Άτιτλο κεφάλαιο 9

Ετοιμαστείτε για ένα κεφάλαιο συγκλονιστικό, ικανοποιητικό και με μπόλικες δόσεις δράματος. Προσπάθησα πολύ για να βγει- φανεί καλογραμμένο. Όποιοι δεν αντέχετε τις σκληρές σκηνές, παρακαλώ προσπεράστε.

 Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένας κακός λύκος που έκανε την εμφάνιση του στη ζωή της Μίρκας με τη μορφή του αθώου. Ο Μάξιμος τραπεζικός υπάλληλος τριαντάρης όμορφος, έξυπνος, διπλωματικός και υπεύθυνος καθώς ήταν, έχαιρε κάθε εκτίμηση, ταξική και κοινωνική προβολή. Όλα αυτά του προσέδιδαν έναν αέρα άνεσης.

Γνωρίστηκαν με το μπαμπά της Μίρκας ο οποίος έτυχε να τη φέρει μαζί του στη τράπεζα για να επιλύσει ένα πρόβλημα με τον λογαριασμό του και παράλληλα χρειαζόταν τόκους σχετικά με το άνοιγμα και επέκταση μιας νέας επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Ο Μάξιμος του έλυσε κάθε απορία και εκείνος τον ευχαρίστησε θερμά.

Ήταν εύκολο για τον τραπεζίτη να μάθει παραπάνω πράγματα για την οικογένεια ,αφού ο Θέκλος μπροστά στη φιλική συμπεριφορά του νεαρού ευπρεπή τραπεζίτη και την διαβεβαίωση του πως θα έκανε οτιδήποτε για να φανεί χρήσιμος, παρασύρθηκε και έπιασε φιλίες μαζί του τυπικές μεν αλλά άφησε ορισμένα πράγματα για τα προσωπικά του να του ξεφύγουν ενώ δεν έπρεπε. 

 Ο Μάξιμος επισκέφτηκε την οικογένεια στο σπίτι μιας και ήταν εύκολο να μάθει τη διεύθυνση τους(η οικογένεια του Θέκλου ήταν μία από τις πλουσιότερες στην περιοχή) και κάπως  έτσι σταδιακά ευοδώθηκε μια στενή φιλία. Έγινε απαραίτητος στον Θέκλο κυρίως ο οποίος αναγκάστηκε να του απευθυνθεί για μια νέα σειρά τόκων. Η Ιππολύτη και η Μίρκα συμπάθησαν τον Μάξιμο, ιδιαίτερα η Ιππολύτη όταν έμαθε το κομμάτι της πονεμένης ιστορίας του νεαρού.

Είχε χάσει πριν λίγο καιρό τη γιαγιά του-η οποία του είχε αδυναμία και ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που του φέρθηκε με στοργή μέσα στο ταραγμένο οικογενειακό του περιβάλλουν. Ο μπαμπάς του παράτησε τη μητέρα του, αφού φρόντισε να της κάνει τη ζωή μαρτύριο με το να δείχνει απροκάλυπτα τον εθισμό του στο αλκοόλ και να την απατά μπροστά στα μάτια της. Ο παππούς του ήταν ψυχρός και άδικος μαζί του και τον θεωρούσε κακομαθημένο και αχρείο. Για να διασφαλιστεί ότι ο γιος του άντρα που ατίμασε και ντρόπιασε την οικογένεια, δεν θα έπαιρνε μερίδιο της κληρονομικής περιουσίας του, τον αποκλήρωσε.

Όμως ο Μάξιμος πάλεψε με πείσμα και επιμονή και έκανε περήφανη τη μητέρα του, όταν σπούδασε προσηλωμένα, αποφοίτησε με τους καλύτερους βαθμούς και εξασφάλισε λαμπρή καριέρα στη τράπεζα. Γύρισε τη πλάτη στον παππού του όπως εκείνος του γύρισε κάποτε άσπλαχνα τη πλάτη και απαρνήθηκε την αγάπη του.

Ο πατέρας της Μίρκας τον εμπιστεύτηκε τόσο που του ζήτησε να συνοδέψει τη κόρη του στο κέντρο της πόλης δύο φορές για να παρευρεθεί στα εγκαίνια μιας επιχείρησης  και κατά τη διάρκεια των ομιλιών του ως σύμβουλος στην τοπική κοινότητα.  Η Μίρκα του ανοίχτηκε κάπως παραπάνω από όσο έπρεπε και του περίγραψε κάποιες παιδικές αναμνήσεις της.

Στη δεύτερη τους βόλτα, ο Μάξιμος είχε φέρει μαζί του κάτι που θα αποδεικνύονταν σημαντικό για τη μικρή έφηβη. Της έδειξε  ένα ζωάκι-παιχνίδι το οποίο την συγκίνησε. Παρότι ήταν δεκαέξι χρονών είχε αθωότητα και μυαλό παιδιού.
Όπως κατάλαβε από το λίγο που την ψυχολόγησε-διότι ήταν καλός στην ικανότητα της μελέτης της ψυχοσύνθεσης του κάθε ατόμου-  της είπε: «Κοριτσάκι μου γλυκό κοίτα τι σου έχω. Τέτοιο αρκουδάκι δεν σου πήραν οι δικοί σου κάποτε αλλά το έχασες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με πλοίο; Έτσι μου είχες πει την προηγούμενη φορά, καθώς μιλούσαμε » την κοίταξε προσεκτικά και έντονα. 

« Ναι αλλά εσείς πως; Θέλω να πω δεν είστε συγγενής ή πολύ κοντινός φίλος του μπαμπά για να ξοδεύεστε και να μου κάνετε αυτό το δώρο » πήγε να αναλύσει τη περιέργεια και την ερωτηματική της απορία η Μίρκα.

« Μπορεί να μην είμαι στενός φίλος αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω χωρίς ένα δωράκι. Ειδικά από τη στιγμή που φαντάζομαι τη μεγάλη λύπη σου όταν έχασες το αντίστοιχο αρκουδάκι από τα χέρια σου, ως μικρούλα. Θα στεναχωρήθηκες και θα γέμισαν λίμνες δακρύων τα πανέμορφα λαμπερά ματάκια σου. Μάθε πως και ο δικός μου μπαμπάς μου το πιο αγαπητό πρόσωπο λόγω της δουλειάς του, έχαιρε την εκτίμηση και τον θαυμασμό σε όλη τη πόλη, μεταξύ των συμπολιτών του. Παρόλ αυτά, υπήρξε μαζί μου ο πιο αδιάφορος και σκληρός άνθρωπος που μπορούσε να υπάρξει ποτέ.

Ένα απόγευμα επέστρεφα από το σχολείο με το ποδήλατο και βιαστικός καθώς ήμουν, έπεσα σε μια μικρή χαράδρα στην άκρη του δρόμου. Το αγαπημένο μου παιδικό 'όχημα' καταστράφηκε ολοσχερώς και εγώ υπέστην μερικές γρατζουνιές. Ο μπαμπάς μου έδειξε αναισθησία και ενόχληση όταν του ανέφερα το περιστατικό..

Μια άλλη φορά, τον τσάντισα επίτηδες για να τον αναγκάσω να υποκύψει στο πείσμα της επιθυμίας μου αλλά εκείνος νευριασμένος με άρπαξε από τον ώμο και δήλωσε πως δεν θα μου ξανα αγόραζε ποδήλατο αν δεν φρόντιζα να γίνω ακόμη καλύτερος-από όσο ήμουν- μαθητής στο δημοτικό.

