύλος... έχεσε στο χαλί μου και έτσι όπως πάει θα αργήσω στην δουλειά», ανεπαίσθητα γελάει.

«Θες να σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο;», προτείνει.

«Όχι», ευθύς του απαντάω και περνάω στους ώμους γρήγορα το μαύρο μου παλτό. «Θα μείνεις ή να κλειδώσω;», δεν μου δίνει καμία ξεκάθαρη απάντηση έτσι σκέφτομαι να αφήσω την πόρτα ξεκλείδωτη. Έχει δικό του ζευγάρι κλειδιά εξάλλου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top