Άτιτλο κεφάλαιο 4

"Από τότε που ήρθε ο χωρισμός μου με τον Χρυσάνθη και ακολούθησε ο θάνατος του, η ζωή μου βυθίστηκε στον πόνο και τη βαριά θλίψη. Ο σύζυγος μου ήταν ένα τέρας κανονικό με όλη τη σημασία της λέξης και το κατάλαβα σχετικά νωρίς, το πρώτο διάστημα μετά την τελετή του γάμου μας."


            [...]

Μετά το θάνατο του Χρυσάνθη, η Νταίζη επέστρεψε με χίλια ζόρια στο πατρικό της. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της αυταρχικής και άπονης ατμόσφαιρας.  Κατηγόρησε ευθέως τον πατέρα της, μόλις άνοιξε την πόρτα, εισήλθε στο σπίτι  και τον είδε μπροστά της. Εκείνος ενημερώθηκε για τον πνιγμό του αγοριού από συντοπίτες του και ήταν προετοιμασμένος για το ξέσπασμα και τον τρόπο με τον οποίο θα τον αντιμετώπιζε η κόρη του. 

« Σκότωσες το αγόρι μου και τώρα με καταδικάζεις σε γάμο που δεν επιθυμώ με την καμία. Δεν έχω λόγια να περιγράψω την απέχθεια και το μίσος μου » Tα σκληρά λόγια και το ανταριασμένο της βλέμμα σόκαραν τον Ξανίμανδρο. Τον θεωρούσε υπαίτιο για το θάνατο του αγοριού της, επειδή αν δεν είχε ζητήσει από τον κακούργο φίλο του να έρθει σε επαφή με τον Χρυσάνθη, δεν θα είχε συμβεί τίποτα τραγικό.

Η κοπέλα κλείστηκε στο δωμάτιο της χωρίς να κλειδώσει και ο Ξανίμανδρος νιώθοντας πρώτη φορά την ελπίδα να αναπτερώνεται αποφάσισε να παίξει τον δήθεν συμπονετικό πατέρα. Έτσι εισήλθε στον χώρο της, στάθηκε πάνω από το κρεβάτι της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνη ξαφνιάστηκε από την εκδήλωση τρυφερότητας του, είχε να κάνει κάτι τέτοιο πολλά χρόνια.

"Tώρα είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή" σκέφτηκε ο Ξανίμανδρος. Τώρα θα μπορούσε να γίνει ο Ανδριανός σύζυγος της κόρης του, καθώς θα αποδεικνύονταν μεγάλο στήριγμα για την ευάλωτη περίοδο που περνά.

Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι, αλλά υποχώρησε στον όρο της κόρης του. Του ξεκαθάρισε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση: θα παντρευόταν εκείνον τον άντρα μετά από τουλάχιστον ένα  χρονικό διάστημα ικανοποιητικό για να συνέλθει από το πένθος της.

Φυσικά η Νταίζη έκανε τον γάμο με βαριά καρδιά, αλλά δεν μπορούσε να χάσει το δικαίωμα να δώσει εξετάσεις και να εισαχθεί στη σχολή. Την απείλησε με έμμεσο τρόπο ο πατέρας της πως δεν θα της επέτρεπε να παρευρεθεί στα τελικά διαγωνίσματα αν έστω κάποιο διάστημα  πριν δεν ντυνόταν νύφη στο πλευρό του Ανδριανού.

  Η κηδεία του Χρυσάνθη πραγματοποιήθηκε τρεις μήνες πριν τον γάμο της κοπέλας. Ολόκληρο το χωριό του, τα διπλανά και τουλάχιστον οι μισοί κάτοικοι από το χωριό της Νταίζης συγκεντρώθηκαν. Το σύνολο του πληθυσμού δάκρυσε για το αδικοχαμένο νέο παιδί. Η Νταίζη απαρηγόρητη πάλεψε με όλη της την δύναμη να πλευρίσει τους γονείς του Χρυσάνθη και τον παππού του ο οποίος της είπε συντετριμμένος: «σε αγαπούσε ο εγγονός μου πολύ κορίτσι μου, μακάρι να μην έφευγε και να ήσασταν για πάντα μαζί. Τώρα απεδήμησε και εγκαταστάθηκε εκεί που είναι η  θέση του, στον παράδεισο.»  

