Άτιτλο κεφάλαιο 15
Η Νταίζη περπατούσε στην αυλή του πανεπιστημίου χαλαρή. Είχε διάλειμμα για αρκετά λεπτά και έπιασε κουβέντα με τους συμφοιτητές της. Όλοι ήταν καθισμένοι κάτω από τα δέντρα της αυλής της σχολής. Σε κάποια φάση, είδε τη Μίρκα σε μακρινή απόσταση να τη χαιρετά κουνώντας το χέρι της διακριτικά. Χάρηκε τόσο πολύ που ζήτησε από τους φίλους της να μην τη περιμένουν το συγκεκριμένο διάλλειμα.
Πλησίασε ενθουσιασμένη τη φίλη της και εξεπλάγην ακόμα πιο ευχάριστα όταν η Σεσίλια πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Είχε κρυφτεί πίσω από μια ιτιά.
« Σας βλέπω και τις δύο εδώ, μα πως; Μαζί ήρθατε;»
« Ναι, η δική μου σχολή είναι σε κοντινή απόσταση από τη δική σου οπότε γιατί να μην περάσω να σε δω για λίγο. Μόνο δύο ώρες μάθημα είχαμε σήμερα » της εξήγησε καλόκαρδα η Μίρκα. « Συνάντησα στο δρόμο τη Σεσίλια και είπαμε δεν ερχόμαστε έξω από τη νομική να σου κάνουμε έκπληξη;» Οι τρεις φίλες έκαναν ένα μικρό περίπατο στο κέντρο του κήπου της σχολής όταν στάθηκαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Ενώ η κουβέντα εξελισσόταν η Μίρκα έχασε τη διάθεση της ξαφνικά και ήταν δύσκολο να το κρύψει από τις φίλες της. Το πρόσωπο της είχε πάρει το χρώμα της θλιβερής θαμπής λάμψης μιας κατάλευκης ή εκρού κουρτίνας.
« Τι συμβαίνει Μίρκα; » παρατήρησε το πρόσωπο της πρώτη η Σεσίλια.
« Μια πικράδα με βασανίζει καθώς με στεναχωρεί το συμβάν με τον Δομένικο που ήρθε πάλι στη μνήμη μου. Πρέπει να πάρω βοήθεια από κάπου αλλιώς θα καταρρεύσω. Ίσως από τη γνωστή ψυχολόγο μου » παραδέχτηκε στις φίλες της με έλλειψη κεφιού και ζωντάνιας.
« Το ξέρω πως είναι επώδυνο γεγονός ο χωρισμός σας, όμως προσπάθησε να συνεχίσεις τη ζωή σου. Μην αφήσεις την μελαγχολία και τη στεναχώρια να σε κερδίσουν » την παρηγόρησε η Σεσίλια παίρνοντας την μια αγκαλιά. Η Μίρκα στεναχωρημένη όπως ήταν δάκρυσε ήπια. Έτσι έγινε κ τότε τις στιγμές εκείνες που όταν το θλιβερό διαδραματίζεται η δυστυχία σε φθείρει.
Μόλις είχε "χωρίσει" η Μιρκα απ τον Δομένικο και πήγε με τρεχάμενα βήματα να συναντήσει τις φίλες της στο πάρκο. Εκείνες την αγκάλιασαν σχηματίζοντας ένα κύκλο συμπαράστασης στη ανεκτίμητη φίλη τους καθώς και να δείξουν την αξία ότι θα βρίσκονται πάντα η μία για την άλλη. Η Μίρκα έκλαιγε με πικρούς λυγμούς γιατί η πληγή ήταν πολύ πιο έντονη από τώρα.
Η Σεσίλια αφού σταμάτησε να αγκαλιάζει τη Μίρκα, γύρισε να δει τη Νταίζη που είχε φύγει από δίπλα τους για να καθίσει σε ένα παγκάκι.
« Κάτι έχεις εσύ. Αφαιρέθηκες πολύ απότομα όπως η Μίρκα. Βρε κορίτσια κρίμα που είστε και οι δύο πεσμένες. Μόνο εγώ είμαι η χαρωπή σήμερα;» παραπονέθηκε η Σεσίλια
« Εγώ δεν έχω κάτι ιδιαίτερο απλά...μου έκαναν πρόταση για δουλειά και την επεξεργάζομαι στο νου μου » αποκάλυψε η Νταίζη.
« Ναι και; Γιατί εμφανίζεις άγχος; Πρώτη φορά θα πας για δουλειά; Έχεις μαζέψει εμπειρίες εσύ » την ξεσήκωνε για να της ανεβάσει το ηθικό η Σεσίλια.
« Δεν είναι γνωστό το άτομο που μου πρότεινε τη δουλειά και δεν έχω καταλάβει σε ποια επιχείρηση θα πάω » της εξήγησε διστακτικά η Νταίζη.
« Εγώ λέω να πας για να καταλάβεις από κοντά καλύτερα τη κατάσταση » τη συμβούλεψε η Σεσίλια παρότι και εκείνης δεν της ακούστηκε θετικό η ανωνυμία των ατόμων που έκαναν τη πρόταση στη φίλη της.
« Ναι ίσως άδικα ανησυχώ. Λοιπόν επειδή ξεκινά το μάθημα μου σε μερικά λεπτά κορίτσια φρόνιμο θα ήταν να σας χαιρετήσω εδώ. Θα μιλήσουμε σύντομα σε μερικές μέρες πάλι » τις χαιρέτησε με μια προσπάθεια χαμόγελου η Νταίζη ενώ πήγε να ανέβει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο του πανεπιστημίου.
Μια αναπάντητη κλήση που ήρθε στο κινητό της την ανατάραξε. Ο άντρας με το μαύρο κοστούμι. Τον κάλεσε πίσω και εκείνος της έδωσε την ώρα και διεύθυνση του μέρους όπου ήταν αναγκαίο να περάσει για την συνέντευξη για δουλειά.
« Κοίτα να έρθεις στη συνάντηση...μην το σκεφτείς πολύ, για να μην αλλάξεις γνώμη τυχόν και σε σταματήσει αυτό από το να παρουσιαστείς στο ραντεβού. Είναι σημαντικό αν θες να διασφαλίσεις το επάγγελμα και το βιοπορισμό σου » της τόνισε σοβαρά.
« Εντάξει θα..θα έρθω » με δισταγμό αποκρίθηκε η Νταίζη στη πρόταση του. Κάτι δεν της άρεσε και ευχόταν το ένστικτο της να λάθευε διότι είχε τρομερή ανάγκη τη δουλειά και κόπιασε πολύ για να πάρει τη κάρτα του άντρα στα χέρια της και να επικοινωνήσει μαζί τους για να κανονίσει συνέντευξη για δουλειά.
Θα επέστρεφε σπίτι της αμέσως μετά το τέλος του μαθήματος στη σχολή-δεν θα πήγαινε για μικρή βόλτα με τους συμφοιτητές της όπως έκανε αυτή τη μιά φορά την βδομάδα- θα αναπαυόταν ξεκούραστα και θα έκανε μια πρόβα με τον εαυτό της για την επικείμενη συνέντευξη. Το κοστούμι με το οποίο θα παρουσιαζόταν το είχε διαλέξει από χθες έπειτα από πολύωρο ψάξιμο στη ντουλάπα, μόνο το καλό σακάκι ή παλτό και τα παπούτσια της έμειναν για σήμερα να αποφασίσει.
Στήθηκε στον καθρέφτη και παρατήρησε τον εαυτό της. Είχε λίγο άγχος, τουρτούριζε σαν να ήταν χειμώνας και όχι άνοιξη και αισθανόταν λιγοστές ταχυκαρδίες. Όλο το σύνολο της όμως ήταν άρτια επιλεγμένο και φορεμένο, ακόμα και για τα καινούρια παπούτσια της είχε βρει τρόπο ώστε να μην τη χτυπήσουν στις φτέρνες. Τοποθέτησε μικρούς επιδέσμους στο σημείο του ποδιού.
Οπλίστηκε με αυτοπεποίθηση έστω και καθυστερημένα και υποσχέθηκε στον εαυτό της να χρησιμοποιήσει τη δύναμη της για να πάνε όλα καλά στην εντύπωση που ήθελε να αφήσει στα υποψήφια αφεντικά της. Αφού πήρε μια βαθιά εισπνοή-εκπνοή ξεκίνησε για το ραντεβού της.
Έφτασε στην ώρα της χωρίς καθυστέρηση και μπήκε σε ένα κτίριο που αποτελούσε γραφείο ευρέσεως προσωπικού της εταιρείας. Πέρασε σε ένα στενό αλλά καλαίσθητο δωμάτιο και την συνέντευξη της ανέλαβαν τρεις κοστουμαρισμένοι άντρες. Η Νταίζη κατάφερε να πάρει τη θέση που της πρότειναν με επιτυχία. Θα εργαζόταν ως βοηθός προισταμένης του χώρου εκδηλώσεων και πάρτι όποτε κανόνιζαν σε καθορισμένα διαφορετικά μέρη τη φορά. Κύρια καθήκοντα της θα ήταν να επιβλέπει τις δουλειές του προσωπικού, των σερβιτόρων ειδικότερα και να τους παρέχει συμβουλές και υποστήριξη και να ασχολείται με τη λειτουργία του ταμείου.
Ενώ ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, έμαθε πως η δουλειά αυτή ήταν ένα κάλυμμα για τη δράση του κυκλώματος πορνείας. Επειδή τα έβαλε μαζί τους τολμηρά και τους προειδοποίησε ότι θα πήγαινε στην αστυνομία, εκείνοι την απείλησαν πως θα την κυνηγούσαν και θα την έκαναν να μετανιώσει για τη στιγμή που αποφάσισε να τα βάλει μαζί τους.
« Αν δεν αποσύρεις την καταγγελία από την αστυνομία θα φτάσουμε στο σπίτι σου και θα δεις τι θα πάθεις » την απείλησε ένας από τους αρχηγούς της σπείρας. Η Νταίζη παρότι μπήκε σε μάχη και πάλη μαζί τους, νομίζοντας πως είχε το πάνω χέρι δεν κατάφερνε να τους νικήσει πάντα εκείνοι κανόνιζαν τη πορεία της.
Άδειασε το διαμέρισμα της παίρνοντας μόνο τα απαραίτητα και φυγαδεύτηκε στο σπίτι του Φωκίονα και της Δώρας για μια βδομάδα όπου πέρναγε τα μερόνυχτα μες στο άγχος και στα ηρεμιστικά. Με τον εκφοβισμό και την απειλή για την ακεραιότητα της, την ανάγκασαν να αποφασίσει να διαφύγει πολύ σύντομα σε μακρινό μέρος. Μόνο έτσι θα γινόταν προστατευμένη. Αναγκάστηκε να φτάσει σε αυτή τη λύση μετά τη προτροπή του ζευγαριού που τη φιλοξενούσε.
Η Χλόη έκανε σχέση με τον Ηρακλή μετά από εκείνο το βράδυ που πέρασαν αγκαλιά στον καναπέ του σπιτιού του. Το πρώτο καιρό τα πράγματα κυλούσαν ομαλά ήρεμα και κανονικά μεταξύ τους. Όμως η κακιά στιγμή έρχεται απρόσμενα, σου αλλάζει ολόκληρη τη ζωή και διαταράσσει τη ροή της καθημερινότητας σου. Έτσι θα γίνονταν και στη περίπτωση του ζευγαριού. Μόνο που δεν το έβλεπαν να έρχεται ακόμα.
