Άτιτλο κεφάλαιο 7

         Οκτώβριος 2010 Καμορσία,

   Τη γαλήνη και την ομορφιά ενός τόπου όπως η Καμορσία δεν φτάνει να την παρατηρήσεις μια φορά, ούτε πέντε λεπτά  είναι αρκετά για να την θαυμάσεις. «Ένας βράχος στα βουνά συλλογιέται μοναχός του. Ένα ρυάκι, που περνά κάτι τραγουδάει εμπρός του. Μία ανεμώνη, που ανθεί εις τον βράχο στηριγμένη, να νοήσει προσπαθεί το τραγούδι τι σημαίνει » έφερνε στο νου της απ' έξω το λατρεμένο της ποίημα και κάπου-κάπου απαγγέλοντας το με το να βλέπει και να διαβάζει τους στίχους μέσα στο τετράδιο  η Μίρκα.

Με αβρότητα, θαυμασμό και αγάπη πλημμυρισμένη για το τοπίο άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στην πανοραμική θέα των καταπράσινων λιβαδιών έξω από την Καμορσία. Κρατούσε στα χέρια της μια ποικιλία λουλουδιών αποτελούμενη από ίριδες, κυκλάμινα, ανεμώνες, μαργαρίτες, παπαρούνες και πολλά άλλα. Μάζευε διάφορα λουλούδια από τους κάμπους, τα λιβάδια και όπου έβρισκε προκειμένου να τα χαρίσει στη μητέρα της, ή ακόμα και για να τοποθετηθούν στα βάζα εξωραΐζοντας την εικόνα της οικογενειακής επιχείρησης των δικών της.

« Μανούλα κοίτα τι σου έφερα. Κυκλάμινα, ανεμώνες και όποιο άλλο λουλούδι ικανό να σου ομορφύνει την εικόνα του resort » ανακοίνωνε η Μίρκα μόλις έφτανε στην είσοδο του ξενοδοχείου.

Συνήθως επέλεγε για το καθημερινό της ντύσιμο ένα  μίντι φόρεμα σε άσπρο, φλοράλ, ροζ ή κοραλλί χρώμα και είχε στερεωμένο ένα καπέλο με φιόγκο στο κεφάλι της. Η μαμά της και όσοι πελάτες  έτυχε να βρίσκονται εκείνη την ώρα στο χολ ένιωθαν πως μόλις η Μίρκα έκανε την εμφάνιση της στην είσοδο του χώρου, φωτιζόταν όλο το εσωτερικό. Τόσο λαμπερό και ακτινοβόλο το φως της ομορφιάς της εφηβικής της αγνότητας και καλοσύνης.

« Σε ευχαριστώ αγάπη μου, βάλ'τα στο βάζο το καινούριο εκεί πέρα παρακαλώ» της υποδείκνυε η μαμά της.

  Η Μίρκα ήταν το παιδί μιας εύπορης οικογένειας που ζούσε σε αυτή τη περιοχή. Ο πατέρας της δημοτικός σύμβουλος και εξέχων μέλος της τοπικής κοινωνίας, ενώ η μητέρα της νοίκιαζε δωμάτια σε ένα πολυτελές-κλασσικής αρχιτεκτονικής resort χτισμένο με πέτρα και τούβλα στους στενούς πλακόστρωτους δρόμους στο ιστορικό τμήμα-σημείο της πόλης. Είχε πρόσβαση στο κέντρο της πόλης, στην αγορά, σε μουσεία και θέατρα ενώ διευκόλυνε τη μετάβαση στην παραλία για τους τουρίστες και τους ντόπιους. Το ξενοδοχείο της μητέρας της ήταν οικογενειακή επιχείρηση, αλλά λόγω του αλτρουιστικού χαρακτήρα τους έδιναν ευκαιρία σε άτομα εκτός του ευρύτερου κύκλου τους για εργασία.

Η Μίρκα ενθουσιασμένη ρωτούσε όλο περιέργεια, καμάρι και με διάθεση για μάθηση τα μυστικά της δουλειάς των δικών της ενώ παράλληλα αναζητούσε πληροφορίες για το κάθε επάγγελμα που συνδεόταν με τον κλάδο της βιολογίας, τον τομέα που την ενδιέφερε περισσότερο. Οι γονείς της έτρεφαν τεράστια αγάπη για την κόρη τους και πίστευαν ότι θα φτάσει πολύ ψηλά για να πετύχει τα όνειρα της και ας διέφεραν από τον τουριστικό κλάδο.

