Β' Μέρος - Κεφάλαιο (49)

Δεν ξέρω γιατί αλλά έχω την εντύπωση πως είμαι το μόνο άτομο εδώ μέσα που κοιτάζει τριγύρω σαν χαμένο.

Καθόμαστε στην άκρη μιας ευρύχωρης σάλας διακοσμημένη με στοιχεία ευρωπαϊκής καλλιτεχνίας γεμάτη από τραπέζια με κουστουμάτους κύριους και γυναίκες που φοράνε φανταχτερά κοσμήματα.

Ευτυχώς ο Θέμης επέλεξε θέση δίπλα σε ένα από τα μακρόστενα παράθυρα με τα τοξωτά κουφώματα στην κορυφή τους από όπου χύνεται πλούσιο το σεληνόφως.

«Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;», ένας ευγενέστατος κύριος με μπορντό παπιγιόν μας ρωτάει.

«Ναι... Θα πάρω τα χτένια για ορεκτικό, φιλέτο μινιόν για το κυρίως και για την δεσποινίδα...», μου νεύει να συνεχίσω.

«Απλώς την σαλάτα με τους ξηρούς καρπούς», λέω ντροπαλά έχοντας φυσικά δει τις εξωφρενικές τιμές στον κατάλογο.

«Φέρε της την πικάνια. Μέτρια ψημένη και πρόσθεσε την σαλάτα σαν συνοδευτικό», διορθώνει ο Θέμης παραδίδοντας πίσω τους καταλόγους. «Και δύο ποτήρια ημίγλυκο ροζέ. Chateau αν υπάρχει. Αλλιώς ψάξε για Bandol Rose», εντυπωσιακό. Είναι τεχνογνώστης και πάνω στο κρασί ακόμη.

«Μάλιστα κύριε», αποκρίνεται ο σερβιτόρος και ύστερα φεύγει φερόμενος σαν τυποποιημένο ρομπότ. Μόλις έχει απομακρυνθεί αρκετά σκύβω ελαφρώς πάνω στο τραπέζι.

«Καταλαβαίνω πως αυτό το εστιατόριο υποτίθεται ότι είναι εκλεπτυσμένο από γαστρονομικής άποψης αλλά... πενήντα ευρώ για ένα μικρό κομμάτι κρέας;», απορώ και ο Θέμης υπομειδιά. «Δεν το θεωρείτε υπερβολικό;»

«Θα λατρέψεις την γεύση του. Αυτό είναι το μόνο πρέπει να σε απασχολεί»

«Είμαι περισσότερο αγχωμένη για την τιμή του»

«Ρεβέκκα...», ακούγεται έτοιμος να με μαλώσει. «Διανοήθηκες στιγμή ότι θα σε άφηνα να πληρώσεις;», με κοιτάζει ελαφρώς προσβεβλημένος.

«Πρέπει να μιλήσουμε για αυτήν σας την συνήθεια να σπαταλάτε χρήματα χωρίς προφανή λόγο», αναφέρομαι φυσικά στις επιβαρύνσεις που φορτίζεται για χάρη μου. Το ποδήλατο για αρχή είναι ένα τροφαντό παράδειγμα.

«Νομίζω μπορούμε να βρούμε πιο ενδιαφέροντα θέματα να συζητήσουμε όπως... η συγκατοίκηση σου ας πούμε»

«Σοβαρά; Βρίσκετε αυτό ενδιαφέρον;», χλευάζω.

«Είμαι περίεργος να μάθω», δύο σερβιτόροι καταφτάνουν στο τραπέζι μας. Ο ένας για να ακουμπήσει μπροστά μας τα καλογυαλισμένα σερβίτσια κι ο άλλος για να γεμίσει με κρασί τα ποτήρια μας.