Πήγαν για εκδρομή στα βουνά και διανυκτέρευσαν σε έναν πολυτελές ξενώνα για τρία βράδια. Η Χλόη χαιρόταν επειδή θα περνούσαν όλες αυτές τις μέρες μαζί και θα δειπνούσαν σε έναν ξεχωριστό χώρο το πρώτο κιόλας βράδυ της διαμονής τους, σε μια πανσιόν διαμορφωμένη μόνο για γεύματα ζευγαριών. « Στοχεύω να αποδείξω ότι είμαι παθιασμένη και ερωτευμένη και ότι ο Ηρακλής είναι ικανός να με κάνει να ευτυχίσω στη σχέση » έλεγε μέσα της.
Η κοπέλα χαλάρωσε σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό, χτένισε τα μαλλιά της κομψά και ιδιαίτερα και έβαλε το πορτοκαλοκόκκινο νεγκλιζέ φόρεμα το οποίο την περίμενε σαν έκπληξη πάνω στα κόκκινα σεντόνια του κρεβατιού. Πήγε στο τραπέζι του δείπνου, πλούσια στρωμένο με δίσκους εκλεκτών φαγητών και στολισμένο με κεριά και ο Ηρακλής την περιεργαζόταν αδιάκριτα λόγω του ότι η θέα του φορέματος και του μπούστου της τον αποπροσανατόλιζαν.
Συζήτησαν για διάφορα θέματα και σχέδια όπως ποια σπορ θα έκαναν στις διακοπές και το που προγραμμάτιζαν να πάνε τις επόμενες φορές. « Τελικά καλά συνειδητοποίησα πως είσαι καλόκαρδη και πιστή εκτός από ερωτική και τολμηρή » της είπε κάποια στιγμή. Στο τέλος ο Ηρακλής σηκώθηκε και η Χλόη ξαφνιάστηκε αφού αφηνόταν να τον γλυκοκοιτάζει πολύ ώρα. Τη γράπωσε γύρω απ το σώμα της τη φίλησε βαθιά και ύστερα τύλιξε τα χέρια του γύρω απ τα πόδια της. « Σχεδίαζα πολλά για απόψε αγάπη μου. Σε χρειάζομαι όσο με χρειάζεσαι και εσύ. Θα σε έκανα να με ικετεύεις να σε πάρω, αλλά τελικά θα το κάνω εγώ »
« Είσαι υπέροχος και δεν σκοπεύω να σε ικετεύσω ποτέ αντίθετα με ευχαριστεί το ότι μπορώ να σε φέρνω στα όρια σου όπως τώρα »
Την οδήγησε μέχρι τη κρεβατοκάμαρα τους και η Χλόη καταλάβαινε ότι θα βίωνε συχνή ευχαρίστηση με τέτοιες κινήσεις από τη μεριά του καλού της. Η ερωτική νύχτα ήταν μεγάλη και απολαυστική για τους δύο τους.
Είχαν και οι δύο σταθερές καλά αμειβόμενες δουλειές, κάλυπταν τις οικονομικές εκτός από τις ερωτικές ανάγκες τους, οπότε κατέληξαν πως προτιμότερο είναι να συγκατοικήσουν με απώτερο σκοπό να συζήσουν. Όμως η Χλόη δεν συμμεριζόταν με τον ίδιο τρόπο σκέψης αυτήν του Ηρακλή επειδή δεν προσδοκούσε τα ίδια πράγματα με εκείνον. Τη στιγμή της μετακόμισης δυσκολεύτηκαν, κουβέντιασαν και διαφώνησαν πολύ.
« Όλα αυτά τα είδη σπιτιού είσαι σίγουρος ότι χωράνε στο σαλόνι; Να, το διακοσμητικό κουτάκι vintage που κουβάλησες από το παλιό σου σπίτι, τι θέση έχει για να ταιριάξει πάνω στο τραπεζάκι; Παίρνει χώρο από πιο σημαντικά πράγματα που διάλεξα εγώ » το πήρε η Χλόη στα χέρια της άγαρμπα και το έριξε μέσα στη μεγάλη κούτα από την οποία το είχε βγάλει και συνέχισε: « Ο πίνακας που απεικονίζει τη φύση; Θα τον ακουμπήσεις εδώ στο τοίχο; ».
Ο Ηρακλής αναστέναξε αγανακτισμένος και απηυδισμένος και φρόντισε να της επισημάνει: «Θα κρεμάσουμε το πίνακα εδω γιατί το αποφασίζω εγώ και θέλω ο λόγος μου να σου περνάει την ισχύ που διαθέτω. Ήταν δώρο των γονιών μου στα γενέθλια των δεκαέξι χρόνων μου...έχει αξία αυτός ο πίνακας για εμένα. Πόσες φορές ακόμα να στο εξηγήσω για να το χωνέψεις; »
«Δε θέλω να κρεμαστεί για να τον βλέπω εδώ... του πηγαίνει στο δωμάτιο του ξενώνα που έχουμε. Στο είπα και πριν. Μην γίνεσαι εγωιστής σε σημείο που να περνάει το δικό σου » εξέφραζε κατηγορηματικά και επίμονα την γνώμη της η κοπέλα του.
«Μα εκεί θα βλέπουν τον πίνακα μόνο οι φιλοξενούμενοι. Το νόημα είναι να τον αντικρίζουν οι άνθρωποι με το που μπαίνουν στο σπίτι, ώστε να τους φτιάχνεται η διάθεση καθώς θα αναγνωρίζουν την ωραιότητα της εικόνας και τα μηνύματα συναισθημάτων που τους δημιουργεί » υποστήριξε το επιχείρημα του ο Ηρακλής με έντονο το αίσθημα αγάπης του για τον πίνακα.
Αν δεν έκανε τη δουλειά του μάνατζερ στη διοίκηση επιχειρήσεων μιας επώνυμης εταιρείας, θα μπορούσε να γίνει συλλέκτης πινάκων καθώς τόσο του άρεσε η διαλογή και συγκέντρωση πινάκων με θέμα τη φύση, τα σύμβολα λέξεων, τα ζώα, την όπερα και πολλά άλλα...
«Βλέπω το πήρες απόφαση να συγκατοικήσουμε σαν κανονικό ζευγάρι ε; Λοιπόν βρισκόμαστε δύο ώρες εδώ στο σαλόνι και ακόμα διαφωνούμε για το που θα τοποθετήσουμε μέχρι και το πιο μικροσκοπικό κεράκι, για να μην αναφέρω όλα τα υπόλοιπα.
Κοίτα να συμβιβαστούμε κάπως διαφορετικά με βλέπω να γυρίζω στο παλιό μου σπίτι και να δοκιμάσουμε την συγκατοίκηση μια μεταγενέστερη περίοδο...όταν θα είμαστε πιο ξεκάθαροι και σύμφωνοι στις επιθυμίες και στα ενδιαφέροντα » του δήλωσε η Χλόη κάπως προειδοποιητικά και πήγε προς άλλο χώρο του διαμερίσματος για να ασχοληθεί με την επιμέρους τακτοποίηση.
Δε ξεκίνησαν ωραία, ήδη οι πρώτες διαφορές τους διακρίνονταν στον ορίζοντα της άλλοτε πρότερης αφάνειά της, συλλογίστηκε ο Ηρακλής από μέσα του για να μην πει τίποτα παραπάνω.
[...]
Η Σεσίλια καθάρισε λαχανικά στη κουζίνα, ψιλοκόβοντας τα. Θα δοκίμαζε να φτιάξει τη πρώτη της σαλάτα του σεφ και συμβουλευόταν οδηγίες από συνταγές μαγειρικής ενός βιβλίου. Θα εφάρμοζε ότι μάθαινε και μακάρι, σκέφτηκε γελώντας να έβγαινε καλό αποτέλεσμα.
Η Μίρκα θα ερχόταν στο σπίτι της για να τη βοηθήσει να μαγειρέψουν ένα αγαπημένο της φαγητό, μπριζολάκια λαιμού με ρύζι και πράσο. Προς το παρόν κοιτούσε να δει τι θα πετύχαινε μόνη της, με τις οδηγίες γραμμένες μπροστά της. Ακούστηκε το τηλεφώνημα από το σταθερό της και το σήκωσε για να δει ποιος ήταν.
« Γεια σου γλυκιά μου πως είσαι; Πως πάνε τα πράγματα στην καθημερινότητα σου; »
« Πολύ καλά πάνε όλα Ισίδωρε. Σε ευχαριστώ. Νοιάζεσαι πολύ για εμένα και το εκτιμώ, διότι δεν έχω πολλά άτομα να νοιάζονται και να ενδιαφέρονται για εμένα ».
« Πως δεν έχεις, υπάρχουν και τα δύο καλόκαρδα και αξιόλογα κορίτσια με τα οποία κάνεις παρέα οι φίλες σου » της θύμισε στοργικά.
« Ναι έχεις δίκιο, κάνουμε πολύ στενή παρέα. Ισχυροποιήθηκε το δέσιμο μεταξύ μας, αναπάντεχο θα το έλεγα και δεν χωριζόμαστε με τίποτα. Είμαστε πολύ διαφορετικές και είχαμε άλλες ζωές και δεν περιμέναμε να διασταυρωθούν τα μονοπάτια μας ποτέ. Βιώσαμε το ίδιο μαρτύριο όμως και αυτό στάθηκε ως ορόσημο και κοινό σημείο που μας βοήθησε στην ανάπτυξη του φιλικού δεσμού μας ».
« Λυπάμαι για τις τρεις σας. Όμως εύχομαι να τα καταφέρετε και να κάνετε νέα αρχή γεμάτη ελπιδοφόρες προοπτικές από δω και πέρα » της μίλησε με αγάπη και πίστη ελπίδας ο Ισίδωρος. Θα τα κατάφερναν τα κορίτσια, το γνώριζε μέσα του και ιδιαίτερα για τη Σεσίλια, τη ''κόρη '' του έτρεφε μεγάλη πίστη ότι θα δυναμώσει και θα βρει το δρόμο της στη ζωή. Μπορεί να μην γινόταν ποτέ ''κόρη'' του καθώς ακύρωσε το γάμο του με την Ερμυλία και τελείωσε μαζί της, όμως η μικρή είχε κερδίσει μια θέση στη καρδιά του και θα την είχε αυτή τη θέση για πάντα.
Της έδειχνε με χίλιους τρόπους ότι την αγαπά, τη νοιάζεται και στεκόταν δίπλα της ακόμα και από απόσταση. Η Σεσίλια αντίστοιχα ευγνωμονούσε και ανέπτυξε μια αγάπη για τον καινούριο της 'πατέρα'. Της έλειπε και ο παλιός βέβαια και δεν θα ξεχνούσε ποτέ τις στιγμές που πέρασε μαζί του προτού έρθει ο άδικος θάνατος του και η ίδια αναγκάστηκε να ζήσει δίπλα σε μια μητέρα που δεν ήξερε να την αγαπά αληθινά. Τώρα δεν είχαν σημασία αυτά από τη στιγμή που κατόρθωσε να φύγει από την οικία της και να δοκιμάσει τη δική της ζωή μακριά από τη μαμά της...
