Άτιτλο κεφάλαιο 3

"Δύο μήνες μετά, μια ασυνήθιστα ηλιόλουστη μέρα του Δεκέμβρη έγινε το αποτρόπαιο συμβάν το οποίο ήταν αδύνατο να εμποδίσω και να σταματήσω. Και ο Χρυσάνθης το ίδιο να ήθελε να αποτρέψει δεν θα μπορούσε επειδή η ζωή πήρε τις αποφάσεις της για τη πορεία των δύο μας. Στη δική μας περίπτωση έμελλε να είναι σκληρές. Ο πατέρας μου ήταν ο κύριος εκτελεστής-καταπέλτης των σχεδίων της ευτυχίας μας."

              [...]

        6 Δεκεμβρίου

  Το χωριό του Χρυσάνθη ήταν πάντοτε όμορφο όσο και το χωριό της Νταίζης η οποία δεν έβλεπε τεράστιες διαφορές μέχρι που ο καλός της  έκανε ολόκληρο 'μάθημα' για αυτό το θέμα  περιγράφοντας αναλυτικά. Της εξήγησε πως στο δικό του φύτρωναν τα περισσότερα είδη λουλουδιών με αποτέλεσμα να σχηματίζουν λιβάδια, ενώ στο δικό της  υπερείχε στη μεγαλύτερη έκταση γης, είχε πιο εύφορα λιβάδια και κατά συνέπεια γίνονταν περισσότερες παραγωγές λαχανικών και οπωρών. Ένα ακόμη βασικό πλεονέκτημα του χωριού της ήταν το σχολείο, σε αντίθεση με την ανυπαρξία σχολικής μονάδας στο δικό του μέρος.  Η Νταίζη χαμογελούσε και διαβεβαίωνε τον Χρυσάνθη πως δεν αγαπά λιγότερο τον τόπο του και αν το ήθελε θα ζούσε ευχαρίστως στον δικό του.

Όμως το γεγονός ότι επιθυμούσε να σπουδάσει στη πόλη και να μένει εκεί, προβλημάτιζε τον νέο. Η  Νταίζη δεν ήθελε να ζήσει στη χωριάτικη περιοχή για όλη της τη ζωή σε αντίθεση με εκείνον που δεν είχε πρόβλημα, αγαπούσε πολύ τον τόπο του και δεν του έκανε καρδιά να τον αφήσει. Φοβόταν πως θα φαινόταν κακός και εγωιστής αν πίεζε τη κοπέλα του να αφήσει τις σπουδές για να ζήσει μαζί του στο χωριό και καταλάβαινε πως δεν έπρεπε να της το κάνει αυτό. Η Νταίζη ήταν ελεύθερος άνθρωπος και είχε δικαίωμα στις επιλογές της για την ζωή.

Της άξιζε και έπρεπε να κυνηγήσει τα όνειρα της στην επιστήμη που την συνάρπαζε τόσο παρά το άγνωστο μέλλον. Γι' αυτό όταν εκείνη του ανέλυε όλες τις πληροφορίες που λάμβανε για το επάγγελμα του δικηγόρου από τα τηλεοπτικά προγράμματα και την μελέτη σε εγκυκλοπαίδειες και τα λιγοστά βιβλία νομικού δικαίου που της παρείχε ένας καθηγητής της, ο Χρυσάνθης την άκουγε προσεκτικά, γεμάτος ενθουσιασμό, μεταδοτική χαρά και υπερηφάνεια χωρίς να την διακόπτει.

Χαιρόταν με ότι έκανε την αγαπημένη του να χαίρεται, αν αυτό το κάτι συνέβαλλε στην περαιτέρω μόρφωση της. « Αγαπούλα μου πες μου ότι καινούριο έμαθες για τη νομική.»

« Σαν τι θες να σου πω;»

«Δεν ξέρω, οτιδήποτε μου αρέσει να σε ακούω εγώ δεν ήμουν και δεν θα γίνω ποτέ τόσο μορφωμένος όσο εσύ. Ένας γιδοβοσκός με βλέπω να καταλήγω όπως ο παππούς και ο μπαμπάς μου.»

« Μπορείς να περάσεις σε μια σχολή και εσύ αν το θέλεις και το προσπαθήσεις.» του ανταπαντούσε με περίσσιο θάρρος.

« Ναι σιγά, με το ζόρι τελειώνω το λύκειο και εσύ μου λες για σπουδές που είναι ακόμα πιο δυσκολότερο επίπεδο; Λοιπόν θα μου πεις τις θεωρίες για το δίκαιο;»

« Όχι σήμερα, θέλω να χαλαρώσουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να απολαύσουμε το τοπίο μπροστά μας. Έλα τώρα μην μου το χαλάς. Δεν θέλω κάθε μέρα να σου κάνω μαθήματα, κουράζομαι και αποζητώ λίγη ξεκούραση και εγώ.» σούφρωνε με νάζι δήθεν παραπονιάρικα τα χείλη της η κοπέλα. Ο Χρυσάνθης δεν τόλμαγε να της επιμείνει περισσότερο. Ακούμπησε ο ένας τον ώμο του άλλου και άρχισαν να παρατηρούν σιωπηλοί τη μαγεία του σημείου, καθισμένοι στις πέτρες κοντά στην ξηρά του ποταμού.

