Άτιτλο κεφάλαιο 13

Η Σεσίλια δεν είχε καθόλου διάθεση όλο αυτόν τον καιρό και οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Σωματικά και συναισθηματικά ήταν υπό κατάρρευση. Η Ερμυλία την πλεύρισε ένα μεσημέρι στη κουζίνα και τη ρώτησε: « Τι έχεις; Έγινε κάτι στο σχολείο και μου το κρύβεις; »

« Όχι βρε μαμά καλά είμαι » προσπάθησε να γίνει πειστική στη γκρίνια και την αντιδραστικότητα της η Σεσίλια. Έτσι δεν θα ρωτούσε περαιτέρω πράγματα η μαμά της και δεν θα πήγαινε μακριά ο νους της. Έπιασε ένα σφουγγάρι και άρχιζε να πλένει πιάτα στον νεροχύτη, αλλά η μητέρα της επέμενε σε συνέχεια μιας και δεν είχε σκοπό να την αφήσει ήσυχη.

« Κοίτα να συνέλθεις γρήγορα και να βάλεις στην άκρη όποιο πρόβλημα και αν έχεις. Δεν θα ασχολούμαι μαζί σου συνεχώς. Μπήκε το φθινόπωρο και έρχεται ο αρραβώνας μου με τον Ισίδωρο. Θέλω να είσαι υπάκουη, να κάθεσαι φρόνιμα και να χαμογελάς με διάθεση και ευγένεια εκείνη τη μέρα » την πληροφόρησε με ύφος εντολής και σοβαρότητας. «Θα μας επισκεφτούν πολλοί καλεσμένοι, θα γεμίσει το σπίτι μας από τον αέρα της χαράς της εξωστρέφειας επιτέλους » σχολίασε με χαρούμενη υπερηφάνεια.

Όταν ήρθε εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα, της εποχής που εκατοντάδες κίτρινες, πορτοκαλί και κόκκινες πινελιές στους δασοσκέπαστους δρόμους, λόφους, πεύκα και κέδροι δημιουργούσαν ένα σκούρο φόντο ξεχωριστού περίγυρου με τη δική του ομορφιά...η Σεσίλια είπε να δοκιμάσει να μιλήσει στη μαμά της. Δεν ήταν σίγουρη αν θα έβγαινε κάτι αλλά ήλπιζε να την άκουγε.

« Μαμά... δεν είναι η κατάλληλη εποχή να παντρευτείς αυτόν τον άνθρωπο » έβγαιναν με δυσκολία και ταυτόχρονο θάρρος τα λόγια της από το στόμα της.

« Όχι όχι σε παρακαλώ μην αρχίζεις πάλι τα ίδια. Είναι μέρα χαράς σήμερα. Βάλε τα υπέρτερα σου σε εμφάνιση ρούχα ...το μπλε αμάνικο σκούρο φόρεμα με τη δαντέλα και φιογκάκι στη μέση της ζώνης σου μπροστά συγκεκριμένα, χτενίσου, αρωματίσου. Οι πρώτοι καλεσμένοι ήδη άρχισαν να φτάνουν. Μην καθυστερήσεις » την σκουντούσε η μαμά της και της έκανε νόημα καθώς πήγε να κατέβει τις σκάλες από το δωμάτιο της.

Στον αρραβώνα όλα πήγαν καλά το πρώτο μισάωρο, μαζεύτηκαν αρκετοί καλεσμένοι πλούσιων οικογενειών όμως η Σεσίλια δεν άντεξε το κλίμα της ευφορίας και τη μαμά της να δηλώνει φωναχτά και με προπόσεις το πόσο σημαντική ήταν εκείνη η μέρα για αυτήν. Της βγήκε αυθόρμητα μέσω της επίδρασης του ποτού...αποκάλυψε μπροστά στο πλήθος μερικών προσκεκλημένων το γεγονός του βιασμού της, όταν ρωτήθηκε από εκείνους σχετικά με το πως είναι.