Η Χλόη δεν πολύ νοιαζόταν για την ώρα που έφτανε στο διαμέρισμα της μετά τη δουλειά της. Όμως δεν μπορούσε αυτό να αγνοηθεί από το αγόρι της.
«Γύρισες πάλι μεσάνυχτα; Βραδυπόρησες »της τόνισε δηκτικά ο Ηρακλής. Είχε βαρεθεί να βουλιάζει στον καναπέ περιμένοντας την για ένα ολόκληρο δύωρο.
«Παρέμεινα στην εταιρεία για κάποιες βασικές εργασίες που ζητούσαν επιπλέον χρόνο... σε ενημέρωσα στο τηλέφωνο πρωτύτερα κ είχες επίγνωση πως θα καθυστερούσα. Τι θέλεις να κάνω; Ξέρεις οτι με κάτι πρέπει να απασχολούμαι γιατί δεν αντέχω να κάθομαι σπίτι σε αντίθεση με εσένα » ήταν η σειρά της να του μιλήσει δηκτικά.
«Χλόη αστο καλύτερα μην το σηκώνουμε ψηλότερα το θέμα, απλά σου ζήτησα κάτι απλό να μη αργείς να επιστρέφεις στο διαμέρισμα μας παραπάνω απ την ώρα που υποσχέθηκες »
«Δε θα το κάνω κ δε υποσχέθηκα τίποτα αν θες να ξέρεις, μόνος σου φτιάχνεις σενάρια για τα λόγια μου και τις υποτιθέμενες διαβεβαιώσεις μου » του μίλησε με ειλικρινής, οξεία ευθύτητα. Ο Ηρακλης τη κοιτούσε να φεύγει συνοφρυωμένος κ παραπεσμένος ψυχικά. Η κοπέλα του του μιλούσε ευχάριστα στο τηλέφωνο πριν λιγο, τι έπαθε τώρα; Όταν έκαναν έρωτα το αποψινό βράδυ, εκείνη τον κόλασε με τις ηδονικές ερωτικές τεχνικές και το υπέροχο κορμι της. Ο Ηρακλής φόρεσε μια κοντομάνικη πιτζάμα και ξάπλωσε πρώτος στο κρεβάτι έχοντας σχεδιάσει να εστιάσει τη προσοχή του στον πίνακα που βρισκόταν απέναντι στο τοίχο του. Πάντα τον βοηθούσε να χαλαρώνει και να ξεχνιέται από τα προβλήματα του.
Η Χλόη πλύθηκε, αρωματίστηκε και φόρεσε την σατέν ρόμπα της με πονηρές σκέψεις και ανυπομονησία για την νύχτα και το υπέροχο αγόρι της. Πρώτα τακτοποίησε κάτι σημαντικό: κάλεσε στο τηλέφωνο του διαδρόμου του χολ τον ακόλουθο-συνεργό της .
«Τα κανόνισες όλα;»
« Όπως συμφωνήσαμε θα γίνουν, σαν απαράβατο έγκυρο και αδιαμφισβήτητο έγγραφο συμβολαίου » της απάντησε και η κοπέλα χαμογέλασε πονηρά και ικανοποιημένα ταυτόχρονα.
Αφού ολοκλήρωσε αυτό, έκανε εμφάνιση στο άνοιγμα της πόρτας του δωματίου και χαμογελούσε. Όλα τα λεπτά της ηδονιστικής ώρας που στεκόταν εκεί, κοιτούσε με σοβαρό και λάγνο βλέμμα τον Ηρακλή. Άρχισε να βαδίζει στητά, ανάλαφρα και καμαρωτά στο βελούδινο χαλί πλήρως εκτεθειμένη μπροστά του.
Ο Ηρακλής τη θαύμασε νιώθοντας την αναπνοή του να βγαίνει τρεμάμενα από μέσα του. Ανυπόμονος ήταν και έτσι αφού την λάτρεψε οπτικά στην αρχή, αφαίρεσε τη πιτζάμα του και ετοιμάστηκε να βυθιστεί σε αυτήν. Τα χείλη του σχημάτισαν κύκλους γύρω από τις καμπύλες της. Συνέχιζαν να μιλάνε αισθησιακά: « Θυμόμαστε πολλά πράγματα που γίνονται αιτία να ξεσηκωθούμε κάθε φορά που κάνουμε έρωτα » της μίλαγε με ειλικρίνεια ενώ μια ευθυμία εμφανίστηκε στα μάτια του. « Μιλάς αινιγματικά και δεν καταλαβαίνω.. »
« Θα το δούμε μόλις ανοιχτείς περισσότερο » τη πρόσταξε. « Αναθεματισμένη όμορφη » της έλεγε ενώ τη παρατηρούσε κατάματα. Πήγε να της κάνει έρωτα πιο γρήγορα, επειδή εκείνη του το έδειχνε και του εξέφραζε τι της άρεσε να της κάνει. Η νεαρή κοπέλα του παραδόθηκε με συναισθηματισμό δυνατό και σταθερό εν τέλει.
Όμως μόνο σε εκείνον τον τομέα φαινόταν να τα πηγαίνουν καλά γιατί στον επικοινωνιακό της καθημερινότητας.... οι εντάσεις ήταν συχνές και έντονες.
Θα λυθούν τα προβλήματα του ζευγαριού άραγε;
Η Νταίζη μάζεψε τα άλλα δύο κορίτσια για να τους ανακοινώσει με κόπο και δύναμη-την οποία απορούσε πως βρήκε-τα διόλου ευχάριστα μαντάτα. Τους περίγραψε με σαφήνεια τη σοβαρότητα του ζητήματος που της συνέβη λόγω άγνοιας. Έπεσε θύμα ενός κυκλώματος που τη ξεγέλασε κάνοντας την να νομίζει αρχικά πως της πρόσφερε θέση εργασίας, αλλά στη πραγματικότητα λειτουργούσε ως παράνομη ομάδα που διακινούσε πόρνες μέσα από το χώρο και είχε εξαπατήσει πολλές κοπέλες που έπιασαν δουλειά στο 'εστιατόριο'.
Θα έφευγε από τη Ανφήνα και θα μετακόμιζε για λίγο διάστημα-όχι παραπάνω από ένα χρόνο ευχόταν- στο χωριό Καρντιβάνας. Είχε διαλέξει τη συγκεκριμένη τοποθεσία διότι βρισκόταν σχετικά κοντά στη Μαλαιρενσία αλλά τουλάχιστον θεωρούταν κάπως πιο απομονωμένο και δύσβατο χωριό για να την εντοπίσει ο οποιοσδήποτε.
« Τι; Θα μετακομίσεις στο άλλο μέρος δηλαδή;» ρωτούσε σαστισμένη και μη θέλοντας να το πιστέψει η Μίρκα.
« Ναι δεν υπάρχει και δεν βρίσκω άλλη λύση...» δήλωσε λυπημένα η Νταίζη. Η Σεσίλια αντέδρασε πιο θυμωμένα από όλες.
« Μόνο τη πάρτη σου κοιτάζεις, σε ενδιαφέρει πολύ μάλλον »
« Δεν είναι όμορφο αυτό που μόλις τώρα είπες » διαφώνησε ήρεμα μαζι της η Μίρκα.
«Δεν άκουσες μόλις τώρα τι μας ανακοίνωσε; Ότι θα φύγει επειδή την κυνηγά ένας άρρωστος και θα πάει σε ένα μακρινό χωριό που το ξέρουν ελάχιστοι. Το βάζει στα πόδια η πιο δυνατή και ατρόμητη της παρέας που δεν φοβάται τίποτα υποτίθεται» Κατηγορίες άδικες, βαριές και σκληρές εξαπέλυε η Σεσίλια...που στόχευαν στη πληγή της καρδιάς της φίλης της.
« Για να σου πω! Δεν το βάζω στα πόδια και δεν έχασα στιγμή την δύναμη μου. Όμως τούτη τη φορά δεν έχω να κάνω με ένα οποιοδήποτε άτομο. Δεν τον ξέρω καθόλου σχεδόν ούτε ως προσωπικότητα ούτε τις επόμενες ενέργειες του...όμως κατάλαβα πως είναι επικίνδυνος και αρρωστημένος.
Καθώς δεν ξέρω τι να περιμένω απ αυτόν, προτιμώ να ζήσω σε ένα μικρό χωριό ως καταφύγιο από το να παραμένω εδώ υπερβολικά περιορισμένη και να μην βγαίνω σχεδόν καθόλου έξω από το σπίτι. Θα προσπαθήσω να μάθω μερικά στοιχεία για εκείνον ενώ παράλληλα θα προσαρμοστώ στη ζωή του χωριού».
« Ακριβώς. Η Νταίζη φεύγει επειδή την εξαναγκάζει αυτός ο άρρωστος παλιάνθρωπος για κάποιο διάστημα. Όχι για πάντα» την υπερασπίστηκε η Μίρκα.
« Στηρίζουμε η μία την άλλη. Τώρα πως θα το κάνουμε αυτό από μακριά; Μας λες ότι θα τα μαζέψεις και θα φύγεις με άγνωστη τη μέρα του γυρισμού » σταύρωσε τα χέρια της με απόγνωση η Σεσίλια. Δεν ήθελε να δεχτεί ότι θα έφευγε η Νταίζη εκδήλωνε με θυμό τα λυπημένα της αισθήματα και κρατούσε μούτρα, πράγμα που δεν μπόρεσε να κάνει για μέρες.
Μόλις ένιωσε καλύτερα κανόνισε συνάντηση με τις φίλες της και όταν ήρθε η Νταίζη στο σπίτι της κυριολεκτικά έπεσε στην αγκαλιά της και την έπνιξε στα φιλιά και τις αγκαλιές με δάκρυα λυγμών. « Συγνώμη, συγνώμη. Φέρθηκα σαν γαιδούρα όταν άφησα τη κουβέντα στη μέση και σας παράτησα κοπανώντας τη πόρτα του σπιτιού σου Νταίζη»
« Σε συγχωρώ, όμως ούτως η άλλως δεν σου κρατούσα κακία. Απλά είναι σημαντικό να καταλάβεις όπως η Μίρκα ότι δεν σας εγκαταλείπω επειδή το θέλω αλλά επειδή αναγκάζομαι. Δεν μπορώ να φανταστώ τη σκέψη ότι θα ετοίμαζα βαλίτσες και θα έφευγα σε μια βδομάδα αν δεν έδειχνες κατανόηση Σεσίλια και δεν ερχόσουν να με δεις.
Θα είχα μοναδικό πρόσωπο τη Μίρκα έξω από το σπίτι μου να με αποχαιρετά και να μου στέλνει τις αγάπες της και τις ευχές της, για καλή και ευνοική μετακόμιση. Είσαι όμως εδώ τώρα και ευτυχώς θα είμαστε οι τρεις τη στιγμή του αποχαιρετισμού, που θα είναι η πιο σημαντική . Θέλω να τη πάρω ως ανάμνηση μαζί μου » τόνισε τρυφερά και με μελαγχολία.
Ευτυχώς η Σεσίλια δεν μπόρεσε να κρατήσει κακία στην καλύτερη της φίλη για πολύ...ένα σημάδι-γεγονός που καθιστά τη φιλία τους δυνατή
[...]