Το χωριό του Χρυσάνθη ήταν μικρότερο σε πληθυσμό και μήκος αλλά η καλαισθησία του μάγευε το κορίτσι του. Το ποτάμι της περιοχής  ήταν πολύτιμο χάρη στις αμέτρητες εκβολές και πηγές στα εδάφη. Προκαλούσε το θαυμασμό σε κάθε ανθρώπινο μάτι.  Τα όρια των υψιπέδων ήταν σαφή καθώς περιβάλλονταν από εντυπωσιακούς κάθετους βράχους . Ένα μέρος πέρα για πέρα ιδιαίτερο, αφού ήταν γεμάτο από δολίνες  και σκεπαζόταν σε ένα αρκετά μεγάλο τμήμα από πυκνά δάση οξιάς. 

  Ενώ παρατηρούσαν  τα νερά του ποταμού μαζί με το πέταγμα των αλκυόνων που αναζητούσαν να σταθούν σε ένα ήσυχο σημείο για να φτιάξουν τις φωλιές τους, δεν πρόσεξαν την φιγούρα που πλησίαζε όλο και κοντινότερα στο σημείο τους.

Ο Ξανίμανδρος είχε πάει την ίδια μέρα κατά τύχη στο χωριό του Χρυσάνθη για να προμηθευτεί φρέσκα ζαρζαβατικά από το χωράφι που κατείχε ένας φίλος του ενώ του πρόσφερε ως ένδειξη ευχαρίστησης ένα καλάθι με αυγά από το δικό του χωριό. Πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στον ποταμό καθώς ήταν πιο σύντομος δρόμος για να φτάσει στη Μαλαινερσία. 

Σάστισε όταν είδε από μακριά τον νεαρό και την κοπέλα δίπλα του. Μπορεί να είχε τη πλάτη της γυρισμένη προς τη πλευρά του ποταμού, όμως ο αυστηρός πατέρας κατάλαβε πως ήταν η κόρη του, την αναγνώρισε από χιλιόμετρα μακριά. Τα χέρια του έτρεμαν και δεν συγκράτησαν άλλο το καλάθι με τα λαχανικά. Το πέταξε με μανία στο έδαφος αδιαφορώντας αν τα φρέσκα  λαχανικά  σκορπίστηκαν στο χώμα και προχώρησε σαν μαινόμενος ταύρος στο μέρος των νέων παιδιών.

Αμέσως πήγε να φωνάξει την Νταίζη την στιγμή που ο Χρυσάνθης έπαιρνε στα χέρια του τα δικά της με την υψηλή ευλάβεια του έρωτα εντυπωμένη σε κάθε κίνηση του.  Μέχρι τότε προτού τους διακόψουν, η συζήτηση τους αφορούσε ορισμένες υποσχέσεις.  «Θα το κάνεις αυτό Χρυσάνθη;»

«Ναι για την αγάπη μας, για σένα θα κάνω τα πάντα Νταίζη » της δήλωσε πιάνοντας της τα χέρια τόσο τρυφερά και γλυκά.  Τα δύο παιδιά σηκώθηκαν από τη θέση τους έντρομα και μην βρίσκοντας τις λέξεις για να εξηγηθούν μόλις κατάλαβαν τον περίεργο ήχο βημάτων πίσω τους. Ο Χρυσάνθης αμέσως κατάλαβε πως εκείνος ο μεσήλικας που κατευθυνόταν κοντά τους δεν ήταν άλλος από τον πατέρα της Νταίζης.

« Ποιος είσαι εσύ που απλώνεις τα χέρια σου στη κόρη μου βρομόπαιδο;» ξέσπασε επιθετικά ο Ξανίμανδρος.

« Μπαμπά σε παρακαλώ, είναι ο άντρας που αγαπώ!» αντιδρά το ίδιο αγριεμένα η Νταίζη. 

« Κύριε Ξανίμανδρε λέγομαι Χρυσάνθης και την αγαπώ τη κόρη σας, θα κάνω τα πάντα για αυτήν.»

« Μπαμπά δεν μπορείς να απαγορέψεις τη σχέση μας, εμείς οι δύο αγαπιόμαστε και ο Χρυσάνθης σε διαβεβαιώ είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του, είναι σε θέση να σταθεί στο πλευρό μου ως...» δεν πρόλαβε να συνεχίσει τη φράση της η κοπέλα καθώς ο πατέρας της μες στην αποτυχία να ελέγξει τα νεύρα του επενέβη συνεχίζοντας το μάλωμα.