Εγώ αποφάσισα πως μεγαλώνοντας θα γινόμουν συμπονετικός απέναντι σε κάθε λυπημένο πλασματάκι σαν εσένα, επειδή ξέρω πως είναι να μην πραγματοποιείται η επιθυμία σου για ένα αγαπημένο πράγμα.  Τι καλύτερο λοιπόν με το να σου πάρω για δωράκι το πάνινο αρκουδάκι; » της εξήγησε με σαφήνεια και κατόρθωσε να την πείσει. Η Μίρκα ένιωσε ακόμα μεγαλύτερη συμπάθεια εκτός από συμπόνοια για τον κύριο όταν της περίγραψε το κομμάτι της ευάλωτης παιδικής του ηλικίας.

« Ναι πράγματι λυπήθηκα τότε και νόμιζα ότι το ξεπέρασα κάπως, καθότι οι γονείς μου είχαν από πάντα την οικονομική δυνατότητα να μου παίρνουν διάφορα παιχνίδια. Τώρα που είδα το αρκουδάκι θυμήθηκα το δικό μου που χάθηκε όταν ήμουν εννιά χρονών. Μου έπεσε από τα χέρια όσο βρισκόμουν στην αποβάθρα του πλοίου, προσγειώθηκε στη θάλασσα και το παρέσυρε ο βυθός.

Λυπήθηκα τόσο πολύ, οι δικοί μου δεν μπορούσαν να με κάνουν να σταματήσουν να κλαίω σε όλο το ταξίδι του γυρισμού με το πλοίο. Υποσχέθηκα στο θείο μου-αυτός μου είχε κάνει το δώρο βλέπετε- να μην διαφύγει ποτέ οποιοδήποτε αλλο δώρο από την επίβλεψη μου. Βλέποντας το αρκουδακι σας ένιωσα αμέτρητη χαρά και αναθάρρησα, κατάλαβα πως δεν ξέχασα  ποτέ ουσιαστικά την απώλεια του άλλου παιχνιδιού  » του δήλωσε με καλοσύνη και ευγνωμοσύνη το κορίτσι, ανυποψίαστο για το ποιος πραγματικά ήταν και πόσο άξιζε την γλυκιά συμπεριφορά της.

« Είδες, για αυτό λοιπόν ο ευγενής κύριος Μάξιμος, εγώ δηλαδή σου έκανα το δώρο για να αισθανθείς καλά και ευτυχισμένη. Μην το πεις στο μπαμπά σου όταν τον δεις και σε ρωτήσει από ποιον είναι το δώρο » της ζήτησε ξαφνικά αλλάζοντας το πρόσωπο του από το συμπαθές και καλοκάγαθο στο σοβαρό και προστακτικό.

« Γιατί δεν θέλετε να του το αναφέρω, νομίζετε ότι δεν θα αντιδράσει καλά;»

« Μίρκα μου δεν είμαστε φίλοι με τον μπαμπά σου στο επίπεδο που θα ήθελα ακόμα και δεν θέλω να με παρεξηγήσει και να σκεφτεί ότι με υποχρέωσες, με το εφηβικό και ταυτόχρονα παιδικό σου αθώο σκέρτσο να σου πάρω το δώρο. Θέλω να μου το υποσχεθείς ότι δεν θα του πεις τίποτα » αυτή τη φορά ήταν ξεκάθαρη προσταγή παρά απλό παρακάλι. 

« Υπόσχομαι, δεν θα του πω τίποτα » κούνησε το κεφάλι της η Μίρκα, πήρε το αρκουδάκι στα χέρια της καμαρώνοντας το και ευχήθηκε καλό απόγευμα στον κύριο Μάξιμο ώστε να επιστρέψει στο σπίτι της. Ένα αρκουδάκι έκανε όλη τη ζημιά ένα χρονικό διάστημα μετά. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, αλλά και  τα μπουκέτα ή μεμονωμένα λουλούδια που ακολούθησαν μετά από το αρκουδάκι. Ο Μάξιμος δεν ήθελε να αναφέρει η Μίρκα στους δικούς της για το δώρο, γιατί στη πραγματικότητα θα την επέπλητταν και θα της συνιστούσαν προσοχή. Θα της έκαναν σαφές πως τα δώρα από αγνώστους δεν πρέπει να τα δεχόμαστε και να τα παίρνουμε, γιατί κάτι προβληματικό συμβαίνει και δεν υπάρχουν συνήθως καλοί σκοποί.

Η Μίρκα τήρησε την υπόσχεση της στον κύριο γιατί ήθελε να είναι σωστή, έκρυψε το αρκουδάκι βαθιά στη ντουλάπα της κάτω από τις κρεμάστρες με τις φούστες και τις ανοιξιάτικες μπλούζες που λειτουργούσαν ως κάλυμμα. Το έβγαζε από το ντουλάπι μόνο όταν δεν βρίσκονταν οι δικοί της στο σπίτι, το έπαιρνε στην αγκαλιά της και γέμιζε τρυφερότητα η ψυχούλα της γιατί ξαναθυμήθηκε το παλιό της 'εκλιπόν' ζωάκι και έδωσε την υπόσχεση της ότι αυτή τη φορά θα το πρόσεχε πολύ για να μην το χάσει.

Από σήμερα ο κύριος Μάξιμος θα γινόταν ένας σημαντικός άνθρωπος για εκείνη επειδή της χάρισε αυτό το υπέροχο αρκουδάκι, θα τον έβλεπε και θα τον αντιμετώπιζε με σεβασμό και ίσως αγάπη αν κατάφερνε να νιώσει έτσι για αυτόν, όπως για τα μέλη της οικογένειας της. Θα τον άκουγε και θα έκανε ότι της έλεγε επειδή εκείνος ήταν ο μεγαλύτερος και ήξερε καλύτερα όπως όλοι οι ενήλικες.

               

           [...]

    Η Χλόη ντυμένη με την πολύχρωμη αθλητική της φόρμα βγήκε για το συνηθισμένο της τζόκιγνκ στο πάρκο. Ήθελε να πετύχει τυχαία τον Δομένικο με τη Μίρκα για να διαπιστώσει αν τα λεγόμενα της φίλης της ήταν αληθινά και συνεπώς σοβαρά για την ίδια που κινδύνευε να τον χάσει. Μόλις τους είδε από μακριά κρύφτηκε πίσω από τους θάμνους, για να μην τη πάρουν χαμπάρι σε περίπτωση που συνέχιζαν στο ίδιο μονοπάτι. Το 'ζευγάρι' διέσχιζε πλέον βαθιά το πάρκο και δεν υπήρχε πιθανότητα να προσέξει την Χλόη, έτσι αθέατη που ήταν στο σημείο που διάλεξε.

Σε μια στιγμή ο Δομένικος έπιασε το χέρι της Μίρκας και της το φίλησε. Της κοπέλας έδειχνε να της αρέσει η χειρονομία του, αλλά ταυτόχρονα επέδειξε συστολή. « Όχι που δεν θα την επιδείκνυε. Τη γνωστή της συστολή » ψιθύρισε με κακία η Χλόη. Όταν άρχισε ο ήλιος να δύει και το απόγευμα δήλωνε τη παρουσία του για τα καλά, το ''ζευγάρι'' επέλεξε να αποχαιρετιστεί μέχρι το επόμενο ραντεβού τους πιθανόν σύντομα κατά τη Χλόη.

