Άτιτλο κεφάλαιο 6
Η Νταίζη είχε τη δεινή θέση της παρ' ολίγον κατηγορίας για το ότι φύτεψε τον κλεμμένο θησαυρό στο σπίτι των αφεντικών της. Εξοργίστηκε με αυτούς και τρόμαξε πολύ για την τύχη της. Άρχισε εναγωνίως να ψάχνει τρόπους να διαφύγει από τη πρωτεύουσα πριν φτάσει η αστυνομία στο σπίτι της. Θα γυρνούσε για λίγο διάστημα στο χωριό χωρίς να πληροφορήσει τον μπαμπά και τους υπόλοιπους συγγενείς της, αφού δεν είχε σκοπό να ξαναζήσει μαζί τους ούτε να έχει καμία σχέση, αντίθετα θα πήγαινε να φιλοξενηθεί στο σπίτι της κυρίας Νέλλης. Τα γεγονότα ωστόσο την πρόλαβαν.
Το ζεύγος των άτιμων πλουσίων έφτασε στο σημείο να εξαγοράσει έναν δικηγόρο για να τους βοηθήσει να ενοχοποιήσουν τη Νταίζη. Είχαν την ελπίδα ότι ένας ικανός συνήγορος υπεράσπισης με την μαεστρία στο ψέμα, θα αποτελούσε καλό λόγο για την ποινή φυλάκισης της άτυχης κοπέλας. Όμως ο συγκεκριμένος δικηγόρος τους διέψευσε παρότι αρχικά φάνηκε να ενεργεί υπέρ τους. Τους παγίδεψε και ήρθε η στιγμή που η αστυνομία άρχισε να εξετάζει πιο βαθιά την υπόθεση. Τελικά αποκαλύφθηκε ότι οι εύποροι ήταν οι ένοχοι για την υποκλοπή του θησαυρού και όχι η αθώα υπηρέτρια τους.
Η Νταίζη δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ικανοποίηση της, όταν είδε τα αφεντικά της να οδηγούνται στο κρατητήριο. Το δικαστήριο που πραγματοποίησε την δίκη μερικές βδομάδες αργότερα τους επέβαλλε ποινή φυλάκισης δέκα έτη. Ο δικηγόρος και η κοπέλα κράτησαν επαφή για το μέλλον, σε περίπτωση που ξανα έμπλεκε σε περιπέτειες, πράγμα που απευχόταν όσο τίποτα. Έπρεπε να έχει έναν αξιόπιστο, αποτελεσματικό σύμμαχο να την υποστηρίζει.
[...]
Η κυρία Νέλλη είχε μεγάλη αγωνία για την Νταίζη και δεν το έκρυβε. Από την ώρα που άφησε το χωριό τους η ίδια τηλεφωνούσε κάθε βδομάδα στην νεαρή για να ακούει και να μαθαίνει ότι όλα της πήγαιναν καλά και ομαλά. Την πέτυχε διαθέσιμη ένα απόγευμα, ενώ έπλενε τα πιάτα στο νεροχύτη.
Η κοπέλα αναρίγησε όταν πήρε στα χέρια της το σταθερό τηλέφωνο, έχοντας την υποψία για το άτομο που την καλούσε και σκουπίστηκε βιαστικά στην ποδιά της για να της στεγνώσουν τα βρεγμένα χέρια.
« Καλησπέρα κορίτσι μου ενοχλώ;»
« Καλησπέρα σας δεν με ενοχλείτε καθόλου κυρία Νέλλη αλίμονο... έπλενα τα πιάτα αλλά για σας σταματώ και αφήνω όλες τις εργασίες στην άκρη για να ακούσω την γλυκύτατη φωνή σας. Μου λείπετε πολύ. »
« Και εμένα, αλλά ανησυχώ και είπα να σε πάρω να μάθω, με αυτό το θέμα της ψευδούς κατηγορίας σου τι έγινε; Έληξε ή χειροτέρεψαν τα πράγματα;» ρώτησε με μια ανάσα η Νέλλη μη μπορώντας να καταλάβει την εύθυμη ανταπόκριση στο τόνο της κοπέλας και επειδή δεν βρισκόταν δίπλα της.