Τη καμάρωναν και εκείνη τους διατυμπάνιζε την αγάπη της λέγοντας τους: « Μπαμπά, μαμά σας αγαπώ και σας λατρεύω, σας ευχαριστώ που με μεγαλώσατε με αξίες και ιδανικά. Θα σας κάνω και εγώ περήφανη στο μέλλον με τις επιλογές και τη πορεία της ζωής μου ».

  Ο Δομένικος ένας γοητευτικός άντρας είκοσι εννιά ετών με πυκνά  καστανά μαλλιά  και μάτια κάστανο-γαλανά ήρθε για διακοπές ολίγων μηνών στην περιοχή. Λόγω μια παρουσίασης έκθεσης ζωγραφικής και ενός συνεδρίου τις οποίες διοργάνωνε ο ίδιος, αναζητούσε το κατάλληλο χώρο.
Ο Θεοκλής πατέρας της Μίρκας τον υποστήριξε και του κανόνισε το μέρος της διοργάνωσης της εκδήλωσης. Παράλληλα η γυναίκα του Ιππολύτη  παραχώρησε ένα από τα καλύτερα δωμάτια του resort  στον διοργανωτή για το διάστημα της διαμονής του. Ένα γαλάζιο δώμα με θέα τη θάλασσα της πόλης.

Ο Δομένικος γνώρισε για πρώτη φορά τη Μίρκα στις σκάλες που οδηγούσαν στο ισόγειο του ξενοδοχείου. Του έκανε θετική εντύπωση και σε αυτήν το ίδιο.  Οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή την αντάμωνε, την κοιτούσε με γλυκό τρόπο και σκεφτόταν το πόθο του να μεγαλώνει για εκείνη όλο και περισσότερο όσο κατοικούσε στην επαρχιακή πόλη.

"Η Μίρκα ήταν η μικρή λολίτα μου, με την αγνή έννοια όμως. Παρακολουθούσα το κορίτσι δύο φορές από απόσταση, αναρωτιόμουν ποια διαδρομή έπαιρνε κάθε φορά και που την έβγαζε το μονοπάτι. Μακριές καστανές καλοσχηματισμένες μπούκλες, προσωπάκι έφηβο με φακίδες, χαριτωμένο χαμόγελο, το σώμα της ίσα που είχε μεγαλώσει και αναπτυχθεί. Το μοναδικό δείγμα μακιγιάζ της ήταν ένα απαλό λιπ γκλος και στέκες πλαισίωναν τα μαλλιά της. Προτιμούσε γενικά το θηλυκό ντύσιμο από ότι το κάζουαλ » αναλογιζόταν ο Δομένικος.

Στο μεταξύ είχε πιάσει φιλίες με τους γονείς της οι οποίοι ευχαριστιούνταν το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις που συγκροτούσε ο ίδιος ως υπεύθυνος των προεργασιών τους, έφερναν κέρδη στον πολιτιστικό και συνεδριακό τομέα και καθιστούσαν πιο δημοφιλή τη Καμορσία ως τουριστικό μέρος.

Μια μέρα, η Ιππολύτη ήθελε να του κάνει ένα δώρο για να τον τιμήσει για τη συμβολή του στην ανάπτυξη του τόπου. Τύλιξε σε ένα δέμα ένα χάρτη-οδηγό για τις τοποθεσίες της Καμορσίας και των γύρω περιοχών μαζί με ένα ζευγάρι κιαλιών άριστης τεχνολογίας. Είχε ακούσει ότι άρεσε στον Δομένικο να παρατηρεί από πολύ μακριά με τα κιάλια σημεία που δεν τολμούσε κανείς λόγω αδιαφορίας και έλλειψης ενδιαφέροντος. 

« Αγάπη μου μπορείς να πας αυτό το δώρο στον κύριο Δομένικο και να αναφέρεις πως είναι εκ μέρους των δικών σου; Εγώ τρέχω στη δουλειά όλη μέρα σήμερα, κατέφτασε ένας σημαντικός πελάτης και ένα μικρό γκρουπ, μόνο το βράδυ θα ελευθερωθώ από όλες τις υποχρεώσεις. Και ο πατέρας σου ομοίως, μεσάνυχτα θα γυρίσει από τη δουλειά. Πες του όμως του κυρίου ότι ευχαρίστως να τα πούμε αύριο για να τον τιμήσω αυτοπροσώπως.» ζήτησε αγχωμένα από τη Μίρκα η Ιππολύτη. 

