Β' Μέρος - Κεφάλαιο (41)
Η Αμελί με καθοδηγεί στις μπροστινές θέσεις του μπαρ για να με παρουσιάσει στον κυρ Μπάμπη ο οποίος τρίβει ένα μεγάλο ποτήρι μπίρας με ένα στεγνό πανί. Με σκανάρει από την κορφή ως τα νύχια. Και ύστερα φτύνει... σαν σκληροτράχηλος τύπος που είναι.
«Λοιπόν, τι λες;», η Αμελί εύθυμα τον ρωτάει.
«Λέω πως... τα ράσα δεν κάνουν τον παπά», λέει με ένα σκληρό χαμόγελο και φεύγει από κοντά μας να εξυπηρετήσει κάπου. Κατεβάζω τα μούτρα απογοητευμένη.
«Στο είπα», της λέω αποθαρρυνμένη μα εκείνη δεν είναι πρόθυμη να τα παρατήσει.
«Δώσε μας μια γύρα σφηνάκια», παραγγέλνει στον νεαρό σερβιτόρο πίσω από τον πάγκο. «Εδώ», μου παραχωρεί το πρώτο μικρό ποτηράκι. «Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις»
«Θα το μετανιώσω;», την ρωτάω καθώς κατεβάζω το πρώτο και ο λαιμός μου φλέγεται. Πίνει και η Αμελί μαζί μου ταυτόχρονα.
«Σίγουρα! Αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσεις», τι σόι σχέδιο είναι αυτό και γιατί συμφώνησα εξαρχής;
Μέχρι να με χτυπήσουν τα πρώτα τρία σφηνάκια η Αμελί προλαβαίνει να μου εξιστορήσει μια αστεία ιστορία, όταν πιάνω την ματιά του Κωστά καρφωμένη απάνω της.
«Οπότε... δεν μου είπες, τι παίζει με εσένα και τον Κώστα;», βρίσκω το θάρρος να την ρωτήσω.
«Τίποτα», σηκώνει τους ώμους. «Εμείς απλώς... διασκεδάζουμε», κάτι που σε διαφορετική περίπτωση θα επικροτούσα.
«Η Σίσι δεν είναι φίλη σου;»
«Είναι αλλά ο Κώστας είναι καυτός οπότε... Θα καταλάβει», βαθιά μέσα μου προσεύχομαι να ευθύνεται το ποτό για αυτά που λέει. Οι πρόσφατες εμπειρίες μου ωστόσο προδικάζουν το αντίθετο.
«Γεια σου», ένας άγνωστος άνδρας κάνει δίπλα μου την εμφάνιση του.
«Γεια σου και σένα», στρέφομαι για μια στιγμή να τον χαιρετήσω και επανέρχομαι στην Αμελί. Πίσω από εκείνη βρίσκεται ακόμη ένας που όπως υποθέτω είναι φίλος του.
«Είστε μόνες σας κορίτσια;», ρωτάει πονηρά ο τελευταίος.
«Εγώ όχι. Αλλά η φίλη μου είναι», λέει δίνοντας θάρρος στον δικό μου διεκδικητή.
«Θες μήπως να χορέψουμε;», κάνω να αρνηθώ όμως η Αμελί με σπρώχνει σχεδόν από την καρέκλα.
«Πήγαινε μαζί του», μου σφυρίζει στο αυτί. «Κάνε καλή εντύπωση», νεύει στο μέρος του κυρ Μπάμπη και αναστενάζω. «Και εξάλλου είναι χαριτωμένος», πράγμα στο οποίο δεν διαφωνώ αλλά και πάλι.
«Εντάξει», ξεστομίζω και φεύγω παρέα με το άγνωστο αγόρι το οποίο αναγκάζομαι να κρατώ συνεχώς σε απόσταση. Δεν κάνω προκλητικές κινήσεις ούτε και χορεύω κουνώντας το κορμί μανιασμένα όπως οι περισσότεροι που βλέπω για να μην του δώσω αέρα.