« Ήταν καλός και υπέροχος ο Χρυσάνθης, θα τον θυμόμαστε για πάντα. Εγώ δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξεπεράσω ποτέ την εικόνα του θανάτου του γιατί ήμουν παρούσα και...ήταν πολύ σκληρό » θρήνησε έντονα η Νταίζη βλέποντας τα αγαθά μάτια του γέροντα και εκείνος της έπιασε το μπράτσο για να την εμψυχώσει και  να την αποτρέψει από το να λυγίσει και να καταρρεύσει περισσότερο.


       [...]

  Όσο περνούσαν οι μήνες, η Νταίζη ένιωθε την κόλαση που βίωνε να την καταπίνει στον πάτο της όλο και χειρότερα. Ο άντρας της τσακωνόταν μαζί της, πότε επειδή γυρνούσε τύφλα στο μεθύσι ακόμα και μεσημέρι πατώντας πάνω στα βρεγμένα πατώματα που δεν προλάβαιναν να στεγνώσουν, πότε επειδή του φαινόταν άνοστο το φαγητό, ή δεν έβρισκε σιδερωμένα όλα του τα ρούχα.

Της έβαλε τις φωνές μια μέρα μετά την παρατήρηση που του έκανε. « Τι θα γίνει Ανδριανέ; Γιατί πίνεις μεσημεριάτικα καθημερινά σχεδόν, θα σε πειράξει το στομάχι σου έτσι όπως πας. »

« Άφησε με  στην ησυχία μου, ότι θέλω θα κάνω.»

« Εσύ βγαίνεις, πας στο παντοπωλείο για δουλειά, ξενυχτάς και εγώ εδώ τι κάνω; Φροντίζω όσο καλύτερα μπορώ το σπίτι,  με όλες μου τις δυνάμεις, πασχίζω να ανταποκριθώ στα καθήκοντα μου ως σωστή σύζυγος και ούτε ένα ευχαριστώ δεν καταδέχτηκες να μου πεις μια φορά » του φώναξε έξαλλη και απελπισμένη.

« Γιατί φωνάζεις; Σε εμένα στον άντρα σου που κάνει τόσα για να είσαι ικανοποιημένη, τολμάς να φωνάζεις;  Έλα εδώ παλιογύναιο.» την κράτησε γερά από τους ώμους και την χτύπησε τόσο δυνατά στο πρόσωπο που της προκάλεσε καταρροή αίματος από τη μύτη. Η κοπέλα σκούπισε την μύτη της, αλλά δεν του έδειξε το λυπημένο και ταυτόχρονα δολοφονικό της βλέμμα. Ο άντρας φόρεσε ένα καινούριο πουκάμισο ατάραχος σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα και έφυγε από την κουζίνα αφήνοντας την μόνη.


Μια νύχτα κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον βλέποντας τηλεόραση. Η Νταίζη είχε μαγευτεί τόσο από το εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ για τις μεγάλες πόλεις και τις μακρινές χώρες που δεν πρόσεχε τίποτα δίπλα της. Δεν ένιωθε ούτε την παρουσία του άντρα της, έτσι απορροφημένη που ήταν. Είχε σηκωθεί για λίγο, πήγε μέχρι τη κουζίνα, όπου άνοιξε ένα μπουκάλι, κατανάλωσε αλκοόλ και ξαναγύρισε στην πολυθρόνα μεθυσμένος και φτιαγμένος. Άρχισε να αγγίζει απαιτητικά, άγαρμπα τη Νταίζη. 