«Υπήρξε μια πολύ... ενδιαφέρουσα εμπειρία μέχρι στιγμής», μου σηκώνει ελαφρώς το φρύδι. «Εννοώ μπορεί να γίνει... απαιτητικό», κατεβάζω μια γουλιά από το δικό μου. Πράγμα όχι ιδιαίτερα συνετό μιας και η αίσθηση της αλκοόλης μου ξυπνά συγκεκριμένες αναμνήσεις για ένα πολύ συγκεκριμένο άτομο που τυχαίνει να βρίσκεται απέναντι μου. «Αλλά είναι εντάξει, σε γενικές γραμμές», αν με το εντάξει νοείται πως η συγκάτοικος μου είναι χρήστης κοκαΐνης που με γδέρνει οικονομικά και στον ελεύθερο χρόνο της τρώει τα αγόρια των φίλων της τότε ναι.

Δεν μπορώ να είμαι και εντελώς αχάριστη βέβαια. Στο κάτω κάτω εκείνη μου βρήκε τη δουλειά.

«Μάλιστα», μου απαντάει διόλου πεισμένος.

«Θέλω να πιστεύω ότι θα γίνει ευκολότερο με τον καιρό. Ιδίως τώρα που κατάφερα να βρω δουλειά»

«Σε προσέλαβε κάποια από τις ακαδημίες;», συνοφρυώνομαι μερικώς και τα χείλη μου σχηματίζουν την λέξη όχι. Ο Θέμης παραξενεύεται.

«Δεν τα κατάφερα δυστυχώς»

«Συνέβη κάτι;», δεν τολμώ να του μιλήσω ανοιχτά για το θέμα. Πως η απόφαση του να μην κάνει ο γιος του μεταγραφή στην Βούλα μετά από δική μου φυσικά προτροπή μου στοίχισε την συστατική επιστολή.

Θα αισθανόταν υπεύθυνος για κάτι που δεν έφταιγε στην πραγματικότητα.

«Τίποτε το σοβαρό»

«Πρέπει να είναι. Αλλιώς πρέπει να είναι τρελοί να μην σε δέχτηκαν», χαμογελώ ανεπαίσθητα στο άκουσμα της γλυκιάς του φιλοφρόνησης.

«Είμαι σίγουρη πως είχαν τους λόγους τους», λέω σέρνοντας τον δείκτη πάνω στο κοίλο του ποτηριού σκεπτική.

«Πού προπονείσαι τώρα δηλαδή;», πνίγω ένα γελάκι.

«Πουθενά», απαντώ σηκώνοντας τους ώμους. «Δεν έχω χρόνο για αυτό», στοχάζεται, μοναχός του όπως πάντα. «Μακάρι να είχα, αλλά τα έξοδα πάντα τρέχουν οπότε... πρέπει να τρέξω κι εγώ μαζί τους», με πιάνει το παράπονο και τρίβω τον λαιμό του ποτηριού μου στριφογυρνώντας το άσκοπα. «Στο τέλος της ημέρας... το μόνο που θέλω είναι έναν καλό ύπνο και τελευταία δεν μπορώ να έχω ούτε αυτό», ιδίως μετά που μου τηλεφώνησε η τράπεζα. Φυσικά δεν βοήθησαν καθόλου και οι αδάμαστες σεξουαλικές ορέξεις της Αμελί. «Συγνώμη. Με φέρατε εδώ για να δειπνήσουμε ήρεμα και εγώ σας κλαίγομαι για τα προβλήματα μου»

Ψάχνω να επικεντρώσω την προσοχή αλλού για να πετάξω έξω από την συναισθηματική μου δίνη. Το φαγητό καταφτάνει ζεστό και φρεσκότατο μα δεν μπορώ να βάλω μπουκιά στο στόμα.

«Με τι σε απείλησαν;», ο Θέμης άξαφνα ρωτάει.

«Συγνώμη;»

«Η τράπεζα. Τι απείλησαν να κατασχέσουν;», κουνώ το κεφάλι ασυνείδητα και φέρνω τα χέρια κάτω από το τραπέζι.