Τους είχε απαντήσει ειδικότερα: « Καλά είμαι... δηλαδή η ζωή μου είναι οικτρή και σκέτο χάλι. Αν εξαιρέσουμε ότι βιάστηκα από μια παρέα αδιάντροπων παιδιών με παραβατική συμπεριφορά και η μαμά μου δεν μου δίνει πολύ σημασία λόγω των ετοιμασιών για το γάμο της, προσπαθώ να νιώθω καλά »

Η Ερμυλία έμεινε άναυδη και τα αυτιά της βούιζαν από αυτό που ξεστόμισε η κόρη της. Ζήτησε συγνώμη από τον κόσμο, άρπαξε με βία το μπράτσο της Σεσίλιας και την έφερε στο διάδρομο κλείνοντας τη πόρτα του σαλονιού για να μην τους βλέπουν και να μην τους ακούνε.

« Γιατί λες ψέματα και μου καταστρέφεις την ωραιότερη στιγμή με τον σύντροφο μου της ζωής μου; Διαλύθηκε ο αρραβώνας μου είσαι σε θέση να το καταλάβεις, ή δεν σου έχει μείνει ούτε ελάχιστη ποσότητα σώφρονος μυαλού στον εγκέφαλο;» εντείνει και μεγεθύνει το πόνο του χεριού της Σεσίλια.

« Νόμιζα πως θα με πίστευες. Είπα μέσα μου λίγο προτού ξεστομίσω αυτά τα λόγια που άφησα να δραπετεύσουν από τη μιλιά μου, ότι θα με έπαιρνες στα σοβαρά και δεν θα σκεφτόσουν ότι κινδυνεύεις να γίνεις η ντροπή της αριστοκρατίας; Αλλά η φήμη σου σε νοιάζει πιο πολύ και είναι πάνω από όλα » της αποκρίθηκε θαρρετά η Σεσίλια. Με λυπηρό συλλογισμό όμως.

« Αντί να σεβαστείς τον αρραβώνα μου, τη πιο σημαντική μου μέρα τα διαλύεις όλα με τα αναληθή λόγια σου! » της ελευθέρωσε τον καρπό απότομα και η Σεσίλια τον έπιασε διαπιστώνοντας πως της άφησε σημάδι. Η Ερμυλία επέστρεψε στο γιορτινό πάρτι και η Σεσίλια έμεινε εκεί στο διάδρομο να σκέφτεται ταραγμένη και να αναρωτιέται πόσο πιο άσπλαχνη μπορεί να γίνει μια μητέρα. Μόνο η δική της, κατέληξε στο συμπέρασμα. 

Φυσικά η Ερμυλία δεν έμεινε μόνο στον καυγά, αλλά ζήτησε από την Σεσίλια να ανακαλέσει τα όσα είπε στην γιορτή του αρραβώνα, επειδή σύμφωνα με την δική της άποψη ήταν ψέματα. Η νεαρή με βαριά καρδιά το έκανε και ταυτόχρονα ένιωσε να ραγίζει κάτι μέσα της για τη μαμά της. Ήξερε πως μετά την συγκεκριμένη πράξη, δεν θα ήταν τίποτα το ίδιο και η σχέση τους θα δοκιμαζόταν.


Το άλλο πρωί, η Σεσίλια έχοντας ξυπνήσει νωρίς από όλους τσίμπησε μια φέτα ψωμιού με βούτυρο και μαρμελάδα περισσότερο για να πάρει δυνάμεις-τις οποίες θα χρειαζόταν στη δρόμο- παρά επειδή πείναγε αληθινά.

Φόρεσε μια σκούρα μπλε ζακέτα, αθλητική πράσινη φόρμα και άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού της για να απελευθερωθεί γρήγορα από τους τοίχους, τις αρνητικές σκέψεις και όσους ζούσαν μαζί της. Όλος αυτός ο συνδυασμός την έπνιγε και ένιωθε πως δεν μπορούσε να κάθεται στο σπίτι της με τίποτα ειδικά τώρα που υπήρχαν οι διακοπές του σχολείου.

Όμως ο πατριός της άκουσε το ελαφρύ χτύπημα της πόρτας και αποφάσισε να βγει και ο ίδιος ξωπίσω της. Κατάλαβε πως κάτι δεν της πήγαινε καλά για να θέλει τάχιστα να βγει από το σπίτι τόσο νωρίς το ξημέρωμα.