« Άσε με σε παρακαλώ, δε θέλω να με αγγίζεις » του έκανε παρατήρηση, αλλά αυτός τίποτα, δεν έλεγε να καταλάβει. Συνέχισε, μέχρι που έριξε το σώμα του πάνω της και άρχισε να τη βιάζει. Ήταν η μοιραία, σκοτεινή νύχτα που η Νταίζη έχασε την παρθενιά της...
Προκειμένου να ελαχιστοποιήσει την αίσθηση του βάναυσου πόνου την στιγμή εκείνη, έστρεψε το βλέμμα της για να βλέπει στο ραφάκι απέναντι της την φωτογραφία της μαμάς της.

Ευχήθηκε μέσα της, να γυρνούσε η μαμά της για να σταματήσει όλα τα βασανιστήρια της. Όμως ήξερε πως όφειλε μόνο η ίδια να εξοπλιστεί με όλη την δυνάμη της ψυχής της για να τα καταφέρει.

 Μόνο θετικό σημείο ανάμεσα σε όλα τα μελανά ήταν το γεγονός ότι πέρασε στην νομική επιτυχώς. Με διαφορά από τα υπόλοιπα παιδιά κιόλας και έγινε δεκτή στο πανεπιστήμιο της Πάντια. Διάλεξε εκεί, διότι ήταν κοντινή η απόσταση. Το ταξίδι διαρκούσε μόνο μισή ώρα σε αντίθεση με τη πρωτεύουσα όπου θα χρειαζόταν να ξοδεύει δύομισι ώρες για να πηγαινοέρχεται χωριό-πόλη. Οι καθηγητές δέχτηκαν να της παρέχουν ορισμένα μαθήματα εξ αποστάσεως. Επειδή δεν γινόταν να μελετά μόνη της στο σπίτι, δίχως την αποτελεσματική μετάδοση γνώσεων ενός ακαδημαϊκού συμφώνησε να κάνει τα μισά μαθήματα εξ αποστάσεως και τα μισά δια ζώσης. Δεν ήθελε να μείνει πίσω στην ύλη των μαθημάτων, οπότε έβαλε τα δυνατά της. Το πρωί ξυπνούσε νωρίς, προλάβαινε τουλάχιστον τις βασικές δουλειές και μόλις έφευγε ο άντρας της, ετοιμαζόταν γρήγορα και έπαιρνε το λεωφορείο για την σχολή. Υπολόγιζε τον χρόνο της για να προλάβει να  επιστρέφει προτού φυσικά ερχόταν εκείνος στο σπίτι τους. Όποτε χρειαζόταν να παρακολουθεί μαθήματα από απόσταση μετέβαινε στο φροντιστήριο του χωριού και χρησιμοποιούσε τον υπολογιστή ενός πολύ αγαθού καθηγητή ο οποίος της υποσχέθηκε πως θα την κάλυπτε στο χειρότερο σενάριο που ο Ανδριανός υποψιαζόταν κάτι και προσπαθούσε να ψάξει το θέμα.

Δυστυχώς όμως τα μυστικά  μαθαίνονται από μια ατυχής στιγμή λάθους...ο Ανδριανός βρέθηκε να κρυφακούει τυχαία την τηλεφωνική συνομιλία της με έναν καθηγητή. Έτσι έμαθε πως ήταν φοιτήτρια κανονικότατα, εδώ και κάποιο διάστημα.
«Ώστε η παλιοβρόμα, φοιτά ποιος ξέρει πόσο καιρό στο πανεπιστήμιο χωρίς καν να μου ζητήσει άδεια και να το συζητήσει μαζί μου.» Αποφάσισε επιτόπου να δράσει...