« Ένα παιδί είναι τον εαυτό του δεν μπορεί να εξυπηρετήσει και να ζήσει, θα εξυπηρετήσει εσένα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες σου;» αντίκρισε οργισμένος τη κόρη του αναμένοντας τα επιχειρήματα της.

« Κάνεις λάθος, με αγαπάει και αυτό είναι αρκετό και πιο δυνατό, επειδή ξεπερνάει όλα τα άλλα που θα βρεθούν στο δρόμο μας.» μίλησε με έντονη φωνή η Νταίζη σε κλίμα δραματικής έντασης.

 « Δεν καταλαβαίνεις τίποτα μου φαίνεται...έλα εδώ πάμε σπίτι.» την διέταξε εξαγριωμένος  «εσύ Χρυσάνθη μην ξαναπλησιάσεις το παιδί μου αλλιώς θα σε κανονίσω. Τελείωσε η σχέση σας εδώ σε αυτό το δάσος, την παρούσα στιγμή με τη δική μου εντολή. Το καλό που σου θέλω να το εμπεδώσεις.»

Η Νταίζη πήγε κοντά στον πατέρα της ο οποίος την έπιασε κτητικά από τον αγκώνα και δεν τολμούσε να ρίξει το πληγωμένο βλέμμα της στο αγόρι της για να μην εξαγριώσει ακόμα περισσότερο τον Ξανίμανδρο. Αργά τα μεσάνυχτα στο δωμάτιο της έκανε προσευχές και παρακαλούσε το θεό να της ανταποδώσει την ευχή να μην ήταν το άδοξο τέλος του δεσμού με το αγόρι της αυτή τη χρονική στιγμή.

   « Τι πήγες και έκανες δεν ντρέπεσαι, με αυτόν τον νεαρό πήγες να βγάλεις τα μάτια σου;» τη μάλωνε ο πατέρας της τις προσεχείς μέρες, μάταια η Νταίζη αγωνιούσε να αλλάξει θέμα συζήτησης και να πάψουν τους καυγάδες.

« Όχι δεν έγινε τίποτα σου λέω μπαμπά, δεν κάναμε κάτι ερωτικό παρά μόνο μερικά φιλιά και αγκαλιές.» επέμενε η Νταίζη.

« Πάλι καλά, αλλά να ξέρεις ότι δεν θα σου επιτρέψω να τον ξαναδείς, μη μάθω ότι ήρθε ο αλήτης εδώ και του επέτρεψες να περάσει στο σπίτι μας. Θα δεις τι θα πάθει. Θα καλέσω την αστυνομία.»

« Με αγαπάει και τον αγαπώ, χώνεψε το επιτέλους. Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να το δεχτείς όπως είναι το πράγμα;»

« Πάψε, δεν δέχομαι τίποτα οι δύο σας τελειώσατε!» 

Ο Ξανίμανδρος έκανε μια σύντομη παύση για να επανέλθει στο σκληρό ανελέητο ύφος του « βρήκα έναν άντρα με τον οποίο θέλω να σε παντρέψω, τον Αδριανό. Είναι τριανταπέντε χρονών, σοβαρός, εργατικός, τίμιος, ώριμος και υπεύθυνος με δική του δουλειά σταθερή. Χίλιες φορές καλύτερος από εκείνο το παιδί που σου τάζει γάμους και ανοησίες που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει.» 

Ο χρόνος σταμάτησε εκείνη τη στιγμή και έκανε τη Νταίζη να αισθανθεί ότι δεν είναι με το μέρος της και τον πόνο στη καρδιά της ακόμα πιο οξύ και δριμύ. Έπρεπε να δράσει γρήγορα, να κάνει κάτι για να σταματήσει τους στόχους του πατέρα της από το να γίνουν πραγματικότητα, αλλιώς θα κατέληγε στην ψυχολογική κατάρρευση. 

« Πως πήρες τέτοια πρωτοβουλία... γιατί ρε μπαμπά; Με τιμωρείς επίτηδες επειδή με είδες με τον Χρυσάνθη;»

« Θα σε πάντρευα έτσι και αλλιώς με τον Ανδριανό,  είχα σκοπό να σου το ανακοινώσω αλλά με πρόλαβαν τα γεγονότα της ατιμίας σου γι΄ αυτό δεν σου το είπα τη βδομάδα που μας πέρασε. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω μέχρι να σκεφτείς καθαρά. Αλλά εσύ επιμένεις για τον Χρυσάνθη, κόλλησε το πείσμα σου σαν βελόνα.»