« Σεσίλια γιατί έρχεσαι στη παραλία συχνά;» τη ρώτησε ο Ισίδωρος μόλις έφτασε στο σημείο της παραλίας και στάθηκε ακίνητος πίσω της σε απόσταση μερικών μέτρων να τους χωρίζει.

« Παράτα με! Δεν το καταλαβαίνεις ότι θέλω να μείνω και να σκεφτώ λίγο μόνη μου; Τι θέλεις και τι πετυχαίνεις με το να με ακολουθείς; Πήγαινε στη μαμά μου και πέρασε χρόνο μαζί της. » σάρκασε η Σεσίλια. « Τώρα Σαββατιάτικα θα βλέπατε αγκαλιασμένοι μπροστά στη τηλεόραση καμιά ρομαντική κωμωδία ή θα παίζατε επιτραπέζια. Αντί αυτού εσύ με ακολούθησες μέχρι τη παραλία ».

« Κοριτσάκι γιατί δεν μου λες τι σε βασανίζει πραγματικά αντί να καταφεύγεις στις ειρωνείες και τον θυμό; Μια λύπη από κάτι βασανιστικό σε έχει καταβάλλει, για να προτιμάς να απομονωθείς από τους κοντινούς σου ανθρώπους ».

« Ναι απομονώνομαι ειδικά άμα οι ''κοντινοί'' μου άνθρωποι όπως εσύ, ο πατριός μου με πιέζετε και γίνεστε ενοχλητικοί. Φύγω όπως είσαι, δεν συζητάω μαζί σου » τον διέταξε με αυστηρό μεν μελαγχολικό δε βλέμμα.

« Δεν είσαι σωστή, εγώ να σε βοηθήσω και να σου φανώ χρήσιμος θέλω. Δεν πράττεις καλά που επιθυμείς να με διώξεις ».

« Δεν θέλω να μου φανείς χρήσιμος, χρησιμότητα από το πατριό δεν θα λάβω ποτέ ακόμα και αν βρεθώ στην πιο μειονεκτική θέση του κόσμου » τον ειρωνεύτηκε και παράλληλα του τόνισε σκληρά την απόφαση της.

« Γιατί συνεχίζεις να το κάνεις αυτό; Με την ανάγκη και επιθυμία σου να απομονωθείς και να μην ανοίγεσαι σε κανέναν δημιουργείς περισσότερο κακό στον εαυτό σου ».

« Χα νομίζεις δεν το ξέρω αυτό; Ήδη έχει πάθει μεγάλο κακό ο εαυτός μου ψυχολογικά και σωματικά » παραδέχτηκε με πικρό σαρκασμό. Ωραία αφού έφτασαν ως εδώ θα του έδινε του πατριού της τουλάχιστον μερικές εξηγήσεις. Αν δεν επέμενε και δεν την έφτανε στα άκρα δεν θα του έκανε όλες τις αποκαλύψεις.

« Θα πήγαινα στην αστυνομία αλλά δεν το έκανα γιατί σας λυπάμαι. Βέβαια, δεν ξέρω αν θα έπρεπε » έστρεψε τη ματιά της από τη θάλασσα στη μεριά του Ισίδωρου.

« Πέραν από τη γνωστή κόντρα μας για το γεγονός ότι δεν εγκρίνεις το δεσμό μας με τη μητέρα σου, εξήγησε μου γιατί ήθελες να πας στην αστυνομία;» του φάνηκε παράξενο και ανήκουστο αυτό που εξέφρασε το κορίτσι.

« Γιατί με βίασαν! Μια παρέα παιδιών που τους νόμιζα για πιστούς και καλούς φίλους με βίασε, με πλήγωσε και μου κατέστρεψε τη ψυχή και η αρχηγός της παρέας απείλησε ότι αν καταθέσω στην αστυνομία το περιστατικό θα πάθουν κακό οι δικοί μου. Δεν αντέχω αυτή τη δίνη και τη ψυχικά σκληρή δοκιμασία.