Πήγε με διάθεση στη σχολή της την επόμενη μέρα και καθώς προχωρούσε στον διάδρομο των εσωτερικών χώρων, δεν περίμενε την έκπληξη που εμφανίστηκε μπροστά της. Ήταν ο Ανδριανός και απαίτησε από αυτήν  να σταματήσει τη σχολή. Ο καυγάς τους θα προκαλούσε την περιέργεια και αντίδραση των υπολοίπων περαστικών που βρίσκονταν σε διάφορα σημεία της σχολής. Άλλος  καθισμένος στην πολυθρόνα δίπλα από τα γραφεία των διευθυντών, άλλος στον εξώστη...παρατήρησαν  την έντονη λογομαχία του ζευγαριού, χωρίς όμως να παρέμβουν για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Η Νταίζη έπρεπε μόνη της να το παλέψει και αυτό  μιας και σκόνταφτε στην αδιαφορία των άλλων.

   « Τι κάνεις εδώ; »τη ρώτησε από μακριά και κατευθύνθηκε στο μέρος της με ταχέα βήματα. 

« Ανδριανέ σε παρακαλώ, μην αρχίζεις. Ήταν υποχρεωτικό να έρθω να παρακολουθήσω ύλη για να διαγωνιστώ στις επερχόμενες εξετάσεις. Αυτά δεν γίνονται από απόσταση.»

« Σε εξετάσεις ε; Πάλι οι καταραμένες εξετάσεις! Ξέρεις τι πιστεύω Νταίζη; Εδώ τις έχεις έτοιμες τις δικαιολογίες. Στην άκρη της γλώσσας » την κοίταξε με μαζοχιστικό αγριωπό ύφος.

« Όμως εγώ δεν δέχομαι τις δικαιολογίες » συνέχισε τονίζοντας τα λόγια του με μάτια θυμού. Για ενα κλάσμα του δευτερολέπτου ήταν συγκρατημένα ήρεμος μέχρι που πήρε φόρα και την χτύπησε. Το χαστούκι ήταν δυνατό και η  σύζυγος του έπιασε το μάγουλο της λυπημένη.

« Θα σταματήσεις τα μαθήματα και θα παρατήσεις τη σχολή » διέταξε.

« Όχι δεν θέλω, αγαπώ τη νομική και είμαι στο ξεκίνημα ακόμα. Πάρτο απόφαση, δεν θα αφήσω ποτέ τα μαθήματα. Δεν θα μου διαλύσεις τα όνειρα. Με διαλύεις καθημερινά σε όλα τα επίπεδα, αλλά όχι τα όνειρα. Αυτά δεν θα μου τα σβήσεις » του αντιπαρατέθηκε με αδύναμη, αλλά σταθερή φωνή πιέζοντας τα βιβλία της πάνω της. 

« Θα δεις τι θα πάθεις, περίμενε να σου δείξω » σπίθισαν τα μάτια του.

  Της έπιασε ευγενικά το χέρι για να δείξει το καλό προσωπείο του προς τους καθηγητές και φοιτητές που περνούσαν δίπλα τους, αλλά με το που απομακρύνθηκαν από το κτίριο, την τραβολόγησε παίρνοντας απότομα στα χέρια του τα μαλλιά της, για να την σύρει μέχρι το αυτοκίνητο που πάρκαρε σε ένα παράμερο σημείο πίσω απ τη σχολή. Οδήγησε μέχρι ένα κοντινό παρατημένο οικόπεδο όπου δεν θα τους έβλεπε κανείς. Η δυστυχισμένη ύπαρξη τον άφησε να ορμήσει και να  επιτεθεί στο κορμί της, κακοποιώντας το αλλεπάλληλα. Βιάζοντας το σαν να ήταν ένα σώμα χωρίς ψυχή, χωρίς δικαίωμα στην αγάπη και την τρυφερή στοργή. 