« Ναι μανούλα μου φυσικά, φέρτο μου ». Η Μίρκα πήγε στο λόμπι και ο Δομένικος μόλις την είδε σηκώθηκε από την πολυθρόνα όπου καθόταν και ξεφύλλιζε μια εφημερίδα . Ήταν η πρώτη φορά  που η κοπέλα θα βίωνε τα εφηβικά συναισθήματα ντροπής, αμηχανίας και κολακείας επειδή τη παρατηρούσε ένας λίγο μεγαλύτερος άντρας.

«Καλημέρα σας ορίστε, είναι το δώρο της μαμάς μου για εσάς » του είπε γλυκά κ ντροπαλά το κορίτσι όταν τον έπιασε να την περιεργάζεται λίγο παραπάνω. Ποτέ εκείνος ο άντρας δεν είχε προσεγγίσει πόσο μάλλον τολμήσει να πλαγιάσει με μια αγνή παρθένα, οι περισσότερες σχέσεις του περιορίζονταν σε τολμηρές και απελευθερωμένες γυναίκες, όμως δεν το θεωρούσε κακό να δοκιμάσει σχέση με μία παρθένα τώρα. Η Μίρκα θα ήταν μια καλή ευκαιρία.

Όμως φρόντιζε να τηρεί τους καλούς και τυπικούς κώδικες επικοινωνίας και εν τέλει αποφάσισε να μην ξεκινήσει τίποτα μαζί της, διότι δεν τον συνέφερε να μπλέξει σε σκάνδαλο στη κωμόπολη και να του βγει κακό όνομα. Ειδικά όταν έχει να κάνει με τη κόρη του ευυπόληπτου μέλους της κοινότητας κύριο Θεοκλή. Έτσι και το αποφάσισε, στη Μίρκα δεν θα φερόταν με τρόπο που θα την έφερνε σε δύσκολη θέση αλλά θα προσπαθούσε να δημιουργήσει το κλίμα για το έδαφος ανάπτυξης ενός ρομάντζου έστω  πλατωνικού ανάμεσα τους.

              [...]

 Στο δρόμο η Μίρκα μούτρωσε μόλις έπεσε σχεδόν πάνω στην συμμαθήτρια της στο λύκειο. Η τελευταία την αντιπαθούσε και δήλωνε ορκισμένη 'αντίζηλος' στη πρωτιά των μαθημάτων και σε όλους τους διαγωνισμούς. Η Χλόη ήταν πάντα στη πένα, ντυμένη μες στη χλιδή και το στυλ. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο ως αγαπημένο στυλ ρούχων, πότε φορούσε κομψά ρούχα πότε ατημέλητα, κάζουαλ και όμως κατάφερνε να θεωρείται τοπ πάντα στον κύκλο του λυκείου, των φίλων της...του αγοριού της. Και τα νύχια πάντα βαμμένα άψογα στο χρώμα του μαύρου με διάφορα σχέδια, του κόκκινου ή του λαχανί  που ήταν τα αγαπημένα της.

Ενδόμυχα η Μίρκα αναρωτιόνταν που έβρισκε η Χλόη το χρόνο να μοιράζει στο διάβασμα, στον υπέρμετρο καλλωπισμό  και στις συχνές εξόδους αφού της ήταν περιορισμένος και λειτουργούσε υπό πίεση λόγω των τελικών εξετάσεων. Ενώ η ίδια ακόμα βρίσκονταν στη δευτέρα λυκείου.

Κρατούσε τα βιβλία της σφιχτά και περίμενε μέχρι να μπουν τα πιο πολλά παιδιά στο σχολικό κτίριο διότι ένιωθε νευρικότητα, άγχος και μικρή αγωνία για το αν θα μιλούσαν κάποιοι πίσω από τη πλάτη της όπως είχε τσακώσει με την άκρη του ματιού της κάποτε. Τότε λυπούνταν, ένιωθε την αυτοεκτίμηση της να κατρακυλά. Όμως υπήρχαν άτομα να αγαπάνε την ίδια. Δεν ήταν μόνη της. Δύο κολλητές φίλες είχε μέχρι που η μία μετακόμισε μακριά της το φετινό καλοκαίρι, ενώ η άλλη βρήκε κάτι πιο ενδιαφέρον στη ζωή της με αποτέλεσμα να βγαίνει λιγότερο μαζί της και η φιλία τους να γίνει ανισόρροπη. Καμία δεν ξεκαθάριζε  τα αίτια για τα οποία δεν πήγαινε με τον ίδιο κανονικό ρυθμό η φιλία τους όπως παλιά. Η Μίρκα πίστευε πως η πραγματική φιλία δεν  παύει να υπάρχει ανεξάρτητα από τις αλλαγές συνθηκών.

