Β' Μέρος - Κεφάλαιο (40)

Βγάζει από την κρεμάστρα και μου πετάει ένα λεπτοΰφαντο φόρεμα, κοντό που φτάνει λίγο κάτω από τα μπούτια και φέρει μαρμάρινη όψη με χρώματα του μπλε και πράσινου ανακατεμένα. Έχει ψηλό λαιμό και η κόψη του μακριού του μανικιού στο τελείωμα ανοίγει σαν γαρύφαλο.

Του ρίχνω μια ματιά και ύστερα το κάνω στην άκρη.

«Δεν μπορώ να το φορέσω αυτό»

«Ναι. Μπορείς», με κοιτάζει επίμονα και λέει.

«Δεν νομίζω πως έχω αρκετή αυτοπεποίθηση»

«Είσαι παλαβή»

«Μα αυτό είναι διαφανές σχεδόν»

«Αυτό είναι το νόημα», της σηκώνω το φρύδι και εκείνη σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος με κοιτάζει και λέει. «Συμφωνήσαμε πως αυτό θα πετύχει μονάχα αν κάνεις ό,τι σου πω και χωρίς να φέρεις αντιρρήσεις», μου θυμίζει.

«Σίγουρα έχεις καταχωνιασμένο κάπου μες στην στην ντουλάπα σου κάτι λιγότερο προκλητικό»

«Τίποτα αρκετά καλό αν είναι να τραβήξεις την προσοχή του αφεντικού», δεν απολαμβάνω ιδιαίτερα την επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιεί. «Και δεν είναι προκλητικό», με μαλώνει με τρόπο. «Είναι σέξυ», με διορθώνει στρατεύοντας εκείνο το ακαταμάχητα γοητευτικό της ύφος.

«Καλά», ξεφυσάω ηττημένα για πολλοστή φορά απόψε. Την πρώτη συνέβη επειδή μου πήρε τα μαλλιά με μασιά. Δεν περίμενε φυσικά πόσο χαμηλά θα κατέβαινε το μαλλί μου στην ίσια του μορφή πράγμα που την δυσκόλεψε να το σηκώσει ψηλά σε μια αψεγάδιαστη αλογοουρά.

«Τέλεια!», επικροτεί τον εαυτό της με παλαμάκια. «Σου έχω και ασορτί παπούτσια να φορέσεις», σκύβει χαμηλότερα και ψάχνει μέσα σε ένα τεράστιο σορό από γόβες και πλατφόρμες να μου βρει το ιδανικό ζευγάρι.

Μου παραδίδει στο χέρι δύο μαύρα ψηλοτάκουνα πέδιλα. Μειδιώ στη σκέψη και μόνο να τα φορέσω αυτά. Αλλά η Αμελί δεν έχει την δική μου αίσθηση του χιούμορ.

«Και πού είσαι; Θα με αφήσεις να σε βάψω», ανοίγω το στόμα έτοιμη να αρνηθώ την προσφορά της αλλά ξέρω πως δεν πρόκειται να δεχτεί ουδεμία αντίρρηση. «Φόρεσε τώρα το φόρεμα να σε δω», ξεφυσώ παραδιδόμενη στην στυλιστική της επιμέλεια.

Δεν έχω ιδέα τι ρίχνει και τι βάζει στο πρόσωπό μου ώσπου με ενθαρρύνει να κοιτάξω στον καθρέφτη. Και το σαγόνι μου πέφτει επειδή μέσα από το τζάμι με κοιτάζει μία ξένη.

Το πρόσωπό μου λάμπει και τα χείλη μου δείχνουν γεμάτα και ζουμερά, το φόρεμα αγκαλιάζει το κορμί μου αναδεικνύοντας το κλεψυδρωτό του σχήμα και τα μαλλιά μου θαρρείς τα γέμισα εξτένσιον.