Της έβγαλε τη μπλούζα με βιασύνη και την άφησε με το σουτιέν και το καλσόν μόνο, ενώ έμπαινε πολύ βαθιά μέσα της σε σημείο που την πονούσε φρικτά. Ξέσπασε στο κορμί της και εκείνη τον υπέμενε, γιατί ήξερε πως έτσι μόνο θα ξεθύμανε. Θα ηρεμούσαν τα νεύρα του, σύντομα έλεγε μέσα της και έκανε υπομονή. Η Νταίζη πάλευε να ανασάνει όμως ακόμα και αυτό εκνεύριζε τον Ανδριανό που της έφραξε το στόμα με τη παλάμη του, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει το οξυγόνο της.

Όταν επιτέλους τελείωσε τα βασανιστήρια του στο κορμί της, γύρισε στο κάθισμα του, πήρε μια μεγάλη ανάσα και της είπε:« Εντάξει πάμε σπίτι μας τώρα. Να μην μου μιλήσεις στη διαδρομή για το παραμικρό, δεν έχω όρεξη για κουβέντα.» Εκείνη έγνεψε ανέκφραστη, αφού της ήταν αδύνατον να χρησιμοποιήσει τη μιλιά της έπειτα από το σοκ και τη φρίκη για την αποτρόπαια πράξη του.

Δεν είχε σκοπό να κουβεντιάσει μαζί του έτσι και αλλιώς. Μόνο γυρνώντας στο σπίτι ήθελε να τακτοποιήσει κάποιες σπιτικές δουλειές στα γρήγορα και όταν εκείνος θα έπαιρνε τους δρόμους, θα έμενε επιτέλους μόνη για να κάνει ένα χαλαρωτικό μπάνιο ξεπλένοντας τα σημάδια στο κορμί της. Σημάδια που δεν θα άφηναν όμως τη ψυχή της Καθώς έμενε μόνη στο δωμάτιο της το επόμενο πρωί- ο Ανδριανός απουσίαζε στο μαγαζί-  πήρε μια απόφαση που θα την εφάρμοζε όταν έβρισκε την σωστή στιγμή. Έβρισκε μια απροσδιόριστη δύναμη και γενναιότητα μέσα στην εσωτερική φωνή της που την παρακινούσε να κάνει βήματα. Δεν θα τον άφηνε να της διαλύει τα όνειρα, τις επιθυμίες και να υποβαθμίζει την προσωπικότητα, την τιμή και την αξιοπρέπεια της για πολύ καιρό ακόμα. Αρκετά του επέτρεψε, επειδή ο οικογενειακός της κύκλος την καταδίκασε στον υποχρεωτικό έγγαμο βίο μαζί του χωρίς αγάπη.

 Ένα βράδυ, κάτι η Νταίζη του εξηγούσε, αλλά εκείνος αρπάχτηκε τόσο που έγινε η αιτία να φοβηθεί για την σωματική της ακεραιότητα. Πήδηξε από το ευμέγεθες παράθυρο της κουζίνας και έτρεξε όσο πιο μακριά γινόταν, μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς της. Δεν θα πήγαινε στο σπίτι του πατέρα της, διότι ήταν πολύ κοντά για τον σύζυγο της αν πήγαινε να τη βρει. Η γιαγιά της συμφώνησε να την κρατήσει στο σπίτι παρόλο που αναστατώθηκε με το προχωρημένο της ώρας.

« Κάθε φορά που αντιδρώ περισσότερο και επαναστατώ, κινδυνεύω να φάω το ξύλο της αρκούδας. Για αυτό σταμάτησα. Όμως απόψε δεν ξέρω τι τον έπιασε... κάτι του είπα για τις σπουδές μου και τον πληροφόρησα για τα έξοδα του σπιτιού. Άρχισε να με κυνηγά  έξαλλος σε όλο το σπίτι, εωσότου τα κατάφερα και έφυγα δραπετεύοντας από  το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας. Αν δεν άνοιγε εύκολα εκεί θα βρισκόμουν ακόμα και θα με είχε μαυρίσει στο ξύλο ».