« Τα πράγματα βγήκαν καλώς και το χρωστάμε σε έναν δικηγόρο που αρνήθηκε να εξαγοραστεί από τα πρώην αφεντικά μου. Χάρη σε αυτόν βρίσκομαι εκτός φυλακής, γλίτωσα τα χειρότερα δηλαδή.»
« Αλήθεια; Μπράβο στον νεαρό, να του δώσεις και από εμένα το ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη. Πάλι καλά που υπάρχουν καλοί άνθρωποι για να σε στηρίξουν κορίτσι μου. Ελπίζω τώρα αυτοί οι άθλιοι τιποτένιοι να περνούν τη ζωή τους στη φυλακή. Μα απορώ αυτός ο Φαίδων που τους βρήκε, χωρίς καν να γνωρίζει το ποιόν τους σου τους σύστησε; Έπρεπε να προσέχει πιο πολύ.»
« Κυρία Νέλλη, δεν μου τους σύστησε, βρήκε απλώς την αγγελία εργασίας που ανάρτησαν στο ίντερνετ σε μια ομάδα που ανεβάζουν και άλλοι που αναζητούν άτομα για δουλειά. Εγώ επικοινώνησα και κανόνισα μαζί τους τα περαιτέρω. Έπειτα προέκυψαν τα άσχημα μπλεξίματα που ξέρουμε... πέρασαν όμως σημασία έχει ότι είμαι καλά, ασφαλής δεν απειλούμαι από καμία φυλακή και δεν χρειάζεται να στεναχωριέστε και εσείς.»
« Ναι όντως αρκεί που όλα βαίνουν καλώς παιδί μου, μόνο αυτό να ευχαριστούμε το θεό που έχουμε την υγεία και ελευθερία μας και να συνεχίσει έτσι για πάντα.»
« Τι νέα εσείς, πως περνάτε στο χωριό;»
« Καλά παιδί μου προσπαθώ, δεν έχω κανένα ιδιαίτερο νέο εγώ. Με πιάνουν τα αρθριτικά μου τόσο πολύ που με δυσκολία φτάνω μέχρι τη πλατεία του χωριού.» Η Νταίζη λυπόταν την κυρία Νέλλη. Δεν ήταν τόσο μεγάλη, μόλις εξήντα επτά χρονών και όμως την έπιαναν διάφορα προβλήματα υγείας κατά καιρούς.
« Περαστικά σας εύχομαι να αναρρώσετε σύντομα.»
«Θα ανέρρωνα περισσότερο αν ήταν η Δώρα μου και εσύ κοντά μου... αλλά πήρατε το δρόμο σας πλέον. Δεν μπορώ να σας ξαναφέρω πίσω στα πάτρια εδάφη. Θυμάμαι ακόμα που παρακολουθούσαμε το ηλιοβασίλεμα με τις έντονες αποχρώσεις του ροζ και πορτοκαλί σε εκείνη τη μεγάλη πεδιάδα από τη θέα του λοφίσκου, ήταν ένας χρόνος πριν φύγεις Νταίζη μου.»
« Ναι και εγώ θυμάμαι πολύ καλά. Το παρακολουθήσαμε οι δύο μας, επειδή εσείς μόνο ξέρατε το καλύτερο σημείο για να σταθούμε και να το δούμε. Ποτέ δεν επιχείρησα να πάω εκεί με τις φίλες μου, τι περίεργο. Ήταν όμορφη μαγεία το θέαμα τούτο και θα το κρατήσω σαν ανάμνηση » είπε με στοργικότητα και αγάπη η Νταίζη.
[...]
Βράδυ στην πρωτεύουσα και η Νταίζη αποφάσισε να βγει μια βόλτα μιας και είχε πολύ καιρό από τότε που θυμόταν τους τελευταίους δύο μήνες να βγαίνει έξω με το που νυχτώνει. Κανόνισε με μερικούς φίλους -ανάμεσα σε αυτούς και ο δικηγόρος που την υπερασπίστηκε και την έσωσε- για ποτό σε ένα σχετικά μικρό αλλά καλόγουστο μπαρ με απαλή, χαμηλή μουσική. Δεν έκατσαν πολύ ώρα, καθώς όλοι πλην της Νταίζης δούλευαν νωρίς το επόμενο πρωί.
Η Νταίζη θα αναλάμβανε να ψάξει για δουλειά με προσοχή. Έτσι δεν θα της τύχαινε περίπτωση όπως η τελευταία παραλίγο επικίνδυνη. Ούτε φυσικά περίπτωση εκμεταλλευτών που πλήρωναν ψίχουλα και φέρονταν στους υπαλλήλους τους σαν να ήταν δούλοι.