«Είναι κρίμα μόνο που δεν προλάβαμε να σου κάνουμε κάνα μανικιούρ», κοιτάζω προς τα νύχια μου και διαπιστώνω πως έχει δίκιο. Τα δάχτυλά μου φαίνονται παραμελημένα και σίγουρα δεν ταιριάζουν με το λοιπό σύνολο. «Αλλά εντάξει δεν νομίζω να χαλαστεί κανένας με την εικόνα των χεριών σου», λέει με έννοια καθώς κοιτάζει το είδωλο μου στον καθρέφτη. «Λοιπόν, νιώθεις έτοιμη;»

«Όχι», παραδέχομαι σκούζοντας σαν μικρό γατί. Εκείνη γελάει και σηκώνεται λίγο να φέρει κάτι πράγματα δικά της από το μπάνιο.

Δεν έχω ιδέα ποια είμαι ή πώς δείχνω ντυμένη έτσι. Προφανώς και μπορώ να με δω στον καθρέφτη αλλά... με εκφράζει αυτό που φοράω;

Σε μια δεύτερη σκέψη συλλογίζομαι πως δεν τίθεται θέμα ατομικής ανακατεύθυνσης. Ο μόνος λόγος που το κάνω είναι επειδή θέλω να κλείσω την δουλειά.

Επανεμφανίζεται να ολοκληρώσουμε με την περιποίηση των άκρων. Δεν είχα ιδέα πως η αισθητική μπορούσε να αποβεί τόσο επίπονη διαδικασία. Δεν θα το κρύψω πως δάκρυσα στο βγάλσιμο των φρυδιών με κλωστή.

Την αφήνω να μου περιποιηθεί τα δάχτυλα των χεριών αλλά όταν πάει να κάνει το ίδιο και για τα πόδια τραβάω το αριστερό μου από ένστικτο.

«Καλύτερα όχι τα πόδια», της λέω φριχτά ντρεπόμενη για την άθλια εμφάνισή τους. Δεν ξέρω κατά πόσο εξοικειωμένη είναι με την έννοια πόδι του αθλητή αλλά σίγουρα δεν θα της είναι ευχάριστο θέαμα. Και δεν θέλω να αηδιάσει βλέποντας τις πληγές και τα σημάδια που έχουν αφήσει οι φουσκάλες.

Ευτυχώς δεν με πιέζει βλέποντας την αντίδρασή μου και είμαι ευγνώμων. Κατανεύει με κατανόηση.

«Είσαι έτοιμη τότε. Μπορείς να φορέσεις τα παπούτσια», και το κάνω και σχεδόν πέφτω κάτω. «Δοκίμασε λίγο να τα περπατήσεις μήπως και τα συνηθίσεις», το μήπως είναι μια πολύ πιθανολογική έννοια.

Χριστέ μου, πώς αντέχουν οι γυναίκες και περπατάνε πάνω σε αυτά τα ξυλοπόδαρα του ολέθρου με τις ώρες; Δεν μπορώ ούτε τη μέση μου να ορθώσω.

Ύστερα από ένα βασανιστικό πεντάλεπτο το περπάτημα μου δεν έχει καλυτερεύσει.

«Θα το βρεις στην πορεία. Τώρα έλα», λέει και καλεί να μας παραλάβει ένα ταξί που μας αφήνει έξω από το Veronica κατά τις έντεκα παρά.

Έχει μάλιστα κλείσει και τραπέζι όπου μας περιμένει η παρέα της με πρόσωπα γεμάτα έξαψη. «Σας παρουσιάζω την νέα και ανανεωμένη Ρεβέκκα Ζαφειρίου», προσθέτει με ένα πολύ δραματικό τόνο.

Έχω συνηθίσει να με επευφημούν και να με χειροκροτούν στις βραβεύσεις έτσι αποδέχομαι ταπεινά τα κομπλιμέντα τους.

Η Ροδούλα σηκώνεται να με θαυμάσει και πειράζει την μακριά μου αλογοουρά. Η Βάγια παρά την παγερή της έκφραση δείχνει όσο συνεπαρμένη μπορεί.

Ο Κώστας ευτυχώς είναι εγκρατής και με κολακεύει με ένα επιδοκιμαστικό νεύμα. Καταλαβαίνω πως απόψε έχει μάτια μόνο για την Αμελί, ενώ γρήγορα προσέχω πως η Σίσι είναι άφαντη.

«Ξεπέρασες τον εαυτό σου Αμελί», την επαινεί καθώς εκείνη παίρνει μια θέση δίπλα του και αρπάζει να καπνίσει το αναμμένο τσιγάρο από το στόμα του.

