Α' Μέρος - Κεφάλαιο (19)

To club στο οποίο βγαίνουμε έχει τον αέρα της Νέας Υόρκης με ξύλινα πατώματα και πέτρινους τοίχους, ενώ τα έπιπλα του δεν θυσιάζουν την αισθητική για την άνεση πράγμα που το καθιστά στριμωχτό.

Από τα ηχεία παίζει πότε λαϊκή μουσική πότε ξεσηκωτικά mainstream κομμάτια Ελλήνων ποπ καλλιτεχνών. Αμφότερα δεν ανήκουν στις προτιμήσεις μου έτσι κουνιέμαι στον ρυθμό των beats που επικαλύπτονται με το τραγούδι.

Καλά όχι πως ξέρω να χορεύω αλλά δεν το έχω με το να στέκομαι ακίνητη έτσι κουνιέμαι όπως μπορώ. Απαλά, χωρίς υπερβολικές κινήσεις που θα τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή όπως του Λάμπρου ας πούμε που δεν έχει πάρει λεπτό τα μάτια του από πάνω μου όλο το βράδυ.

Στο μισοσκόταδο τα φώτα που αναβοσβήνουν και όλη αυτή η βαβούρα μου φαίνεται τόσο ξενική που με ζαλίζει. Φταίει σίγουρα και το γεγονός πως αντί να επικεντρωθώ στην διασκέδαση σκέφτομαι τον Θέμη, την πρόταση του και μετά πάλι τον Θέμη.

Ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτώ την δουλειά. Δεν μπορώ να μην σκεφτώ ωστόσο από πόσα προβλήματα θα μπορούσε να με γλιτώσει.

Αλλά ποιον κοροϊδεύω;

Ποτέ δεν θα μπορούσα να το κάνω. Θα υπήρχαν στιγμές που θα μου θύμιζαν τον μπαμπά και εγώ δεν θα κατάφερνα να σκεφτώ λογικά. Θα φορτιζόμουν συναισθηματικά και αντί να βοηθήσω τον Κυριάκο, ή τον οποιονδήποτε Κυριάκο θα κατέληγα να τροχοπεδήσω την πορεία του εξαιτίας των ψυχολογικών μου σκαμπανεβασμάτων.

«Έι!», ο Λάμπρος με σκουντάει. «Τι τρέχει;», μάλλον με είδε που μασουλούσα νευρικά το καλαμάκι κοιτώντας αόριστα κάπου στο βάθος. Το ποτό που παρήγγειλα δεν μου αρέσει ιδιαίτερα και νομίζω πως δεν θα καταφέρω ούτε μέχρι τη μέση να το φτάσω.

«Τίποτα», ανασηκώνω τους ώμους με το ζόρι χαμογελώντας.

Οι δύο φίλοι του χορεύουν και τραγουδούν δυνατά όπως καταλαβαίνω από το τέντωμα στο πετσί του λαιμού τους μόνο που δεν φτάνουν οι φωνές τους να καλύψουν τη μουσική από τα ηχεία και ο ξάδερφος του Λάμπρου με τον δικό του φίλο καθώς καπνίζουν χτενίζουν τον χώρο ψάχνοντας για καμιά κοριτσοπαρέα να χυμήξουν.

«Ω, ω!», ο Λάμπρος κάνει με νόημα.

«Τι;»

«Είσαι σκεπτική. Βαριέσαι, σε κάνω να βαριέσαι;»

«Όχι, όχι», κάνω να τον καθησυχάσω. «Δεν σε βαριέμαι. Είσαι διασκεδαστικός», λέω με ένα χαμόγελο που δεν αργεί να ανταποδώσει.

«Είμαι διασκεδαστικός ε; Τότε... θα έρθεις να χορέψεις μαζί μου;», νεύει προς τον ανοιχτή πίστα όπου όλοι ασύστολα κουνάνε τα κορμιά τους και σκουντουφλάνε ο ένας πάνω στον άλλο.

Η ιδέα δεν με τρελαίνει αλλά απόψε δεν θέλω να του χαλάσω χατίρι.

«Φυσικά», λέω παίρνοντας το χέρι του και τον αφήνω να με οδηγήσει υπό την καλύπτρα των πολύχρωμων φώτων που στριφογυρίζουν σαν έλικες.

Προσπαθώ να συγχρονιστώ με τη μουσική που παίζει και να πιάσω τον ρυθμό της ενώ ο Λάμπρος φαίνεται να γνωρίζει απέξω το κάθε τραγούδι. Και ενώ μπορεί να μην διασκεδάζω ιδιαίτερα με την όλη φάση του κλαμπ, το να τον βλέπω έτσι ζωηρό και ξέγνοιαστο νομίζω πως αξίζει.