Η Μίρκα κράτησε στα χέρια της δύο παπαρούνες και χαμογέλασε κοιτώντας ευθεία δίχως ακριβή προσανατολισμό. Η Χλόη τότε μουρμούρισε: «Εσύ είσαι μια αξιολύπητη παρθένα. Δεν ξέρεις τι ζητάνε οι άντρες ενώ εγώ προσφέρω τον εαυτό μου, έχω μάθει με το πρώτο μου αγόρι και τώρα είμαι μια επιτυχημένη ανάμειξη αφοσιωμένης και βίαιας αμαζόνας. Εντρύφησα,  εφαρμόζω τα μυστικά του έρωτα και στέλνω τους άντρες στα πέρατα των μυστικών τούτων. Ενώ εσύ τι μπορείς να τους προσφέρεις; Μονίμως την εικόνα της συστολής σου, αμήχανες, αδέξιες κινήσεις του σώματος και ένα ντροπαλό χαμόγελο ».

Αποφάσισε και δεν θα έλεγε τίποτα στον Δομένικο. Δεν θα του έκανε κανένα σχόλιο, νύξη παράπονο και λεκτική επίθεση κατηγορίας επειδή τον είδε μαζί με την Μίρκα. Δεν ήταν η κοπέλα του για να του κάνει παρατήρηση. Απλά κατάλαβε πως θα έπρεπε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της να αποπλανήσει και να τον τυλίξει στα θέλγητρα της πιο γρήγορα από ότι υπολόγιζε.

Αλλιώς αν συνέχιζε έτσι θα της τον έπαιρνε η Μίρκα, θα γινόταν δικός της και δεν το επιθυμούσε με τίποτα. Γέμιζε με ανασφάλεια μέσα της και άρχισε να σκέφτεται το ενδεχόμενο μιας πιθανής σχέσης της Μίρκας και του Δομένικου ενώ πριν καιρό ήταν βέβαιη πως δεν θα προχωρούσε τίποτα μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό. Η βεβαιότητα εξανεμίστηκε μόλις είδε τον Δομένικο μια μέρα να μπαίνει στο ανθοπωλείο και να αγοράζει τα καλύτερα άνθη για τη Μίρκα.

Αντιλήφθηκε πως ο άντρας έβλεπε σοβαρά τη γλυκιά του Μίρκα και ήταν ερωτευμένος μαζί της βαθιά και αμετάκλητα. Αυτή η εξέλιξη λειτουργούσε εις βάρος της. Ζήλευε και μισούσε τη Μίρκα το γλυκό ευάλωτο κορίτσι που της έπαιρνε σταδιακά τη πρωτιά στο σχολείο και τώρα κόντευε να της πάρει τη πρώτη θέση στη καρδιά του άντρα που τόσο ερωτεύτηκε με πάθος. Όχι! Δεν θα το επέτρεπε να περάσει έτσι αυτό.

                 [...]

 Ο Δομένικος και η Μίρκα την αποψινή νύχτα είχαν συναντήσεις με δύο διαφορετικούς ανθρώπους που θα καθόριζαν τη ζωή τους με τρόπο απρόσμενο που δεν είχαν φανταστεί ούτε μια φορά εώς τώρα...

Η Μίρκα δεν καταλάβαινε γιατί ο κύριος Μάξιμος της ζήτησε να βρεθούν λίγο μετά το απόγευμα, κάπως αργά δηλαδή δεδομένου ότι εκείνη συνήθιζε να επιστρέφει στο σπίτι της νωρίς ύστερα από κάθε έξοδο που κανόνιζε με τους  φίλους της. Δεν της άρεσε να τριγυρνά μέχρι αργά για να μην ανησυχεί τους γονείς της και σπάνιες ήταν οι βόλτες της από τη στιγμή που ως εσωστρεφές άτομο δεν είχε αρκετούς φίλους να την προσκαλούν σε βόλτα ή πάρτι.

Που να ήθελε να την πάει ο Μάξιμος εκείνη την ώρα, οκτώμιση το βράδυ; Θα έπαυε να αναρωτιέται σε λίγες ώρες ευτυχώς μιας και κόντευε η ώρα του ραντεβού τους. Ήταν τόσο ευγενικός, φιλικός, πρόσχαρος και συμπαθής κύριος που δεν ήθελε να του αρνηθεί την πρόταση του. Όταν μίλησαν στο τηλέφωνο μια μέρα πριν, της ακούστηκε λίγο παράξενη η φωνή του καθώς της μιλούσε.

Είχε φανεί κάπως επίμονος και πιεστικός, όταν της έδωσε ισχυρή σύσταση να μην καθυστερήσει την ώρα της συνάντησης τους και ούτε να αλλάξει γνώμη τελευταία στιγμή και να μην εμφανιστεί. Η Μίρκα δικαιολόγησε την στάση του-παρόλο που την έκανε να νιώθει αμηχανία και να έρθει σε δύσκολη θέση- επειδή άθελα της σκέφτηκε πως τον στεναχώρησε ως ένα μικρό βαθμό με την αρχική άρνηση της να τον συναντήσει την μέρα που της ζήτησε. 

Μία ώρα πριν την συνάντηση στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και περιποιήθηκε τον εαυτό της: τόνισε με απαλό βάψιμο μολυβιού ίσα-ίσα στις βλεφαρίδες της, έβαλε lip-gloss και δοκίμασε να δει αν της ήταν βολικό το κίτρινο-άσπρο φουντωτό φόρεμα και τα γοβάκια της με χαμηλό τακούνι. Για καλή της τύχη της πήγαιναν γάντι. Έτσι ήταν αυτή, κομψή και άρτια περιποιημένη όποτε έβγαινε έξω. Δεν νοούνταν να βγει ντυμένη λιτά.  Η μητέρα της χαρούμενη υπέθεσε πως θα βρισκόταν με σχολικούς φίλους. Της είπε ψέματα η Μίρκα αλλά δεν είχε εναλλακτική λύση, έπρεπε να δικαιολογήσει την έξοδο της χωρίς όμως να πει ότι θα έβγαινε με τον κύριο Μάξιμο.

Ο Μάξιμος είχε προσέξει με ενδιαφέρον την κοπέλα, από την πρώτη στιγμή τότε που ήρθε στο κατάστημα της τράπεζας και κάθισε δίπλα στον πατέρα της ήσυχα χωρίς να βγάλει σχεδόν καθόλου μιλιά. Του έκανε εντύπωση και πίστευε πως παρά το παιδικό-εφηβικο της πρόσωπο και ορισμένα σημεία του χαρακτήρα της, διέθετε μια ελκυστική ομορφιά που ήθελε να γνωρίσει πολύ βαθιά ο ίδιος...

Τον έβγαλε από τις σκέψεις του η εμφάνιση της. Την πρόσεξε να έρχεται προς το μέρος του και της άνοιξε τη πόρτα του αυτοκινήτου του ευγενικά. Την οδήγησε μέχρι μία καφετέρια όπου κάθισαν, παρήγγειλαν χυμούς φρέσκου πορτοκαλιού και με το που εκείνος σε κάποια φάση, της άγγιξε το χέρι και ξεκίνησε να της μιλά η Μίρκα ένιωσε έναν ισχυρό ηλεκτρισμό ντροπής που όμοιο του είχε καιρό να ξανανιώσει στη ζωή της.

Τη κοιτούσε με ζωηρό ενδιαφέρον και έκανε να αγγίξει και τα μαλλιά της όμως η κοπέλα αποτραβήχτηκε επειδή η άβολη αμηχανία-ύστερα από αυτό που διάβασε στα μάτια του-μεγάλωσε μέσα της. Γιατί έβγαινε με τον κύριο Μάξιμο ενώ είχε το νου και τις σκέψεις της στον Δομένικο; Μήπως άρχισε να της αρέσει και ο δεύτερος άντρας οπότε τώρα βρίσκεται μπερδεμένη, ανάμεσα σε δύο; Αν ίσχυε αυτό, ήταν μια ποταπή σίγουρα κατηγορούσε τον εαυτό της.