« Έχω αλλάξει Ισίδωρε, το μόνο που θέλω είναι μια ευκαιρία να μου δώσει το παιδί μου και να επανασυνδεθώ μαζί του. Χάρισα μέρος της περιουσίας μου σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και δουλεύω μάλιστα σε ένα από αυτά. Σκέφτομαι να υιοθετήσω ένα αγοράκι τον Θωμά. Είναι το πιο συμπαθητικό γλυκούλικο και έξυπνο αγοράκι του ιδρύματος. Θα άρεσε στην Σεσίλια ένα μικρό αδερφάκι είμαι σίγουρη μιας και μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι» του εκφραζόταν με μετάνοια η Ερμυλία. Είχε μεταβάλλει ριζικά την ζωή της το τελευταίο διάστημα.
« Δεν ξέρω αν θα θέλει η Σεσίλια ».
« Σε παρακαλώ. Είσαι ο μόνος που μπορεί να γίνει το μέσο να με φέρει σε επαφή ξανά με το παιδί μου ».
« Δεν θα είναι εύκολο. Να σε συγχωρέσει το παιδί μετά από όσα πέρασε κοντά σου ».
« Δεν είπα ότι θα είναι εύκολο. Αλλά τουλάχιστον θα κάνω τη προσπάθεια μου. Το οφείλω στον εαυτό μου, στην μνήμη του άντρα μου και να δείξω μια καθυστερημένη πράξη αγάπης και αξίας» δήλωνε και για πρώτη φορά αισθανόταν και η ίδια πως ήταν ικανή και στο χέρι της να προσφέρει αγάπη και να κάνει πράξεις για να την αποδεικνύει.
Η Χλόη περίμενε στη μέση του δρόμου μια παρέα φίλων της να έρθει με το αμάξι να τη πάρει αλλά κάτι τους έτυχε και δεν θα μπορούσαν να έρθουν. Εκείνη δεν ήθελε να πάρει μεταφορικό μέσο και προτίμησε να γυρίσει με τα πόδια σπίτι της. Εξάλλου ήταν φωτεινοί οι δρόμοι από τις λάμπες που λειτουργούσαν κανονικά σε κάθε σημείο της οδού.
Ένιωσε κάποιον να βηματίζει λίγα μέτρα πιο πέρα και σήκωσε το κεφάλι της για να αντικρίσει τον Δομένικο. Συχνά όταν δούλευε μέχρι αργά στους χώρους εκδηλώσεων ενός δημαρχείου έπαιρνε τη συγκεκριμένη οδό ως δρόμο για τον γυρισμό στο δικό του σπίτι. Το σημερινό βράδυ έπεσε για κακή του τύχη πάνω στη Χλόη.
« Καλησπέρα Δομένικε. Πολύ βιαστικό και γρήγορο σε βλέπω για που το' βαλες;» τον ρώτησε ειρωνικά η Χλόη. Καμία σχέση ο τρόπος που του μιλούσε με εκείνον με τον οποίο συνήθιζε να του μιλά στο παρελθόν. Τώρα που αποκαλύφθηκε το πραγματικό της πρόσωπο, θα ήταν ανόητο και αστείο να του παριστάνει την ερωτευμένη και παθιασμένη γυναίκα όταν το κυριότερο που ήθελε ήταν να πετύχει τη καταστροφή της αρμονικής σχέσης του με τη Μίρκα. Το στόχευε και το κατάφερε μια χαρά.
« Τελειώνεις; Δεν έχω όρεξη ούτε πολύ χρόνο για να σου μιλήσω. Και επίσης δεν χαίρομαι πολύ που σε βλέπω τυχαία » της μίλησε κυνικά και ψυχρά.
« Μιας και σε βλέπω να σε ευχαριστήσω διότι συνέβαλες στη πρόσληψη μου στη καινούρια δουλειά γραφείου. Αν δεν γινόσουν το μέσο μου λογικά δεν θα με έπαιρνε ποτέ ο κύριος Σωτηριάδης ».
« Παρακαλώ, δεν έκανα τίποτα απλά είναι φίλος μου ο συγκεκριμένος και συνεργαστήκαμε πολύ καλά σε διάφορες εκδηλώσεις που οργανώναμε. Εκείνος παρουσίαζε τη θεματολογία του και με συμβουλευόταν για τις αίθουσες, το στήσιμο των καθισμάτων για τους καλεσμένους και άλλα πολλά. Μερικές φορές συμμετείχα και εγώ στις ομιλίες του. Το καλό βιογραφικό σου που σε αναφέρει ως γραμματέα σε προηγούμενα γραφεία και οι εμπειρίες σου στα ανάλογα καθήκοντα έπαιξαν ρόλο ουσιαστικά στην πρόσληψη σου.
Πρόσεχε πάντως, αν κάνεις κάποια απρεπή ενέργεια ή αργοπορήσεις στη δουλειά θα σε διώξει. Είναι απαιτητικό αφεντικό ο Μεθόδιος και δεν συγχωρεί την ατιμία και την ασυνέπεια ».
« Μάλιστα. Θα το έχω υπόψη μου μην ανησυχείς για μένα ». του μίλησε στεγνά.
« Δεν κατάλαβες... δεν ανησυχώ για σένα, δεν με νοιάζεις καθόλου απλά μια τελευταία προτροπή σου δίνω μπας και λογικευτείς επιτέλους και λειτουργήσεις με το μυαλό και βάλεις στην άκρη τα πάθη και τα συναισθήματα σου » την διόρθωσε και τη προσγείωσε κοφτά στη πραγματικότητα.
Βέβαια η Χλόη δεν είχε αυταπάτες και ελπίδες για τον Δομένικο, πατούσε γερά στις ρίζες της πραγματικότητας γιατί τον είχε καταλάβει καλά. Το ήξερε βαθιά μέσα της πως δεν θα γυρνούσε ξανά σε αυτήν και ότι θα έκανε τα πάντα για να τον συγχωρέσει η σιχαμένη Μίρκα.
« Βλέπω άλλαξες πολύ μετά το χωρισμό μας, φάνηκε και βγήκε στη επιφάνεια το αληθινό σου πρόσωπο συγχαρητήρια. Δεν άρχισες να μου λες πάλι τα ίδια περί μεγάλων αγαπών και ότι μόνο εσύ είσαι η κατάλληλη σύντροφος τόση ώρα που μιλάμε. Το αληθινό σου πρόσωπο άλλωστε έδειξε ότι ήσουν μια ποταπή δολιοφθορέας που σχεδίαζε τη διάλυση του όμορφου δεσμού που πήγαινε να δημιουργηθεί με εμένα και τη Μίρκα.
Φυσικά και ο βασικός σου στόχος ήταν εκείνη, στόχευες στη καταστροφή της, τη ψυχολογική και συναισθηματική. Τόσα χρόνια, από το λύκειο συγκεκριμένα της έκανες τη ζωή πατίνι, της σκορπούσες το δηλητήριο σου με τις φράσεις, τον εκφοβισμό και τις πράξεις σου εις βάρος της »
« Τέλος πάντων δεν έχουν σημασία πια αυτά...αυτή τη περίοδο τα έχω με τον Ηρακλή έναν νεαρό στην ηλικία μου περίπου, έξυπνο και ντόμπρο άτομο » Ο Δομένικος άσπρισε από έκπληξη δεν το περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο προφανώς. Εκείνη του εξήγησε με πικρόχολο τόνο φωνής...
« Αφού διάλεξες να με χωρίσεις για τη Μίρκα ήταν επόμενο και λογικό να προχωρήσω και εγώ. Δεν έχω την υπομονή της Μίρκας ούτε είμαι Πηνελόπη να περιμένω παντοτινά να με καταλάβει και να μου δώσει αξία ένας άντρας. Για αυτό τα έφτιαξα με τον Ηρακλή που με θέλει εδώ και καιρό».
« Τι; Αυτός ήταν ο δυνατός σου έρωτας που δήλωνες για μένα μεγαλόφωνα;» γέλασε απαξιωτικά. «Με το που χωρίσαμε πήγες με το πρώτο αγοράκι που σου έκατσε; Τον κορόιδεψες στη πραγματικότητα για να λέμε του στραβού το δίκιο. Ωραία φτηνιάρικη, κακιασμένη γυναίκα είσαι. Καλά που δεν πίστεψα ποτέ αληθινά, τα λεγόμενα και τις δηλώσεις αγάπης σου.
Ακόμα και όταν είχαμε σχέση κρατούσα μικρό καλάθι. Άσχετα αν δεν στο έλεγα για να μην νευριάζεις. 'Ηθελα να δω αν άξιζες και έλεγες αλήθεια και τελικά αποδείχτηκε ότι κακώς που έχασα το λιγοστό χρόνο μου μαζί σου από την αρχή της γνωριμίας μας. Διότι οργάνωνες τέρατα και δολοπλοκίες και πόνεσες τη καημένη Μίρκα. Της τσάκισες τη ψυχή με τις κακίες, τις επιθέσεις που της εξαπέλυες και την εξωφρενική χαιρεκακία σου όταν έπεσε θύμα βιασμού » τη παρατήρησε με ένταση στα μάτια και τα δικά του της έκαναν ξεκάθαρο ότι τον είχε πλέον εναντίον της.
« Αποχωρώ τώρα και ελπίζω » της τόνισε με έμφαση: « να μην σε ξαναδώ ποτέ ξανά μπροστά μου ούτε τυχαία. Να μην μας αξιώσει η μοίρα να μας ξαναφέρει στο ίδιο μονοπάτι ποτέ. Άκουσες;» και ύστερα επιβράδυνε το βήμα του για να πάει όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνη.
« Με σένα είμαι ερωτευμένη ακόμα βλάκα. Μένω αναγκαστικά και υπομένω το αποτυχημένο ανθρωπάκι. Νόμιζα για ένα διάστημα πως θα ήταν εύκολο να σε κάνω να ζηλέψεις να μετανιώσεις και να γυρίσεις σε εμένα » αγκάλιασε τους ώμους της τσαντισμένη και πειραγμένη με τα σχόλια του.
Κάποιοι παπαράτσι πρόλαβαν να φωτογραφήσουν το ''ζευγάρι'' καθώς συζητούσε και η Χλόη όταν τους πήρε χαμπάρι έντρομη και φουρκισμένη τους ζήτησε να σβήσουν τις φωτογραφίες και τους διαβεβαίωσε ότι δεν είχε κανέναν δεσμό με τον διάσημο κύριο Δομένικο. Μάταια γιατί εκείνοι δεν έχασαν τέτοια ευκαιρία να κανονίσουν με δημοσιογράφους και ανθρώπους του τύπου και την επόμενη μέρα, οι φιγούρες του Δομένικου και της Χλόης κυκλοφορούσαν και διακινούνταν ως εξώφυλλο δημοφιλούς περιοδικού σε κάθε περίπτερο.
Η φωτογραφία έφτασε στα χέρια του Ηρακλή δύο βδομάδες μετά λόγω της παρότρυνσης της συναδέλφου του στη δουλειά. Γλίτωνε η Χλόη τη πιθανότητα να μαθευτεί και το θυμό του για κάποιο διάστημα καθώς ο Ηρακλής δεν ενδιαφερόταν για lifestyle περιοδικά και εφημερίδες, τα έβρισκε βαρετά και ανούσια.
Έπιασε στα χέρια του την εφημερίδα με μίσος και σκληρότητα και θα την έσκιζε, αν δεν άλλαζε γνώμη τελευταία στιγμή. Θα αντιμετώπιζε τη Χλόη δείχνοντας τη φωτογραφία ως αποδεικτικό υλικό της 'απιστίας' της και θα απαιτούσε εξηγήσεις και απαντήσεις.