    Στα διαλείμματα του σχολείου η νεαρή πίστευε πως θα στεκόταν μόνη της αφού οι φίλες της δεν βρίσκονταν πλέον κοντά της, αλλά πάντα είχε παιδιά δίπλα της να της πιάνουν κουβέντα. Συμμετείχε στο μαθητικό συμβούλιο και όσο να ήταν γνώριζε τα θέματα ενδιαφέροντος των συμμαθητών της γνωστών και μη σχετικά με τις εκδρομές και τους διαγωνισμούς που οργάνωνε το λύκειο.

Η Μίρκα παρατηρούσε τη Χλόη με τη μία άκρη του ματιού της διακριτικά, όποτε την έβλεπε απέναντι της σε μακρινή απόσταση και σημείο καλό για να μην την δει και της ανταποδώσει το βλέμμα.

Η Χλόη συνήθιζε να ανεβαίνει τολμηρά πάνω στις πλάτες των αγοριών φίλων της  ή να τους χαιδεύει κάπως παραπάνω προκλητικά  στο σημείο της πλάτης και του θώρακα τους. Δεν της άρεσε της Μίρκας να την βλέπει πάνω στα αγόρια. '' Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, να γίνω σαν τη Χλόη, είναι αρκετά τολμηρό όλο αυτό  '' κατέβαζε το κεφάλι της η Μίρκα με ντροπή και ευχόταν εναγώνια να τελειώσει το διάλειμμα, διότι φοβόταν μην καταλάβει η Χλόη ότι την παρακολουθούσε κρυφά καθώς θύμωνε πολύ και κατέστρωνε σχέδια για να την πειράξει την αμέσως επόμενη φορά. Και η κακόμοιρη Μίρκα δεν ήθελε με τίποτα να γίνει περίγελος στο σχολείο.


             [...]

Έξω απ' τα κάγκελα του σχολείου, λίγο πριν ξεκινήσει εκείνη η σχολική μέρα συζητούσαν μερικά παιδιά για την Χλόη και την Μίρκα και προσπαθούσαν να προβλέψουν, στοιχηματίσουν το ποια θα κέρδιζε στον επόμενο διαγωνισμό που οργάνωνε το σχολείο τους. Η Χλόη ως μαθήτρια της τελευταίας τάξης είχε όλες τις πιθανότητες με το μέρος της λόγω της αριστείας στα δεκαπέντε μαθήματα του προγράμματος, όμως η Μίρκα είχε εξελιχθεί σε φαβορί τελευταία.

Και αυτό οφειλόταν όχι μόνο στο δικό της αγώνα απέναντι στους ισάξιους υψηλούς βαθμούς που δικαιώνονταν, ούτε στο πνεύμα της αλλά στη καλοσύνη, την αλληλεγγύη και την έλλειψη σνομπισμού και αλαζονείας. Τα καλά στοιχεία που κληρονόμησε από τους δικούς της την έκαναν αγαπητή στο σχολικό περιβάλλον.

  « Ο διαγωνισμός καλύτερου μέλους του μαθητικού συμβουλίου του σχολείου μας, πλησιάζει παίδες και έχω πάθει πόρωση. Με αυτό ασχολούμαι πιο πολύ από τα μαθήματα βιολογίας και χημείας. Εξετάζω τις πιθανότητες και συγκρίνω με τους προηγούμενους διαγωνισμούς ως προς το ποια θα αναδείξει η επιτροπή και η πλειοψηφία των μαθητών » έλεγε ένα κορίτσι της δευτέρας λυκείου στους φίλους της.

«  Δύο είναι τα φαβορί, οι επικρατέστερες! Χλόη και Μίρκα, όλοι οι άλλοι τρώνε τη σκόνη τους » απαντούσε θαρρετά ένα από τα αγόρια της παρέας.

