Α' Μέρος - Κεφάλαιο (1)

Έχετε ακούσει ποτέ για το ρητό που λέει πως όταν ο θάνατος κοντεύει, βλέπεις τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια σου σε γρήγορα καρέ;

Μπούρδες!

Το μοναδικό πράγμα που καταφέρνω να δω είναι τα αστραφτερά, ασημένια φώτα μιας πολύ χλιδάτης Μερσεντές λίγο προτού κοντέψει να με στείλει στον άλλο κόσμο.

Περνούσα μπροστά από μία διασταύρωση όταν ένας οδηγός παρέλειψε να σταματήσει πίσω από την σεσημασμένη κόκκινη πινακίδα και διέσχισε το στενό.

Πέραν από παράβαση του κώδικα κυκλοφορίας προφανώς είχε καταπατήσει και το όριο ταχύτητας σε κατοικημένη περιοχή.

Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του παραλίγο να βρει την πισινή μου ρόδα. Ντεραπάρισα και έστριψα το τιμόνι απότομα με αποτέλεσμα να βρεθώ σύντομα πεσμένη στην άκρη του δρόμου με το κεφάλι μου βίαια προσγειωμένο στο πεζοδρόμιο δεξιά.

Ο ασυνείδητος δεν έδωσε καν σημασία που κόντεψε να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή.

Για αυτό και δεν θα τον άφηνα έτσι.

Βάζω τα δυνατά μου να σταθώ όρθια στα πόδια και ελέγχω το πλαϊνό μέρος του κεφαλιού μου για τυχόν αιμορραγίες. Με πονάει φριχτά όμως ο θυμός μου εκείνη τη στιγμή υπερνικά.

Ανεβαίνω καβάλα στο ποδήλατο μου και τρέχω ξοπίσω του να τον βρω. Ακούω την αλυσίδα να τρίζει και το πετάλι δεν δίνει αρκετή ώθηση να τον προφτάσω όμως στέκομαι τυχερή.

Προσπερνώντας δύο στενά βγαίνω σε μια κεντρική λεωφόρο όπου τον πετυχαίνω να περιμένει σταματημένος σε ένα κόκκινο φανάρι έτοιμος να στρίψει αριστερά.

Μια σειρά επιβατικών οχημάτων, αυτοκινήτων και λεωφορείων έχουν παραταχθεί σε τέσσερις λωρίδες περιμένοντας για το φανάρι να αλλάξει χρώμα.

Ελίσσομαι ανάμεσα από κάμποσα οχήματα για να φτάσω στην δική του πλευρά που είναι και η πιο απόμακρη και τη στιγμή που το φανάρι αστράφτει πράσινο για εκείνον, σταματώ με το ποδήλατο μου ακριβώς μπροστά από την φονική του μηχανή.

Δεν μπορώ να δω καθαρά το πρόσωπο του εξαιτίας των γυαλιών ηλίου που φοράει, ωστόσο μπορώ να καταλάβω πως έχει πάρει μια πολύ θυμωμένη έκφραση.

«Τι στο καλό κάνεις;», μου φωνάζει από το ανοιχτό του παράθυρο. Έχει και το θράσος να νευριάζει. «Φύγε από τη μέση!», δεν καταφέρνω να ανακτήσω άμεσα τις ανάσες μου έτσι ανάστατη που είμαι από το σοκ της αιφνιδιαστικής του επίθεσης και εξαντλημένη από την σπιρτάδα που επιστράτευσα για να τον προλάβω, οπότε του φωνάζω πίσω λαχανιασμένα.

«Κάντε στην άκρη!»

«Τι;», με ρωτάει αιφνιδιασμένος.

«Κάντε στην άκρη!», επιτάσσω. «Τώρα αμέσως!»

«Είσαι με τα καλά σου κοπέλα μου; Σήκω φύγε από τη μέση του δρόμου προτού σκοτωθείς», αρχίζει και χειρονομεί με τρόπο που προσπαθεί να αναδείξει το μέγεθος της παράνοιας που με βαράει στο κεφάλι.

Προσέχω ότι δεν κάθεται μοναχός του στο αυτοκίνητο. Τη θέση του συνοδηγού έχει καταλάβει μια όμορφη, νεαρή ξανθιά που μετά βίας ξεπερνάει τα είκοσι πέντε. Εκείνη δεν διστάζει να με στολίσει με κολακευτικά, κοσμικά επίθετα.

