Α' Μέρος - Κεφάλαιο (15)

Ο φιλικός αγώνας του Κυριάκου διεξάγεται στα σκληρά γήπεδα ενός ιδιωτικού κολλεγίου στην Αγία Παρασκευή. Ο αντίπαλος είναι ένα πιτσιρίκι στην ηλικία του το οποίο ενώ είχε κερδίσει πριν από πέντε μήνες τώρα φαίνεται να τον δυσκολεύει.

Έχοντας μόλις φτάσει ψάχνω στο πλήθος για τον Θέμη που ατενίζει τον αγώνα με φοβερή προσήλωση. Έχει σταυρώσει αυστηρός τα χέρια στο στήθος ξεφυσώντας με θυμό σε κάθε λάθος που κάνει ο Κυριάκος και τα μάτια του πετούν φλόγες.

Ο προπονητής του αντιπάλου παραμονεύει εκεί κοντά δίνοντας οδηγίες κρυφά και επαινώντας τον αθλητή του. Το αγόρι τσιρίζει εκδικητικά σε κάθε νικητήριο πόντο ενώ ο Κυριάκος ουρλιάζει και χτυπάει με δύναμη τη ρακέτα στο έδαφος.

«Πώς τα πηγαίνει;», διστακτικά τον ρωτάω.

«Φριχτά», κοφτά μου απαντάει. «Έχασε το πρώτο 6-3 και τώρα στο δεύτερο είναι 2-0 κάτω», σίγουρα δεν είναι και το καλύτερο σκορ όχι όμως και μη ανατρέψιμο.

Σιωπηλή παρακολουθώ τις φάσεις.

Το αγόρι είναι μικροκαμωμένο και λιγνό σαν μολύβι. Ταυτόχρονα όμως είναι σβέλτο και παίζει έξυπνα. Βλέποντας ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα κόντρα στη δύναμη του Κυριάκου βρίσκει τρόπο να αντικρούσει την δύναμη του με πονηριά.

Φρενάρει την μπάλα με κοφτά χτυπήματα. Στηρίζεται στην ταχύτητα και την ευελιξία του επειδή μεταπηδά από το ένα πόδι στο άλλο εύκολα και γρήγορα σαν ελατήριο. Ο Κυριάκος δυστυχώς υστερεί στην ευκινησία όπως βλέπω.

Θα χρειαστεί να αλλάξει τακτική.

«Δεν παίζει καν», ο Θέμης μόνος του μουρμουράει.

Το 2-0 γίνεται 3-0 στη στιγμή και τα παιδιά κάνουν διάλειμμα. Ο Θέμης πλησιάζει κοντά στο κάθισμα του Κυριάκου και τον μαλώνει.

Πλησιάζω να ακούσω.

«Βγες έξω!», τον διατάζει. «Βγες έξω τώρα. Τώρα, δεν θα το συζητήσουμε», συγκρατημένα του φωνάζει με τρόπο ώστε να μην τον αντιληφθεί ο κόσμος που παρακολουθεί.

Βρίσκονται εδώ τα παιδιά τούτου του συλλόγου, οι γυμναστές και οι προπονητές της ακαδημίας, καθώς επίσης και αρκετοί γονείς. Και όλοι δείχνουν εκστασιασμένοι καθώς παρακολουθούν τον πρωταθλητή να χάνει.

«Αν δεν πρόκειται να μπεις εκεί μέσα να παίξεις, σήκω παράτησε το και φύγε», του γρυλίζει μια τελευταία φορά και ο Κυριάκος επιστρέφει στη θέση του αψηφώντας τον πατέρα του.

Δεν μου αρέσει καθόλου η στάση του Θέμη απέναντι στο παιδί του. Ο Κυριάκος χρειάζεται κάποιον να τον συμβουλεύσει και όχι να τον επιπλήξει.

Ο πατέρας του αντιπάλου τρίβει τα χεράκια του καταχαρούμενος.

Η κατάσταση χειροτερεύει όταν τα λάθη του Κυριάκου συνεχίζουν πληθαίνοντας. Ο Θέμης χρησιμοποεί όλες τις λάθος λέξεις και εκφράσεις που απλά παρατείνουν το κλείδωμα του παιδικού του μυαλού.

Δεν μπορώ να μείνω άλλο άπραγη.

«Κύριε Λουκρέζη», πλησιάζω κοντά του. «Κύριε Λουκρέζη δεν πρόκειται να τον βοηθήσετε έτσι», άθελα μου τον τραβώ από το μπράτσο και η ματιά του επιτακτική καρφώνεται εκεί σε αυτό το σημείο στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα.

Τραβώ το χέρι με προσοχή.

«Οι φωνές και οι απειλές δεν ωφέλησαν ποτέ κανέναν. Πόσο μάλλον ένα παιδί», προσπαθώ να μην ακουστώ δηκτική. Ο Θέμης όμως επειδή βρίσκεται στην τσίτα το εκαλαμβάνει ως ακριβώς αυτό.

Στρέφει αργά τον κορμό του και στέκεται αντικριστά μου ομοιάζοντας με την αγαλμάτινη πρόσοψη ενός ψυχρού, μαρμαρένιου θεού.

«Δεν σε φώναξα εδώ πέρα για να μου υπαγορεύεις πώς θα μιλάω στο παιδί μου Ρεβέκκα», μου λέει σε ύφος αυστηρού ακαδημαϊκού. «Σε κάλεσα εδώ για να παρακολουθήσεις», και αυτό μάλλον μοιάζει περισσότερο με προειδοποίηση παρά με παρότρυνση.

«Προσπαθώ μόνο να βοηθήσω», κάνω να με υπερασπίσω αλλά θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα.