« Και εσύ βρε παιδάκι μου μην τον τσαντίζεις και τον φτάνεις στα άκρα. Ορίστε, μέσα στη νύχτα να απειλείσαι και να χάνεις τον ύπνο σου. Ταράχτηκα και εγώ μαζί σου ».

« Σε παρακαλώ γιαγιά, επίτρεψε μου να μείνω μαζί σου στο δικό σου σπίτι. Δεν αντέχω άλλο εκεί πέρα ».

« Εδώ; Να αφήσεις το σπιτικό σου, τον άντρα σου; Σύνελθε δεν είσαι καλά.» αντέδρασε η ηλικιωμένη.« Κοίτα, μείνε εδώ για μερικές μέρες. Μέχρι να του περάσουν τα νεύρα του, μην επιχειρήσεις να πας στο σπίτι σας. Θα του τηλεφωνήσω εγώ να κανονίσω το πότε να βρεθείτε για να μιλήσετε ήρεμα και πολιτισμένα. Όταν βάλει μυαλό ο λεγάμενος, θα καταλάβει το λάθος του και θα σε παρακαλέσει για συγγνώμη, έτσι και αλλιώς πάντα δεν τα βρίσκετε όσες φορές και αν τσακώνεστε;»

 Η Νταίζη απογοητεύτηκε πολύ με τα λόγια της γιαγιάς, αντιλήφθηκε πως δεν είχε κανέναν να τη στηρίξει. Σε ποιον να ζητούσε συμπαράσταση; Στον άκαρδο πατέρα της, στους παππούδες της ή στους λιγοστούς θείους της από τη πλευρά του μπαμπά της; Από ότι φάνηκε κανείς δεν ήταν πρόθυμος να την παρηγορήσει και να την απαλλάξει από το μαρτύριο του γάμου με το να καταγγείλει τον άντρα της για κακοποίηση. Δεν ήθελαν να  μιλήσουν οι κακές γλώσσες του χωριού σαν συνέβαινε ο χωρισμός ενός φαινομενικά τίμιου υπάλληλου παντοπωλείου και της μικρότερης ηλικιακά γυναίκας του.

Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την άρνηση του πατέρα της να λύσει το πρόβλημα της με το να στείλει τον Ανδριανό στη φυλακή. Όπως το φαντάστηκε ακόμα και εκείνος επέδειξε άδικη αναλγησία. Μέσα σε όλα αυτά άρχισε να καπνίζει. Ήταν ο μόνος τρόπος να καταπολεμά την ένταση, τον θυμό και τη λύπη της για τις τραγικές συνθήκες που βίωνε τους τελευταίους μήνες.

   «Καπνίζεις; Μωρέ μπράβο ωραία γυναίκα παντρεύτηκε ο γιος μου, ευτυχώς που δεν είναι εδώ να σε βλέπει να ξεφτιλίζεσαι τόσο. Σπουδάζεις, οδηγάς, όλες τις δουλειές δεν τις κάνεις στην ώρα σου, αυθαδιάζεις και καπνίζεις κιόλας! » της έκανε αυστηρή επίπληξη η πεθερά της μια γερόντισσα με αγριωπό πρόσωπο. Πιθανόν από εκείνη πήρε το βλέμμα ο Ανδριανός, καθόλου περίεργο υπέθεσε η Νταίζη.

«Βάζεις στο στόμα σου τσιγάρο, αντί να φέρεσαι σαν τις τίμιες κοπέλες του τόπου μας καπνίζεις σαν αυτές τις... τις προχωρημένες γυναίκες της πόλης » συνέχιζε τις παρατηρήσεις της μέχρι να ακούσει...

«Άσε με στη ησυχία μου!» αντέδρασε αγριεμένη η Νταίζη και έφυγε από την κουζίνα παρατώντας τα πιάτα στο νεροχύτη όπως ήταν και ας έμεναν με τις σαπουνάδες για ώρες. Φτάνει να μην άκουγε άλλο την κακιασμένη πεθερά της να την φορτώνει κατηγορίες και κριτικές.