«Υπάρχει τραγούδι το οποίο δεν γνωρίζεις;», ρωτάω στο αυτί του κοντά. Δεν υπάρχει τρόπος να με ακούσει αλλιώς.

«Όχι», περήφανος απαντάει και τότε μόλις βλέπει τις κινήσεις μου πιο απελευθερωμένες και το σώμα μου χαλαρότερο το βλέμμα του αλλάζει. Μοιάζει σαν να βρίσκεται σε δίλημμα. «Χαίρομαι που ήρθες μαζί μας απόψε», αυτό το είχα καταλάβει.

«Χαίρομαι που συμφώνησα. Γιατί αλλιώς δεν θα κατάφερνα ποτέ να σε δω να χορεύεις έτσι», λέω και εκείνος γελάει αθώα. Δεν ξέρω τι έχει γίνει έτσι στα ξαφνικά και τον έπιασε το φοβητσιάρικο του.

«Ρεβέκκα...», διχάζεται κι άλλο. «Θέλω να σου μιλήσω για κάτι», σηκώνω τους ώμους. Δεν υπάρχει τίποτε να τον κρατάει. «Δεν θέλω να σταματήσουμε να μιλάμε τώρα που θα φύγεις»

«Μπορείς να μου τηλεφωνείς αν θέλεις, αν και θα προτιμούσα να στέλνουμε μηνύματα. Το τηλέφωνο πάντα με κουράζει», εξομολογούμαι σε μια προσπάθεια να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα και να τον χαλαρώσω λίγο.

«Ίσως θα μπορούσα να περάσω Θεσσαλονίκη και να σε δω καμιά μέρα», προτείνει και ενώ διστάζω μια στιγμή κατανεύω συμφωνώντας. «Ίσως θα μπορούσες να κατέβεις και εσύ Αθήνα να με δεις»

«Ναι... ίσως», λέω και φευγαλέα ρίχνω το βλέμμα κάτω χαμηλά. Ξύνω τον λοβό του αυτιού μου και χαμογελάω με νευρικότητα. «Θες μήπως να επιστρέψουμε;», αγνοεί την ερώτηση μου.

«Τι λες για το επόμενο Σαββατοκύριακο;», προτρέχει να ρωτήσει και τα μάτια μου γουρλώνουν από έκπληξη.

«Τι; Τόσο σύντομα, γιατί;»

«Θα έρθω εγώ σε σένα», δεν είναι αυτό το θέμα μου.

«Για ποιον λόγο να το κάνεις αυτό;», δεν μου απαντάει αμέσως και τον βλέπω που σφίγγεται έτοιμος να κάνει κάτι που ελπίζω να μην χρειαστεί να μετανιώσει.

Με αιφνιδιάζει όταν ριχνόμενος ολόκληρος επάνω μου καλύπτει το στόμα μου με το δικό του. Η παλάμη του συγκρατεί το πλαϊνό του κεφαλιού μου και τα μάτια του είναι σφραγισμένα σε αντίθεση με τα ορθάνοιχτα δικά μου.

Κανονικά θα τον χτυπούσα, θα τον έσπρωχνα και θα τον έκανα πέρα. Στο φιλί του όμως διακρίνω το συναίσθημα, που το νιώθω βαθύ και αληθινό, ενώ ταυτόχρονα επικροτώ την τόλμη του.

Δεν ανταποδίδω και ο Λάμπρος απομακρύνεται.

«Λάμπρο», κρατιέμαι από το να σκουπίσω τα χείλη μου. «Τι έκανες μόλις;», το χέρι του παραμένει στην ίδια θέση χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου.

«Μου αρέσεις», παραδέχεται και η εξομολόγηση τον πονάει. «Μου αρέσεις πολύ», αναστενάζω. Δεν θέλω να τον πληγώσω, ούτε να μετανιώσει για την τολμηρή του πράξη.

«Λάμπρο εγώ...», η θλίψη που αισθάνομαι καθρεφτίζεται σύντομα και στα δικά του μάτια όταν συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει ανταπόδοση από μεριάς μου. «Συγνώμη»

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα», μου ζητάει να σταματήσω και τραβιέται. Ακούγεται πικραμένος.

«Λάμπρο, περίμενε», πιάνω το χέρι του στο δικό μου προτού προλάβει να φύγει και το βλέμμα του καρφώνεται εκεί που τα χέρια μας ενώνονται. Όταν με κοιτάζει ξανά τα μάτια του είναι βουρκωμένα.

«Είναι εντάξει. Καταλαβαίνω», δεν νομίζω πως το εννοεί πραγματικά. Η φιγούρα του σύντομα εξομοιώνεται με την μάζα ώστε τον χάνω από τα μάτια μου.

Τέλεια, λέω στον εαυτό μου. Μόλις κατέστρεψα την νυχτερινή έξοδο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top