«Θαύματα μπορούν να συμβούν», λέει κλείνοντας μου το μάτι. Φυσάει ένα βραχύβιο σύννεφο καπνού που εξανεμίζεται γρήγορα στην ατμόσφαιρα.

Θεωρώ πως το σχόλιο της είναι καλοπροαίρετο με μια δόση χιούμορ.

Ο Μάριο ωστόσο, δεν μασάει ούτε τα λόγια ούτε και τις αντιδράσεις του. Θα πρέπει να τον έχω υπό έλεγχο απόψε.

«Θα καθίσεις μαζί μου Ρεβέκκα;», ο Μάριο ανυπόμονα ζητάει και η Αμελί τινάζει το πόδι να τον χτυπήσει.

«Μάζεψε τα δόντια σου τίγρη», τον προειδοποιεί εκείνη και όπως τρώει λίγο το κράξιμο από τους φίλους του εγώ προσέχω τον Τέο που μας πλησιάζει κοιτώντας στο μέρος μου επίμονα.

«Ουάου!», λέει όσο διακριτικά μπορεί μόλις σταματάει να σταθεί μπροστά μου.

«Τι;», η ένταση στο βλέμμα του με κάνει και νιώθω άβολα.

«Πρώτη φορά που σε είδα με έκανες να φαντασιώνομαι, την δεύτερη να αναρωτιέμαι αλλά τώρα... τώρα νομίζω πως αρχίζω να σε ερωτεύομαι», λέει και θέλω να πιστεύω πως όσο περισσότερο εκτίθεμαι στην ακαταμάχητη γοητεία του τόσο θα ενισχύεται και η ανοσία μου σε εκείνον.

«Λοιπόν εγώ αναρωτιέμαι πόσα κορίτσια πρέπει να έχεις ρίξει για να είσαι τόσο καλός με τα λόγια», αντιγυρίζω και λέω με ψυχρή φωνή.

«Δεν είμαι καλός μόνο με τα λόγια», χαμογελάει και γέρνει για να μου μουρμουρίσει σιγανά ώστε να τον ακούω μονάχα εγώ. «Αλλά νομίζω πως αυτό το έχεις καταλάβει ήδη», με κοιτάζει. Ο χρόνος ξανά κυλάει επιβραδυμένα και νομίζω πως αν δεν υπήρχαν τόσοι δικοί μας γνωστοί τριγύρω ίσως και να επαναλαμβάναμε εκείνο το πρώτο φιλί. «Θα χορέψεις μαζί μου γατούλα;», μου νεύει ρωτώντας με και το σαχλό ψευδώνυμο που μου έχει προσάψει με χτυπάει κατακούτελα.

Ξαφνικά θυμάμαι για ποιον λόγο τον απέφευγα όλη την βδομάδα παρά τις συνεχείς του προσπάθειες να βρεθούμε.

«Όχι. Ίσως κάποια άλλη φορά», κάνω να του ξεγλιστρήσω όμως το μόνο που πετυχαίνω είναι να τον εκνευρίσω.

«Θα συνεχίσεις για πολύ ακόμη το ίδιο τροπάρι;», με αποπαίρνει.

«Ποιο τροπάρι;»

«Αυτό που με αποφεύγεις χωρίς λόγο», υιοθετώ ένα δήθεν ανήξερο ύφος.

«Δεν σε αποφεύγω», σαν να μασάει κουνάει τα σαγόνια του και ύστερα γελάει χλευαστικά.

«Μάλιστα», φέρνω θυμωμένη τα χέρια στο στήθος.

«Δεν καταλαβαίνω τον τόνο σου»

«Και εγώ την συμπεριφορά σου», το πάει για τσακωμό. Ευτυχώς που η Αμελί επεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή.

«Κορίτσι;», με κρατάει από τον ώμο. «Πάμε να σε δει και το αφεντικό;», δεν βλέπω την ώρα να φύγω από εκεί.

Όταν ρίχνω μια κλεφτή ματία πίσω μου ο Τέο μοιάζει με αγρίμι έτοιμο προς εξαπόλυση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top