Οι φίλες της παρατήρησαν και εκείνες με τη σειρά τους τη κακή συνήθεια που υιοθέτησε η ίδια.

« Τι το θέλεις αυτό το πράγμα; Θα σου χαλάσει, θα σου διαλύσει για την ακρίβεια την υγεία.» αντέδρασε η Εβίτα πειραγμένη και πήγε να της αρπάξει το τσιγάρο άγαρμπα από το στόμα.

«Τι να κάνω βρε Εβίτα, καπνίζω επειδή περνώ μεγάλα ζόρια. Ξέρετε τι ζω. Ρουφάω τον καπνό του τσιγάρου με ένταση για να καταπολεμήσω τη στεναχώρια, την οργή για την έλλειψη στοργής και αγάπης από τη μεριά του συζύγου μου.»

« Δεν θα σε αφήσουμε να διαλύσεις περισσότερο από ότι κάνεις ήδη τον εαυτό σου.» της έπιασε τον ώμο η Αντιόπη και οι τρεις φίλες αγκαλιάστηκαν κάτω από το φως το φεγγαριού.


            [...]

  Αυτό το πρωί δεν σηκώθηκε για να μαγειρέψει, να σκουπίσει το πάτωμα από τα σπασμένα μπουκάλια του αλκοόλ  και  να σιδερώσει τα πουκάμισα του, αλλά για να μεταβεί στο αστυνομικό τμήμα. « Μπορώ και εγώ να γίνω άσπλαχνη και αδυσώπητη  όπως εσύ Ανδριανέ.» έλεγε από μέσα της με γενναιότητα και χαμόγελο 'σαδισμού' ενώ μετέβαινε στη αστυνομία.

Με γενναιότητα ψυχής, μόνη της χωρίς κανέναν στο πλευρό της, κατήγγειλε στον διοικητή της αστυνομίας  τους ξυλοδαρμούς και τους βιασμούς της εις βάρος της. Όμως ο Ανδριανός έχοντας ενημερωθεί  για τις κινήσεις της φρόντισε να φυγαδευτεί σε μια πόλη και να κρυφτεί στο σπίτι ενός φίλου, μέχρι να σταματούσαν οι έρευνες των αστυνομικών.

Έτρεχε και δεν έφτανε και το άγχος τον τύλιξε σαν μεγγένη. Η βρώμικη, αγγελική- διαβολική νεαρή σύζυγος του τόλμησε να του σηκώσει ανάστημα. Αγγελική-διαβολική την έλεγε επειδή μπορεί να είχε αθώο καθαρό αγγελικό βλέμμα, αλλά πίσω από αυτό κρυβόταν ένας διάβολος.

Παρόλ αυτά την απείλησε ότι θα επέστρεφε στο χωριό προτού το καταλάβει εκείνη. Η κοπέλα μετά τη σκληρή λογομαχία μαζί του τηλεφωνικά πήρε την απόφαση να φύγει και αυτή. Οριστικά όμως. Ο Ανδριανός τελικά γύρισε, αλλά αυτό δεν τη πτόησε ούτε στάθηκε αιτία να ματαιώσει τα σχέδια της.

Ζήτησε τη βοήθεια ενός συμμαθητή της στου οποίου παρευρέθηκε στα γενέθλια μερικές φορές και της ήταν συμπαθής γνωστός αν όχι κολλητός φίλος και δέχτηκε με μεγάλη προθυμία να την πάρει στο φορτηγό του με κατεύθυνση την Ανφήνα.