« Σε βλέπω αγχωμένη. Δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την αιτία. Δεν χρειάζεται να αφήνεις το άγχος να σου χαλάει τη στιγμή. Βάλε το στην άκρη » της είπε κάποια στιγμή ο περίεργος, μυστήριος συνοδός της για να την καθησυχάσει.

Αφού πέρασε μία ώρα, ο Μάξιμος και η Μίρκα ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο του και συνέχισαν τη διαδρομή...αυτή τη φορά θα σταματούσαν σε ένα μέρος που ήθελε να της δείξει και θα την ενθουσίαζε.

« Δεν πιστεύω να δοκιμάσεις να ξεφύγεις μόλις φτάσουμε στη τοποθεσία ; Είμαστε σύμφωνοι;» έστρεψε το έντονο βλέμμα του στο πρόσωπο της στιγμιαία.

Η Μίρκα έγνεψε κοιτάζοντας τον λίγο ανήσυχα και του είπε υπάκουα:« Ναι δεν θα φύγω... κοντά σας θα βρίσκομαι μέχρι να με γυρίσετε σπίτι ». Στη συνέχεια γύρισε να παρατηρήσει το τοπίο της φύσης έξω από τη πόλη-όπως διακρινόταν από τα παράθυρα του αυτοκινήτου- οι εικόνες τουλάχιστον μετρίαζαν κάπως την αγωνία και ανησυχία της.

Ο Δομένικος δυσκολευόταν να οδηγήσει  και να συγκεντρωθεί στον αυτοκινητόδρομο με την επίγνωση  ότι στο διπλανό κάθισμα οι γάμπες της Χλόης διακρίνονταν μέσα από το θελκτικό της καλσόν. 

Η κοπέλα φορούσε ένα καλλίγραμμο  άσπρο φόρεμα με μανίκια και στα χείλη της είχε στρώσει ένα σχετικά απαλό μπεζ κραγιόν. Από μία άποψη δεν φαινόταν προκλητική. Η συμπεριφορά της όμως άλλα έδειχνε καθώς προχωρούσε η ώρα. Ο Δομένικος αποφάσισε τελικά: βγήκε από την εθνική οδό, έστριψε σε ένα σοκάκι και έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου με το που το πάρκαρε στο βάθος ενός μικρού δάσους.

«Πως και σταμάτησες;»

« Νομίζω πως πρέπει να γίνουμε ξεκάθαροι για μερικά πράγματα...πες μου τι θέλεις από εμένα Χλόη; Επικοινωνούμε και βγαίνουμε κατά τακτά διαστήματα, αλλά δεν μου λες τι προσδοκάς και γυρεύεις από την συγκεκριμένη επικοινωνία »

«Παράξενο αυτό για έμπειρους άντρες σαν εσένα. Μου κάνει εντύπωση που δεν κατάλαβες...στην ηλικία που βρίσκεσαι θα όφειλε να πιάνεις και να διακρίνεις αμέσως ορισμένα πράγματα » του μίλησε σε αινιγματικό και διφορούμενο τόνο.

«Κατευθύνεται το μυαλό μου κάπου απλά προτιμώ να ακούσω την δική σου παραδοχή ».

«Θα σου πω τι θέλω τότε αφού είναι έτσι...εσένα φυσικά » του δήλωσε με φυσικότητα η κοπέλα και συνέχισε: « Θα μου άρεσε να δοκιμάσω διάφορα πράγματα και εμπειρίες μαζί σου. Ο μαγνήτης που παιζει ανάμεσα μας είναι και για σένα θελκτικός και γοητευτικός. Σωστά; Δεν διακρίνεται ο λόγος μου από εγκυρότητα ; »

 Έπεσε με τα χείλη του επιθετικά πάνω της και εκείνη του ανταπέδωσε με ζωηρή ευθυμία και ένταση καθώς της ήταν καλοδεχούμενα. Από την αρχή του ραντεβού τους μέχρι το τέλος το ήθελε διακαώς, να έρθει η στιγμή του πρώτου τους φιλιού. Ο Δομένικος κατάλαβε πως δεν συγκρατιόταν άλλο και την έβαλε να καθίσει πάνω στα πόδια του. Η Χλόη ακολούθησε με μεγάλη προθυμία το ξέφρενο, φρενήρη ρυθμό του. Όσο πιο πολύ διείσδυε απαιτητικά και βαθιά στο εσωτερικό της τόσο η Χλόη έτρεμε από τη λαχτάρα. Όλα τα σημεία του κορμιού της σπαρταρούσαν.

« Σε παρακαλώ Χλόη, τελείωσε το » της ζητούσε και της παραχωρούσε το προνόμιο της δικής της ερωτικής προσφοράς. Η Χλόη αναστέναξε  φτάνοντας στο τελευταίο σημείο της ηδονής.

Η ερωτική έλξη ειναι περίεργη, ακάλεστη και απρόσμενη. Δεν ρωτά όταν πρόκειται για το ζευγάρωμα δύο ανθρώπων όπως στη περίπτωση του Δομένικου και της Χλόης.

« Κοίτα έγινε αυτό που επιθυμούσαμε, ο πόθος μας ικανοποιήθηκε αλλά μέχρι εδώ. Δεν θα υπάρξει άλλη συνάντηση » της ξεκαθάρισε ο Δομένικος με σαφήνεια όταν κούμπωσε το πουκάμισο του ευπρεπώς ξανά.

« Εγώ πάλι πιστεύω πως θα ξανασυναντηθούμε και ότι δεν ήταν ένα απλό στεγνό πήδημα ».

 Τώρα που έζησαν αυτή τη συναρπαστική βραδιά ήταν βέβαιη πως θα αποζητούσε τον έρωτα της μέσω του σώματος της. Το καλό που του ήθελε να την ξανασυναντούσε...

Ο Δομένικος από τη στιγμή που οδηγούσε μέχρι που έφτασε στο σπίτι του και ξάπλωσε στον καναπέ ήταν σωματικά αποκαμωμένος. Δεν σταματούσαν να τον γυροφέρνουν στο μυαλό οι ίδιες βασανιστική σκέψεις: πως πρόδωσε έτσι τη Μίρκα, ένιωθε βρόμικος μολυσμένος τιποτένιος καθώς αφέθηκε να παρασυρθεί στο κάλλος της προκλητικής απελευθερωμένης κοπέλας και στον ερωτικό παροξυσμό των ηδονικών αισθήσεων του  πληθωρικού, ανήθικου θηλυκού, κάνοντας βίαιο έρωτα μαζί της στο αμάξι του, διαπράττοντας προδοσία απέναντι στην αγάπη του για το αγνό κορίτσι.

Πως θα αντίκριζε τη Μίρκα στα μάτια την επόμενη μέρα ; Όχι δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ, φαίνεται ήταν μοιραίο να τελειώσει οποιοδήποτε όμορφο και αγαθό αίσθημα ειδυλλίου ξεκίνησε. Έτσι απότομα και απρόσμενα χωρίς τη θέληση του να τελειώσει. Το κρίμα, ο πόνος και οι τύψεις ήταν μεγάλες για αυτόν...

Η Χλόη δε, με το που μπήκε στο σπίτι έτρεξε βιαστικά προς το δωμάτιο της, αφαίρεσε και άφησε το φόρεμα της στο καρεκλάκι και μπήκε στην μπανιέρα. Ξέπλυνε το σώμα της από τα σημάδια του έρωτα, της καταπληκτικής ηδονής που έζησε προ ολίγου.