«Από εδώ είσαι;», με ρωτάει προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τη μουσική.
«Όχι, από Κρήτη»
«Α έτσι εξηγείται»
«Ποιο;», τον ρωτάω εξακουλουθώντας να χορεύω απαλά και συγχρωτισμένα με τον ρυθμό.
«Που είσαι τόσο όμορφη», νάτο και το κοπλιμέντο. «Οι Κρητικές ξέρω είστε ανάρπαστες»
«Αλήθεια; Είναι τόσες που γνωρίζεις και έχεις βγάλει τα συμπεράσματα σου;», δοκιμάζω να τον φέρω σε δύσκολη θέση μπας και τον απομακρύνω.
«Όχι, το ξέρω επειδή κάνω συχνά ταξίδια εκεί για διακοπές. Το νησί σας είναι φοβερό», είναι το άτιμο πράγματι. Πάντως μπράβο του για το σώσιμο. Μου το γύρισε ο παίκτης. «Από ποιο μέρος;», συνεχίζει την κουβέντα.
«Χανιά», κοφτά του απαντάω.
«Έμεινα στη Σούδα ένα χρόνο για υπηρεσία. Οι καλύτεροι δώδεκα μήνες της ζωής μου», ονειροπαρμένος μου λέει και νομίζω πως σοβαρολογεί.
Τουλάχιστον με καταφέρνει να τον συμπαθήσω ώστε χορεύουμε μαζί τα δύο επόμενα τραγούδια.
«Δεν μου είπες για εσένα», εγώ τώρα κάνω νύξη για συζήτηση.
«Δεν με βλέπεις ρε κούκλα μου, γέννημα θρέμμα Σαλονικιός», γεμάτος έπαρση λέει αλλά εντάξει από την επιτηδευμένη πόζα που παίρνει ξαλαφρώνει τον αλαζονικό του τόνο.
«Η Θεσσαλονίκη συναντάει την Κρήτη λοιπόν», σχολιάζω.
«Ναι... και είναι εκρηκτικός ο συνδυασμός μαθαίνω», λέει με το φρύδι σηκωμένο και εγώ κάνω ένα βήμα προς τα πίσω γελώντας διακριτικά.
Δεν θέλω να φουσκώσουν τα μυαλά του.
Πέφτω πάνω σε κάποιον και αντιδραστικά στρέφομαι να του ζητήσω συγνώμη.
«Διακόπτω κάτι;», ο Τέο με έννοια ρωτάει καρφώνοντας με την οξεία του ματιά μία εμένα και μία τον Γιώργο. Ο Τέο δείχνει βαρύς άνδρας με το δερμάτινο μπουφάν του και το αγριωπό του στιλάκι.
«Ναι!», αποκρίνομαι εγώ και στρέφομαι στον Γιώργο που δείχνει μπερδεμένος, ξεκάθαρα ενοχλημένος όχι όμως και πρόθυμος να τα βάλει μαζί με κάποιον σαν τον Τέο για ένα κορίτσι που μόλις γνώρισε.
«Εγώ θα... πάω να κάτσω λίγο στο μπαρ», λέει ο Γιώργος. Πρακτικά την κάνει με αλαφρά πηδηματάκια.
«Γιατί τον ανάγκασες να φύγει;», αποπαίρνω τον Τέο για την ξαφνική του παρέμβαση. Εκείνος με πλησιάζει και με γατίσια χάρη με συμπαρασέρνει σε έναν πολύ ήπιο και συγκρατημένο χορό καθώς σκανάρει τον χώρο για να βεβαιωθεί πως ο Γιώργος έχει απομακρυνθεί. «Τέο!», του φωνάζω λίγο πιο δυνατά κεντρίζοντας επιτέλους την προσοχή του. «Τι στο καλό σε έπιασε τώρα ξαφνικά;»
«Δεν τον ήθελα άλλο κοντά σου»
«Δεν νομίζεις πως αυτή ήταν δική μου απόφαση να την πάρω;»
«Όχι», λέει και ξεφυσώ από τη μύτη κουνώντας το κεφάλι. Κάνω να φύγω αλλά ο Τέο με τραβάει πίσω κρατώντας σφιχτά τον καρπό μου.
