Β' Μέρος - Κεφάλαιο (46)
Έντεκα αναπάντητες κλήσεις και οχτώ μηνύματα. Τόσα βρίσκω από τον Τέο όταν ξυπνάω τα χαράματα όχι εξαιτίας κάποιου εφιάλτη ή μιας οποιασδήποτε σωματικής δυσφορίας, αλλά από τα βογγητά και τους αναστεναγμούς που έρχονται αδιάκοποι από το δωμάτιο της Αμελί.
Προφανώς σκέφτηκε πως θα ήταν καλό να φέρει την διασκέδαση σπίτι μαζί της χθες βράδυ.
Μόνο που αυτό μου κόστισε τον ύπνο και μάλιστα μια μέρα που τον έχω μεγάλη ανάγκη. Καθώς σήμερα είναι Πέμπτη και το βράδυ πρέπει να βρίσκομαι στη δουλειά οχτώμιση ώρα.
Οι ώρες στη σχολή περνάνε εξωφρενικά αργά. Μάλιστα στη διάρκεια της τελευταίας το κεφάλι μου κρεμάει και εγώ γέρνω στον διπλανό συμφοιτητή μου. Ένα κατσαρομάλλικο, ντροπαλό παιδί μεσαίου αναστήματος.
Ζητώ άδεια να φύγω να πάω στο μπάνιο και βρέχω το πρόσωπο μου με κρύο νερό μπας και ξυπνήσω. Μα μου είναι αφόρητα δύσκολο.
Περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία να την πέσω στον καναπέ και να ρίξω έναν ύπνο τρικούβερτο. Όταν όμως ανοίγω την πόρτα βρίσκω το αγαπημένο ζευγαράκι αραχτό στον καναπέ ντυμένο μονάχα με τα εσώρουχα να καπνίζει μαριχουάνα και μάλιστα με κλειστά παράθυρα.
Το σπίτι ζέχνει. Ζέχνει και αισθάνομαι σαν να πάτησα το πόδι σε καπνιστήριο της δεκαετίας του '30.
«Έλεος, Αμελί!», της φωνάζω τρέχοντας να ανοίξω την μπαλκονόπορτα και εκείνη αποκρίνεται με ένα ζαβλακωμένο χαμόγελο. Το ίδιο και ο Κώστας.
«Έλα ρε Μπέκι. Άραξε και εσύ μαζί μας», μου ζητάνε ενόσω βήχω και προστατεύω τις αναπνευστικές μου οδούς με μία μπλούζα που βρίσκω πρόχειρη.
Δεν μπορώ να μείνω εκεί μέσα. Έτσι φεύγω να καθίσω σε μια καφετέρια παίρνοντας μαζί τον υπολογιστή και ένα βιβλίο να διαβάσω. Το κινητό μου κουδουνίζει διακόπτοντας τον οιρμό μου.
Περίεργο. Ο αριθμός είναι άγνωστος. Ποιος να είναι τέτοια ώρα.
«Παρακαλώ;»
«Η κυρία Ρεβέκκα Ζαφειρίου;», ένας άνδρας με ρωτάει σε τελείως τυπικό και επίσημο ύφος.
«Η ίδια»
«Σας παίρνουμε τηλέφωνο από την Τράπεζα Πειραιώς για ένα δάνειο ανεξόφλητο...», λέει και η ματιά μου στυλώνεται κάπου πέρα και αόριστα. Το αίμα στις φλέβες μου παγώνει. «... στο όνομα του αποθανόντα πατέρα σας», ακούγεται να ξεφυλλίζει έντυπα. «Κύριο Δημήτρη Ζαφειρίου;»
«Ναι σωστά», απαντώ μηχανικά.
«Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως δεδομένης της καθυστερημένης εξόφλησης του υπολοίπου η τράπεζα θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας σας», το κινητό οριακά μου πέφτει από τα χέρια.
«Συγνώμη. Πώς είπατε;»
«Η οικία σας δεσποινίς Ζαφειρίου. Το σπίτι που είναι γραμμένο στο όνομα του πατέρα σας», κατόπιν είναι λες και το κέντρο του εγκεφάλου μου που είναι υπεύθυνο για την σύλληψη του νοήματος των λέξεων βραχυκυκλώνει. Ο τύπος μιλάει και λέει για ειδοποίηση έξωσης κι άλλα τραγικά πράγματα, ενώ εγώ νομίζω πως παθαίνω κρίση πανικού.
