Α' Μέρος - Κεφάλαιο (12)

«Γεια σου Θέμη!», τον χαιρετάει με στριγκιά σχεδόν φωνή. Εκείνος σοβαρός πηγαίνει να ακουμπήσει τον σάκο του στον πάγκο που ανάμεσα από τις καρέκλες που αναπαυόμαστe.

«Κυρίες μου», πράττει μια ερασιτεχνική υπόκλιση όσο τα κορίτσια τον γδύνουν αδιακρίτως με τα μάτια. «Γεια σου Ρεβέκκα», έρχεται και με χαιρετίζει την ώρα που αλλάζω ρακέτα. Η φωνή του είναι τόσο σιγανή και βελούδινη.

«Γεια σας κύριε Λουκρέζη», ακόμη δεν έχω ξεσυνηθίσει τον πληθυντικό.

«Θέμης», με διορθώνει ψιθυρίζοντας έχοντας σκύψει ελάχιστα στο μέρος μου. Έχει το κακό συνήθειο να σε κοιτάζει επίμονα στα μάτια.

Οι δύο λυσσάρες τον πλησιάζουν με την Ντέπυ να παίρνει προβάδισμα.

«Βγήκαμε με τα κορίτσια τις προάλλες και σε είδαμε στο Butler»

«Αλήθεια;», την κοιτάζει με περισσό ενδιαφέρον. «Και δεν περάσατε να χαιρετήσετε;», τσιμπάει την μπλούζα από τους ώμους και την στρώνει καλύτερα πάνω στον φαρδύ του θώρακα.

«Δεν ήσουν μόνος», η Ντέπυ λέει μειδιώντας με μοχθηρία. «Και έδειχνες πολύ απασχολημένος. Δεν θέλαμε να διακόψουμε», αποκρίνεται πειράζοντας παιχνιδιάρικα μια τούφα από τα μαλλιά της και μασουλώντας επιδεικτικά την τσίχλα της.

«Ξεκινήστε με διατάσεις και ύστερα κάντε τρεις γύρους χαλαρό τρέξιμο γύρω από το γήπεδο», απευθύνομαι στον Θέμη οποίος κατανεύει έτοιμος να φύγει στο διπλανό άδειο γήπεδο όταν η Ντέπυ του αποσπά ξανά την προσοχή.

«Πού είναι ο όμορφος ο γιος σου;», μιλάει και η φωνή της ακούγεται πιο τσιριχτή από όσο συνήθως.

«Στο σπίτι, κολλημένος με την κονσόλα»

«Ω μα τι γλυκούλης που είναι», χτυπάει απανωτά παλαμάκια. «Τον βλέπεις και σου έρχεται να τον φας. Ίδιος ο πατέρας του», κάνει με νάζι και ρολάρω τα μάτια.

Η Ντέπυ του ρίχνεται κανονικότατα και ο Θέμης σε πρώτη απάντηση χαμογελάει συναινετικά.

«Πώς είναι τα δικά σου αγόρια Ντέπυ;», παρεισφρέω σκόπιμα στην συζήτηση και τη ρωτάω.

«Μια χαρά. Ο Μιχαλάκης έχει γενέθλια σε λίγο καιρό και ο Στέλιος τώρα ξεκινάει πρώτη χρονιά στο δημοτικό», υιοθετεί μια αξιολάτρευτη έκφραση. «Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός», ο Θέμης της ρίχνει μια διαχυτική ματιά.

«Μου είναι δύσκολο να το πιστέψω πως εσύ έχεις σπρώξει δύο παιδιά», σχολιάζει και εκείνη γουργουρίζει κολακευμένη.

«Και να φανταστείς πως ο άνδρας μου θέλει να πάμε και για τρίτο. Εσείς με την Χριστίνα; Σκέφτεστε και για άλλο;»

«Εγώ είμαι σίγουρος αλλά για την Τίνα δεν ξέρω. Νομίζω πως ανησυχεί για τα κιλά της εγκυμοσύνης», εκείνη προβάλει το στήθος της και χαμηλώνει επικίνδυνα την φωνή της.

«Λοιπόν, μπορούμε πάντα να απολαύσουμε την διαδικασία», εντάξει και εδώ είναι της Ντέπυ να φεύγει. Μπορούν να ερωτοτροπήσουν οπουδήποτε αλλού αρκεί αυτό να συμβεί έξω από τα γήπεδα και χιλιόμετρα μακριά μου.

«Τι κάνεις αύριο βράδυ;», γέρνει κοντά της και την ρωτάει. Ίσα που ακούγονται οι δυο τους, δυστυχώς όμως δεν βρίσκομαι σε αρκετά ασφαλή απόσταση.

«Τίποτε το ιδιαίτερο. Γιατί;», αποκρίνεται εκείνη με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο.

«Αν έχεις χρόνο μπορούμε να κανονίσουμε να βρεθούμε αργότερα»

«Φυσικά. Έχεις κάποιο συγκεκριμένο μέρος κατά νου;»

«Σκεφτόμουν στο Lodger's για δείπνο και ύστερα μήπως για επιδόρπιο στο ξενοδοχείο μου; Θα σε ικανοποιούσε αυτό;»

«Δεν μπορώ να μείνω για το βράδυ», σκύβει και του λέει εμπιστευτικά.