Η Νταίζη χαμογέλασε ειρωνικά και είπε:« με αναστάτωσες ήδη και ας άργησες να μου πεις τα σχέδια σου, αν και πιστεύω πως δεν νοιάζεσαι καθόλου για μένα. Αν με αγαπούσες θα λάμβανες υπόψη σου το καλό μου και όχι αυτό που θεωρείς δικό σου καλό » τελειώνοντας φουρκισμένη τον λόγο της, σηκώθηκε από την καρέκλα της κουζίνας και έφυγε για να μην συνεχίζει να βλέπει τον άνθρωπο, που έπαψε να θεωρεί μπαμπά μετά από το κακό που της προκάλεσε.

                  [...]

Οι Αντιόπη, Εβίτα και Νταίζη περπατούσαν έξω από το σχολείο ντυμένες με καλά μακριά παλτά επειδή ο καιρός ήταν ιδιαίτερα παγωμένος εκείνο το μεσημέρι του Γενάρη. Οι δύο πρώτες ξεσπούσαν σε γέλια και σχολίαζαν το κάθε τι, σε αντιδιαστολή με την τελευταία που ήταν συνεχώς μουτρωμένη. Συναντήθηκε με το αγόρι της μόνο κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων δύο φορές και αυτές σε κρυψώνες υπό το φόβο μην τους καταλάβει κανείς.

Δεν έγινε αυτό που ήθελε, δηλαδή η ματαίωση των σχεδίων του μπαμπά της αφού της κανόνισε συναντήσεις με τον Ανδριανό για να τους φέρει πιο κοντά και να μπορέσουν να αποκτήσουν μια μικρή οικειότητα μέχρι τον γάμο που ήταν προαποφασισμένος ανεξάρτητα από το τι ήθελε η Νταίζη. 

Εκείνη δεν έδειξε καμία συμπάθεια προς τον Ανδριανό μόνο τυπικά και εν συντομία απαντούσε στις ερωτήσεις του. Θυμόταν τη τελευταία φορά που ήταν καλεσμένος στο σπίτι της και γνώρισε τους υπόλοιπους συγγενείς της, έγινε λίγο παραπάνω διαχυτικός και έδειξε υπερβολικά θερμό χαμόγελο στη μεριά της δίχως εκείνη να του δώσει την άδεια.

  Όταν κλήθηκε να τον συνοδεύσει στην εξώπορτα ως ευγενική οικοδέσποινα, ο Ανδριανός τόλμησε να ακουμπήσει ελαφρά το μάγουλο της με το χέρι του ελπίζοντας να σπάσει ο πάγος μεταξύ τους. Φυσικά η Νταίζη αντέδρασε:« δεν σου έδωσα δικαίωμα να με ακουμπάς.» 

« Μην κάνεις έτσι θέλω να σπάσει η παγερή ατμόσφαιρα ανάμεσα μας, να με δεις επιτέλους με άλλο μάτι. Δεν έχω κανένα θέμα με τον γάμο μας, έχω συνηθίσει στην ιδέα να γίνεις γυναίκα μου και κοίτα να το συνηθίσεις και εσύ.» την ενθάρρυνε εγκάρδια.

« Ποτέ και αν δείχνω έστω την ελάχιστη ευγένεια και φιλικότητα όποτε σε κοιτάζω είναι για να μην με παρεξηγήσει και τα βάλει μαζί μου ο μπαμπάς. Φύγε τώρα.» του έδινε το μπουφάν του με ορμή και ανυπομονούσε να τον δει να ξεμακραίνει από το μονοπάτι.

Η ατυχής στιγμή αυτή ήταν δυσάρεστη για τη μνήμη της, όμως κατάλαβε κάποια στιγμή πως δεν υπήρχε λόγος να τα ξανασκέφτεται και αποφάσισε να προσέξει τη κουβέντα των φιλενάδων της μπας και ξεφύγει το μυαλό της από τα δεινά.

« Ήρθε ο ξάδερφος μου το Σαββατοκύριακο, εκείνος που φιλοξενούμε στο σπίτι μας όποτε μας επισκέπτεται τρεις φορές το χρόνο και περάσαμε τέλεια οικογενειακά. Και μαντέψτε μου έφερε δώρο ένα κασετόφωνο καλής τεχνολογίας κατάλληλο για φωτογραφικές μηχανές, ηχογράφηση και ταινίες. Μπορώ να τοποθετήσω όλα τα CD μέσα στα οποία βρίσκονται τραγούδια και ταινίες, το φαντάζεστε;» εξηγούσε με έξαψη και ενθουσιασμό η Εβίτα.

« Τέλειο. Από την Πάντια σου το έφερε;»

« Ναι ο γλυκός μου ξάδερφος ειδικά για μένα το πήρε. Έχει και αυτός δικιά του αντίστοιχη συσκευή ακόμα πιο μοντέρνας τεχνολογίας διότι του χρειάζεται για την ηχογράφηση με την οποία θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά.»