Ήταν πολύ καλύτερο, από ότι το είχε φανταστεί. Άγγιξε τα απόκρυφα σημεία της εκεί που την ακούμπησε ο Δομένικος πριν λίγο και συνειδητοποίησε πόσο υπέροχα ένιωθε ακόμα. Σε ισχυρή υπερένταση και ευχάριστη ανατριχίλα καθώς ήταν, δεν μπορούσε να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς της. Θα κοιμόταν πολύ ικανοποιημένη απόψε χωρίς να έχει κάτι να την αγχώνει.

   Στο μεταξύ η Μίρκα βγαίνοντας από το αυτοκίνητο του συνοδού της, παρατήρησε προσεκτικά αλλά με σαστισμένη απορία... είχαν φτάσει έξω από τη πόλη, στα περίχωρα συγκεκριμένα. Ελάχιστες λάμπες δρόμου υπήρχαν στο σημείο του τελικού προορισμού τους. Μονάχα μέσα σε εκείνο το σπίτι-που διακρινόταν στην απέναντι πλευρά από όπου στέκονταν- υπήρχε φωτισμός. Κάποιος ιδιοκτήτης θα κατείχε αυτό το λαμπερό οικοδόμημα, αμφέβαλλε ότι ήταν του ίδιου του κύριου Μάξιμου. Ο Μάξιμος την παρακίνησε να τον ακολουθήσει και όταν εισήλθαν στο εσωτερικό της οικίας, το κορίτσι διέκρινε ένα καλόγουστο αρχοντικό με πίνακες να κρέμονται σε τοίχους, φώτα και πολλές αντίκες.

Ο συνοδός της έβαλε ένα δίσκο με τζαζ μουσική να παίζει στο γραμμόφωνο και αφού της πρόσφερε μια λεμονάδα της πρότεινε να χορέψει μαζί του. Η κοπελίτσα παρά την αρχική της αμηχανία ευχαριστήθηκε  το ότι κατάφερε να ξεπεράσει την ντροπή της για τον χορό και να τον δοκιμάσει πρώτη φορά.

 Ο άντρας, μόλις ξεκουράστηκε η Μίρκα την πήρε από το χέρι γλυκά. Η μορφή του θύμιζε τον μπαμπά της και τόσους άλλους ευγενικούς συγγενείς της όπως ο θείος ή ο παππούς της όταν ήθελαν να της δείξουν μια έκπληξη που την περίμενε στο δωμάτιο του σπιτιού τους. Και η έκπληξη ήταν συνήθως ένα παιχνίδι, μια κούκλα ή ακόμα και ένα κατοικίδιο κουνέλι ή κουτάβι. Χαιρόταν απίστευτα η Μίρκα και πρόσφερε τότε μια τεράστια αγκαλιά στον μπαμπά ή στους συγγενείς της. Επέστρεψε στο παρόν κάνοντας την ίδια σκέψη ή έτσι προσπαθούσε δηλαδή, ότι ο κύριος Μάξιμος σκόπευε να της κάνει μια έκπληξη για αυτό την πήγαινε σε εκείνο το δωμάτιο στην άκρη του διαδρόμου.

Με το που έφτασαν άνοιξε τη πόρτα, την άφησε να περάσει μέσα πρώτη και ακολούθησε ο ίδιος. Μόλις η Μίρκα πήρε μια σύντομη, πρώτη ματιά του χώρου-ένα υπνοδωμάτιο με επιμελημένη και αρχοντική έγνοια για την οποία προσπάθησαν οι άγνωστοι οικοδεσπότες- ο Μάξιμος γύρισε το βλέμμα του στη πόρτα και κλείδωσε γυρνώντας το κλειδί τρεις φορές. 

Έστρεψε τα μάτια του κατά πάνω της. Η Μίρκα απόρησε που τον είδε τόσο άνετο και η λάμψη στα μάτια του δεν της άρεσε αυτή τη φορά, της φάνηκε πονηρή. Ήταν πλέον κατανοητό πως η κοπέλα παρασύρθηκε. Δεν ήξερε ότι οι άνθρωποι μερικές φορές έχουν τον τρόπο τους να κρύβουν τους πιο δόλιους  σκοπούς τους, κάτω από τη μάσκα των ευγενικών καλοσυνάτων προσώπων.  « Όχι σε παρακαλώ μη » άρχισε να κλαψουρίζει, ενώ το σώμα της ακουμπούσε σε ένα τραπεζάκι πίσω της. 

« Σς...αν είσαι φρόνιμο κορίτσι και κάτσεις ήσυχα θα τελειώσουμε γρήγορα » την άγγιζε από τους ώμους δήθεν καθησυχαστικά, αλλά στη πραγματικότητα την έκανε να τον φοβηθεί ακόμα περισσότερο. Την παγίδευσε κυριολεκτικά με αυτό τον τρόπο και τη γύρισε από την άλλη ώστε να την αναγκάσει να ξαπλώσει μπρούμυτα. Αφού έλυσε τη ζώνη του παντελονιού του, της ζήτησε να κατεβάσει την κιλότα της. Εκείνη ντροπιασμένη το έκανε για να μην τον εξαγριώσει. Έτσι του άφησε το ελεύθερο- παρότι δεν το επιθυμούσε με τίποτα-να εισέλθει μέσα της με μανιακή σφοδρότητα. Η Μίρκα πόνεσε και έκλαψε, αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να λυγίσει τον ψυχρό, τυραννικό και άσπλαχνο βιαστή της. Της πήρε την αθωότητα σε μία νύχτα μοιραία και άσχημη όπως αυτή. Το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε και δεν σκόπευε να το χαρίσει σε κανέναν άντρα, αν δεν βεβαιωνόταν πως μπορούσε να τον εμπιστευτεί και το βασικότερο αν δεν της αποδείκνυε ότι είναι ο μοναδικός που μπορούσε να της χαρίσει την αληθινή του αγάπη.


                      [....]

Η Μίρκα βγήκε σχετικά νωρίς το επόμενο πρωινό για μια μικρή βόλτα γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο της, καθώς είχε ανάγκη να ξεχαστεί. Πολλά σπίτια στη γειτονιά διέθεταν παρτέρια στους κήπους τους. Τα λουλούδια είχαν αναπτυχθεί τόσο όμορφα που ανέδιδαν τις μυρωδιές  τους.

Δεν λάμβανε τη παρηγοριά από την χάρη των ανθών όπως συνήθως. Τα κοίταζε μελαγχολική, σοβαρή και προβληματισμένη. Στράφηκε προς τις σκέψεις μέσα της.
Θα έλεγε πως πονούσε ακόμα έντονα στη περιοχή της... ένιωθε παράξενα, ασυνήθιστα, ντροπιαστικά καθώς είχε χάσει τη παρθενιά της το προηγούμενο βράδυ χωρίς τη θέληση της, ενώ παράλληλα κατηγορούσε τον εαυτό της. Πίστευε πως άθελα της προκάλεσε το συμβάν με τον τρόπο που ντύθηκε και  συμπεριφέρθηκε στον κύριο Μάξιμο. Αν και δεν έδειξε τίποτα το ιδιαίτερα προκλητικό για να τον επηρεάσει τόσο σε σημείο που να του ξυπνήσει...τα περίεργα, απόκρυφα ένστικτα του. Τι τον είχε πιάσει και απελευθερώθηκε η ακόλαστη, ορμητική, βίαιη πλευρά του ;

Ο εφιάλτης προσωποποιημένος παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά της και αυτή έπρεπε να παραστήσει την άνετη και να μην το βάλει στα πόδια για να μην προξενήσει απορία στους περαστικούς ανθρώπους που κινούνταν δίπλα της στον ίδιο δρόμο.

