Α' Μέρος - Κεφάλαιο (24)
Το καυτό νερό πέφτει ορμητικό να ιάνει τους μυϊκούς πόνους και τα πιασίματα που νιώθω αλλά δεν κάνει τίποτα για να σβήσει την φλόγα που υπόκωφα θεριεύει μέσα μου.
Αντίθετα την αναζωπυρώνει.
Τα φιλιά που άφησε με καίνε σαν πυρακτωμένα σημάδια και κάθε φορά που η άκρη των δαχτύλων μου περνάει απάνω τους ζω ξανά τα δευτερόλεπτα που ξόδεψε μαρκαρίζοντας τα. Και είναι επίπονο.
Τόσο επίπονο που μπαίνω στον πειρασμό να με ανακουφίσω η ίδια αλλά δεν τα καταφέρνω επειδή κάποιος εισβάλει στο μπάνιο απρόσκλητος. Και δεν φαίνεται πρόθυμος να φύγει έτσι κοιτάζω κρυφά πίσω από την κουρτίνα να δω ποιος είναι.
Ο Λάμπρος φοράει ακουστικά στα αυτιά και κοιτάζει τον εαυτό του μέσα από τον καθρέφτη όταν με προσέχει. Τα μάτια του τη μια στιγμή αστράφτουν από πόθο και την επόμενη κυριεύονται από τρόμο.
Κάνει να φύγει ζητώντας συγνώμη επανειλημμένα όταν τον ενθαρρύνω να μείνει. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη έκπληξη από αυτήν που βλέπω να ζωγραφίζεται τώρα στο ανήσυχο και συνάμα ξαναμμένο πρόσωπο του.
Εκεί που σερνόταν κοιμισμένος σχεδόν δείχνει να αφυπνίζεται και τη στιγμή που νωχελικά προβάλω την γυμνή μου σιλουέτα πίσω από την κουρτίνα βλέπω το ξεροκατάπιωμα που του κάθεται στον λαιμό.
Είναι αμίλητος. Το ίδιο και εγώ.
Η ματιά του πλανιέται στο κορμί μου ρουφώντας κάθε μικρή του λεπτομέρεια και κάνω ένα βήμα έξω από την ντουζιέρα περνώντας το πόδι πάνω από το επικίνδυνο σκαλοπάτι φτιαγμένο από πορσελανάτο πλακάκι.
Ενστικτωδώς κάνει και ο Λάμπρος ένα βήμα στη μεριά μου. Τραβώ την μπλούζα του από το στρίφωμα για να τον φέρω κοντύτερα και γέρνω να τον φιλήσω.
Μοιάζει να έχει ξεχάσει να αναπνέει.
Με βοηθά να τραβήξουμε την μπλούζα πάνω από το κεφάλι του και τον παρασέρνω μαζί μου κάτω από το τρεχούμενο νερό καθώς ανταλλάσουμε φιλιά σπαστά, που διακόπτονται από την προσπάθεια να ξεφορτωθούμε και τα υπόλοιπα ρούχα του.
Το εσώρουχο του πέφτει μουσκεμένο στην άκρη πάνω στο τσαλακωμένο του παντελόνι.
Είμαστε οι δυο μας τώρα, μόνοι. Εκτεθειμένοι...
Και ο Λάμπρος είναι πανέτοιμος για μένα, ανυπόμονος και συνάμα διστακτικός σαν να φοβάται.
Σκύβω ξανά να τον φιλήσω μα ο Λάμπρος δεν με αφήνει, ούτε μάλιστα να κλείσω τα μάτια παραδομένη στην αμαρτωλή μου φαντασία και με αναγκάζει να τον κοιτάξω δευτερόλεπτα πριν την καταστροφή.
«Ονειρεύομαι;», απορημένα ρωτάει. Χαϊδεύει το πρόσωπο μου απαλά με την ανάστροφη της παλάμης του. Γελάω απαλά πράττοντας την ίδια ακριβώς κίνηση για να νιώσει πόσο αληθινό είναι το άγγιγμα μου.
Πλημμυρίζει με ζεστή αγαλλίαση.
«Φίλησε με και θα μάθεις», τον προτρέπω να κάνει. Και δεν αρνείται. Το στόμα του φιλάει απαλά το δικό μου, ζεστά και απαλά. Άπειρα μα γλυκά.
Η άσχημη αλήθεια ωστόσο είναι πως το φιλί του δυστυχώς δεν έχει καμία επίδραση ανάλογη με εκείνη που στιγμάτισε το μυαλό και το κορμί μου όπως κατάφερε του Θέμη.
Και τον μισώ ακόμη περισσότερο για αυτό.
Μιλώντας για μυαλό, δεν αφήνω την επήρεια αυτού του ανήθικου, δίχως διάθεση μεταμέλειας άνδρα και του ποτού να με ξεμυαλίσουν τελείως.
«Περίμενε», τον συγκρατώ και εκείνος με κοιτάζει τρομαγμένος. Ανήσυχος πως ίσως μετανιώσω και υποχωρήσω. «Χρειαζόμαστε προφυλακτικό»
«Σκατά», μουρμουρίζει και κρύβει το πρόσωπο στο εσώτερο του αγκώνα καθώς τα δυο του χέρια ακουμπάνε στον τοίχο από πλακάκια πίσω μου. «Νομίζω πως έχω στο δωμάτιο μου»
«Μπορείς να πας και να φέρεις ένα;», αθώα τον ρωτάω σκεπτόμενη πως δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθεί. Δεν πέφτω έξω. «Πάρε μια πετσέτα και φόρεσε την γύρω σου», τον συμβουλεύω να κάνει καθώς πάνω στον ενθουσιασμό του τρέμω μήπως ξεχαστεί και κυκλοφορήσει στον διάδρομο γυμνός με το πέος του πυργωμένο και η μητέρα του πάθει εγκεφαλικό.