Κορναρίσματα ακούγονται πίσω μας. Μπόλικες βρισιές τα ακολουθούν μα εγώ δεν ενδίδω. Το αίτημα μου είναι ξεκάθαρο.

«Δεν θα στο ζητήσω ξανά. Κουνήσου και φεύγα!», δίνει μια τελευταία διαταγή.

«Αλλιώς τι; Θα με πατήσετε; Δεν είναι λες και δεν το επιχειρήσατε ήδη μια φορά;», τα λόγια μου ποτισμένα με ειρωνία.

Αραδιάζει καναδυό βρισίδια που δεν καταφέρνω να ακούσω και ύστερα καβαλάει απαυδισμένος το διάζωμα της αριστερής λωρίδας.

Η κυκλοφορία επανέρχεται στα φυσιολογικά της.

Ο ανύποπτος άνδρας κατεβαίνει από το όχημα και κοπανάει την πόρτα του με πάσα δύναμη. Στρέφεται στο μέρος μου γεμάτος σπίθα και νεύρο.

Φοράει λευκό πόλο μπλουζάκι που του κάθεται στενό στην περιοχή των δικεφάλων και γκρίζο υφασμάτινο παντελόνι που αγκαλιάζει ψηλά τους γοφούς του σαν ένα κολάρο σφιχτά δεμένο γύρω από έναν μυώδη λαιμό.

«Τι; Τι θέλεις;», μου φωνάζει πάλι. Εκείνη τη στιγμή μπορεί να ήθελα να τον ξυλοφορτώσω αλλά ανάθεμα, όφειλα να παραδεχτώ πως ήτανε πανέμορφος. Βέβαια για κάποιον ανεξήγητο λόγο το πρόσωπό του μου φαίνεται γνωστό. Σαν να τον έχω ξαναδεί από κάπου.

«Τι θέλω;», αντιγυρίζω την ερώτηση με έναν κόμπο στον λαιμό. «Παραλίγο να με σκοτώσετε εκεί πίσω!», ουρλιάζω σχεδόν και ο άνδρας με κοιτάζει συγχυσμένος.

«Πώς;»

«Εκεί πίσω, στο στενό. Παραβιάσατε το στοπ», κουνάει το κεφάλι σαν να μην πιστεύει σε αυτό που ακούει.

«Ποιο στοπ;», ανοίγει τα χέρια σε μια ένδειξη απόγνωσης και το στήθος του φουσκώνει.

«Δεν απορώ καθόλου που δεν το προσέξατε έτσι διαολεμένα που τρέχατε. Μπορείτε να μου πείτε ποιος λογικός άνθρωπος οδηγεί με τέτοια ταχύτητα μέσα στην πόλη; Παίζουν παιδιά στους δρόμους. Θα μπορούσε να περνάει ο οποιοσδήποτε», λέω με ένταση αλλά δεν βλέπω κανένας ίχνος μεταμέλειας από δικής του πλευράς.

«Με συγχέεις με κανέναν άλλο μήπως πιτσιρίκα; Σε χτύπησε η ζέστη, τίποτα;», μου μιλάει υποτιμητικά. Γιατί όλοι οι μεγαλύτεροι κάθε φορά που έπεφτες σε διαφωνία μαζί τους έπρεπε να επικαλούνται τα νιάτα σου για να γείρουν τον ζυγό στη μεριά τους;

«Βλέπετε πολλούς να οδηγούν μαύρες Μερσεντές εδώ τριγύρω;», του δείχνω προς τα φερόμενα αυτοκίνητα δίπλα μας. Η έκφρασή του ψυχραίνει και το στόμα του λαξεύει σε ένα μισό χαμόγελο.

«Κοίταξε μικρή δεν το έχω συνήθειο να ασχολούμαι με φαντασιόπληκτα κοριτσάκια για αυτό τράβα πίσω από εκεί που ήρθες και κοίταξε να ψάξεις εναλλακτικό μέσο μεταφοράς», φτύνει με ειρωνεία. «Εσείς με τα ποδήλατα στους δρόμους όλο προβλήματα δημιουργείτε», προσθέτει και μου γυρνάνε τα μάτια.

«Εμείς με τα ποδήλατα;», επαναλαμβάνω μουρμουριστά. «Συγνώμη κιόλας που δεν έχουμε τα χρήματα να αγοράσουμε ένα αξιοπρεπές αυτοκίνητο», απηυδύω και του φωνάζω ώστε να με ακούσει. Λες και ήτανε δικό μου το φταίξιμο.