Τη παρακολούθησε και τσέκαρε τις κινήσεις της σε όλη τη διάρκεια της επόμενης μέρας. Στήθηκε έξω από το κτίριο της δουλειάς της και μόλις εκείνη βγήκε έξω την πήρε στο κατόπι στο ύψος του δρόμου μέχρι που έχασε την υπομονή του και της μίλησε παγερά και δυνατά, αναγκάζοντας την να στρέψει το κεφάλι της προς το μέρος του. Κοντοστάθηκε και εκείνος πήγε κοντά της από το απέναντι πεζοδρόμιο όπου βρισκόταν. Η σκοτεινή ένταση στη φωνή με την οποία ξεκίνησε να της μιλά, της φάνηκε απειλητική αλλά δεν τη πτόησε να τον κοιτάξει κατάματα.
« Έχουμε σχέση τόσο καιρό και μαθαίνω αυτό;» της έδειξε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας και του περιοδικού με την αμαρτία αποτυπωμένη.
« Είναι παλιό τούτο πως βρέθηκε στα χέρια σου; Βρεθήκαμε σε ένα δρομάκι μιας ήσυχης οδού κουβεντιάζοντας μόνο. Μας τράβηξαν φωτογραφίες κάποιοι παπαράτσι καθώς ο Δομένικος είναι ο πλουσιότερος και γνωστός επιχειρηματίας της περιοχής. Εγώ τους ζήτησα επιτακτικά να της σβήσουν αλλά φαίνεται δεν το έκαναν. »
« Ακόμα και έτσι να είναι, το γεγονός ότι βγήκες ή έβγαινες ελάχιστες φορές μαζί του ενώ έχουμε δεσμό δεν αναιρεί την ενοχή σου. Με απάτησες ;»
« Όχι. Καλά τι βλακείες λες όποτε συναντάς στα περιοδικά τον Δομένικο από εδώ και πέρα, θα σκέφτεσαι και θα επιμένεις στην ίδια σκέψη που τροφοδοτεί η παραλογική ζήλια σου;»
« Ποια ζήλια μου ανάθεμα σε πλάκα μου κάνεις, αφού τα είχατε για ένα διάστημα δεν τα είχατε; Μου κάνεις την έξυπνη και από πάνω. Επόμενο είναι να αναζωπυρωθεί μια φλόγα ακόμα και τη μία φορά που βρεθήκατε. Αν δεν συνέβη τίποτα μεταξύ σας απάντησε μου τώρα για να βάλω τέλος στη συζήτηση » της απαίτησε κοφτά και η Χλόη με μάτια σιγουριάς και αυτοπεποίθησης άνοιξε το στόμα της και του παραδέχτηκε την αλήθεια: « Σε χρησιμοποίησα » Ο Ηρακλής της έδωσε ένα βαρύ χαστούκι που την έστρεψε από την άλλη έτσι δυνατό που ήταν.
« Για να κάνω τον Δομένικο να ζηλέψει, τι νόμιζες ρε ότι ξαφνικά μου ήρθε να γυρίσω να κοιτάξω εσένα; Δεν βλέπεις τα χάλια σου, ανώριμο αφελές ανθρωπάκι; Με το πρώτο πέσιμο-εκείνο το βράδυ που σου έκανα μετά το κρασί που καταναλώσαμε- πίστεψες ότι ξαφνικά άλλαξα γνώμη και νοιάστηκα να σε αντικρίσω ρομαντικά » του μίλησε υποτιμητικά.
« Σκάσε γιατί ικανός είμαι να σε σπάσω στο ξύλο χειρότερα, να μην μείνω στο μικρό χαστούκι που σου έδωσα » σήκωσε το χέρι του με μάτια που γυάλιζαν σαν άγριο λιοντάρι ή οποιοδήποτε ζώο της ζούγκλας.
« Παράτα με και στρίβε. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι δεν σε αγάπησα και σε χρησιμοποίησα σαν πράγμα και κάνεις σαν τρελός. Εντάξει το δέχομαι αυτό...αλλά δεν σου δίνεται το δικαίωμα να με φοβερίζεις και να απειλείς να με σπάσεις στο ξύλο » του φώναξε δυνατά η Χλόη και ο Ηρακλής σκέφτηκε από μέσα του ότι τόσο ξεδιάντροπη κοπέλα με θράσος δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του και ουδέ ήθελε να ξαναδεί.
« Να μην σε φτύσω! Φεύγω μακριά, δεν αντέχω ούτε το άρωμα σου να οσφραίνομαι με αναγουλιάζει ». Της έριξε μια τελευταία γρήγορη άγρια ματιά και απομακρύνθηκε.
« Στον αγύριστο να πας βλάκα! Μου είσαι αχρείαστος πια. Αφού δεν κατάφερα να κάνω τον Δομένικο να γυρίσει σε εμένα » του φώναξε πίσω από τη πλάτη του. « Όλα πήγαν στραβά γαμώτο! Τον Δομένικο τον έχασα οριστικά και το 'παιχνίδι' που χρησιμοποίησα δεν μπορεί να μου συνεισφέρει πλέον» μίλησε με πιο ήπια φωνή αλλά με τόνο αγανάκτησης και εκνευρισμού.
Δεν μπορούσε ούτε με το όνομα του να προφέρει τον Ηρακλή, τόσο μικρή αξία του έδινε που τον αποκαλούσε συχνά παιχνίδι όσο εκείνος δεν την έπαιρνε χαμπάρι. Ένα τιποτένιο ανθρωπάκι, ένα σκουπίδι που παρέμεινε ερωτευμένος μαζί της και προτιμούσε να τη περιμένει καιρό ενώ εκείνη είχε ξεκαθαρίσει μέσα της πως δεν θα τον αγαπούσε ποτέ.
Τελικά έχασε η Χλόη το ''παιχνίδι'' της αλλά δίκιο είχε ο Ηρακλής καθώς η σχέση τους ήταν τοξική. Θα τους θέλατε μαζί ή χώρια;
[...]
Τα κορίτσια αποχαιρέτησαν δακρυσμένα τη Νταίζη, έξω από την κατάφυτη πιλοτή της πολυκατοικίας της. Η Νταίζη επειδή είχε συνηθίσει στο χωριό δεν άντεχε να βλέπει τον μικρό κήπο πίσω από τον τοίχο της πιλοτής απεριποίητο και βάλθηκε να τον φροντίσει εκείνη. Τον καθάριζε μία φορά τη βδομάδα από τα ξερόχορτα και τα λιγοστά σκουπίδια που πετούσαν μερικοί που δεν σέβονταν το χώρο-ευτυχώς ήταν ελάχιστοι- πότιζε με το λάστιχο τις λεμονιές και τα χόρτα ενώ φύτεψε στο χώμα και ορισμένα φυτά και λουλούδια.
Μετέτρεψε τον κήπο σε ένα μικρό παραδεισένιο τόπο όπως συνήθιζε να βλέπει σε κήπους ανώτερου επιπέδου ομορφιάς σε φωτογραφίες και εικόνες από άλλα μέρη.
Η Μίρκα ήταν η πρώτη κοπέλα που έσπασε και λύθηκε σε λυγμούς. Κομμάτια η καρδιά της από τον πόνο του αποχωρισμού της φίλης της της πιο δυναμικής, ατρόμητης, γενναίας που στάθηκε δίπλα της και τη στήριξε σε διάφορες δυσκολίες της. Και η Σεσίλια βέβαια δεν ένιωθε λιγότερη θλίψη απλά τα δάκρυα της αχνό-φαίνονταν προτού αρχίσουν να κυλάνε στα μάγουλα της.
« Δεν το πιστεύω ότι ζούμε αυτή τη κατάσταση » αναστέναξε βαριά η Σεσίλια.
« Θα μας λείπεις...δεν επιθυμώ να σε στερηθώ για πάντα φίλη μου, είναι πολύ σκληρό και άσχημο αυτό » αγκάλιασε τη Νταίζη η Μίρκα κλαμένη. Έκανε το ίδιο και η Σεσίλια. Η Νταίζη τις έσφιξε σε μια ζεστή και ισχυρή αγκαλιά και άρχιζε να κλαίει και η ίδια για λίγο όμως διότι δεν έπρεπε να λυγίσει χειρότερα. Ήταν η πιο δυνατή από όλη τη παρέα.
« Θα ξαναγυρίσω σας υπόσχομαι ότι δεν θα καθυστερήσει εκείνη η ώρα. Θα σας επισκέπτομαι μια φορά το μήνα ή όποτε μπορώ και θα μιλάμε συχνά τηλεφωνικώς » τις χαιρέτησε με το κούνημα του χεριού της από μακριά και δάκρυσε από συγκίνηση και στεναχώρια. Γιατί μέσα της αμφέβαλλε αν θα έβγαινε δυνατή και από αυτή τη δοκιμασία και θα γυρνούσε στις φίλες της και στη μεγάλη πόλη πολύ σύντομα. Μπορεί να τύχαινε και εκεί κάποια στραβή, ήδη της είχαν τύχει πολλές και είχε εμπειρία από αυτό.
[...]
Η Νταίζη συνήθιζε στο νέο της περιβάλλον σχετικά εύκολα. Επειδή το χωριό Καρντιβάνα δεν απείχε πολλά χιλιόμετρα από τη Μαλαιρενσία θα χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο της για να πεταχτεί μια μέρα εκεί και να δει από κοντά τη κυρία Νέλλη, που την είχε πεθυμήσει και να της πει όλα όσα ξέχασε να της αναφέρει στη τελευταία τους επικοινωνία. Η καημένη είχε ένα πρόβλημα υγείας και δεν μπορούσε ούτε από το κρεβάτι της να σηκωθεί για να πάρει τηλέφωνο το οποίο της είχε κοπεί για ένα χρονικό διάστημα.
Στη Μαλαιρενσία είχαν πρόβλημα με το δίκτυο επικοινωνίας τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας της κεραίας και των καλωδίων που υπέστησαν ζημιά μετά από μια φοβερή καταιγίδα. Δεν θα έβλεπε τον πατέρα της και τους συγγενείς της αφού είχε ξεκόψει μαζί τους και δεν ήθελε καμία σχέση ύστερα από το κακό που πέρασε εξαιτίας τους και τους θεωρούσε υπεύθυνους που βρέθηκε στη ζωή της ο Ανδριανός.
Φυσικά τη μοναδική μέρα που θα κανόνιζε να πάει στα εδάφη του τόπου της θα έπαιρνε κάθε προφύλαξη για να μην ζήσει κάποιο τυχαίο κακό συναπάντημα με τον πρώην σύζυγο της. Ευχόταν και ήλπιζε να μην τον συναντούσε ξανά αλλά το χωριό όπου ζούσε δεν είχε προσβασιμότητα τέτοια με τον τόπο της και θα κινούνταν κυρίως με το αμάξι της, οπότε δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να τον πετύχει εύκολα στο δρόμο ούτως ή άλλως, καθησύχαζε τον εαυτό της.