Πίστευα πως θα το κρατήσω μέσα μου αλλά να ορίστε το έμαθες και εσύ. Ξέρεις το πιο τραγικό της υπόθεσης; Ότι η μαμά μου αυτή που με έφερε στο κόσμο δεν με πίστεψε όταν το είπα μπροστά σε ορισμένους καλεσμένους του αρραβώνα σας » κατέρρευσε και έπιασε το κεφάλι της η Σεσίλια κλείνοντας σφιχτά τα μάτια.

Ο σοκαρισμένος Ισίδωρος ενώ δεν πίστευε στα αυτιά του, συνήλθε γρηγορότερα από την αποκάλυψη και έσπευσε να πάρει στην αγκαλιά του το δύστυχο κορίτσι.

« Σσ ήσυχα αλεπουδίτσα μην στεναχωριέσαι. Εσύ είσαι πιο δυνατή και γενναία από αυτούς που-είμαι σίγουρος- σε φοβούνται και τρέμουν μην τους καταδώσεις. Ξέρεις με πόσο κουράγιο και θάρρος ψυχής αποκάλυψες μπροστά σε όλους και ύστερα σε εμένα, το χείριστο βασανιστήριο που πέρασες; » Η Σεσίλια κούνησε το κεφάλι της για να δείξει ότι συμφωνεί.

« Κανείς δεν με έλεγε αλεπουδίτσα εκτός από τον μπαμπά μου » του ψέλλισε συγκινημένη κοιτώντας τον στα μάτια. Μόλις ηρέμησε λίγο από την ψυχική οδύνη, ο Ισίδωρος το πρόσεξε και έσπευσε να της αναφέρει την απόφαση του.

« Θα μιλήσω στη μαμά σου αύριο κιόλας ».

« Όχι δεν θα το κάνεις σε παρακαλώ » τον παρακάλεσε με μάτια επιτακτικά που ζωήρεψαν και έδιωχναν τα δάκρυα ψυχικής κατάρρευσης και συγκίνησης.

« Δεν σηκώνω κουβέντα, η μαμά σου πρέπει να μάθει και θα της το επιβεβαιώσω εγώ. Έπειτα θα εξετάσουμε και θα δούμε τις επόμενες κινήσεις μας ».





                                       [...]

Από δω και πέρα πατριός και θετή κόρη έστρωναν τη βάση για μια άλλη πιο αρμονική αγαπητική και ζεστή σχέση. Ο Ισίδωρος κανόνισε να μιλήσει στην Ερμυλία για τη κόρη της. Από το επόμενο πρωί κιόλας έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά το θέμα και να επικοινωνήσουν με όποιον χρειαζόταν. Κάποιος συγγενής που εμπιστευόταν η κοπέλα ή ένας ψυχολόγος κρινόταν απαραίτητος για την θεραπευτική υποστήριξη της.

Θα κατήγγειλαν το θέμα του βιασμού στην αστυνομία όπως και να είχε-το ήθελε και η ίδια η Σεσίλια- αλλά έπρεπε πρώτα να πειστεί η Ερμυλία. Εκείνος δεν καταλάβαινε γιατί η μέλλουσα γυναίκα του φερόταν με τόση σκληρότητα στην κόρη της. Είναι δυνατόν να μην πίστεψε το παιδί της;

« Καλέ μου τόσο νωρίς σηκώθηκες;» τον ρώτησε η Ερμυλία ενώ έβαζε στο φλιτζάνι της καφέ από την καφετιέρα. « Γιατί φρέσκος και πρωινός συμβαίνει κάτι με τη δουλειά σου, δεν θα μείνεις;»

« Όχι το ακριβώς ανάποδο  πρέπει να μείνω σπίτι για να κουβεντιάσουμε. Κάθισε δίπλα μου στη πολυθρόνα παρακαλώ.» άγγιζε το έπιπλο κάνοντας της νόημα. Εκείνη κάθισε αμέσως κοντά του με εξημμένη περιέργεια για αυτό που ετοιμαζόταν να ακούσει. « Λοιπόν σε ακούω.»

« Είναι κάτι πολύ σοβαρό και σημαντικό και θέλω να έχεις τη προσοχή σου και να κρατήσεις τη ψυχραιμία σου αν χρειαστεί. Αφορά την κόρη σου ».

