Α' Μέρος - Κεφάλαιο (8)

Προλαβαίνω να κάνω ένα γρήγορο ντουζ και βγαίνοντας στην είσοδο τον εντοπίζω στο πλευρό της μαύρης γυαλιστερής μερσεντές με τις αστραφτερές ζάντες. Η εσωτερική της επένδυση αποδεικνύεται αντάξια των προσδοκιών βάση της εξωτερικής επιβλητικής της όψης.

Μοντέρνος σχεδιασμός, δερμάτινα μαύρα καθίσματα και τελευταίας τεχνολογίας εξαρτήματα να φωτίζουν σε μπλε χρώματα.

Φοβάμαι να καθίσω. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τόση πολυτέλεια σφηνωμένη μέσα σε τόσο μικρό χώρο.

«Εντυπωσιασμένη;», ο Θέμης ρητορικά παραθέτει το ερώτημα του αφού παίρνει τη θέση του δίπλα μου πίσω από το τιμόνι. Προσφέρθηκε να βάλει τα πράγματα μου στο πορτ μπαγκάζ.

«Είναι όμορφη», αποκρίνομαι καθώς βάζει μπρος το αυτοκίνητο με το πάτημα ενός κουμπιού. «Για φονική μηχανή», συμπληρώνω και υποθέτω πως το κοφτό του ρουθούνισμα και το συνάκολουθο σφίξιμο των σαγονιών του που έρχονται σε απόκριση αποτελούν τον δικό του τρόπο απάντησης.

Οι ρόδες σέρνονται πάνω στην άσφαλτο παράγοντας έναν τραχύ ήχο και οι δυο μας κινούμε να πιούμε εκείνον τον καφέ. 

Ήτανε ανόητο εκ μέρους μου να υποθέσω πως θα μας έβγαζε σε ένα συνηθισμένο μαγαζί. Φυσικά και θα προτιμούσε ένα εστιατόριο που σέρβιρε μπραντς τοποθετημένο στην πέτρινη βεράντα ενός εκ των δύο κτιρίων που βρίσκεται στριμωγμένο.

Ένας τούβλινος τοίχος υπερυψώνεται κόβοντας τη θέα από τον δρόμο. Η διακόσμηση φέρνει σε παραδοσιακό στιλ με τις σιδερένιες καρέκλες και τα τραπεζάκια με τις ξύλινες επιφάνειες στο χρώμα της καρυδιάς, ωστόσο τα πιάτα που βλέπω να σερβίρουν οι ασορτί ντυμένοι υπάλληλοι είναι σύγχρονης μαγειρικής.

Αφού καθόμαστε ρίχνω μια γρήγορη, κλεφτή ματιά στους υπόλοιπους πελάτες ώστε συμπεραίνω με ευκολία πως εδώ απολαμβάνουν το πρωινό τους τα μέλη της υψηλής κοινωνίας. Ο τιμοκατάλογος μου το επιβεβαιώνει.

Ποιος στην ευχή τρώει τόνο για πρωινό;

«Είσαι εντάξει;», ο Θέμης απορεί.

«Ναι μια χαρά», μαζεμένη γυρνώ και του απαντώ. Νιώθω άβολα δίπλα σε τόσο καλοντυμένο κόσμο. Εγώ φορούσα τα ίδια ρούχα μέρα παρά μέρα. «Γιατί;»

«Είσαι πολύ ήσυχη», σημειώνει κοιτώντας με πάλι με εκείνο το διαπεραστικό, εξεταστικό του βλέμμα. «Δεν πιστεύω να σε κάνω να νιώθεις άβολα;», η υποψία ενός χαμόγελου χαράσσεται στα χείλη του.

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα να μου ζητήσετε να προπονήσω ξανά τον γιο σας. Πίστευα πως μετά την χθεσινή μας κουβέντα δεν θα θέλατε να με ξαναδείτε μπροστά σας», γελάει απαλά μα προσποιητά.

«Επειδή με ξεμπρόστιασες για τις εξωσυζυγικές μου σχέσεις;», σταράτα ανταπαντάει και σουφρώνω τα χείλη. «Γλυκιά μου Ρεβέκκα. Αν νομίζεις πως τα δικά σου λόγια μπορούν να με θίξουν τότε δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι τραβάω σε καθημερινή βάση», οι λέξεις δραπετεύουν από το στόμα μου προτού προλάβω να τις σταματήσω.

«Ίσως να το αξίζετε», λέω και προσπαθώ να δείξω σκληρή και αμετανόητη. Ένα κακό συνήθειο που απέκτησα στα χρόνια που ξόδεψα μαχόμενη στα γήπεδα ήταν να μιλάω φωναχτά τις σκέψεις αδιαφορώντας ποιον θα πληγώσω.

Ο Θέμης με κοιτάζει έκπληκτος. Όχι όμως και προσβεβλημένος.

«Δεν θα ήσουνα η πρώτη που το πιστεύει», σχολιάζει και παίρνω μια βαθιά ανάσα. «Αλλά σε αντίθεση με αυτούς, εσένα θα ήθελα να σου αλλάξω γνώμη»

«Με συγχωρείτε κύριε Λουκρέζη όμως μια δωρεάν βόλτα και ένας καφές δεν μπορούν να αναιρέσουν τα χθεσινά», εξηγούμαι.

«Καταλαβαίνω. Κάναμε μία κακή αρχή. Τι θα έλεγες να προσπαθήσουμε ξανά;», ρωτάει κλείνοντας τον κατάλογο μπροστά του. Ασυνείδητα κάνω το ίδιο.