Περπατούσε μόνη σε ένα λιμάνι μέχρι να χορτάσει τον νυχτερινό ουρανό και την φρεσκάδα της θάλασσας. Από εκείνη το σημείο θα έπαιρνε ταξί αν και είχε σκοπό με τα νέα χρήματα της δουλειάς που θα μάζευε να αγόραζε ένα αυτοκίνητο σύντομα, καθώς ήξερε καλά να οδηγεί και είχε αποκτήσει δίπλωμα.
Ξαφνικά είδε απέναντι της μια κοπέλα στην ηλικία της όμορφη με μακριές μπούκλες, άσπρο δαντελωτό φόρεμα στο κάτω του μέρος, στάμπα με πορτοκαλί χρώμα , μια πλεκτή ζακέτα ανάλογου χρώματος και μπαλαρίνες. ''Τι το ήθελε τέτοιο ντύσιμο αργά τη νύχτα ενώ δεν είχε μπει η άνοιξη ακόμα καλά-καλά; ''σκέφτηκε με περιέργεια η Νταίζη. Μάλλον ήταν περιττή η σκέψη γιατί όταν εστίασε την ματιά της λίγο καλύτερα κατάλαβε πως το κορίτσι απέναντι της της ήταν γνωστή. Την είχε ξαναδεί σε ένα μαγαζί καλλυντικών και στο γυμναστήριο όπου επισκέφτηκε δύο φίλους της. Μέσω εκείνων την γνώρισε. Της φάνηκε πολύ γλυκιά, υπερβολικά ευάλωτη και ντροπαλή από ότι ήταν η ίδια, αλλά αυτό δεν τη πείραξε. Μπορούσαν να γίνουν φίλες άνετα, αν το ήθελε και η δεσποινίδα Μίρκα Μαρσέλλου. Έτσι την έλεγαν.
Παραξενεύτηκε όταν την είδε να μαζεύεται φοβισμένη μόλις σήκωσε το κεφάλι της για να την δει.
« Μίρκα; Τι κάνεις εδώ; Τι έγινε, τι έχεις και με κοιτάς έτσι;» της μίλησε πρώτη η Νταίζη γιατί είχε καταλάβει καιρό τώρα πως η Μίρκα δεν ήταν απ΄ εκείνες που ξεκινούσαν πρώτες τη κουβέντα.
« Φο.. φοβάμαι και δεν είμαι καλά... Είναι νύχτα και δεν το συνηθίζω να βγαίνω τέτοια ώρα αλλά δεν άντεχα να μένω άλλο κλεισμένη μέσα.» Τα λόγια της κοπέλας βγήκαν με δυσκολία ενώ παράλληλα αγκάλιαζε τους ώμους της για να μειώσει την ένταση της παγωμάρας και να δείξει τον φόβο της απέναντι στην Νταίζη. Δεν ήξερε αν έκανε καλά που πήγε να της εμπιστευτεί τα δικά της.
« Το βλέπω αλλά γιατί, πες μου να μάθω μην με φοβάσαι καλή μου. Τι έπαθες γιατί κλαις;» Την είδε στεναχωρημένη και πιθανολογούσε πως βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
« Με πόνεσε, μου μάτωσε τη καρδιά.»
« Ποιος γλυκιά μου;»
« Ο Δομένικος. Είχε δίκιο όμως γιατί και εγώ δεν υπήρξα καλή μαζί του, τον πλήγωσα καιρό πριν.» Η Νταίζη δεν άντεξε να περιμένει έτσι άπραγη για την συνέχεια. Την πήρε από το χέρι για να καθίσουν σε ένα ξύλινο τραπέζι με παγκάκια.
« Νομίζω ήρθε η ώρα να μου διηγηθείς την ιστορία σου, όλα τα γεγονότα να μου αφηγηθείς από την αρχή.» την κοίταξε προσεκτικά και εστίασε στα μάτια της σαν σοφότερη καθοδηγήτρια. Η Μίρκα ξεκίνησε πράγματι από εκείνη τη στιγμή την εξιστόρηση. Στο παγκάκι κατά την διάρκεια της νύχτας, ξεδίπλωσε τη ψυχή της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top