« Τέτοιο κασετόφωνο ζητούσα και εγώ από τον πατέρα μου, χαίρομαι για σένα Εβίτα. Τα παιδιά στις μεγαλουπόλεις έχουν συσκευές πιο μοντέρνας τεχνολογίας μέχρι και κινητά έχουν από ότι έχω ακούσει. Όλα τα καλύτερα διαθέτουν. Εμείς εδώ οι χωριανοί ένα σταθερό τηλέφωνο και μια τηλεόραση, δεν εξελισσόμαστε παρακάτω.» αγανακτούσε η Νταίζη.

« Σωστά, αλλά μην στεναχωριέσαι φίλη μπορείς να έρχεσαι στο δικό μου σπίτι όποτε θες για να βάζουμε ταινίες και μουσικούλα στο κασετόφωνο.»

« Αλήθεια; Σε ευχαριστώ πολύ Εβίτα μου έτσι θα κάνουμε όποτε κανονίζουμε να περάσουμε τον ελεύθερο χρόνο μας σπίτι σου.»

« Είδες Νταίζη επιτέλους ξέφυγες λίγο από τις σκέψεις. Τα μούτρα σου μέχρι κάτω ήταν και ήσουν πολύ σιωπηλή, αν δεν ανέφερε η Εβίτα για το δώρο της δεν θα έπαιρνες μέρος καθόλου στη κουβέντα.» την κοιτούσε εξεταστικά η Αντιόπη.

« Τι να κάνω βρε κορίτσια αφού ξέρετε τα προβλήματα μου.»

« Μη σκέφτεσαι τόσο αρνητικά, ίσως γίνει κάτι και αλλάξει γνώμη ο μπαμπάς σου μέχρι το μυστήριο του γάμου.»

« Τι να αλλάξει αποφασισμένος είναι, θέλει να με δει κοντά στον αντιπαθητικό Ανδριανό νύφη.»

« Γλυκούλα μου μην στεναχωριέσαι θα είμαστε δίπλα σου. » την άγγιξε απαλά η Αντιόπη στον ώμο προσπαθώντας να την κάνει να εγκαταλείψει το ζοφερό και θλιβερό ύφος της. Τα κορίτσια υποσχέθηκαν να στηρίξουν την φίλη τους βλέποντας την να περνά μεγάλο ζόρι.



                                               [...]

 Η Νταίζη είχε μια δυσάρεστη έκπληξη στο σπίτι της, δεν της άρεσε καθόλου αυτό που έγινε. Η γιαγιά της που πήρε πάνω της την οργάνωση του γάμου, κάλεσε μια μεσόκοπη χαριτωμένη αλλά πεισματάρα στη γνώμη της  μοδίστρα με τις μαθητευόμενες της να έρθουν σπίτι για να πάρουν μέτρα από το σώμα της. Η Νταίζη κατάπινε την αγανάκτηση της σε όλη τη διάρκεια της πρόβας και η γιαγιά της αδιαφορώντας για την ψυχολογία της, συζητούσε με τις μοδίστρες σε εύφορο κλίμα, ενώ δεν σταματούσαν να δείχνουν τα μέτρα υφάσματος και τα σχέδια του νυφικού σε φύλλα χαρτονιού η μία στην άλλη.

Η μοδίστρα ήταν καταλυτική στην απόφαση της να ράψει το καλύτερο νυφικό από μετάξι παρόλο που προορίζονταν για μια κοπέλα φτωχής οικογένειας. Οι παππούδες της Νταίζης θα έδιναν όλες τις οικονομίες τους για τη πληρωμή του νυφικού μόνο και μόνο για να δουν την εγγονή τους πανέμορφη νύφη στο εκκλησάκι. Ωστόσο η μοδίστρα θα έκανε καλή τιμή. Δεν είχε σκοπό να αποκομίσει μεγάλο ποσό για τον κόπο της. Θα την θεωρούσαν  και δεν το ήθελε αυτό σε μια μικρή κλειστή κοινωνία.

  Ο Χρυσάνθης αγνοώντας όσα γίνονταν στη ζωή της Νταίζης, βοηθούσε τον παππού του να συναρμολογήσει τα κομμάτια μια συρταριέρας. Ο γεράκος ασχολούνταν μια χαρά ακόμα με χειροποίητες δουλειές παρά τα χρόνια του. Ο χρόνος στάθηκε αμείλικτος μαζί του καθώς του έφερε πολλά προβλήματα υγείας κληροδοτώντας ένα από αυτά στον γιο του ωστόσο τα συγκεκριμένα δεν μπορούσαν να του στερήσουν την ικανότητα του στις κατασκευές και τις χειροτεχνίες.