«Δεν έχει σημασία. Θα βρω τρόπο να το διορθώσω»

«Δεν σε ρώτησα αυτό», αποφεύγω την επίμονη ματιά του. «Αφορά κάποιο σπίτι;», σφίγγομαι ολόκληρη στη θύμηση της χθεσινής κουβέντας που είχα με εκείνον τον υπάλληλο.

Ο Θέμης μουρμουρίζει με κατανόηση.

«Για τι είδους χρέος μιλάμε;», παίρνω το ποτήρι στα χέρια μου ξανά.

«Δεν νιώθω άνετα να το συζητήσω αυτό μαζί σας», λέω χωρίς καμία διάθεση να τον προσβάλω.

«Τόσο άσχημα», αποκρίνεται και άθελα μου βουρκώνουν τα μάτια.

«Μπορούμε σας παρακαλώ να σταματήσουμε να μιλάμε για το συγκεκριμένο θέμα;»

«Όχι όσο βλέπω πόσο σε απασχολεί»

«Προφανώς και με απασχολεί», αρπάζομαι και λέω. «Εγώ είμαι άλλωστε η αιτία που φτάσαμε ως εδώ. Αν δεν ήταν για εμένα και αυτό το ηλίθιο άθλημα οι γονείς μου δεν θα αναγκάζονταν να πάρουν δάνειο για να με στηρίξουν οικονομικά. Και τώρα η τράπεζα δεν θα απειλούσε να μας πάρει το σπίτι», όταν το ξεφουρνίζω αντιλαμβάνομαι πόσο φριχτό ακούγεται. «Ορίστε! Το είπα. Χαρούμενος τώρα;», ξέρω πως ο Θέμης δεν φέρει ουδεμία ευθύνη αλλά αντί να σκαλίζει τις πληγές μου θα προτιμούσα να μου μιλάει περί ανέμων και υδάτων. Έψαχνα να ξεχαστώ απόψε, όχι να πικραθώ κι άλλο.

«Δεν κατηγορείς στα αλήθεια τον εαυτό σου», το χέρι μου τρέμει ώστε το κρασί στο ποτήρι ταλαντεύεται. «Ρεβέκκα», με αναγκάζει να τον κοιτάξω. «Ο κάθε γονέας είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για το παιδί του ανεξαρτήτως κόστους. Μην θεωρείς τον εαυτό σου υπεύθυνο λοιπόν»

«Εύκολο για σας να το λέτε. Εσείς δεν έχετε ιδέα από προβλήματα σαν τα δικά μου», δεν υπάρχει άλλο κρασί στο ποτήρι μου πλέον και το φαγητό με αναγουλιάζει.

Νομίζω πως ζεσταίνομαι και το φόρεμα το αισθάνομαι σαν μια μεγάλη, θερμική κουβέρτα.

«Ξέρετε... σας ζηλεύω. Εσάς τους πλούσιους ανθρώπους», δεν λογαριάζω ιδιαίτερα τα λόγια που υποκινούν τα συναισθήματα μου. «Δεν έχετε ούτε έγνοιες, ούτε άγχη. Μπορείτε απλά να ξοδεύετε τον χρόνο σας σε μέρη σαν κι αυτό και να τρώτε... μπριζόλα και... πράγματα με παράξενα ονόματα. Εννοώ τι στο καλό είναι το φουαγκρά;»

«Συκώτι χήνας», αποκρίνεται και λέει με μισό χαμόγελο. Δεν έχει πρόθεση να με δασκαλέψει ωστόσο. Το ύφος του είναι το παρήγορο και το βλέμμα του ανήσυχα προσηλωμένο επάνω μου.