«Επικεντρώσου στη δουλειά σου τότε και κοίταξε να φανείς χρήσιμη», φτύνει και επιστρέφει στην σκληρή του επιθεώρηση. Το ήξερα από πρώτο χέρι πως ήτανε θρασύς και σκληρός με τις λέξεις όμως πίστευα πως είχαμε σημειώσει κάποια πρόοδο.

«Τι στο καλό σας συμβαίνει;», κλαψουριστή σχεδόν βγαίνει η φωνή μου. «Γιατί φέρεστε σαν κόπανος πάλι;», και τότε κάνω λόγο για τα χθεσινά. «Είναι επειδή φεύγω; Για αυτό είστε θυμωμένος μαζί μου;», καταλαβαίνω πως χτύπησα φλέβα μόλις γυρνάει αργά να με κοιτάξει.

«Έκανες πολύ ξεκάθαρες τις προθέσεις σου χθες βράδυ Ρεβέκκα. Δεν πρόκειται να αναλάβεις τον Κυριάκο», φέρεται λες και του ανέτρεψα τα μεγαλεπήβολα σχέδια του. «Όσον αφορά εμένα δυσκολεύομαι να καταλάβω μέχρι και τον λόγο που αποφάσισες να έρθεις εδώ σήμερα»

«Μα γιατί ασχολούμαι;», για μια στιγμή ήταν λες και είχα ξεχάσει σε ποιον μιλούσα.

«Δεν ξέρω τι να κάνω!», ο Κυριάκος παρατημένα φωνάζει. Το παιδί προφανώς χρειάζεται βοήθεια και υποστήριξη.

Απομακρύνομαι από τον Θέμη ο οποίος παραμένει στην ίδια θέση ακλόνητος στο πλάι του γηπέδου από τη μεριά του Κυριάκου και μετακινούμαι απέναντι.

«Κυριάκο», διακριτικά τον φωνάζω. «Κυριάκο», με ακούει αλλά επιλέγει να με αγνοήσει. «Παίξτον στο backhand», τον συμβουλεύω.

Δεν το κάνει και πάει για το 4-0.

«Κυριάκο! Άκουσε με λίγο», βουρκώνει από τα νεύρα του. Ο μπαμπάς του ξεστομίζει τις δικές του αρλούμπες από την άλλη πλευρά δυσχεραίνοντας την κατάσταση.

«Μην κοιτάζεις τον πατέρα σου», τον ενθαρρύνω. «Κοίταξε εμένα», το κάνει και βλέπω τα ματάκια του που είναι κόκκινα. «Χάνεις ούτως ή άλλως, γιατί δεν δοκιμάζεις αυτό που σου λέω;»

«Πώς;», σηκώνει τα χέρια στο ύψος του στέρνου αγανακτισμένος.

«Παίξε με σύστημα 3-1 και ξάφνιασε τον», με κοιτάζει απορημένος και του εξηγώ εν τάχει πως θέλω τρεις μπάλες σταθερές μέσα και μία ξαφνική στο backhand του αντιπάλου για να τον αιφνιδιάσει.

«Μπράβο, μπράβο!», χαρούμενη φωνάζω σαν διεκδικεί τον πρώτο πόντο ύστερα από κάμποση ώρα. Και φωνάζω ξανά όταν το πετυχαίνει.

Παίρνει και έναν άσο...

Και εγώ μπορεί να κατενθουσιάζομαι βλέποντας την ανατροπή έτοιμη στα σκαριά όμως ο Θέμης εξακολουθεί να δείχνει ανικανοποίητος. Και ο Κυριάκος το προσέχει.

Οι ελπίδες μου καταποντίζονται.

Ο μικρός Λουκρέζης κατεβάζει τους ώμους και μετά από δυο νικηφόρα game που ισοβάθμησαν το παιχνίδι από 3-0 σε 3-2 εγκαταλείπει οριστικά. Πνευματικά τουλάχιστον γιατί σωματικά παραμένει στον αγώνα.

Πετάει τις ρακέτες στον σάκο αφότου σπάσει τη μία και κλείνει με νεύρο το φερμουάρ. Μάταια με λόγια προσπαθώ να τον παρηγορήσω. Δεν είναι η δικιά μου επιβράβευση που περιμένει.

«Είναι δυνατόν;», του φωνάζει περιμένοντας τον στην συρματοπλεγμένη πόρτα. «Είναι δυνατόν να χάνεις από αυτόν;», επιταχύνω το βήμα μου.

«Ξέρεις τι είναι αυτός;», ο κόσμος σιγά σιγά καταφτάνει να δώσει τα συγχαρητήρια του στο παιδί που κέρδισε. «Ένα τίποτα και τον άφησες να σε ξεφτιλίσει έτσι;»

Ο Κυριάκος δεν σηκώνει το βλέμμα από τα πόδια και δεν σκοπεύει να σταματήσει οδεύοντας όπως καταλαβαίνω στο μπάνιο να ξεσπάσει μακριά από όλο αυτό το πλήθος που ευφράνθηκε με την σημερινή του ήττα.

Προσπερνώ τον Θέμη παραμερίζοντας τον επιδεικτικά και τρέχω στο παιδί.

«Κυριάκο, Κυριάκο!», τον ακολουθώ μέσα στη γραμματεία και σταματάω αναγκαστικά έξω από την πόρτα των αποδυτηρίων. «Κυριάκο το ξέρω ότι απογοητεύτηκες αλλά αυτός ο αγώνας δεν σημαίνει τιπ...»

«Άσε με ήσυχο», κλαμένη, βραχνή και πνιγμένη ακούγεται η θυμωμένη φωνούλα του από την άλλη μεριά.

Δεν είναι η δική μου παρηγοριά που αναζητά...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top