Αργά το βράδυ, περασμένες δώδεκα η Νταίζη βγήκε από την εξώπορτα όταν κατάλαβε πως ο ύπνος πήρε βαθιά τον Ανδριανό. Περπατούσε με γοργό βήμα και κάπου-κάπου έτρεχε μέχρι να φτάσει στο σημείο που κανόνισε την κρυφή συνάντηση με τον γνωστό της.

« Γεδεών άκουσε με προσεχτικά. Θέλω αύριο το βράδυ στις μία, να βρίσκεσαι εδώ με το φορτηγό το δικό σου ή της οικογένειας σου δεν έχει πολύ σημασία, φτάνει να μη με στήσεις. Θα με βοηθήσεις και σε παρακαλώ μην αρνηθείς αυτή τη χάρη που θέλω από εσένα αν με σέβεσαι και εκτιμάς τη δική μου βοήθεια που σου παρείχα παλιότερα » στύλωσε τα μάτια της αποφασιστικά στα δικά του. « Τότε που το φορτηγό σου έπαθε ζημιά, δεν μπορούσες να μεταφέρεις τρόφιμα από το μακρινό χωριό και σου δάνεισα εγώ με την άδεια του μπαμπά μου το φορτηγό του παππού μου »

« Μάλιστα. Που θέλεις να πας, έχεις βρει μέρος για να μείνεις;»

« Ναι στην Ανφήνα » ξεστόμισε με ευκολία την απάντηση.   Επέστρεψε στο σπίτι και πήγε στο σαλόνι, πήρε την φωτογραφία της μαμάς της στην μικρή κορνίζα και την φίλησε. « Επιτέλους φεύγω μαμά.. θα τα καταφέρω. Ήρθε η στιγμή μου.» ψιθύρισε ευτυχισμένη.

Η κυρία Νέλλη παράλληλα κανόνισε με τη κόρη της Δώρα και τον γαμπρό της Φαίδων, να φιλοξενήσουν το κορίτσι στο σπίτι τους και να της σταθούν το πρώτο διάστημα προσαρμογής της στη πόλη. Δεν είχε κανέναν άλλον να τη βοηθήσει στα πρώτα της βήματα σε έναν μεγάλο και άγνωστο τόπο και εκείνοι θα αποδεικνύονταν χρήσιμοι. Η Νταίζη ξεκίνησε το βράδυ κατά τις μία το ταξίδι με τον Γεδεών μέχρι την Άνφηνα.

Ξημέρωνε και ο ήλιος ανέτελλε όταν η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της. Έξι το πρωί και ακόμα το φορτηγό που την μετέφερε διέσχιζαν γραφικά καταπράσινα λιβάδια. 

« Που είμαστε βρε Γεδεών; Δεν φτάσαμε στην πόλη;»

« Σε λίγο, σε μια ώρα. Συγνώμη αναγκάστηκα να κάνω στάση αλλά εκείνο που με καθυστέρησε περισσότερες ώρες ήταν η λάθος διαδρομή που με έβγαλε σε χωριά αντί σε σημεία κοντά στην Άνφηνα.» απολογήθηκε ο Γεδεών. Η Νταίζη έγνεψε βαριεστημένα και έκλεισε πάλι τα μάτια της να συνεχίσει τον ύπνο της διότι συνέχιζε να νιώθει πτώμα. Σε μία ώρα ακριβώς με το που ανοιγόκλεισε τα μάτια της και τα σκούπισε διαπίστωσε έντρομη με θαυμασμό ότι επιτέλους είχαν φτάσει.

Η μεγαλούπολη απλωνόταν μπροστά της συναρπαστική και διαφορετική. Ο Φαίδων και η Δώρα την περίμεναν σε μία από τις πρώτες περιοχές και μόλις το φορτηγό τους είδε σταμάτησε, η Νταίζη αποχαιρέτησε τον οδηγό της και τον ευχαρίστησε ενώ πήγε να γνωριστεί με ζεύγος που θα αναλάμβανε να την φιλοξενήσει και να της παρέχει προστασία τους πρώτους μήνες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top