«Και πώς θα προτείνατε να γίνει αυτό;», καλή η σκέψη του μα βρίσκω δύσκολη την υλοποίηση της. Ο Θέμης χτυπάει τα δάχτυλα ρυθμικά πάνω στο ξύλο.

«Όλες οι καλές σχέσεις βασίζονται στην εμπιστοσύνη. Γιατί δεν ξεκινάμε από εκεί;», στα ρουθούνια μου φτάνει η μυρωδιά της ξεροψημένης ζύμης. Και της ζεστής, χειροποίητης μαρμελάδας από φρέσκα φρούτα. Σφίγγω τα χέρια γύρω από το στομάχι φοβούμενη πως θα γουργουρίσει.

«Όπως θέλετε», ο Θέμης κάθεται αναπαυτικά στη θέση του άνετος χτυπώντας με άνεση τα δάχτυλα στους σερβιτόρους για να παραγγείλει και να ζητήσει νερό και διορθώσεις του τύπου το νερό μας να είναι εμφιαλωμένο και όχι βρύσης και έχει το κακό συνήθειο να παίζει μα τα δάχτυλα του πράγμα που μου αποσπά την προσοχή.

«Θα έχεις ακούσει βέβαια πως ψάχνω μια καλή ακαδημία να εκπαιδεύσει τον Κυριάκο», γεμίζει με κρύο νερό το ποτήρι μου έως ότου σερβιριστεί ο καφές μας. «Ο προπονητής του δυστυχώς μας άφησε για μια πιο... προσοδοφόρα καριέρα στην Αμερική και από τότε το παιδί έχει μείνει μισό χρόνο τώρα χωρίς προπονητή. Και μπορεί να είναι καλός, αλλά χωρίς σταθερή προπόνηση δεν θα καταφέρει να κρατηθεί στην κορυφή για πολύ», δεν αντιλέγω σε αυτό οπότε περιμένω να συνεχίσει.

«Ο προϊστάμενος σου πιστεύει πως η ακαδημία του είναι η κατάλληλη να εκπαιδεύσει τον Κυριάκο», αναφέρεται στον Βαγγέλη. «Συμφωνείς μαζί του;», όταν θέτει την ερώτηση η αναπνοή μου μαγκώνεται κάπου μεταξύ των πνευμόνων και του λαρυγγιού μου.

«Φυσικά», λέω με έναν κόμπο στον λαιμό και για μα πνίξω την αμηχανία μου τραβώ ένα από τα ψωμάκια κουβέρ που μας ακούμπησε ο σερβιτόρος στο τραπέζι προ ολίγου και το αλείφω με μυρωδικό βούτυρο. «Δεν είμαι ειδικός βέβαια... αλλά ναι γιατί όχι;», μισοκλείνει τα μάτια.

«Ρεβέκκα...», ο τόνος του μια προειδοποίηση. Σφίγγει τα χέρια σε γροθιά και τα σέρνει πάνω στο τραπέζι σκύβοντας ελαφρώς προς τα εμπρός. «Αν περιμένεις να σε εμπιστευτώ θα πρέπει να είσαι ειλικρινής μαζί μου», μασάω το φαγητό μου.

Όταν αγχώνομαι τρώω.

«Νόμιζα πως αυτό το έκανα ήδη», οι καυστικές μου απαντήσεις αποτελούν αυταπόδεικτα στοιχεία. Βέβαια ξέρω ακριβώς τι υπονοεί.

«Είσαι έξυπνη κοπέλα. Και ταλαντούχα... αλλά όχι ιδιαίτερα καλή ψεύτρα», ξεροκαταπίνω.

«Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς ζητάτε από μένα», αρπάζομαι και του λέω.

«Θέλω την αλήθεια για το μέλλον του γιου μου. Έχω κουραστεί να με γλείφουν οι προπονητές, να με ζαχαρώνουν οι σύλλογοι», φτύνει με αγανάκτηση. «Όλοι τους κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον αλλά εγώ κοιτάζω μονάχα του παιδιού μου», ξεφυσάω.

«Τι θέλετε να ακούσετε;», απορημένη τον ρωτάω.

«Τη γνώμη σου»

«Γιατί τη δική μου;», λέω συγχυσμένα. «Φαίνεται πως γνωρίζετε ήδη την απάντηση. Τι διαφορά θα κάνει να το ακούσετε από μένα;»

«Επειδή εσύ είσαι πρωταθλήτρια», απαντάει με τεταμένη φωνή και σωπαίνω. «Πραγματική. Κανένας από αυτούς δεν έχει καταφέρει ούτε τα μισά από όσα έχεις καταφέρει εσύ στα είκοσι δύο σου χρόνια», αναστενάζω.

«Κύριε Λουκρέζη», δεν με αφήνει να δικαιολογηθώ.

«Σου ζητάω μονάχα να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Ως πατέρας... που ανησυχεί για τον γιο του», προσθέτει μαλακά σπρώχνοντας με στο χείλος του γκρεμού. Πάντως ξέρει ακριβώς πού να με χτυπήσει και το καταφέρνει.

«Όχι. Όχι δεν το πιστεύω», ξεφουρνίζω εν τέλει και ο Θέμης κατανεύει με κατανόηση τρίβοντας τα δάχτυλα αναμεταξύ τους. Με ανησυχεί αυτό το στοχαστικό του ύφος.

«Σε ευχαριστώ», αποκρίνεται εφησυχασμένος.

Ο καφές μου σερβίρεται σε μια καλαίσθητη πορσελάνη και εγώ απομένω να τον κοιτάζω άπραγη, χαμένη στις σκέψεις μου και βαθιά μετανιωμένη για το υπόλοιπο της ώρας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top