Ο Μάξιμος την έπιασε γερά από τα μπράτσα και την πήγε κάτω από μια αμυγδαλιά για να μην διακρίνονται εύκολα.

 « Σχετικά με χθες συγνώμη υπήρξα κάπως απότομος στο τρόπο που επεδίωξα να σου πάρω την αγνότητα » της μίλησε χωρίς συναίσθημα και συμπλήρωσε « Υπάρχει και κάτι σημαντικό που πρέπει να σου επισημάνω » η Μίρκα τον κοίταζε ερωτηματικά.

« Ο πατέρας σου...δανείστηκε για μια ανάγκη του αλλά δεν μου γύρισε πίσω τα χρωστούμενα. Αδικήθηκα  πολύ από τη πράξη αυτή »

 « Καταλαβαίνω. Ο μπαμπάς χρωστά σε πολλούς πιστωτές αυτό το διάστημα και δυσκολεύεται η αλήθεια είναι » εξηγούσε μαζεμένα η κοπέλα.

« Αν δεν θέλεις να πάθει κακό ο μπαμπας σου, θα βρεις τρόπο να μου δώσεις τα χρήματα »

« Τι είδους τρόπο κύριε Μάξιμε;»

« Ψάξε παντού στο σπίτι σας, ζήτα από συγγενείς επινοώντας μια δικαιολογία που να αφορά εσένα, προσπάθησε να κλέψεις χρήματα από τη μητέρα σου. Δεν με ενδιαφέρει πως αλλά τα λεφτά μου τα θέλω πίσω και θα τα πάρω με οποιοδήποτε κόστος χάρη στη βοήθεια σου » της εμφάνισε ένα σατανικό βλέμμα που τη τρόμαξε περισσότερο.

Όχι δεν θα άντεχε η πονεμένη ψυχή της να συμβεί κάτι στο μπαμπά της...ηδη πέρασε πολλά, αλλά τώρα είχε ενα καινούριο φορτίο να επωμιστεί, τον κίνδυνο να προκαλέσει ο Μάξιμος βλάβη στον μπαμπά της επειδή του χρωστά μεγάλα ποσά.

Για αυτό μέσα σε μια βδομάδα θα έβρισκε τρόπο να κλέψει κάποια από τα κέρδη του πανδοχείου για να τα πάει στον κύριο Μάξιμο. Αλλιώς εκείνος θα πλεύριζε τον πατέρα της και θα του έκανε μεγάλο κακό. Μπορεί να τον ξυλοφόρτωνε ή να τον μαχαίρωνε. Ούτε να το σκεφτόταν δεν ήθελε  το τι θα μπορούσε να προκληθεί από την διαμάχη ανάμεσα στους δύο άντρες. 

Γύρισε βιαστικά στο σπίτι και έπεσε στο κρεβάτι με σκοπό να κοιμηθεί για να αναπληρώσει τον χαμένο βραδινό ύπνο. Θα εξέταζε το θέμα αργότερα το ίδιο απόγευμα.

Ξύπνησε μετά από ένα χαλαρωτικό ύπνο δύο ωρών και άνοιξε τη πόρτα του δωματίου της για να βγει. Περπάτησε με κάποια αστάθεια στο διάδρομο και ψέλλισε: « Μαμά πονάω, μπορεί να έχω πυρετό »το πρόσωπο της χλωμό και λευκό...λιποθύμησε στα χέρια της μητέρας της η οποία έντρομη  επεδίωκε να τη συνεφέρει. Ο γυναικολόγος που την εξέτασε στη κλινική διαπίστωσε τα  σημάδια τα οποία προέρχονταν από βιασμό. Θα πήγαινε να ειδοποιήσει τους γονείς της, όμως η Μίρκα του άγγιξε το μπράτσο με αδυναμία και του είπε: « Σας ικετεύω, μην το πείτε στους γονείς μου. Θέλω να κρατηθεί κρυφό, μεταξύ μας » τον κοιτούσε παρακλητικά στα μάτια γεμάτη στεναχώρια. Ο συμπαθητικός και αγαθός γιατρός θα έκανε την αποκάλυψη μερικές βδομάδες μετά. Δεν τον άφηνε η συνείδηση του να κρατήσει κάτι τόσο  αποτρόπαιο κρυφό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ειδικά αφού λυπήθηκε την κοπέλα που εξαναγκάστηκε να περάσει την συγκεκριμένη σκληρή δοκιμασία.

Η Μίρκα με το τρέμουλο να τη βασανίζει, έφτασε στη πόρτα του αρχοντικού του Μαξίμου. Είχε διανύσει τη μισή απόσταση με ταξί και την άλλη μισή με τα πόδια. Ο Μάξιμος με το πρώτο άκουσμα του χτυπήματος της θύρας, της άνοιξε και της ζήτησε να περάσει μέσα.

« Ορίστε ο φάκελος χρημάτων του μπαμπά. Κατάφερα να τον πάρω κρυφά και σας τον δίνω τώρα. Δανείστηκα μερικά από τη γιαγιά μου λέγοντας ψέματα πως τα χρειάζομαι για μια εκδρομή και τα υπόλοιπα τα έκλεψα από το ταμείο του ξενοδοχείου » του έτεινε με το χέρι της για να τον πάρει.

« Μπράβο έξυπνο κορίτσι καταφερτζού βρήκες κόλπο και τα έφερες όλα, όπως τα ζητήσαμε » της χαμογέλασε με κακία αφού στη πραγματικότητα καθόλου δεν τον ένοιαζαν τα χρήματα όσο η ευκαιρία να την ξαναδεί εδώ μπροστά του. Τα χρήματα ήταν απλώς το δόλωμα.

« Σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου να πηγαίνω τώρα. Δεν πρέπει να αργήσω στο σπίτι και μένω αρκετά μακριά » έσφιξε στα χέρια της τη τσάντα η Μίρκα για να τιθασεύσει το άγχος της παρακαλώντας αυτή τη φορά να την άκουγε και να της επέτρεπε να φύγει όσο πιο σύντομα γινόταν.

« Γλυκιά μου τόσο γρήγορα θες να φύγεις; Πολύ κρίμα, ήθελα να καθίσουμε να τα πούμε λιγάκι».

« Τι να πούμε κύριε Μάξιμε;» ρώτησε απελπισμένη η Μίρκα.

« Να δούμε καμιά ωραία ταινία από εκείνες που σου αρέσουν στο dvd. Έλα έχω φτιάξει και ποπ κορν κιόλας που είμαι βέβαιος ότι δεν έχεις φάει νοστιμότερο αλλού. Θα το αγαπήσεις » της υπέδειξε με νεύμα τον χώρο του σαλονιού και άναψε ένα τηλεοπτικό κανάλι στη τύχη για να παρακολουθεί μέχρι να βάλει το dvd της ταινίας στο μηχάνημα κάτω από τη τηλεόραση.

Η Μίρκα τρέμοντας κάθισε στον καναπέ και φρόντισε να παραμείνει ήσυχη καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Αν ήταν αυτή η επιθυμία του Μαξίμου θα υπάκουγε, αφού πιθανόν θα της επέτρεπε στο τέλος να φύγει και να γυρίσει στο σπίτι της. Όμως μετά τη πρώτη μία ώρα διάρκειας της ταινίας, ενώ παρέμενε σιωπηλή και με τα βίας μασούλαγε μερικά ποπ κορν, ένιωσε το χέρι του Μαξίμου να την αγγίζει απαιτητικά στον αγκώνα. Φοβήθηκε πως θα κατέβαινε προς τα κάτω και πως είχε στόχο άλλα σημεία.