« Πάλι αυτή; Κάτι έγινε μεταξύ σας από χθες άλλαξε συμπεριφορά απέναντι σου πρόσεξα. Συμφιλιωθήκατε μήπως; Αν είναι αυτό χαίρομαι πολύ και λέω επιτέλους θεέ μου έγινε το θαύμα».

« Όχι δεν είναι αυτό Ερμυλία, μη με διακόπτεις σε παρακαλώ. Θυμάσαι που μου περίγραψες τι έγινε στην εκδήλωση του αρραβώνα μας; Η κόρη σου αποκάλυψε ότι έπεσε θύμα βιασμού ».

« Ναι αλλά συμφωνήσαμε πως έλεγε ανοησίες και βλακείες για να αποσπάσει τη προσοχή μου επειδή μόνο αυτό είναι ικανή να κάνει. Πηγάζει από την ανάγκη εκδηλωτικότητας της εφηβείας. Τι το θυμήθηκες όμως αυτό τώρα; » ρωτούσε ξαφνιασμένη η Ερμυλία.

« Έλεγε αλήθεια Ερμυλία. Αυτό που σου είπε το παιδί σου ήταν απόλυτα αληθές. Έπεσε όντως θύμα βιασμού » ο στεγνός λόγος του Ισίδωρου βγήκε αβίαστα και φυσικά από το στόμα του καθώς δεν άντεχε να ακούει την γυναίκα δίπλα του να επιμένει στους παραλογισμούς και τις δικαιολογίες της που σίγουρα δεν χωρούσαν στη τραγική και άσχημη αυτή κατάσταση που πέρασε το παιδί της.

« Τι λες;» η Ερμύλια ένιωσε σαν να της κόπηκαν τα γόνατα και το έδαφος ολόκληρο από κάτω της. Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια ή ψέμα εκείνο που μόλις άκουσε.

« Καμία ψευδής υποκριτική χαζομάρα και καμία εκδήλωση καταπιεσμένης εφηβείας δεν ήταν το συμβάν στον αρραβώνα. Η Σεσίλια σου έλεγε την αλήθεια, βιάστηκε » συνέχιζε ακάθεκτος και σοβαρός το λόγο του ο Ισίδωρος.

« Η μικρή δεν πάει καλά έχει παραφρονήσει. Και σε έπεισε εσένα κιόλας. Πότε σου μίλησε για το αισχρό ψέμα της και εσύ την πίστεψες; » θορυβήθηκε η γυναίκα.

« Χθες την πήρα από πίσω μέχρι που σταμάτησε στη παραλία και έκανα προσπάθεια να την βοηθήσω να βγάλει από μέσα της ότι κουβαλούσε και την πλήγωνε. Τσακωθήκαμε αλλά μου αποκάλυψε το λόγο που δεν αισθάνεται καλά ψυχοσωματικά ».

« Και την πίστεψες. Μια χαρά τα καταφέρνει στις ψευτιές, νόμιζα ότι ξεγελούσε εμένα αλλά τελικά κάνει το ίδιο σε εσένα ».

« Άκουσε με, θέλω να με πιστέψεις και να κουβεντιάσουμε για το καλό της κόρης σου. Πρέπει να αποφασίσουμε πότε θα πάμε στην αστυνομία και τι θα καταθέσουμε... η  Σεσίλια είναι σε θέση να μιλήσει στους αστυνομικούς καίτοι ακόμα ταραγμένη. Είναι πολλά αυτά που έχουμε να πούμε ».

« Δεν σε πιστεύω, όπως δεν πιστεύω και αυτήν ».

« Σου λέει το παιδί σου ότι βιάστηκε, στο επιβεβαιώνω εγώ ότι πέρασε αυτό το βασανιστήριο το οποίο δεν έχεις ζήσει για να νιώσεις τη θέση της αλλά οφείλεις να την ακούς και να βρίσκεσαι στο πλευρό της γιατί σε χρειάζεται. Και τολμάς να επιμένεις ότι είναι παρανοική;»

« Ναι τολμάω! Με κατηγορούσε για το τρόπο ζωής και το παλιό επάγγελμα μου και έτσι τη κατηγορώ και εγώ για το ψεύτικο χαρακτήρα της. Διεκδικεί και θέλει να τραβήξει τη προσοχή μας για να εμποδίσει τον γάμο μας. Ο σκοπός της αυτός είναι. Δεν σε αποδέχτηκε ποτέ Ισίδωρε, δεν σου επέτρεψε να φτιάξεις πατρική στοργική σχέση μαζί της » βιαζόταν έντρομη να του επισημάνει τη γνώμη και τη λογική της.