« Έλα τώρα υπερβάλλεις, υπάρχουν και άλλοι πολύ καλοί που θα μπορούσαν να τις αφήσουν πίσω σε βαθμολογίες και ψήφους. Ξέχασες την...» απαριθμούσε ένα σωρό ονόματα ο τρίτος στη κουβέντα.

   Η Χλόη πλησίασε με ύφος και βήμα δυναμικό, αγέρωχο και χαρωπό τη δική της παρέα εκτός του προαυλίου. « Hey όλοι μιλάνε για σένα, βάζουν στοιχήματα πως θα κερδίσεις στον επόμενο διαγωνισμό » αναφωνούσε η φίλη της Σταματία.

« Ναι ε ώστε μιλάνε για μένα; Μην λες όλοι υπάρχει ένα μικρό ποσοστό που θα ψηφίσει τους υπόλοιπους και θα ανατρέψει τη πιθανή μου πορεία προς την ανάδειξη. Εν πάση περιπτώσει, δεν σκέφτομαι αρνητικά, πιστεύω ότι και αυτή τη φορά θα νικήσω » συμπλήρωνε με έπαρση και ισχυρή σιγουριά η Χλόη.

« Φυσικά και θα αναδειχτείς νικήτρια, εμείς οι πιο πιστοί σου φίλοι πρώτοι θα σε υποστηρίξουμε » υποσχόταν με θέρμη και ζωντάνια η τρίτη φιλενάδα της Λαμπρινή.

« Το αγόρι σου το ξεχνάς;» απορούσε ο φίλος της Κυριάκος και έδειχνε με νόημα τον σκυφτό Αλέξανδρο λίγα μέτρα πιο πέρα. Εκείνος ένιωθε περιθωριοποιημένος σαν να τον έβαλε στην άκρη η Χλόη καθώς φαινόταν να την απασχολούν περισσότερο η εικόνα και οι επιτυχίες της παρά η σχέση τους. Έτσι το αίσθημα μειονεξίας του όλο και μεγάλωνε.

Παρολ' αυτά πλησίασε με ακμαίο και αλύγιστο ρυθμό προς την Χλόη έτοιμος να καθορίσει το δεσμό τους και να της δείξει ότι μπορεί να γίνει και αυτός το αφεντικό όταν τον εξωθεί στα όρια του θυμού του. « Εμένα δεν με υπολογίζεις στην υποστήριξη σου Χλόη; Κανονικά το οφείλεις » τη ρώτησε με ύφος που της εξέφραζε ξεκάθαρα το παράπονο, την απορία και το συγκαλυμμένο θυμό του.

« Ναι βέβαια...αλλά δεν κατάλαβα τολμάς να το παίζεις θυμωμένος βασιλιάς σε εμένα; Αυτά δεν περνάνε ακούς;» άρχισε να αντιδρά πικαρισμένη υψώνοντας τη φωνή της η Χλόη.

« Θυμωμένος ιππότης, υπήκοος μάλλον διότι εσύ κάνεις κουμάντο στη σχέση μας πολύ καιρό τώρα. Αποφασίζεις πότε να βγούμε, σε ποια μέρη θα πάμε-κατά προτίμηση εκεί όπου θα σε δουν οι γνωστοί σου για να τους δείξεις πόσο υπέροχη, cool, γκλαμουράτη είσαι- πόση ώρα θα ξοδεύουμε στα ραντεβού μας. Και εγώ να ακολουθώ μονίμως! Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό επ' αόριστόν. Ήρθε η ώρα να με δεις πλέον οργισμένο και ενοχλημένο ».

« Παιδιά μη τσακωθείτε σαν λιοντάρια, ηρεμήστε μας κοιτάνε όλα τα παιδιά και οι καθηγητές γινόμαστε θέαμα » κοιτούσαν νευρικά τριγύρω ο Κυριάκος με τη Σταματία.

« Ας μας κοιτάνε άκου να μου πει εμένα ότι τον ενοχλεί η συμπεριφορά μου στη σχέση μας, ποιος είσαι που θα με μαλώσεις και από πάνω; Ένας κοινός, απλός φίλος θα ταίριαζε να είσαι για εμένα κανονικά  »

« Ωραία με υποβάθμισες αμέσως από αγόρι σου σε 'φίλο' » αντέδρασε με ειρωνικό σαρκασμό.