«Θα βάλω να σε επιστρέψουν σπίτι. Ο άνδρας σου δεν θα υποψιαστεί τίποτα», την καθησυχάζει και κρίνοντας από τη στάση της Ντέπυ με τη Μαίρη προηγουμένως δεν αμφιβάλλω για την απάντησή της.

«Πώς μπορώ να αρνηθώ στον μεγάλο... Θέμη Λουκρέζη;»

Παίρνω μια ανάσα. Δεν αντιλαμβάνομαι τον λόγο που από τους δυο τους, εγώ είμαι που αισθάνομαι τύψεις.

«Κύριε Λουκρέζη;», διακόπτω την παρωδία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου. «Θέλετε να ξεκινήσουμε;», προτού μου στρίψει το συκώτι με αυτά που ακούω; Σκέφτομαι να συμπληρώσω και στρέφομαι στην Ντέπυ που δείχνει ολίγον απογοητευμένη. «Καλό βράδυ Ντέπυ», την στέλνω με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να σκυλιάσω τελείως μαζί της.

«Μιλάμε αργότερα», βλέπω τον Θέμη να της κλείνει το μάτι καθώς εκείνη αναχωρεί για να συναντήσει την Μαίρη που την περιμένει στην κορυφή της σκάλας. «Αλήθεια πρέπει να σταματήσεις να με αποκαλείς κύριο Λουκρέζη», μου απευθύνεται και λέει δήθεν προσβεβλημένος. «Με κάνεις να αισθάνομαι τόσο μεγάλος»

«Και έχετε απόλυτο δίκιο», παραξενεύεται που συμφωνώ μαζί του. «Βάσει των όσων άκουσα τα τελευταία δέκα λεπτά θα έλεγα πως φέρνετε περισσότερο σε ανυπότακτο έφηβο φίσκα στις ορμόνες. Ή σε μέσο πενηντάρη που περνάει κρίση μέσης ηλικίας», αντιγυρίζω καυστική εγώ ξαφνιάζοντάς τον με την τολμηρή μου απάντηση.

Δαγκώνει το κάτω χείλος του σκεπτικός όμως δεν φανερώνει το παραμικρό ίχνος θυμού.

«Έχω συνηθίσει να με κρίνουν για τις πράξεις μου Ρεβέκκα», με κοιτάζει πάλι με εκείνα τα διαπεραστικά, γαλάζια μάτια. «Και έχω μάθει να μην ντρέπομαι για αυτές»

«Θα μπορούσατε τουλάχιστον να προσπαθήσετε να είστε πιο διακριτικός», αντιπροτείνω.

«Η διακριτικότητα δεν υπήρξε ποτέ από τα βασικά μου προτερήματα», ακάθεκτος συνεχίζει. «Και θα γίνω τριάντα έξι τον Νοέμβριο», προσθέτει. «Σε περίπτωση που αναρωτιόσουν»

«Ούτε στο ελάχιστο», ξερά αποκρίνομαι και εκείνη η υποψία χαμόγελου χαράζεται ξανά στα χείλη του.

Ρίχνει μια κλεφτή ματιά προς τις στραπατσαρισμένες μου ρακέτες και περιεργάζεται τα ραγίσματα, τα χτυπήματα και τις γρατζουνιές τους.

«Θα μπορέσεις να παίξεις με αυτές;», έκπληκτος με ρωτάει και γρήγορα τις απομακρύνω από το οπτικό του πεδίο.

«Γιατί όχι;», σηκώνει τα φρύδια αποφεύγοντας να δηλώσει το προφανές. «Εξάλλου, κάπως πρέπει να ισορροπήσει το παιχνίδι», λέω με απόλυτη σιγουριά προς τον εαυτό μου πράγμα που του εξάπτει το ενδιαφέρον.

«Εξακολουθεί να μου αρέσει πολύ η αυτοπεποίθησή σου Ρεβέκκα. Θα λυπηθώ πολύ να στην πατάξω», χτυπάει πίσω εντείνοντας την προσωπική μας διαμάχη. Αυτό θα έχει ενδιαφέρον.

Στεκόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλο κοντά στον φιλέ για να ξεκινήσουμε με μικρές πασούλες και σταδιακά μεταβαίνουμε προς τα πίσω για να ανταλλάξουμε γρήγορες και δυνατές μπαλιές από τη γραμμή βάσης.

Τα σερβίς έρχονται τελευταία όπως πάντα και κάθε φορά που ο Θέμης χτυπάει την μπάλα εκείνη σβήνει στην πορεία και χάνεται από τα μάτια μου.

Ανησυχώ.

Πλησιάζουμε μια τελευταία φορά κοντά στον φιλέ να διεξάγουμε μια πρόχειρη κλήρωση. Έτσι επιλέγεται σε κάθε ματς ποιος σερβίρει πρώτος και η μεριά από την οποία θα καθίσει.

«Να ξέρετε ότι δεν πρόκειται να σας το κάνω εύκολο», δηλώνω δυναμικότατη και ο Θέμης αποκρίνεται με ένα από εκείνα τα ψυχρά του χαμόγελα.

«Μου αρέσουν τα δύσκολα», με κοιτάζει έντονα. «Εκ πείρας έχω μάθει πως αξίζουν τον κόπο», η κλήρωση γίνεται και προς μεγάλη του ικανοποίηση σερβίρει.

Ο Θέμης είναι που χτυπάει την πρώτη μπάλα. Και ο πόντος του είναι άσσος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top