«Μην με αγγίζεις», οριακά του φωνάζω. Δεν μου δίνει την εντύπωση πως με φοβάται γιατί με πλησιάζει και ενώνει το μέτωπο του με το δικό μου.
«Εξακολουθείς να είσαι θυμωμένη μαζί μου;», η φωνή του με γαργαλάει και θέλοντας να τον αποθαρρύνω από το να φιλήσει τον λαιμό μου σηκώνω ψηλά τον αριστερό μου ώμο.
«Όχι», γελάει.
«Ναι είσαι. Αλλά γιατί;»
«Επειδή έδιωξες τον καινούριο μου φίλο», ψεύδομαι.
«Ναι καλά», είμαι πράγματι τόσο κάκιστη σε αυτό;
«Πού είναι η γλυκιά, χαριτωμένη σου κοπελίτσα; Από όσο θυμάμαι έχω μερικούς, αξεκαθάριστους λογαριασμούς μαζί της», αρπάζομαι και λέω.
«Πουθενά εδώ τριγύρω. Έχω τελειώσει με αυτήν», πνίγω ένα γελάκι.
«Επειδή την έχεις ήδη δοκιμάσει σωστά;», καυστική αντιγυρίζω. «Και τώρα που το έκανες σου έχει περάσει το ενδιαφέρον»
«Νομίζω πως σου είπα να μην δίνεις σημασία σε όσα σου λέει η αδερφή μου»
«Και γιατί όχι; Στο κάτω κάτω ίσως και να προσπαθεί να με προστατεύσει», κάνω να την υπερασπίσω.
«Από τι; Από μένα;», με ρωτάει και νομίζω πως αισθάνεται προσβεβλημένος. «Πιστεύεις πως είμαι επικίνδυνος;», απέλπιδα σχεδόν με ρωτάει.
«Όχι», γλυκά του απαντάω στην αρχή και ύστερα συνέρχομαι. «Δεν ξέρω. Ούτε που σε γνωρίζω»
«Μπορείς να με μάθεις»
«Δεν νομίζω πως θέλω», προσπαθώ να ελαφρύνω τον τόνο που συνοδεύει τα σκληρά μου λόγια. Τα χέρια του πέφτουν από πάνω μου και κάνω να απομακρυνθώ.
«Αυτό είναι καινούριο. Δεν μου έδωσες αυτήν την εντύπωση όταν με φίλησες τις προάλλες», πετάγεται και λέει μόλις έχω προχωρήσει δυο βήματα τα οποία ισοπεδώνει στην στιγμή.
«Έπαιζα απλώς σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Όπως ακριβώς έκανες και εσύ αν δεν απατώμαι», δεν με αφήνει να του ξεφύγω και με κυνηγάει επάνω στη στριφογυριστή σκάλα.
Μου κόβει τον δρόμο προς το μπάνιο τεντώνοντας το χέρι δίπλα στην κάσα της πόρτας.
«Μπορούσες να αρνηθείς. Μπορούσες να σηκωθείς και να φύγεις»
«Όπως και έπρεπε να είχα κάνει. Για αυτό και δεν θα επαναλάβω το ίδιο λάθος δύο φορές», μπαίνω μες στις γυναικείες και ο κύριος αδιάντροπος από εδώ με ακολουθεί στο εσωτερικό τους.
«Έξω», προστάζει δυο γυναίκες που φρεσκαρίζονται μπροστά στον καθρέφτη.
Το μπάνιο μάλλον ήτανε ανόητη επιλογή. Χρειάζομαι φρέσκο αέρα και ένα παγκάκι να καθίσω. Αυτά τα τακούνια με πεθαίνουν.