Η πόρτα χτύπησε και ο πατέρας του Χρυσάνθη ανήγγειλε την επίσκεψη της Εβίτας. Εκείνη πέρασε λαχανιασμένη στο σαλόνι όπου βρίσκονταν μαζεμένη η οικογένεια. «Εβίτα καλησπέρα πως από δω; Ξέρεις τι έπαθε η Νταίζη; Δεν μου μιλάει εδώ και βδομάδες και ανησυχώ. Δεν βλεπόμαστε συχνά. Τουλάχιστον είχαμε μια επαφή μέσω του τηλεφώνου που πάει τώρα να κοπεί και αυτή, εφόσον δεν το σηκώνει τώρα τελευταία » περίμενε την απάντηση της ευγενικά ο Χρυσάνθης.

« Ήρθα να σου πω κάτι σοβαρό Χρυσάνθη. Ξέρω ότι θα πονέσεις αλλά πρέπει να το μάθεις και δεν μπορώ να περιμένω τη φίλη μου μέχρι να σου μιλήσει. Ο πατέρας της Νταίζης... την παντρεύει με έναν κύριο μεγαλύτερο.»

Ο Χρυσάνθης γύρισε με το βλέμμα παγωμένο και αλλοιωμένο από το σοκ στη πλευρά των γονιών και του παππού του. « Παππού, μπαμπά εσείς το είχατε μάθει; Έχει μαθευτεί καιρό στο δικό μας χωριό ή μόνο στη Μαλαιρενσία το γνώριζαν;»

« Το είχαμε μάθει πριν λίγο καιρό και εμείς, αλλά δεν θέλαμε να στο πούμε ξέροντας ότι θα λυπόσουν βαθύτατα.» κοίταξε ο παππούς τον εγγονό του με συμπόνοια. Ο Χρυσάνθης έφυγε σαν μανιασμένος με την απλή ριγέ ζακέτα του, ξέχασε εντελώς να πάρει το μπουφάν του. Μάταια οι δικοί του τον φώναζαν να ξαναγυρίσει...ήξεραν ότι το θέμα του ήταν πιο σημαντικό και το αποδέχτηκαν.

Ο Χρυσάνθης έφτασε νύχτα στο σπίτι της Νταίζης και κρύφτηκε κάτω από το παράθυρο που έβλεπε το σαλόνι. Ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν επικίνδυνο αλλά δεν μπορούσε να αψηφήσει το ένστικτο του που του έλεγε να διαλέξει το συγκεκριμένο σημείο για να κρυφτεί. Υποψιαζόταν πως με αυτό το τρόπο θα διαπίστωνε τη κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι της κοπέλας που αγαπούσε και θα έβλεπε το μέλλοντα σύζυγο της αν έτυχε να βρίσκεται εκείνη την ώρα στο εσωτερικό της κατοικίας.

Τα μάτια του ταράχτηκαν και έμειναν εμβρόντητα όταν έπιασαν τον Ξανίμανδρο, τη κόρη του και τον Ανδριανό να σηκώνονται από το τραπέζι και να αποχαιρετούν ο ένας τον άλλον σε έντονο κλίμα θερμής συγκίνησης αν έκρινε καλά από το βλέμμα του. 

Ο Ανδριανός έφυγε σχετικά γρήγορα και ο Χρυσάνθης βρήκε την ευκαιρία να κάνει σινιάλο στη Νταίζη μόλις απομακρύνθηκε και ο πατέρας της από το σαλόνι. Η Νταίζη μαρμάρωσε μόλις τον είδε στο παράθυρο και γιατί ήταν περίεργη για τον λόγο της 'επίσκεψης' του αγοριού της αν και μέσα της χαιρόταν που ήρθε να τη δει από κοντά έπειτα από καιρό. Του έκανε νόημα να περιμένει κάτω από το υπόστεγο του σπιτιού και εκείνη θα έβγαινε έξω όσο πιο γρήγορα γινόταν αφού βεβαιωνόταν πως ο λήθαργος πήρε τον πατέρα της. Έτσι και έγινε. 

   Ο Χρυσάνθης δεν έχασε καιρό και ρώτησε τη κοπέλα:« Παντρεύεσαι σωστά; Είναι αλήθεια αυτό που μου είπε η Εβίτα;»

« Ναι με παντρεύει ο πατέρας μου.» παραδέχτηκε με σοβαρότητα η Νταίζη αν και της ήταν πολύ δύσκολο να φανεί δυνατή και να μην καταρρεύσει από τη στεναχώρια της.« Θα σου το έλεγα απλά όχι τώρα.»

« Πότε θα μου το έλεγες, μια μέρα πριν το γάμο;» εξοργίστηκε ο Χρυσάνθης και φανερώθηκε όλη η ένταση στη φωνή του. Ο τόνος που θα ακολουθούσε θα ήταν ακόμα πιο δυσοίωνος.

« Καλέ μου συγγνώμη έπρεπε να στο πω νωρίτερα, αλλά δεν ήθελα να σε πονέσω ήδη πονάμε και οι δύο με τον χωρισμό μας. Όμως πίστεψε με σε αγαπάω πολύ, μόνο εσένα. Αυτόν τον άντρα που μου επιβάλλει με το ζόρι ο πατέρας μου δεν τον θέλω.»