«Συγνώμη», συνειδητοποιώ πόσο αχάριστη ακούγομαι. «Συγνώμη», λέω ξανά και σκουπίζω διακριτικά τις άκρες των ματιών μου. «Ξέρω πως έχετε καλές προθέσεις», έτσι νομίζω τουλάχιστον. «Είναι απλώς που... έχω προσπαθήσει τόσο... τόσο σκληρά στη ζωή μου και ποτέ τίποτα δεν δείχνει να καλυτερεύει. Είναι πάντα ένα καινούριο πρόβλημα, ένα καινούριο εμπόδιο», κουνώ το χέρια στον αέρα ζωγραφίζοντας νοερά ένα κύμα μετάβασης. «Απλώς θέλω να σταματήσει», κλαίγομαι και ένα δάκρυ ξεφεύγει πέφτοντας νωχελικά από την άκρη των βαμμένων μου ματόκλαδων.

Το σκουπίζω ευθύς και θυμώνω με τον εαυτό μου που δείχνω τόσο αδύναμη. Τόσο λίγη.

Ο Θέμης εξακολουθεί να με κοιτάζει έντονα με σφιγμένα χείλη. Το φαγητό του όπως και το δικό μου είναι ανέπαφο. Δεν τον ενδιαφέρει η παραμικρή κίνηση γύρω του και δεν λέει να πάρει την ματιά του από το αποκαμωμένο μου πρόσωπο.

Ήτανε μεγάλο λάθος να ξεσπάσω μπροστά του. Αλλά έχει αυτήν την τάση να μου εκμαιεύει πληροφορίες για την προσωπική μου ζωή χωρίς να το θέλω.

Ο Θέμης αναπνέει αργά, σαν θηρίο σε καταστολή.

«Ρεβέκκα... αν μπορούσες να λύσεις όλα σου τα προβλήματα εν μία νυκτί θα το έκανες;», περίεργη τον κοιτάζω.

«Υποθέτω... ποιος δεν θα το έκανε; Αλλά πώς;»

«Στο έχω ξαναπεί. Είμαι ένας άνδρας με μεγάλη αυτάρκεια. Το σπίτι που είδες... θα μπορούσες να μείνεις εκεί και δεν θα χρειαζόταν να νοιαστείς για το νοίκι ξανά. Όσο για το χρέος σου στην τράπεζα... μπορώ να το εξαφανίσω στο δευτερόλεπτο...», χτυπάει τα δάχτυλα και καγχάζω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στο ύψος των ώμων.

«Όχι κύριε Λουκρέζη»

«Μπορώ να φροντίσω να μην ανησυχήσεις ποτέ για κανένα έξοδο», συνεχίζει λέγοντας παρόλες τις αρνητικές μου ανταποκρίσεις. «Μπορώ να σε βοηθήσω Ρεβέκκα»

«Το έχετε ήδη κάνει και με το παραπάνω», του θυμίζω.

«Σκέψου το... πόσο εύκολη η ζωή σου μπορεί να γίνει. Θα έχεις ένα ήσυχο μέρος να μείνεις και ρούχα να φορέσεις... χρόνο να κάνεις ό,τι θελήσεις»

«Δεν θα μπορούσα ποτέ να σας ξεπληρώσω», πράγμα που πρακτικά σημαίνει πως απαλλαγμένη από το ένα χρέος θα έπεφτα σίγουρα σε ένα άλλο. Και επίσης είμαι βέβαιη σχεδόν πως έχει σκοπό να φέρει στο τραπέζι την πρόταση να επιστρέψω στην Αθήνα για να προπονήσω τον γιο του.

«Υπάρχει ένας τρόπος Ρεβέκκα... υπάρχει κάτι που θέλω και μόνο εσύ μπορείς να μου το δώσεις», ξεροκαταπίνω.

«Και τι είναι αυτό;», απορώ. Μόλο που νομίζω ότι γνωρίζω ήδη την απάντηση.

«Εσένα Ρεβέκκα», απαντάει δίχως ίχνος αστείου. «Θέλω εσένα»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top