Α' Μέρος - Κεφάλαιο (6)
Δεν υπάρχει λόγος να πακετάρω πριν την Πέμπτη αφού δεν έχω δα και τόσα πολλά πράγματα να πάρω μαζί μου. Μία μεγάλη βαλίτσα και μια ευρύχωρη τσάντα χειρός αρκούνε.
Έτσι αποφασίζω να πάω να κάνω ένα μπάνιο. Όταν όμως βγάζω από το συρτάρι τα ρούχα που φοράω πρόχειρα στο σπίτι, βρίσκω τα εσώρουχα μου ανακατεμένα σαν ένα σωρό από βρωμιάρικα άπλυτα.
Σε καμία απολύτως αντιστοιχία με το πώς τα άφησα το πρωί προτού φύγω για τη δουλειά στις οχτώ και μισή το πρωί.
Παίρνω μια θυμωμένη ανάσα και η καταπιεσμένη φλόγα μέσα μου θεριεύει. Είχα μια δύσκολη μέρα και βρίσκομαι στο τσακ να κυνηγήσω τον Λάμπρο στο δωμάτιό του και να του φορέσω κολάρο το καλώδιο του υπολογιστή του.
«Υπομονή», λέω στον εαυτό μου. «Λίγες μέρες μείνανε», και δεν θα ήθελα να ανταποδώσω την φιλοξενία της κυρίας Καίτης σπάζοντας στο ξύλο τον γιο της.
Ξαπλώνω μπρούμυτα στο κρεβάτι με την οθόνη του υπολογιστή ανοιχτή.
Μιας και ήθελα να εξοικονομήσω όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα είπα στον εαυτό μου φέτος να δοκιμάσει την επιλογή της συγκατοίκησης. Τουλάχιστον για έναν χρόνο.
Μετά τον Λάμπρο μπορούσα να αντέξω τον οποιονδήποτε.
Και είχα βρει μια αρκετά καλή υποψήφια. Μια κοπέλα που δούλευε ως αισθητικός, μετά που χώρισε με το αγόρι της απέμεινε να μισθώνει μοναχή της ένα νοίκι των τετρακοσίων πενήντα ευρώ. Επιπρόσθετα είχε τα έξοδα της θέρμανσης και του ρεύματος.
Μπορούσαμε να τα μοιραστούμε.
Επικοινώνησα μαζί της άμεσα, ονομαζότανε Αμαλία μα προτιμούσε το Αμελί και κανονίσαμε να δω το σπίτι από βιντεοκλήση.
Η αλήθεια είναι πως ήξερα ήδη πάνω κάτω πως θα έδειχνε βάση φωτογραφιών, όπως επίσης γνώριζα για τα ηλεκτρολογικά, τις συσκευές και τα συναφή οπότε σκέφτηκα πως μάλλον ήθελε να με γνωρίσει.
Σε περίπτωση που κάτι θα στράβωνε θα μου επέτρεπε να κοιμηθώ στο σπίτι της έως ότου έβρισκα να νοικιάσω κάπου αλλού.
Κανονίσαμε για τις οχτώμισι αλλά η διαδικτυακή μας συνάντηση πραγματοποιείται ύστερα από ένα αργοπορημένο εικοσάλεπτο. Στην οθόνη μου εμφανίζεται μια όμορφη καστανόξανθη κοπέλα με καφετιά μάτια.
Η συζήτηση μας περιηγείται πρώτα γύρω από μερικές τυπικές ερωτήσεις και προλαβαίνει να μου δείξει το σαλόνι, την κουζίνα και το μπαλκόνι προτού μπουκάρει ο Λάμπρος στο δωμάτιο αιφνιδιάζοντάς με.
«Με ποιον μιλάς;»
«Είσαι με τα καλά σου;», συριχτά του φωνάζω πάνω από την κάμερα ώστε να μην φαίνομαι. «Δεν χτυπάς πρώτα; Μπορεί να άλλαζα»
«Πού τέτοια τύχη;», λέει αφήνοντας με το στόμα ανοιχτό και με ένα σάλτο βρίσκεται δίπλα μου ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Παρόλο που του δείχνω να πάψει με διάφορες γκριμάτσες δεν λέει να υπακούσει.
«Ω για το σπίτι είναι; Αυτή που μιλάει είναι η καινούρια σου συγκάτοικος;»
«Λάμπρο για όνομα δηλαδή», δεν μπορεί να το κλείσει για λίγο το ρημάδι το στόμα του;
«Γεια», φωνάζει να τον ακούσει η Αμελί η οποία στρέφει την κάμερα πάνω της ξανά.
«Γεια!», ανταποδίδει και εκείνη ξαφνιασμένη. «Το αγόρι σου;», μου νεύει μέσα από την οθόνη. Δεν έχω απαντήσει απαντήσει όχι ποτέ ξανά τόσο γρήγορα στη ζωή μου.
«Χάρμα η νέα σου συγκάτοικος», αγνοώ το σχόλιο του γύπα.