« Αν με αγαπούσες, δεν θα ενέδιδες στη πίεση του πατέρα σου για να παντρευτείς τον κύριο, θα υπερασπιζόσουν τη σχέση μας.» λέει με πικρία, αναστάτωση και θυμό ο αποφασιστικός Χρυσάνθης κοιτώντας την έντονα στα μάτια.

« Μη λες τέτοια αγάπη μου, μη λες σε παρακαλώ.» του ψιθύρισε στα χείλη η Νταίζη βαθύτατα πληγωμένη και εκείνη. Ο Χρυσάνθης επηρεασμένος δεν γινόταν να μην της ανταποδώσει την τρυφερότητα της.

« Έχεις δίκιο αγάπη μου συγγνώμη που ήμουν σκληρός, δεν έπρεπε να είμαι. Αφού το γνωρίζω πόσο πολύ με αγαπάς. Απλά δεν μπόρεσες να αψηφήσεις τον πατέρα σου για να μην τον κάνεις έξαλλο.»

« Ναι, επίσης αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα κάνω τα πάντα για να ξανασμίξουμε. Τη μέρα του γάμου θα το σκάσω. Θα τρέξω με το νυφικό σε εσένα αφού θα έχουμε δώσει ραντεβού σε ένα ασφαλές κρησφύγετο που θα ξέρουμε μόνο εμείς. Μπορεί να μας βοηθήσουν και οι φίλοι μας αν τα βρούμε σκούρα από κάποιο ατυχές περιστατικό που θα προκύψει, όχι ότι το πιστεύω αλλά καλού κακού ας έχουμε βοηθούς στα σχέδια μας.»

« *Συναίσθημα μου, πόσο ευτυχισμένο με κάνεις. Θα τα καταφέρουμε;»

« Ναι γιατί υπάρχει η αγάπη μας.» του αποκρίθηκε με λαχτάρα και δυναμισμό η Νταίζη. Αγγίχτηκαν στα μάγουλα και αντάλλαξαν ένα σύντομο φιλί για καληνύχτα προτού φύγει τρέχοντας ο Χρυσάνθης για να μην τον πάρει μάτι κάποιος ανεπιθύμητος.

 "Είχε δίκιο, η εικόνα που αντίκρισε από το παράθυρο σε συνδυασμό για τον επικείμενο γάμο μου ήταν ικανά να του προκαλέσουν μόνο πίκρα και πόνο. Εγώ όμως τον καθησύχασα λέγοντας του πόσο τον αγαπώ και τον εκμυστηρεύτηκα την επιθυμία μου να δραπετεύσω από τον γάμο σαν φυγάς,  λίγο πριν ξεκινήσει η τελετή. Ήμουν αποφασισμένη να κάνω αυτό και ότι άλλο χρειαζόταν για να σμίξω με τον καλό μου.

Υπήρξα εύστροφη και μεγαλοφυής στα κόλπα από τη παιδική μου ηλικία, επομένως κάποιο τρόπο θα έβρισκα για να ξεφύγω από τη προσοχή της οικογένειας μου δίχως να με πάρουν πρέφα. Θα γινόμουν καπνός και έτσι θα αναγκάζονταν να ανακοινώσουν τα δυσάρεστα καθέκαστα στο γαμπρό και να ακυρώσουν το γάμο. Ότι βάλαμε στόχο όμως εμείς οι δύο δεν έγινε ποτέ."

  Η Νταίζη είχε τρομερή αγωνία για το αν θα πετύχαινε η προσπάθεια της να το σκάσει από εκείνο το ψηλό ξύλινο σπίτι που άνηκε στον παππού του Χρυσάνθη. Από το παράθυρο παρακολουθούσε κάτω στην αυλή τον μπαμπά, τον Ανδριανό και κάποιες ηλικιωμένες συγγενείς του μελλοντικού συζύγου της,- το ουσιαστικό σιχαινόταν να το ξεστομίζει- να συζητούν λίγο πριν τον αρραβώνα. Εκείνη περίμεναν όλοι αυτοί να κατέβει και να βγει στην καταπράσινη αυλή για να τελέσουν τον αρραβώνα.

Τσαντισμένη έβγαλε τη βέρα από το μεσαίο δάχτυλο της, την ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι του υπνοδωματίου, στάθηκε στο παράθυρο επίμονα περιμένοντας να χάσουν την υπομονή τους και να κάνουν να μπουν στο σπίτι. Ήδη ετοίμασε μια ουρά από δεκαπέντε μαξιλαροθήκες που προορίζονταν για πλύσιμο αλλά κατόρθωσε να τις κλέψει από το δωμάτιο πλυντηρίου χωρίς να τη πάρουν χαμπάρι. Με τη βοήθεια των υφασμάτινων θηκών θα κατέβαινε από το παράθυρο, χωρίς τον κίνδυνο να τραυματιστεί από το ύψος.