Καθώς ξύπνησε νωρίς ένα πρωινό, αποφάσισε να εξερευνήσει το χωριό και όλη τη περιοχή των πεδιάδων και λιβαδιών του μιας και η Καρντιβάνα είχε πολλές πράσινες και ειδυλλιακές τοποθεσίες. Ξεκίνησε να τριγυρνά στη κεντρική πλατεία του χωριού που θύμιζε αυτή του δικού της πάτριου εδάφους, μόνο που η διαφορά τους εντοπιζόταν στο ότι η πλατεία της Καρτνιβάνας διέθετε πιο λιθόστρωτους δρόμους, μια μεγάλη πηγή, αερόμυλους και νερόμυλους μεγαλύτερων διαστάσεων.
'Η φύση διαθέτει το μαγικό τρόπο να παίρνει μακριά και να παραμερίζει τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό μας' μονολόγησε η Νταίζη και θαύμασε ολόγυρα το θαύμα της φύσης: τη λίμνη, τα πολύχρωμα λουλούδια όπως τριαντάφυλλα, τουλίπες και παπαρούνες στο χρώμα του πορτοκαλί και του ροζ τα οποία ήταν τα κυρίαρχα τη συγκεκριμένη εποχή, τα ηλιοτρόπια και το σιτάρι στα απόμερα χωράφια.
Ο ηλικιωμένος ξυλουργός ένας χαμογελαστός ντόπιος κάτοικος τη παρατηρούσε με ενδιαφέρον. Δύο φορές που κατευθυνόταν η Νταίζη μόνη της προς τη γέφυρα για να θαυμάσει από ψηλά τη λίμνη, έλεγε μέσα του: ''Παράξενη κοπέλα. Ευγενική μεν αλλά μαζεμένη, καχύποπτη. Δεν αφήνει να αποκαλυφθούν πολλές πτυχές του χαρακτήρα της. Κάτι άσχημο και σημαδιακό πρέπει να βίωσε''.
Ο ξυλουργός αφού τελείωσε με τον εσωτερικό μονόλογο του, κίνησε για τη πλατεία του χωριού και συνάντησε τυχαία τον συμπαθητικό γιο ενός συντοπίτη του. Άρχισαν να συνομιλούν. Ο καστανομάλλης συνομιλητής με τα εκφραστικά καλόκαρδα μάτια εξέφραζε το πάθος του για τη ζωή, τη χαρωπή διάθεση και την όρεξη του μέσα από την κουβέντα.
« Ίσως πάω μια εκδρομή στη πόλη. Δεν μπορώ συνέχεια εδώ, τόσα χρόνια στο χωριό και δεν έχω εξερευνήσει κανένα μακρινό μέρος. Λες και δεν υπάρχουν άλλοι τόποι, εξίσου ειδυλλιακοί και άξιοι με τον δικό μας. Οι γονείς μου όμως ήταν φτωχοί πάντα και δεν είχαν τη δυνατότητα να με πάνε σε άλλο μέρος εκδρομή πέραν των διπλανών, παραδιπλανών χωριών και της πόλης. Τώρα όμως που έχω καλύτερη οικονομική κατάσταση είμαι έτοιμος να εξερευνήσω διαφορετικά σημεία της χώρας. Και αν είναι τυχερό να φτάσω και στο εξωτερικό μελλοντικά » έλεγε στον Μάκη.
Ο άντρας νεαρής ηλικίας και στην ηλικία του εγγονού του ξυλουργού λεγόταν Βελισάριος και ήταν ντόπιος κάτοικος της Καρντιβάνας από γεννησιμιού του. Όλοι έκαναν λόγο για το πιο αγαθό, ευγενικό, τίμιο παλληκάρι του τόπου. Ο Βελισάριος θεωρούταν μάλιστα πιο εξελιγμένος αφού τόλμησε να το πάει ένα βήμα πιο πέρα στη μόρφωση του σε σύγκριση με άλλους συγχωριανούς του και να σπουδάσει στη σχολή οινολογίας της πόλης δίπλα στο χωριό.
Έλαβε πτυχίο ανώτερο επιπέδου και έτσι μπόρεσε να πραγματοποιήσει με τις επαρκείς γνώσεις και την ατομική του προσπάθεια να προσφέρει έργο ως βοηθός αμπελουργού κοντά σε έναν κύριο που συμπαθούσε πολύ από μικρός. Ο κύριος δεν θα τον έπαιρνε μάλλον ποτέ στη δούλεψη του στο κτήμα αμπελιών, αν δεν μορφωνόταν και δεν προσπαθούσε σκληρά για να πάρει το πτυχίο του και να δοκιμαστεί στη πρακτική. Για αυτό το έβαλε πείσμα ο Βελισάριος και τα κατάφερε και μακάρι να δούλευε του χρόνου σε οινοποιείο.
Μια στιγμή περίφερε το βλέμμα του λίγο παρά πέρα και σε διάφορες κατευθύνσεις...και όμως ήταν αρκετό για να πέσει πάνω στο κορίτσι. Μια λεπτή κοπέλα με σκούρα μαλλιά, περήφανο πιγούνι... χρώμα ματιων δεν μπορούσε να δει, αλλά ήταν σίγουρος πως θα ήταν και αυτά εξίσου όμορφα. Λυγερόκορμη στο σωματότυπο. Εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα.
Τον κοιτούσε ωστόσο με παραπάνω ψυχρό και εκείνος ψέλλισε μέσα του έκπληκτος : «Η κοπέλα σαν κάτι φοβάται ότι θα συμβεί... δεν έχω ξαναδεί τόσο παγωμένο βλέμμα. Έτσι όπως κοιτάζει, κάνει σαν να βρίσκεται ο εχθρός απέναντι της ». Ύστερα από το παρατεταμένο βλέμμα που κράτησε παραλίγο μια αιώνια στιγμή για τον νέο, η Νταίζη έκανε απότομη στροφή και χάθηκε πίσω από τα ψηλά φυτά και σιτάρια και διέσχισε το χωράφι για να μην κατευθυνθεί μέσω του δρόμου του χωριού.
Κίνησε το ενδιαφέρον και τη περιέργεια στον Βελισάριο αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Δεν γνώριζε τίποτα για το κορίτσι, αν είναι κάτοικος του χωριού-πράγμα που απέκλειε αφού δεν την είχε ξαναδεί ούτε στη πλατεία του χωριού, ούτε στο δάσος.
Ο Βελισάριος γνώρισε τη Νταίζη όταν την χαιρέτησε καθώς εκείνη γυρνούσε στο σπίτι της κάποιο μεσημέρι φορτωμένη με πράγματα από την αγορά του χωριού. Εκείνη τον αντιμετώπισε με ευγένεια αλλά συγκαλυμμένη ψυχρότητα και απαντούσε μονολεκτικά στις ερωτήσεις του. Δεν του πρόσφερε ούτε το χέρι της για τη χειραψία της πρώτης γνωριμίας. Γεγονός που αποτελούσε παράξενο ερωτηματικό για το αγόρι.
Μια άλλη φορά την είδε από το παράθυρο του να κοπιάζει και πήγε μέχρι το σπιτάκι της. Προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να φτιάξει μια κατασκευή από ξύλο. Εκείνη αρνήθηκε να του το επιτρέψει και αντέδρασε άσχημα μάλιστα. Τον κατηγόρησε πως έψαχνε αφορμές για να την κάνει να νιώσει άβολα.
« Καλημέρα Νταίζη » την είχε χαιρετήσει ευδιάθετα ο νέος. Η Νταίζη του φερόταν φιλικά ως ένα σημείο γιατί παρόλο που ο Βελισάριος ήταν ένας νεαρός εικοσιέξι χρονών, όχι πολύ μεγαλύτερος της δεν σκόπευε να του δείξει την εμπιστοσύνη της ούτε να μοιραστεί κάτι παραπάνω από μερικές τυπικές κουβέντες για γενικά και αόριστα θέματα.
« Καλημέρα. Πως είσαι; »
« Μια χαρά εσύ; Σε πρόσεξα από το παράθυρο του σπιτιού μου. Έχεις βάλει στόχο να δημιουργήσεις κάτι από ξύλο »
« Το παλεύω αλλά δεν μου βγαίνει με τίποτα όπως περιμένω. Δικό μου το φταίξιμο που δεν πήρα σοβαρά τα μαθήματα ξυλουργικής, όταν θέλησαν να με διδάξουν οι παππούδες μου στη παιδική μου ηλικία »
« Τι προσπαθείς να φτιάξεις αν επιτρέπεται;»
« Μια ντουλάπα γραφείου αλλά βλέπω να μου βγαίνει καρέκλα! Τη χρειάζομαι τη ντουλάπα μιας και θέλω να τη γεμίσω με τα βιβλία σπουδών μου και διάφορα άλλα είδη: μαγειρική, τέχνες, κατασκευές. Αγαπώ το διάβασμα και πάντοτε βρίσκω χρόνο για αυτό »
« Πολύ καλό αυτό, χαίρομαι που γνωρίζω μια κοπέλα που ασχολείται με τόσα διαφορετικά και ασύνδετα πράγματα και δηλώνει περήφανη » η Νταίζη επέστρεψε στο έργο της και ο Βελισάριος έμεινε για λίγο πάνω της να την παρατηρεί.
« Άσε με σε βοηθήσω λίγο. Είμαι άσσος στη ξυλουργική. Στο γυμνάσιο ήμουν ο καλύτερος στο να κατασκευάζω πράγματα από ξύλα και μου έλεγαν τα παιδιά να γίνω ξυλουργός και όχι οινολόγος. Πιθανόν να μπορέσω να δω τι χρειάζεσαι και να σε καθοδηγήσω » της πρότεινε με αγαθότητα.
Καταλάθος άγγιξε τη Νταίζη στο χέρι της και εκείνη τινάχτηκε από τη θέση της. Τον κοίταξε με αλαφιασμένο και ταυτόχρονα αυστηρό και ενοχλημένο ύφος. Αυτό ήταν... το ψυχικό τραύμα του κατάλοιπου της εκδηλώθηκε ενώ η ίδια πάσχιζε καθώς δεν ήθελε με τίποτα να το δείξει σε κανέναν άντρα.
« Συγνώμη δεν περίμενα πως με ένα άγγιγμα θα ταραζόσουν περισσότερο. Εγώ δεν είχα τέτοιο σκοπό » μαζεύτηκε ο Βελισάριος.
« Δεν έπρεπε να το τολμήσεις εξαρχής να προσφέρεις τη βοήθεια σου. Μη κάνεις βήμα προς τα εδώ άλλο » αγκάλιασε τους ώμους της η κοπέλα προσέχοντας τον αυστηρά και τρομαγμένα και του είπε τη τελευταία της φράση με πικρία: « Δεν ξέρεις πως είναι να ζεις σε μια κόλαση καθημερινά με έναν άνθρωπο βίαιο να ορίζει και να κατευθύνει τη ζωή σου ακόμα κ μετά το χωρισμό» του είπε η Νταίζη.
Εκείνος εμβρόντητος δεν κατάλαβε την μελαγχολία και την αοριστολογία της και προτίμησε να την αφήσει ήσυχη και να μην προσπαθεί να της πιάνει κουβέντα. Καλύτερα να μην ανακατευόταν καθώς του έγινε φανερό ότι η κοπέλα τον φοβάται για άγνωστους λόγους χωρίς να της έχει κάνει τίποτα. Πράγματι η Νταίζη ένιωθε φόβο τελικά για τους άντρες ακόμα καθώς οι πληγές της από τον βιασμό παρέμεναν νωπές μέσα της και αδυνατούσε να γλιτώσει από αυτούς.