«Για όνομα πια. Μπορείς να μου δώσεις πέντε λεπτά ιδιωτικότητας;», γυρνώ και του φωνάζω αγανακτισμένη. Το κεφάλι μου γυρίζει σαν σε παιχνίδι λούνα παρκ.
Πρέπει να υποσχεθώ στον εαυτό μου να μην ξαναπιώ ποτέ στη ζωή μου. Το αλκοόλ κάνει το αίμα μου να βράζει.
«Όχι μέχρι να μου δώσεις μια απάντηση»
«Για τι πράγμα;»
«Για ποιον λόγο συμφώνησες να με φιλήσεις;», με ρωτάει.
«Δεν σήμαινε τίποτα», του κόβω την φόρα. «Για αυτό σταμάτα να ελπίζεις», συμπληρώνω εκνευρίζοντας τον και τότε σαν να έχω περάσει κάποιο αδιάβατο όριο χαμηλώνει και μου λέει.
«Σίγουρα δεν θα σε πειράξει να το επαναλάβουμε τότε», και με αυτό γέρνει επάνω μου να με φιλήσει άγρια με αρκετά περισσότερη ορμή από την προηγούμενη φορά και δεν τολμώ να ανταποδώσω στο φιλί μόλο που το θέλω... ελάχιστα αλλά και πάλι. Έτσι τον χαστουκίζω με δύναμη να με αφήσει.
Τα μάτια του αστράφτουν επικίνδυνα στο μισοσκόταδο. Δεν ξέρω ποιο μέρος του κορμιού μου με προδίδει πάντως κάνει να εφορμήσει στο μέρος μου ξανά και αυτήν τη φορά όταν πάω ξανά να τον χτυπήσω προλαβαίνει και πιάνει το χέρι μου στον αέρα.
Στριγγλίζω χαμηλόφωνα όταν γραπώνει και το δεύτερο και ύστερα ενώνει τα δυο μου χέρια σε μια σφιχτή λαβή χαμηλά κρατημένη πίσω μου στο ύψος του κόκκυγα.
Με το ελεύθερο δικό του συγκρατεί τον σβέρκο μου.
«Άφησε με», απαιτώ ξανά. Τα στόματα μας απέχουν ελάχιστα εκατοστά το ένα από το άλλο. «Αυτήν τη στιγμή»
«Αλλιώς;», με ρωτάει σέρνοντας τα χείλη του πάνω στα πρησμένα δικά μου. Στην ιδέα και μόνο να με φιλήσει ξανά τα μάτια μου κλείνουν και τα κατώτερα ένστικτα αφυπνίζονται. Όταν τα ανοίγω ξανά είμαι σίγουρη πως έχω προδοθεί.
«Θα σε χτυπήσω ξανά», τον προειδοποιώ.
«Με τι;», ρωτάει υποδεικνύοντας σε πόσο ευάλωτη θέση βρίσκομαι.
«Εξακολουθώ να έχω τα πόδια μου», τα οποία με άνεση θα εκσφενδονίσω στο μέρος του. Όταν όμως το κάνω η λαβή του απελευθερώνει τα χέρια μου και έρχεται και κλειδώνει χαμηλά πίσω από την άρθρωση του γονάτου συγκρατώντας το πόδι ψηλά.
Ο Τέο πιέζει τον εαυτό του επάνω μου και τότε συρίζει κοντά στο αυτί μου.
«Μόλις στα ανοίξω για να χωθώ ανάμεσα τους θα φροντίσω να μην έχεις ούτε αυτά», είναι στενή η πολιορκία του, ακόμη πιο αξιοθαύμαστη η επιμονή του. Με βλέπει που ρίχνω τις άμυνες μου καθώς επεξεργάζομαι τις προοπτικές αυτής της σχέσης οπότε βρίσκει την ευκαιρία να συμπλέξει τα στόματα μας σε ένα ακόμη φιλί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top