«Είναι ο ενοχλητικός γιος της αδερφής της κουμπάρας των γονιών μου», λέω μέσα από τα δόντια εκνευρισμένη. «Και μόλις έφευγε»
«Κάτσε μπερδεύτηκα, συγγενεύετε δηλαδή; Επειδή πιάνω πολλά vibes», εδώ αρνείται και αυτός οποιαδήποτε συγγένεια μεταξύ μας ειδάλλως αυτό σήμαινε για εκείνον πως είχε αιμομεικτικές τάσεις. Μου έρχεται μια αναγούλα.
«Μένω στο σπίτι του προσωρινά. Μαζί με τη μητέρα του», διευκρινίζω για να μην γίνει η όλη κατάσταση πιο παράξενη.
«Κατάλαβα», μου κουνάει το κεφάλι. «Θες να συνεχίσω;»
«Ναι, παρακαλώ», η Αμελί συνεχίζει περιφερόμενη με τον υπολογιστή στο υπόλοιπο σπίτι και εγώ ρίχνω του Λάμπρου ένα βλέμμα που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει πως έτσι και δεν καθίσει ήσυχος στα αυγά του θα τον σκοτώσω.
Σιγά που θα το έκανε.
«Το δωμάτιο των οργίων θέλουμε να δούμε», και προφανώς με αυτήν του την ερώτηση η μοναδική απάντηση που θα μπορούσε να λάβει είναι μια σφαλιάρα απευθείας στον σβέρκο.
«Έλεος Λάμπρο», δεν είχε όρια αυτό το παιδί.
«Σόρρυ, σόρρυ», κάνει να προστατεύσει τον εαυτό του. «Πλάκα έκανα», τον σπρώχνω να πέσει από το κρεβάτι.
«Χίλια συγνώμη για αυτόν, είναι ειλικρινά», κάνω να απολογηθώ στην Αμελί η οποία ξεκάθαρα διασκεδάζει μαζί του.
«Μην σκας. Καταλαβαίνω. Αγόρια σωστά;», ειρωνικά αντιπαραθέτει. «Για πες μου τώρα. Πώς σου φάνηκε;», για εμένα που το μόνο που ζητούσα ήταν ένα μέρος να πέφτω και να ξεκουράζομαι...
«Είναι παραπάνω από τέλειο»
«Τέλεια! Θα έρθεις να το δεις και από κοντά βέβαια για να βγάλεις την τελική σου γνώμη», κατανεύω. «Και θα τα πούμε την Παρασκευή τα δυο μας. Χωρίς τον αγάμητο έφηβο ελπίζω», κλίνει προς τον Λάμπρο που διαμαρτύρεται.
Οι δυο μας αποχαιρετιόμαστε και εγώ στενάζω ανακουφισμένα στο ταβάνι.
«Είσαι πραγματικά αδιόρθωτος», λέω και σηκώνομαι από το κρεβάτι για να κατεβάσω το παντζούρι.
«Έλα», μου κάνει ναζιάρικα. «Δεν τα σκάτωσα τελείως αυτήν τη φορά»
«Ευτυχώς!», με αγανάκτηση αντιγυρίζω. «Μπορείς σε παρακαλώ τώρα να φύγεις επιτέλους ώστε να αλλάξω;»
«Δεν μπορώ να βλέπω;», κατά βάθος, ξέρω πως δεν αστειεύεται.
«Νομίζω πως είδες αρκετά σήμερα το πρωί», καταλαβαίνει πως ξέρω. Υπομειδιά σε απάντηση και χρειάζεται να τον σπρώξω μέχρι την πόρτα.
«Δεν μου θύμωσες έτσι;», ο θυμός δεν φτάνει να περιγράψει πώς νιώθω.
«Καληνύχτα Λάμπρο», αρκούμαι να πω και του κλείνω την πόρτα στα μούτρα.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι αλλαγμένη και παραμερίζω το λάπτοπ στην άκρη έτοιμη να αποκοιμηθώ στο δευτερόλεπτο.
Το κινητό μου κουδουνίζει και βλέπω στην οθόνη πως γράφει μήνυμα από Βαγγέλης Αδαμόπουλος.
«Ο Λουκρέζης ζήτησε ατομικό με τον γιο του αύριο», διαβάζω το μήνυμα δυο τρεις φορές να βεβαιωθώ πως τα μάτια μου δεν με απατούν.
«Ρώτησε για ώρα;», του γράφω πίσω.
«Είπε ό,τι βολεύει την πρωταθλήτρια», αυτό και αν ήτανε απρόσμενο.
«Γράψε του αύριο στις δέκα το πρωί»
Βάζω το κινητό να φορτίσει και κλείνω το φως στο κομοδίνο δίπλα μου.
Το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι και εγώ στα πιο τρελά μου όνειρα.
Ο μπαμπάς να με κρατάει στους ώμους του φωνάζοντας δυνατά σε ένα γεμάτο από κόσμο γήπεδο πως η κόρη του είναι πρωταθλήτρια. Στα χέρια μου ένα χρυσό κύπελλο αστράφτει αντικατοπτρίζοντας το χαμόγελο ενός κοριτσιού χαμένου στη λήθη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top