Τελικά απλώς την έπιασε από τον αγκώνα και την οδήγησε σε ένα  υπνοδωμάτιο, εκεί όπου ήθελε ο ίδιος χωρίς να της αφήνει περιθώρια να διανοηθεί να του ξεγλιστρήσει και να του δραπετεύσει.

« Θα συνεχίσεις ακόμα και τώρα, σε αυτό το δωμάτιο που σε έφερα να είσαι μαγκωμένη;» τη ρώτησε με αλαζονική μοχθηρία.

Της έδειξε ένα σκληρό σιδερένιο ντιβάνι και την έριξε πάνω σε αυτό χωρίς να την περιμένει να ξαπλώσει από μόνη της. Δεν ήθελε να χάνει το χρόνο του και να αγανακτήσει περισσότερο. Εκείνη γύρισε από την άλλη, κάνοντας αυτό που την διέταξε με ήρεμο αλλά κοφτό τόνο. Να κατεβάσει το φόρεμα της και να μείνει μόνο με τα εσώρουχα. Ξάπλωσε ανάσκελα στη μέση του ντιβανιού. Ξέσπασε σε ηχηρούς λυγμούς κλάματος.

« Γιατί μου το κάνετε κύριε Μάξιμε, γιατί με αναγκάζετε να περάσω πάλι αυτή τη βασανιστική δοκιμασία;» μιλούσε με τρεμάμενη φωνή πνιγμένη στο κλάμα και όποτε γυρνούσε να κοιτάξει το ανέκφραστο πρόσωπο του βιαστή της.

Ο θηριώδης βιαστής δεν  άκουγε και ουδέ λυπήθηκε το κορίτσι.  Την πονούσε τόσο βασανιστικά, αλλά  έκανε φοβερή υπομονή και έσφιγγε τα δόντια για να μην καταρρεύσει. Έπιανε το στρώμα και το μαξιλάρι με τις χούφτες της και άφηνε τα δάκρυα της να τρέχουν χωρίς να ακούγεται όμως τόσο δυνατό το κλάμα της, όσο στην αρχή.

         [...]

   Η Χλόη έμεινε με το στόμα ανοικτό όταν πληροφορήθηκε από τη Σταματία, αυτό που έπαθε η Μίρκα. « Καλά είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε για να το επιβεβαιώσει.

« Ναι σου λέω, μου το είπε η ίδια επειδή δεν άντεξε, λύγισε από τη στεναχώρια και ήθελε κάποιον δίπλα της. Τη βίασε ένας τριαντάχρονος απατεώνας που την εξαπάτησε γιατί πόνταρε στην απειρία και καλοσύνη της ».

« Μα αυτό είναι υπέροχο νέο φίλη μου και πρέπει να σκεφτώ πως θα το χρησιμοποιήσω για να λειτουργήσει προς όφελος μου » έλεγε η Χλόη χωρίς να ακούει με προσοχή τη φίλη της.

« Μην κάνεις βλακεία, ούτε μην κανονίσεις κάτι κακό στη Μίρκα, Χλόη. Ξεκόλλα σου λέω ότι πέρασε βιασμό η κοπέλα και εσένα το μυαλό σου στο πως θα τα κάνεις χειρότερα;»

« Τι να ξεκολλήσω βρε ηλίθια; Δεν βλέπεις ότι μόλις τώρα μου παρουσιάστηκε μια φοβερή και μοναδική ευκαιρία να στρέψω όλη τη κοινωνία του σχολείου εναντίον της. Θα τη σχολιάζουν και θα μιλάνε πίσω από την πλάτη της » αφού είπε αυτά τα λόγια έτρεξε και χάθηκε από το οπτικό πεδίο της αγανακτισμένης Σταματίας.

Η Χλόη έδωσε ραντεβού συνάντησης με τον Αποστόλη σε κάποιο κεντρικό σημείο της πόλης μία μεσημεριανή ώρα όπου δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. « Θέλω να διαδώσεις αυτό που έπαθε η Μίρκα, όλο το σχολείο να μάθει. Να μην μπορεί να κυκλοφορήσει παρά μόνο με σκυμμένο το κεφάλι » ψιθύρισε σοβαρά και επιτακτικά στον νεαρό. Τον είχε κάνει κανονικό μέλος της παρέας της και φυσικά πιστό συνεργό όλων των κομπίνων που έστηνε, για να δυσκολέψει τη ζωή της Μίρκας. 

Εκείνος συμφώνησε πρόθυμα και πράγματι μέσα σε μερικές μέρες, όλη η κοινότητα του πιο γνωστού και καλύτερου σχολείου της πόλης ήξερε ότι μια μαθήτρια του έπεσε θύμα βάναυσου βιασμού. 

     Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στους χώρους του σχολείου, με την ίδια ταχύτητα που ο άνεμος παρασέρνει και σκορπά τα φθινοπωρινά φύλλα σε κάθε κατεύθυνση. Όλοι, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί ταράχτηκαν και δεν μπορούσαν να το δεχτούν καθώς το πάθημα της Μίρκας δημιουργούσε ερωτηματικά σχετικά με την ασφαλής κωμόπολη της Καμορσίας.

Λυπήθηκαν και στεναχωρήθηκαν για το κορίτσι ενώ εύχονταν να πιαστεί ο ένοχος και τα χειρότερα να τον βρουν στο κελί που θα τον οδηγούσε η δικαιοσύνη. Γνώριζαν πλέον πως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο για όλους και ειδικά στη ζωή του δύστυχου κοριτσιού. Θα έπρεπε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και προσεκτικά για να μην βρεθεί άλλο παιδί στην θέση της Μίρκας και να μην βιώσει αντίστοιχο αποτρόπαιο κακό.

   Οι συμμαθητές της Χλόης βρήκαν την ευκαιρία να σχολιάσουν και κουβεντιάσουν το γεγονός στη τάξη την ώρα του διαλείμματος. Η Χλόη ικανοποιήθηκε και ένα σαδιστικό χαμόγελο φάνηκε στις γραμμές των χειλιών της ενώ άκουγε γύρω της πολλούς ψιθύρους για την Μίρκα... με χαρακτηρισμούς που ποίκιλλαν από 'δύσμοιρη καημένη που έπαθε μεγάλο κακό και δεν το γλίτωσε' μέχρι 'κρυφο-πουτάνα που τα' θελε και τα έπαθε, πήγαινε γυρεύοντας όταν διάλεξε να ακολουθήσει εκείνον τον ενήλικο άντρα στο σκοτάδι και στο αρχοντικό μεν αμαρτωλό και βρώμικο οίκημα δε. '

 « Καλά να πάθει » μουρμούριζε η Χλόη καθώς έκλεινε το τετράδιο της. Η κακία όμως ακούγεται διότι δεν κρύβεται και να θέλει κανείς να την 'κουκουλώσει' μετά με διάφορους τρόπους και δικαιολογίες, πράγμα που δεν ίσχυε στη περίπτωση της Χλόης.

Αυτή εξηγούνταν ξεκάθαρα και άκαρδα με έλλειψη τακτ και δεν έπαιρνε τίποτα πίσω. Η Ζηνοβία μια συμμαθήτρια της γύρισε το κεφάλι της από το διπλανό θρανίο μη πιστεύοντας στα αυτιά της αυτό που μόλις άκουσε. 