Αυτοί οι φόβοι συντέλεσαν στο να αποφεύγει τους άντρες. Μόνο φιλικές σχέσεις διατηρούσε με αγόρια από τη σχολή της και άμα τύχαινε κανείς να την πλησιάσει λίγο παραπάνω για να της προτείνει φλερτ ή σχέση του έκοβε τη φόρα και του δήλωνε κατηγορηματικά την άρνηση της. Ακόμα δεν τους επέτρεπε να την αγγίζουν ούτε να την ακουμπάνε έστω και φιλικά.
Μια φορά προέκυψε άθελα της η ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια του. Η Νταίζη δίσταζε μέσα της αλλά περπατούσε με σταθερά και σίγουρα βήματα μέχρι τη πόρτα του σπιτιού του Βελισάριου. Εξάλλου θα τον ρωτούσε αν δεν είχε θέμα να της καλύψει μια ανάγκη της δεν έκανε τίποτα τρομερό, δεν θα χρειαζόταν να μπει σε επικοινωνία και γνωριμία μαζί του.
« Γεια. Χτύπησα τη πόρτα σου γιατί μου τελείωσε το μοναδικό βάζο μαρμελάδας που είχα και ήθελα να μάθω αν έχεις ένα βαζάκι και μήπως θα μπορούσες να μου το δώσεις παρακαλώ. Αν σου περισσεύει και δεν έχεις θέμα. Θα έπαιρνα από το μαγαζί του χωριού όμως δεν έχουν αυτή τη βδομάδα, προμηθεύτηκαν και πουλάνε μόνο γλυκά κουταλιού.
Σε δύο βδομάδες θα φέρουν μαρμελάδες. Δεν έχω κανένα άλλο γλυκό στο σπίτι πέρα από λιγοστά φρούτα εποχής. Μόνο μερικά τυριά, κρεατικά, όσπρια και χορταρικά κυρίως υπάρχουν στη ντουλάπα μου »
« Ναι φυσικά έχω ένα περιττό που μπορώ να σου δώσω. Αλίμονο γείτονες είμαστε και είναι σημαντικό να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Είσαι καινούρια κάτοικος και δεν έχεις προσαρμοστεί στα δεδομένα του τόπου μας ακόμα, σε καταλαβαίνω. Πέρασε μέσα να σε οδηγήσω στη κουζίνα για να το πάρεις »
Η Νταίζη μπήκε απρόθυμα μέσα... θα προτιμούσε να τον περιμένει έξω στο κατώφλι του σπιτιού. Ο Βελισάριος αντιλήφθηκε το φόβο της και θεώρησε σωστό και σκόπιμο να της μιλήσει και να την καθησυχάσει για πολλοστή φορά.
« Δεν πρέπει να με φοβάσαι Νταίζη. Θέλω το καλό σου, να σε προστατέψω και να γίνω φίλος σου.»
« Φίλος; Δεν μπορούμε να γίνουμε φίλοι Βελισάριε, δεν έχουμε τίποτα κοινό » πήγε να τον βάλει στη θέση του η κοπέλα.
« Εε τώρα για αυτό είναι που μπορούμε να προσπαθήσουμε. Οι βόλτες και ο χρόνος που θέλω να περάσω μαζί σου, θέλω να ελπίζω πως θα πετύχουν το στόχο μου ».
« Ο οποίος είναι;»
« Να με εμπιστευτείς!» της τόνισε με φυσικότητα απορώντας μαζί της που δεν το κατάλαβε τόση ώρα ή έκανε πως δεν το κατάλαβε.
« Δεν είναι άλλος ο στόχος λοιπόν, θέλω να πω δεν είναι κάτι άλλο, πέρα από την καλλιέργεια εμπιστοσύνης;»
« Είναι και κάτι άλλο...» πήγαινε να πει παίρνοντας σοβαρό και σταθερό ύφος κοιτώντας την ευθεία. Η Νταίζη χωρίς να το θέλει και να το περιμένει, ταράχτηκε με την πλάγια δήλωση που πήγαινε να κάνει ο Βελισάριος. Επειδή δεν ήθελε και δεν ήταν έτοιμη να ακούσει την συνέχεια της δήλωσης άλλαξε θέμα. « Σε ποιο συρτάρι βρίσκεται η μαρμελάδα;»
« Στο πρώτο.» της απάντησε. Αναστέναξε ελαφρά με το πείσμα της... ήταν τέτοιο που δεν τον άφηνε να συνεχίσει τη φράση του και να δοκιμάσει τη προσπάθεια του φλερτ του.
« Ευχαριστώ αν χρειαστώ κάποιο άλλο προιόν ή και εργαλείο ξυλουργικής γιατί ένα ξύλινο μέρος που στηρίζει τα παράθυρα είναι φθαρμένο, που δεν το νομίζω- θα σου ξαναχτυπήσω τη πόρτα. Είναι μέχρι να τακτοποιηθώ με τη μετακόμιση με συγχωρείς. Θα είναι καλύτερα τα πράγματα σε ένα μήνα » του είπε και στράφηκε να φύγει.
« Αλίμονο, καταλαβαίνω. Οτιδήποτε θελήσεις από είδη φαγητού ή εργαλεία θα σου προσφέρω ευχαρίστως » είπε και παρατήρησε το όμορφο μυστήριο κορίτσι με ροδαλά χείλη να ξεμακραίνει και να μπαίνει στο σπίτι του. Αναστέναξε με παράπονο και καημό για το αν θα είχε την ευκαιρία να την ξαναδεί τόσο από κοντινή απόσταση, αφού η Νταίζη ήταν κλειστός και μοναχικός χαρακτήρας. Ή απλώς ήταν η ιδέα του, μπορεί με τους υπόλοιπους ανθρώπους η Νταίζη να τα πήγαινε ομαλά και να συζητούσε άνετα.
Μόνο σε εκείνον δεν καταδεχόταν να μιλήσει πέρα από κάποια βασικά πράγματα και ανάγκες που της προέκυπταν όπως το βάζο με τη μαρμελάδα σήμερα.
[...]
Η Μίρκα αποφάσισε πως ήταν συνετό να επισκεφτεί για δύο συνεδρίες τη ψυχολόγο της κυρία Λαρίσσα Αντζάτου. Η προσωρινή 'απώλεια΄ της φίλης της Νταίζης λόγω της φυγής της στο χωριό, την έριξε ψυχολογικά και μαζί και τη διάθεση της. Η Λαρίσσα θα τη βοηθούσε και θα της παρείχε συμβουλές υποστήριξης και τρόπους για να τονώσει το ηθικό της. Πάντα ήταν στο πλευρό της όταν δεν ένιωθε καλά. Είχε να την επισκεφτεί από τον καιρό που πέρασε το βιασμό της.
Είχαν διακοπεί οι συνεδρίες καθώς αισθανόταν καλύτερα αλλά τώρα την είχε πάλι ανάγκη όχι βέβαια για συστηματική θεραπεία. Μόνο δύο επισκέψεις θα έκανε και άλλη μία σε μερικούς μήνες για να κοιτάξουν μαζί και να αξιολογήσουν τη πρόοδο της. Η Λαρίσσα ήταν μια τριανταπεντάρα με καστανόξανθες μπούκλες, μάτια στο σπάνιο χρώμα της καραμέλας, λαμπερό γλυκό χαμόγελο που έδειχνε στον άλλον ότι ήταν πρόθυμος και έτοιμος να τον ακούσει και να του συμπαρασταθεί. Επίσης έκανε ξεκάθαρο πως θα βοηθούσε τον κάθε πελάτη να πιστέψει στον εαυτό του και να ορθοποδήσει με την ατομική προσπάθεια και τις συμβουλές από κοινού της ψυχολόγου.
Ανακάλεσε στη μνήμη της τη στιγμή, όταν μπήκε για πρώτη φορά στο γραφείο της πριν χρόνια στα δεκαεπτά της. Θυμόταν το ζεστό ειλικρινές χαμόγελο της και τα υπέροχα καλοσυνάτα μάτια της που εξέφραζαν αγάπη και αυτό την έκανε να νιώσει άνετα και να της ανοίξει τη ψυχή της.
« Μίρκα μου σε βλέπω μαγκωμένη. Σε παρακαλώ συνέχισε χωρίς να σε πιάνουν ντροπές, ενοχές τύψεις ή οτιδήποτε. Να είσαι άνετη και αν θες να εκφράσεις οποιοδήποτε συναίσθημα θλίψης να το κάνεις ελεύθερα θα σε βοηθήσει να νιώσεις καλά επειδή θα το βγάλεις από μέσα σου ».
« Συνεχίζω..» είπε διστακτικά « όταν μπήκα στο ελάχιστα φωτισμένο αλλά καθαρό και κομψό δωμάτιο κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για να φύγω όμως...κλείδωσε τη πόρτα καλά εκείνο το...το κάθαρμα τρεις φορές κιόλας...μετά με ξάπλωσε μπρούμυτα παρά τη θέληση μου και....» της ήταν οδυνηρό να περιγράφει τη σκηνή του βιασμού της. Τραύλιζε και τα πρώτα δάκρυα έβγαιναν από τα μάτια της.
Η ψυχολόγος της πρόσφερε ένα ποτήρι νερό και της μιλούσε με συμπόνοια. Έτσι η Μίρκα προτίμησε να μην αναφερθεί με ακρίβεια στα γεγονότα. Συνέχισε με υπονοούμενα γιατί δεν άντεχε να περιγράψει τη πράξη του βιασμού. Όλα τα υπόλοιπα κάπως τα αφηγήθηκε, αλλά δεν γινόταν να κάνει το ίδιο με τον βίαιο έρωτα που της έκανε ο Μάξιμος. Η ψυχολόγος την άκουγε προσεκτικά χωρίς να τη διακόπτει συχνά και έμεινε αμίλητη μια στιγμή για να τη βοηθήσει να συνεχίσει τη περιγραφή της.
«Ξέρω πως και εγώ φταίω και έχω μερίδιο ευθύνης, γιατί ακολούθησα έναν άγνωστο άντρα. Δεν πρέπει να ακολουθούμε αγνώστους ενήλικες άντρες, εμείς τα μικρά κορίτσια όπου και αν μας προτρέπουν εκείνοι» έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της νιώθοντας αφόρητη ντροπή εκείνη τη στιγμή και συνέχισε για να αντικρίσει κατάματα τη κυρία απέναντι της: « Όμως έγινε, δεν μπόρεσα να το αποτρέψω όταν κατάλαβα πως παγιδεύτηκα από τον Μάξιμο στο κλειδωμένο δωμάτιο. Ήταν αργά και...συνέβη αυτό το αποτρόπαιο πράγμα ».
Η ψυχολόγος τη λυπήθηκε... Ένα δεκαεξάχρονο ευάλωτο κορίτσι ήταν τότε η κοπελίτσα. Η δική της γνώμη ήταν ότι δεν έφταιγε σε τίποτα η Μίρκα. Ο θύτης ήταν ένας απατεώνας που ξεγέλασε τέλεια το θύμα του και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς η Μίρκα παρά να πιστέψει στη καλοσύνη του. Πιθανόν και οποιοδήποτε άλλο ανήλικο κορίτσι θα έκανε έτσι στη θέση της.