« Την είχα ικανή να κάνει διάφορα απρόβλεπτα για να διαταράξει τη προσοχή μας και να χάσουμε το μυαλό μας ώστε να μην το έχουμε για τις ετοιμασίες του γάμου, αλλά ότι θα γινόταν τόσο τιποτένια ψεύτρα δεν το φανταζόμουν με την καμία. Θα την πιάσω και θα της μιλήσω όσο πιο σύντομα γίνεται. Διαφορετικά θα προκαλέσει και άλλη ζημιά.

Ήδη δεν μπορώ να κυκλοφορήσω στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας μετά το ψέμα που ξεστόμισε μπροστά στους καλεσμένους του αρραβώνα » σηκώθηκε σύσσωμη από το έπιπλο και ανέβηκε στο δωμάτιο της κόρης της για να την καλέσει στο κινητό το οποίο ήξερε πως ξέχασε στη σημερινή βιασύνη της για να φτάσει έγκαιρα στο σχολείο.

« Ερμυλία, περίμενε » ο Ισίδωρος άδικα την φώναξε να ξαναγυρίσει πίσω και να μην αφήσουν τη κουβέντα στη μέση. Τελικά ήταν απίστευτη αυτή η γυναίκα και δεν την αναγνώριζε για πρώτη φορά στα χρονικά και στη ζωή του. Η Ερμυλία περίμενε με ανυπόμονα και τεντωμένα νεύρα την Σεσίλια να γυρίσει σπίτι περπατώντας πέρα δώθε στο υπνοδωμάτιο της δεύτερης.

Με το που επέστρεψε το κορίτσι και ανέβηκε στο δωμάτιο του, η μητέρα του πέρασε αμέσως στην επίθεση ερωτήσεων, κατηγοριών και επικρίσεων. Τίποτα ωστόσο δεν βγήκε από αυτόν τον καυγά, χειρότερα τα έκανε τα πράγματα η μητέρα.

« Δεν πειράζει Ισίδωρε, εσύ έκανες τη προσπάθεια σου. Μην της ξαναπείς τίποτα για αυτό το θέμα » καθησύχαζε αργότερα η Σεσίλια τον πατριό της.

« Γιατί καλή μου, είναι αναγκαίο να μάθει ».

« Γιατί...αφού δεν πίστεψε εμένα, δεν αξίζει να ακούσει την αλήθεια από άλλο άτομο. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις και εσύ να της το πεις » του απάντησε με μελαγχολία και πικράδα.





         [...]

Ο Τιμολέων παρατηρούσε τα μέτριας δύναμης κύματα στη θάλασσα όταν ένιωσε τη Μαρκέλλα να τον ακουμπά στον ώμο. Της έσπρωξε τα χέρια. « Τι έπαθες;» τον ρώτησε η φίλη του με περιέργεια και ενόχληση.

« Παράτα με Μαρκέλλα, θέλω να μείνω μόνος να σκεφτώ».

« Είμαστε μαζί σε όλα, ειδικά μετά από αυτό που κάναμε » του υπενθύμισε αυστηρά.

« Ναι αλλά τώρα θέλω να μείνω μόνος και δεν σε θέλω στο πλευρό μου. Γι' αυτό τζάσε » της αγρίεψε και εκείνη έφυγε τσαντισμένη αφήνοντας τον μόνο στη παραλία. Πράγματι ήθελε να μείνει μόνος του για να βάλει το μυαλό του σε σειρά και μαζί με αυτό κάποια πράγματα στη θέση τους.

Η Σεσίλια μετά από μια κουραστική μέρα στο σχολείο αποκοιμήθηκε στον καναπέ του σαλονιού. Οι εφιάλτες όμως γίνονται σκληροί και ισχυροί εκεί που δεν το περιμένεις. Μνήμες από τη κρυφή παραλία, τα μπουκάλια αλκοόλ, τον βιασμό και τους βασανισμούς στο σώμα και τη ψυχή της ξεπετάχτηκαν από το μυαλό της και τάραξαν τον σύντομο γλυκό λήθαργο της.