Έτσι και έκανε και όταν το κατάφερε ήθελε να βροντοφωνάξει από υπερηφάνεια για το κατόρθωμα της, αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν υφίσταται και θα υπήρχε κίνδυνος να την ακούσουν και να τη κυνηγήσουν στη χειρότερη περίπτωση. Όμως ήταν αργά για αυτήν εξαιτίας του τραγικού επακόλουθου που θα συνέβαινε...

   Ο Χρυσάνθης στεκόταν στο ρέμα του ποταμού όταν είδε μια φιγούρα που αρχικά δεν κατάλαβε τι προθέσεις είχε από εκείνον. Ο χωρικός Νήσιος επιβράδυνε το βήμα του και ξεκίνησε να μιλά πρώτος: « Καλά θα κάνεις να βρεις το μυαλό σου παλληκάρι »

« Τι ακριβώς μου ζητάς Νήσιε;»

« Γιατί δεν αφήνεις τη Νταίζη ; Θα γίνει γυναίκα ενός άλλου πολύ σύντομα και δεν θα έχει καμία σύνδεση πια με εσένα. Ένας γιδοβοσκός είσαι, πάρτο χαμπάρι τι θα κερδίσεις με το να συνεχίσεις να ελπίζεις και να την ενοχλείς;» τον υποτιμούσε και τον μείωνε ο λίγο μεγαλύτερος του άντρας.

« Η Νταίζη είναι η αγαπημένη μου και θα τη παντρευτώ σύντομα ή μελλοντικά! Δεν θέλω υποδείξεις και κριτική από εσένα » άστραψε από εκνευρισμό ο Χρυσάνθης. Πήγε να τον προσπεράσει αλλά ο Νήσιος τον εμπόδισε με το σώμα του και ο Χρυσάνθης δεν μυρίστηκε τον κίνδυνο με τη μία.

« Κάνε πιο εκεί τώρα!»

« Προσπαθείς να μου παίξεις τον σκληρό μικρέ; Μάθε πως εγώ τα πάω καλύτερα στη πάλη από κουτορνίθια σαν εσένα.» τον έπιασε από τον γιακά του πουκαμίσου και ο Χρυσάνθης δεν του φανέρωσε τον φόβο, θάρρος χρειαζόταν να δείξει σε τούτες στιγμές.

Τον χτύπησε στο καλάμι και ο Νήσιος του προκάλεσε χειρότερο χτύπημα στα χείλη και στο κεφάλι. Αίματα άρχιζαν να τρέχουν και να κατρακυλάνε από τους δύο άντρες μέχρι έφτασαν κοντά στο ποτάμι και ο Χρυσάνθης δεν ένιωσε πως πίσω του ακριβώς βρισκόταν το βαθύ νερό. 

Ο Νήσιος αποδείχτηκε δυνατότερος πράγματι αφού έσπρωξε το παλληκάρι με δύναμη για να πέσει στον ποταμό. Ο Χρυσάνθης αγωνίστηκε με πολύ επιμονή αλλά τα νερά του ήδη γεμάτου ορμή ποταμού τον παρέσυραν και τον έπνιξαν στα βάθη τους.

Η Νταίζη έφτασε σε εκείνο το σημείο και παρακολούθησε τον καυγά από μακρινή απόσταση και έτοιμη να επέμβει, αλλά στα τελευταία κρίσιμα λεπτά κατά τα οποία ο κάκιστος Νήσιος επικρατούσε στη μάχη εναντίον του η όποια επέμβαση της θα αποτύχαινε.

Ύστερα το ποτάμι παρέσυρε μεμιάς τον Χρυσάνθη που εξαφανίστηκε στο βυθό, ενώ η κοπέλα που αγαπούσε έφτασε στην όχθη λαχανιασμένη και τρεμάμενη.   « Νταίζη!» φώναξε ο Χρυσάνθης για μια στιγμή όταν πρόλαβε να τη δει ίσα ίσα.

« Χρυσάνθη! Όχι όχι κρατήσου.» έπεσε απελπισμένη στην ακροποταμιά αλλά ήταν ήδη αργά.



"Έμελλε δυστυχώς να είναι άσχημο το τέλος του Χρυσάνθη επειδή πνίγηκε στο ποτάμι. Μάλωσε με έναν κακό χωρικό προηγουμένως ο οποίος τον έσπρωξε στο ορμητικό ρεύμα που τον παρέσυρε. Έτσι ο γάμος μου με τον άντρα που μου διάλεξαν δεν επρόκειτο να γίνει αμέσως, αλλά μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, εφόσον δεν μπορούσε τίποτα να γίνει για να τον σταματήσει."



* Συναίσθημα/αίσθημα αντί για αγάπη μου είναι μια άλλη προσφώνηση που κάνουν οι ήρωες της ιστορίας.























Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top