«Προφανώς και εσύ δεν τα έχεις επειδή από ότι φαίνεται προτιμάς να ξοδεύεις τον χρόνο σου παρενοχλώντας τον κόσμο», αφηνιάζω. Ετοιμάζομαι να του φωνάξω πίσω πως δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το τι κάνω προκειμένου να συντηρήσω τον εαυτό μου.

Εκείνος όμως συνεχίζει να μιλάει.

«Πήγες και στάθηκες στη μέση του δρόμου πανάθεμά σε! Τι είσαι; Μήπως καμιά πρακτικάρια της δημοσιογραφίας που πηγαίνει γυρεύοντας; Θέμα προσπαθείς να βγάλεις, αυτό είναι;», μένω εμβρόντητη με τις υποθέσεις που κάνει. Τι με πέρασε δηλαδή; Για παπαράτσι;

Και για ποιον λόγο να περιμένει να ασχολούνται μαζί του παπαράτσι;

«Όχι! Καμία σχέση. Εγώ...»

«Τι θέλεις τότε;», κομπιάζω μια στιγμή. Στην πραγματικότητα θέλω κάτι τόσο απλό που σίγουρα θα ακουστεί χαζό.

«Μια συγνώμη θα ήτανε αρκετή», διστακτικά ψελλίζω και τότε είναι που βγάζει τα γυαλιά του. Πίσω από την μαύρη βιτρίνα αποκαλύπτεται ένας ουρανός ψυχρός και καταγάλανος έτοιμος να ρίξει αστραπές.

«Με δουλεύεις τώρα έτσι;», η γλώσσα μου μπλέκεται. «Με ανάγκασες να σταματήσω στην άκρη του δρόμου, ισχυριζόμενη πως κόντεψα να σε σκοτώσω απλά και μόνο για να σου ζητήσω συγνώμη;», δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω όταν θα τον έβρισκα.

Ήθελα απλώς να σταματήσει να αρδεύει τους δρόμους σαν να βρίσκεται σε αγώνα κούρσας.

«Χριστέ μου, είσαι για δέσιμο», τρίβει την άκρη του ματιού του παραιτούμενος μειδιώντας με περιφρόνηση. Και ύστερα με κοιτάζει. Πραγματικά με κοιτάζει.

Προσέχει την φτωχική μου εμφάνιση και τα λιωμένα μου παπούτσια, τα μαλλιά μου που έχω συμμαζευμένα σε έναν ατάλαντο κότσο, το σαραβαλιασμένο μου δίκυκλο και αφήνει για το τέλος το ανέγγιχτο από μακιγιάζ πρόσωπο μου.

Βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό, δερμάτινο πορτοφόλι σε σκούρα καφέ απόχρωση και τραβάει από το εσωτερικό του μια αράδα με χαρτονομίσματα.

«Εδώ», μου παραδίδει τα χρήματα στο χέρι. «Αγόρασε στον εαυτό σου ρούχα, καλλυντικά ή δεν ξέρω και εγώ τι. Κάτι που θα σε βοηθήσει να νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου», λέει με έγνοια και κάνει μεταβολή να επιστρέψει στο αυτοκίνητο του όπου τον περιμένει εκνευρισμένη η ξανθιά με τις ανάλαφρες μπούκλες.

«Συγνώμη;», ψελλίζω αμήχανα αδυνατώντας να σκεφτώ καθαρά και λίγο προτού χωθεί πίσω στο κάθισμα του οδηγού οι ματιές μας ανταμώνουν μια τελευταία φορά.

«Και κοίταξε μην μπλέξεις στα πόδια κανενός άλλου στον δρόμο φεύγοντας πιτσιρίκα. Μερικοί έχουμε και δουλειές», ο τόνος του είναι απαξιωτικός.

Η μηχανή του αυτοκινήτου του ανάβει και πολύ σύντομα οι δυο τους χάνονται στους δρόμους πίσω στον όχλο της πόλης.

Βαστώντας τα τριακόσια ευρώ ανεβαίνω και εγώ καβάλα στο σχεδόν κατεστραμμένο μου ποδήλατο να κινήσω για την ακαδημία.

«Κάθαρμα!», βρίζω φωναχτά εκνευρισμένη. Μολονότι δεν το συνηθίζω ποτέ μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top