«Τι εννοείτε; Δεν...», τα μάτια μου βουρκώνουν. «Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό. Δεν μπορείτε να μας πάρετε το σπίτι»
«Μπορούμε. Και θα το κάνουμε. Νομικά κιόλας, εκτός φυσικά και αν καταφέρετε να εξοφλήσετε το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων εντός τριάντα ημερών», δάκρυα κυλάνε στο μάγουλο μου.
«Δεν μπορώ να βρω αυτά τα χρήματα. Σας παρακαλώ πρέπει να με βοηθήσετε. Χρειάζομαι κάποιον χρόνο»
«Η μητέρα σας έχει εξαντλήσει κάθε χρονικό περιθώριο της προθεσμίας αυτής δεσποινίς», αντιγυρίζει ψυχρότατος αυτός.
«Η μητέρα μου;», καγχάζω. «Η μητέρα μου γνωρίζει για αυτό;», τώρα εξηγούνται όλα. Ώστε για αυτό ήτανε τόσο φορτισμένη στο τηλέφωνο τις προάλλες. «Η μητέρα μου... είναι μια γυναίκα μόνη, που ακόμη θρηνεί την απώλεια του έρωτα της ζωής της. Και εσείς... της τηλεφωνείτε... και την απειλείτε;», ο τόνος της φωνής μου είναι υψωμένος, σχεδόν απειλητικός. «Εσείς... Μπάσταρδοι!»
«Δεσποινίς Ζαφειρίου δεν υπάρχει λόγος να μιλάτε έτσι», ο υπάλληλος στην άλλη γραμμή κάνει τις γνωστές νύξεις. Αδιαφορώ για τα σιχαμερά τους πρωτόκολλα.
«Μην διανοηθείτε και καλέσετε εμένα και τη μητέρα μου ξανά», τον προειδοποιώ και κλείνω ευθύς το τηλέφωνο το οποίο κοπανάω με την οθόνη πάνω στο τραπέζι. Αυτό όμως χτυπάει μες στο επόμενο λεπτό. «Είπα μην διανοηθείτε και με καλέσετε ξανά παλιοκαθίκια τραπεζίτες», έξαλλη φωνάζω.
Μια απαλή φωνή, βελούδινη, σχεδόν τραγουδιστή ηχεί στην άλλη γραμμή.
«Την τελευταία φορά που κοίταξα εξακολουθούσα να είμαι ιδιοκτήτης ξενοδοχείου», και μάλιστα γνωστή.
«Κύριε Λουκρέζη;», έκπληκτη αναφωνώ στο ακουστικό.
«Χαίρομαι που ακούω την φωνή σου Ρεβέκκα», τελευταία φορά που τον άκουσα ήταν εκείνο το βράδυ μετά από το ανεπίτρεπτο φιλί. Αγγίζω τα χείλη μου ασυνείδητα.
«Χίλια συγνώμη», λέω και καλύπτω το στόμα μου με το χέρι. «Εγώ δεν... Δεν προοριζόταν για εσάς αυτό που είπα», το αιθέριο γέλιο του με καθησυχάζει.
«Μην ανησυχείς. Το κατάλαβα. Πώς είναι τα πράγματα εκεί πάνω;»
«Καλά...», λέω διστακτικά. «Υποθέτω»
«Απλώς καλά;», στενάζω διακριτικά να μην ακουστώ στην άλλη γραμμή.
«Μια χαρά», από τον λαιμό του βγαίνει ένα αποδοκιμαστικό μουρμουρητό.
«Σε πήρα να σου πω ότι πετάω για Θεσσαλονίκη την Παρασκευή. Και σκοπεύω να μείνω για το Σαββατοκύριακο», μπαίνει γρήγορα στο ψητό και νιώθω να κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. «Πιστεύεις θα έχεις χρόνο το Σάββατο να παίξουμε ένα ματς οι δυο μας;», κομπιάζω. Τελευταία φορά που βρεθήκαμε μόνοι καταλήξαμε να φιλιόμαστε σαν εραστές χαμένοι από καιρό.
Θέλω να του αρνηθώ. Το ξέρω πως πρέπει. Όμως δεν μπορώ να το κάνω εφόσον με έχει υποχρεώσει.
«Ναι. Φυσικά»
«Θέλεις κάποια συγκεκριμένη ώρα;»
«Οτιδήποτε πριν τις έξι»
«Τέλεια. Κλείνω τότε το γήπεδο και σε κρατώ ενήμερη», οι δυο μας αποχαιρετιόμαστε και εκείνο το κακό προαίσθημα σφίγγει γύρω από τον λαιμό μου σαν κάποιο αόρατο ζωνάρι.
Μέχρι την επόμενη φορά...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top