« Μίρκα μου...δεν φταις εσύ καθόλου. Το μόνο σφάλμα σου ήταν ότι δεν το συζήτησες με την οικογένεια σου, η οποία θα σου εξηγούσε νωρίς κάποια βασικά πράγματα για τους ανθρώπους που μας πλευρίζουν αναπάντεχα στη ζωή μας και έτσι θα σε προστάτευε. Μην στεναχωριέσαι » της μίλησε γλυκά όταν είδε τα δάκρυα να βγαίνουν από τα μάτια της.
Η Μίρκα χαμογέλασε, σκούπισε τα μάτια της και συνέχισαν τη κουβέντα τους για πιο ευχάριστα θέματα.
Επαναφέροντας το μυαλό της στο παρόν, η Μίρκα αντιλήφθηκε πως έφτασε έξω από την είσοδο του κτιρίου του γραφείου της ψυχολόγου που βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι έπρεπε να της μιλήσει για τη πληγή του 'χωρισμού' της με τον Δομένικο όταν τον έπιασε στα πράσα με τη Χλόη, μιας και αποτελούσε ακόμα ένα θέμα που τάραξε τη ψυχολογία της συν τα υπόλοιπα.
Μπήκε στη περιποιημένη καινούρια πολυκατοικία και σε λίγο έφτασε στο γραφείο της κυρίας Λαρίσας που την υποδέχτηκε εγκάρδια σαν να ήταν φίλη της παρά πελάτισσα.
Η Μίρκα μαζί με τη Σεσίλια περίμεναν υπομονετικά στο δρομάκι μέσα από το πάρκο και κάτω από τις φυλλωσιές που τους παρείχαν ένα ευχάριστο αεράκι δροσιάς, όταν τις είδε ο Ηρακλής και τις πλησίασε.
« Γεια σου Μίρκα. Λοιπόν ήθελα να κανονίσουμε για το σημαντικό θέμα που μας αφορά και να σε ενημερώσω. Έπιασα τη Χλόη έξω από το γραφείο της εταιρείας όπου δουλεύει και την απείλησα πως θα έκανε μαζί μου αν τολμούσε να σε ενοχλήσει ξανά. Εκείνη τρομοκρατήθηκε αμέσως και υποσχέθηκε πως δεν θα επιχειρήσει τίποτα να σου κάνει.
Είναι αδίστακτη όμως και θα πρέπει να συνεχίζεις να προσέχεις Μίρκα. Πολύ απρόβλεπτη έγινε το τελευταίο καιρό και δεν μπορώ ούτε εγώ να υπολογίσω με σιγουριά για το τι είναι έτοιμη να κάνει ».
« Σε ευχαριστώ Ηρακλή εκτιμώ την προσπάθεια σου να με βοηθήσεις. Ξέρω να προσέχω μην έχεις έννοια, έχω τις δύο πιστές φίλες μου να με προασπίζονται και να με τιμούν. Να σας συστήσω επί ευκαιρία, από εδώ η μία από τις κολλητές μου η Σεσίλια »ο Ηρακλής κατάλαβε πως επρόκειτο για μια από τις φρέσκες και ανερχόμενες ηθοποιούς του θεάτρου καθώς έβλεπε το πρόσωπο της σε αφίσες κολλημένες σε στύλους και σε τοίχους έξω από θέατρα.
« Μπορώ να πω ότι με χαροποιεί πολύ η γνωριμία με μία συναρπαστική σταρ του θεάτρου. Ηρακλής, χάρηκα και ελπίζω η γνωριμία μας να επεκταθεί » της έπιασε το χέρι και το έφερε στα χείλη του.
« Σεσίλια, παρομοίως » μουρμούρισε κάπως ψυχρά ή έτσι του φάνηκε του Ηρακλή.
« Έχεις θερμό χέρι, παρά το ψυχρό προσωπείο σου » έκανε την παρατήρηση του .
« Και εσύ έχεις υπερβολική άνεση και εκφραστικότητα για πρώτη φορά, ενώ γνωρίζεις άγνωστα άτομα » του αντιγύρισε η Σεσίλια θαρρετά και ειρωνικά. Του νεαρού του άρεσε η 'διαμάχη' τους, κάτι στην ατμόσφαιρα και στην αύρα εκείνου του κοριτσιού τον άναβε και τον συγκλόνιζε ταυτόχρονα, όπως δεν του έχει ξανατύχει με καμία άλλη κοπέλα που γνώριζε στο παρελθόν.
« Πηγαίνουμε; Να μην σε κρατάμε Ηρακλή. Αν δεν έχεις κάτι άλλο να μου πεις, καλή συνέχεια » επενέβη η Μίρκα που έβλεπε την ατμόσφαιρα εχθρική και θεώρησε σώφρον να ηρεμήσει τα πνεύματα.
« Δεν με κρατάτε καθόλου αλλά εντάξει καλή συνέχεια. Να έχετε όμορφο απόγευμα » τις χαιρέτησε ο νέος και έκανε μεταβολή.
«Τον αντιπάθησες » σχολίασε με νόημα η Μίρκα στη Σεσίλια.
« Δεν τον είδες πως εκφράστηκε; Αντιπαθητικός και εκδηλωτικός τύπος πράγμα που δεν έχω σε εκτίμηση καθόλου »
« Έλα, δεν είναι κακό παιδί παρότι δεν τον γνωρίζω καλά ούτε εγώ η ίδια, μόνο μερικές φορές έχουμε επικοινωνήσει για το θέμα της Χλόης και του Δομένικου »
« Γιατί τον δικαιολογείς και τον βγάζεις αθώο σε εμένα; Δεν με ενδιαφέρει καθόλου και σάμπως θα τον ξαναδώ ποτέ μου; » τοποθέτησε με σνομπισμό και υφάκι τα μαύρα γυαλιά της η Σεσίλια.
'Ηταν η μέρα της γιορτής της πόλης μια ξεχωριστή περίπτωση και η Μίρκα πήγε για περίπατο στη πλατεία όπου βρίσκονταν παραγμένοι πάγκοι αγοραπωλησιών, στημένες σκηνές για μουσικά φεστιβάλ και απαγγελία ποιημάτων από χορωδίες σχολείων. Απροσδόκητος ο άνθρωπος που θα συναντούσε εκεί τυχαία, καθότι δεν τον είχε δει για παραπάνω από ένα χρόνο.
«Μίρκα μου... αν μου έλεγες ότι θα βρισκόσουν εδώ στη πλατεία, ίσως να ερχόμουν την ίδια ώρα με εσένα »της είπε με αστείρευτη στοργή και λαχτάρα. Η Μίρκα πρόλαβε ίσα ίσα να του γυρίσει τη πλάτη της και να κάνει τρία βήματα να απομακρυνθεί αλλά τη διέκοψε η φωνή του. Στράφηκε πάλι να τον δει.
« Πως να μου το πεις βέβαια, από τη στιγμή που δεν μιλάμε και δεν έχουμε καμία επαφή πια; Συγνώμη γκάφα και χαζό αυτό που μόλις πριν λίγο είπα. Απλώς μου πέρασε μια υπόθεση στον νου » απολογήθηκε για την χαζή σκέψη του.
« Καλησπέρα Δομένικε » του μίλησε με συγκρατημένη και άχρωμη φωνή η κοπέλα.
« Καλησπέρα τι κάνεις;»
« Καλά, ήρθε για μια σύντομη βόλτα και για να δω τα events. Εσύ για τον ίδιο λόγο ήρθες; »
« Ναι αν και δεν το είχα πολύ σκοπό γιατί είχα δραστήρια μέρα σήμερα. Ας προχωρήσουμε λίγο να μην στεκόμαστε και να τα πούμε » στη διαδρομή παρέμεναν σιωπηλοί μέχρι που ο άντρας σκέφτηκε και της έκανε τη παρατήρηση του.
«Επισκέφτηκες ένα μέρος όπου βολτάραμε συχνά και περνούσαμε πολλές ξέγνοιαστες απογευματινές στιγμές, κοιτάζοντας το πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα. Έχει σημασία για μένα καθώς δείχνει πόσο τιμάς το μέρος μας και οι αναμνήσεις σου για εμάς σε παρακίνησαν να έρθεις μέχρι εδώ » μια αισιοδοξία διέκρινε τη φωνή του όταν της είπε το υπόλοιπο: « Ίσως είναι η καλύτερη ευκαιρία τώρα να με ακούσεις » μείωσε κατά λίγο την απόσταση ανάμεσα τους αλλά όχι για να την κάνει να νιώσει άβολα. « Συγνώμη αγάπη μου, τα περισσότερα λάθη στη σύνδεση μας ή τέλος πάντων σε αυτό που είχαμε καθώς δεν ήταν κανονικός δεσμός, έγιναν από τη δική μου μεριά. Έγινα εντιμότερος και καλύτερος όσο περνούσε ο καιρός.
Τώρα που άλλαξα είμαι σίγουρος πως μπορώ να σου προσφέρω την ειλικρίνεια που χρειάζεσαι και να συμφιλιωθούμε για αυτό στο ζητώ και σε παρακαλώ. Δέξου τη πρόταση μου να τα ξαναβρούμε και να δοκιμάσουμε ως ζευγάρι κανονικό αυτή τη φορά. Να ζήσουμε τον έρωτα και στην άλλη μορφή πέραν από τη πλατωνική » η προσπάθεια να την πείσει να τα ξαναβρούν διακρινόταν με μια λαχτάρα και ζεστασιά και λύπη στην ομιλία του.
«Ακόμα πονάω Δομένικε, πως μπορείς να μου ζητάς να συμφιλιωθούμε ξανά;» τον ρώτησε πικραμένη και απορημένη με το αίτημα του.
« Γιατί πιστεύω πως είναι σημαντικό να ξεχάσουμε το παρελθόντα χρόνο. Δίνοντας μου μια ευκαιρία, είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε. Είναι κρίμα να αντέχουν βάσανα οι καρδιές μας μένοντας τόσο μακριά από τη φωλιά όπου ανήκουν και επιπλέον υπάρχει κάτι βασικό :σε νοιάζομαι Μίρκα »
« Εγώ όμως δεν θέλω να με νοιάζεσαι καθόλου. Πόσο μάλλον στο ελάχιστο που κάνεις τώρα » του απάντησε πολύ σοβαρά, έντονα, κατηγορηματικά και αυστηρά και τον επανάφερε έτσι στη δύσκολη επίγνωση της πραγματικότητας.
Ο Δομένικος θα της έλεγε πως την αγαπά εκτός από το ότι τη νοιάζεται, όμως η δήλωση της ήταν τόσο καταληκτική και πικρή που τον στεναχώρησε αφόρητα. Την κοίταξε στιγμιαία και εκείνη πρώτη του γύρισε τη πλάτη της για να φύγει, αφού του μουρμούρισε ένα σιγανό αντίο. Έπειτα αποχώρησε απογοητευμένος από τη πλατεία.
Θεωρείτε η Μίρκα καλά έκανε που αντιμετώπισε έτσι τον Δομένικο και ας πέρασαν δύο χρόνια; Ο Δομένικος βιάστηκε να έχει τόσο μεγάλη ελπίδα για επανασύνδεση; Ποια εντύπωση σας δημιουργήθηκε από τη γνωριμία μεταξύ Ηρακλή και Σεσίλια; Τι είδους μήνυμα-ιδέα αποκομίσατε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top