« Γιατί μιλάς έτσι για αυτήν, δεν ντρέπεσαι; Βίωσε το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να πάθει ένα κορίτσι σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία. Πως μπορείς να γίνεσαι τόσο κακιά απέναντι της;»

« Ας πρόσεχε Ζηνοβία μου, δεν ακολουθούμε αγνώστους χωρίς να τους ξέρουμε καλά καλά ούτε τους αφήνουμε να μας οδηγήσουν όπου να ναι και επιθυμούν αυτοί για να μας κάνουν το κακό που έχουν σχεδιάσει. Οι γονείς της δεν της είπαν να προσέχει; Αλλά άμα δουλεύουν όλη μέρα λογικό να μην μιλάνε πολύ μαζί της » ειρωνεύτηκε και πρόσθεσε:« Κορίτσια σαν εμένα που είναι έμπειρα ξέρουν να προσέχουν καλύτερα τους επικίνδυνους εγκληματίες. Οι δικοί μου να είναι καλά που μου μιλούσαν για τα αυξημένα ποσοστά βιασμού και κακοποιών από τα χρόνια του γυμνασίου. Έτσι με έμαθαν να φυλάγομαι » χαμογέλασε σατανικά και έκλεισε τη κουβέντα γιατί θα έμπαινε η καθηγήτρια στη τάξη σε δύο λεπτά και θα ξεκινούσε το μάθημα.

Η Μίρκα όσο κινούνταν στο σχολικό εσωτερικό διάδρομο ένιωθε άβολα καθώς δεν περνούσε απαρατήρητη και πολλά από τα παιδιά την κοιτούσαν με διαφορετικές εκφράσεις αποτυπωμένες στα πρόσωπα τους.

Σαν να μην έφταναν αυτά, επειδή έσκυψε το κεφάλι της ντροπιασμένη, παραλίγο να πέσει πάνω στο πρόσωπο με το οποίο δεν ήθελε με τίποτα να έρθει αντιμέτωπο τη συγκεκριμένη στιγμή.

« Τι Μιρκα; Στεναχωρήθηκες που έμαθαν όλοι στο σχολείο ότι δεν είσαι τόσο αθώα, επειδή ακολουθείς άγνωστους άντρες που σου παρουσιάζονται σαν ευυπόληπτοι κύριοι σε  'βρώμικα' αμαρτωλά ξενοδοχεία;  Σε λυπάμαι, αλλά ας πρόσεχες. Αυτά παθαίνουν οι αφελείς και χαζοί » της μίλησε υποτιμητικά και δεν εγκατέλειψε τη κακία ούτε αυτή τη φορά από το πρόσωπο και τη γλώσσα της.

Η Μίρκα δεν πίστευε στα αυτιά της ότι μπορούσε η Χλόη ακόμα και τώρα να στάζει τέτοια χολή και να χαίρεται με το πάθημα της. Κατέπνιξε το λυγμό που της σηκώθηκε στο λαιμό και έφυγε τρέχοντας σαν βολίδα κατά μήκος του διαδρόμου του σχολείου.

Πέρασε μπροστά από όλους και επειδή τα δάκρυα την εμπόδιζαν να βλέπει καθαρά μπροστά της έπεσε καταλάθος πάνω στον Κυριάκο σε έναν άλλον διάδρομο. « Συγνώμη χίλια συγνώμη » του είπε με άγχος και στενάχωρη φωνή, τον βοήθησε τρέμοντας να μαζέψει τα τετράδια, του τα οποία σκορπίστηκαν στο πάτωμα και συνέχισε τη πορεία της.

Ο Κυριάκος την λυπήθηκε πολύ. «Καημένο κορίτσι βιάστηκε απανωτά δύο φορές και σαν μην έφτανε αυτό είχε να υπομείνει τα λόγια του 'φιδιού' ονόματι Χλόη. Μόλις έμαθε πως της μίλησε η πρώην φίλη του Χλόη καθώς είχε γίνει γνωστό το θέμα σε όλο το σχολείο και δεν άργησε να φτάσει στα αυτιά του, οργίστηκε με τέτοια ένταση που ευχήθηκε να μην ξανασυναντήσει ποτέ τέτοιο κορίτσι σαν αυτήν και πόσο μάλλον να παραμένει φίλος της.

Η Μίρκα έφτασε στο σπίτι της και οι γονείς της ταράχτηκαν με τον τρόπο και την απότομη δύναμη με την οποία άνοιξε τη πόρτα. « Μανούλα μου μπαμπά μου!» ψέλισε βάζοντας πάλι τα κλάματα και χώθηκε σφιχτά στην αγκαλιά τους. « Δεν έπρεπε να πάω στο σχολείο σήμερα. Δεν έπρεπε!» μουρμούριζε συντετριμμένη.

Οι γονείς της τα είχαν χαμένα και ζήτησαν να τους εξηγήσει τι συνέβαινε. Πίστευαν πως κάποιο περιστατικό bullying έγινε εναντίον της όμως έκαναν λάθος, ήταν πολύ χειρότερο αυτό που άκουσαν και έμαθαν μέσα από τα αναφιλητά της.

« Θα τον γδάρω ζωντανό τον αλήτη! Πως μπόρεσε να το κάνει; Θα τον βρω και θα τον σκοτώσω!» φώναξε άγρια ο Θέκλος.

« Σε παρακαλώ Θέκλο μην τα σκεφτόμαστε αυτά τώρα. Να πάμε στην αστυνομία μόλις ηρεμήσει το παιδί και να αναλάβουν την υπόθεση» του μίλαγε απελπισμένη η γυναίκα του.

« Ποια αστυνομία Ιππολύτη πας καλά; Τις προάλλες όσο κατευθύνονταν στη πόρτα του σπιτιού ενός κακοποιού, εκείνος έβγαζε ήδη εισιτήριο χωρίς επιστροφή από το λιμάνι και ταξίδεψε στο εξωτερικό. Είχε διαφύγει επειδή τόσο καιρό οι αστυνομικοί έψαχναν στα λάθος σημεία. Προτιμώ να πάρω το νόμο στα χέρια μου ».

« Όχι τώρα αυτά, όχι τώρα. Έλα να αγκαλιάσεις και να χαιδέψεις και εσύ λίγο το παιδί » τον παρακαλούσε θλιμμένη η Ιππολύτη. Εκείνος άφησε στην άκρη για λίγο την εξαγριωμένη του διάθεση και πήγε κοντά στη Μίρκα του. Είχε δίκιο η γυναίκα του, προηγούνταν η ψυχική αποκατάσταση της ηρεμίας της μικρής τους, αργότερα εντός των ημερών θα ασχολούνταν και με την υπόθεση του κυνηγητού του Μαξίμου. Ευχόταν να μην είχε προλάβει να διαφύγει το καθίκι μέχρι να πάνε να τον καταγγείλουν στην αστυνομία.

Σε αυτό το συνταρακτικό κεφάλαιο είδαμε τον Δομένικο και τη Χλόη να παρασύρονται από τις υπέρμετρες αισθήσεις τους και να οδηγούνται σε ένα ισχυρό, ασυγκράτητο, 'απαγορευμένο' πάθος. Ακολούθησαν έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Πως πιστεύετε θα εξελιχθεί η πορεία της σχέσης τους; Τι γνώμη έχετε για την έχθρα της Χλόης για τη δύσμοιρη Μίρκα και την απόφαση της να διεκδικήσει τον άντρα που αγαπά με θάρρος και μανία;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top