Ευτυχώς που δεν αργεί να επιστρέψει.
Η αλήθεια είναι πως είχα την εντύπωση πως ο Λάμπρος είχε μια κάποια εμπειρία στο σεξ, το κρεβάτι και τα σχετικά. Αλλά έτσι όπως βαστάει συγχυσμένα την αλουμινένια συσκευασία δεν είμαι τόσο σίγουρη για αυτό.
Δυσκολεύεται να την ανοίξει και προσέχω πως τα χέρια του τρέμουν.
«Τι συμβαίνει;», τον ρωτάω βλέποντας την αλλαγή στην διάθεση του. Με κοιτάζει με θλίψη.
«Δεν...», δυσκολεύεται να πει. «Δεν... δεν έχω ξαναπάει με καμία», μου εξομολογείται καθώς υιοθετεί ένα καθόλα κουταβίσιο βλέμμα.
«Μα εσύ μου είπες...», κάνω να πω για την κοπέλα που μου μίλησε τις προάλλες. Εκείνη που δέχεται να κάνει... πράγματα όπως τα κατονόμασε επί πληρωμή.
«Την πλήρωσα για να κάνω σεξ μαζί της αλλά δεν μπόρεσα», με δυσκολία συμπληρώνει. «Δεν το ένιωσα σωστό», έχω συνηθίσει τόσο στην ιδέα του ανέμελου, τάχα μου σκληρού μάγκα που προβάλει συνήθως έτσι με εκπλήσσει αυτή η ευαίσθητη πλευρά του. «Και τότε... σε είδα την πρώτη μέρα που μπήκες στο σπίτι και σκέφτηκα. Αυτή είναι. Αυτή πρέπει να γίνει η πρώτη μου»
Δεν ξέρω αν το εννοεί με την σεξουαλική έννοια μονάχα, όπως και να έχει ο δισταγμός και η αληθοφάνεια στα λόγια του αρκούν για να με κάνουν να μετανιώσω που διανοήθηκα να τον χρησιμοποιήσω για να ξεπεράσω την επιθυμία μου για έναν άλλο άνδρα.
Δεν τον κοιτάζω άλλο πια. Και ο ήχος του τρεχούμενου νερού είναι ο μόνος που γεμίζει το κενό ανάμεσα μας.
«Λάμπρο... ίσως αυτό να μην είναι και τόσο καλή ιδέα»
«Τι;», τρομοκρατημένος με ρωτάει με μάτια που γουρλώνουν. «Γιατί;»
«Δεν θέλω να σου μπουν τίποτα ιδέες»
«Τι εννοείς; Τι είδους ιδέες;»
«Πως... δεν ξέρω. Πως ίσως αν σε αφήσω και προχωρήσουμε εμείς οι δυο... θα έχουμε κάποιου είδους... σχέση», προφέρω την λέξη με μισή απέχθεια.
Καταλαβαίνω πως πληγώνεται.
«Και μην με παρεξηγείς, είσαι φανταστικός τύπος και... είσαι αστείος και όμορφος. Σίγουρα μόλις αποφοιτήσεις και μπεις στο πανεπιστήμιο θα ρίξεις πολλά κορίτσια αλλά μάλλον δεν είμαι εγώ η κατάλληλη να προχωρήσεις μαζί της την πρώτη σου φορά»
Κάνω να τον προσπεράσω μα το μπράτσο του περνάει σταυρωτά πάνω από το στήθος και την κοιλιά μου και γραπώνει το χέρι μου μαζί με τον αριστερό μου γοφό.
«Σε θέλω... σε θέλω περισσότερο από οτιδήποτε», λέει με το κούτελο του ακουμπισμένο με δύναμη στο πλάι του κεφαλιού μου. «Σε παρακαλώ Ρεβέκκα... σε παρακαλώ μείνε», παρακλητικά μου ζητάει όμως φοβάμαι πως θα πληγωθεί. «Δεν θα σου ζητήσω για τίποτα περισσότερο. Το ορκίζομαι», στρέφομαι αργά να τον αντικρίσω. «Σε παρακαλώ Ρεβέκκα... Μείνε», τα λόγια του αντηχούν στα αυτιά μου και στο μυαλό μου εμφανίζεται και πάλι η εικόνα του Θέμη.
Και μάλιστα τη στιγμή που μου ζητούσε να κάνω ακριβώς το ίδιο πράγμα. Να μείνω...
Στην φαντασία μου δεν έφυγα ποτέ από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Βρίσκομαι στην κρεβατοκάμαρα του γυμνή μπλεγμένη στα σεντόνια μιας θεόρατης κλίνης όπου ο Θέμης με κάνει δική του σε κάθε πιθανή στάση που γνωρίζω.
Δεν το βάζω στα πόδια αυτήν τη φορά.
Τραβώ την συσκευασία του προφυλακτικού από το χέρι του Λάμπρου και σκίζω την εγκοπή της με τα δόντια.
Εκείνος με κοιτάει σαγηνευμένος και όταν γονατίζω μπροστά του για να περάσω το προφυλακτικό πάνω στο πρησμένο του πέος τρέμει σύγκορμος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top