 «Αν δεν ήμουν εγώ δεν θα γινόσουν ποτέ μέλος τους δεκαπενταμελούς του σχολείου, χάρη στις δύο παραπάνω ψήφους και στη κομπίνα σε έβαλα!»

«Ναι ναι μεγάλη χάρη μου έκανες, ε λοιπόν δεν στο ζήτησα καθόλου. Με την αξία μου ήθελα να με διαλέξουν στο μαθητικό συμβούλιο και τώρα που το σκέφτομαι έκανα μεγάλη βλακεία που δέχτηκα την ανήθικη βοήθεια σου » λέει πεισμωμένα και σκληρά ο Αλέξανδρος.

« Καλά σε λένε ξινή και ψωνισμένη, η Μίρκα είναι πολύ καλύτερη σου » είπε τη τελευταία φράση του και έφυγε.

« Τον ξεφτιλισμένο ηλίθιο!» σχολίασε αρπαγμένη η Χλόη με το που εκείνος άρχισε να ξεμακραίνει από τη παρέα. Το πρώτο αγόρι της Χλόης ήταν και οι φίλοι από τη μεριά των δύο παιδιών μοιράζονταν την κοινή άποψη πως ήταν κρίμα να τσακώνονται και να χαλάσει έτσι άδοξα η σχέση. 

« Καλά του τα είπα, να τον δω τώρα αν τολμήσει να μου ξαναμιλήσει σε αυτό το τόνο!»

« Ναι έχεις τα δίκια σου, αλλά μην τσακώνεστε συχνά από εδώ και πέρα, προσπαθήστε να τα βρείτε » της συνέστησε η Σταματία.

« Εε κορίτσια, λάθος κάνετε ο Αλέξανδρος δικαίως επαναστάτησε αυτά κάνουν όσοι ακολουθούν σαν ιππότες ντίβες όπως εσύ Χλόη μου. Απαυδούν επειδή νιώθουν να χάνουν την υπομονή τους » τη διόρθωσε μισοαστεία ο Κυριάκος.

« Μπηχτή ήταν αυτό το 'ντίβα'; Άσε μας  Κυριάκο που τον υπερασπίζεσαι και του δίνεις δίκιο ούτε κολλητός σου να ήταν » τσαντίστηκε η Χλόη και έφυγε για να μπει στη τάξη, καθώς πλησίαζε η λήξη του διαλείμματος. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν στην υπόλοιπη διάρκεια του σχολικού προγράμματος ειδικά τον Κυριάκο, επίσης θα πρόσεχε πολύ να μην πέσει ούτε τυχαία πάνω στον Αλέξανδρο. Θα του μιλούσε μόνο όταν της περνούσαν τα νεύρα.

  


 Σάββατο πρωί, η Λαμπρινή και η Χλόη περπατούσαν στη γραμμή της παραλίας όταν είδαν...τον Δομένικο με τη Μίρκα. Εκείνος της άνοιγε τη πόρτα του αυτοκινήτου και μόλις ήταν έτοιμοι το τζάγκουαρ  ξεκίνησε τη διαδρομή του.

«Κοίτα Χλόη αυτός ο κούκλος βγαίνει με την Μίρκα... είναι λίγο μεγάλος σε ηλικία ωστόσο. Οδηγά σούπερ ακριβό αμάξι » της έδειχνε με το χέρι της διακριτικά η Λαμπρινή στη κατεύθυνση που έβλεπε τον Δομένικο και την Μίρκα.

« Για καφέ δεν είπαμε να πάμε; Με τη Μίρκα θα ασχολούμαστε τόση ώρα;» αντέδρασε η Χλόη κρύβοντας την οργή και την ζήλια της. Η Λαμπρινή σώπασε αμέσως νιώθοντας μια μικρή ενοχή που τσάντισε ελαφρώς την φίλη της και δεν είπαν τίποτα μέχρι που έφτασαν σε ένα καφέ με επιμελημένο ντεκόρ.

Ο ανοιχτός χώρος της καφετέριας προσφερόταν με πολλά καθίσματα, όμως οι δύο φίλες προτίμησαν να καθίσουν μέσα. Εκεί θα κάθονταν για περίπου μιάμιση ώρα και θα περνούσε να τους κάνει παρέα αργότερα η Σταματία με έναν φίλο της τον Αποστόλη που φιλοδοξούσε να γίνει μέλος της παρέας και να τις βοηθά στα σχέδια τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top