Πετάχτηκε όρθια και το μέτωπο της ίδρωσε από τον πανικό που την έπιασε. Ανάσανε ρυθμικά και φώναξε: « Ισίδωρε!» εκείνος έσπευσε δίπλα της και ευτυχώς που ακούστηκε η φωνή της στο τόσο μεγάλο σπίτι.

« Δεν μπορώ άλλο βασανίζομαι. Βλέπω εφιάλτες σχεδόν καθημερινά. Πότε θα τελειώσει αυτή η κατάσταση χριστέ μου; » έβαλε τα κλάματα και ο Ισίδωρος αγκάλιασε δυνατά και παρηγορητικά το κορίτσι σαν κανονικός της πατέρας.

«  Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Δυστυχώς έτσι είναι το πρώτο καιρό μετά από μια τραυματική εμπειρία. Όταν ήμουν μικρός έζησα από κοντά τη δυσάρεστη απώλεια των γονιών μου, με αποτέλεσμα να βλέπω εφιάλτες συχνά τους πρώτους δύο μήνες. Αλλά όλα θα φτιάξουν. Θα δεις. Είμαι δίπλα σου » της ψιθύρισε παρηγορητικά αν και τα λόγια του ήταν πολύ φτωχά και περιττά για την κατάλληλη συμπαράσταση ύστερα από τον εφιάλτη που έζησε τόσο στο όνειρο όσο και στη πραγματικότητα η κοπέλα.

« Δεν ξέρω αν και πόσο γρήγορα θα φτιάξουν. Αμφιβάλλω. Άλλο  με καίει παράλληλα. Πως θα το ξαναπώ στη μαμά; Να το κάνω ή όχι; Αν δεν με πιστέψει ούτε όταν θα δοκιμάσω να της μιλήσω εκ νέου; » τον ρώτησε απελπισμένη και πανικόβλητη.

« Ξέρεις όμως πως αυτό μόνο καλό θα σου κάνει. Έπεσες θύμα βιασμού Σεσίλια, χρειάζεσαι την στήριξη της μαμάς σου όχι μόνο της δικής μου. Σε παρακαλώ κατανόησε το ».

« Ναι το γνωρίζω αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι με τη συγκεκριμένη μητέρα. Την άκαρδη και κακιά » παραπονιόταν δηκτικά για αυτήν η έφηβη.

« Εντάξει εντάξει μην τα αναλύουμε πάλι αυτά. Ξεκουράσου τώρα, πήγαινε στο δωμάτιο σου και ξάπλωσε εκεί για να αναπαυτείς καλύτερα. Εγώ θα πάω να σου φτιάξω  σούπα ή θα σου ζεστάνω  γάλα για αργότερα. Προτιμάς κάτι από αυτά; »

« Μια κοτόσουπα θα μου έκανε καλό σε ευχαριστώ, θα πεινάω πολύ σε λίγο » είπε και ανέβηκε τις σκάλες η Σεσίλια. Τις επόμενες μέρες δεν είδε μεγάλη βελτίωση. Ανέβασε αυξημένο πυρετό, είδε πάλι καινούριους εφιάλτες και είπε στον Ισίδωρο: « Ψήνομαι και πονάει ο λαιμός μου αφόρητα ». 

Ο πατριός της την πήγε στο τοπικό νοσοκομείο επειδή δεν έπρεπε να χαθεί χρόνος. Οι γιατροί του νοσοκομείου της περιοχής τους δεν γνώριζαν για το βιασμό. Ακόμη, διαπίστωσαν πως η κοπέλα έπαθε πνευμονία ήπιας μορφής. Ευτυχώς έγινε γρήγορα καλά, μόλις της έδωσαν αντιβιοτική αγωγή. Ένας επισκέπτης έκανε την απρόσμενη εμφάνιση του δύο ώρες μετά την εισαγωγή της στο δωμάτιο της κλινικής και τάραξε τα νερά συθέμελα. Ο Τιμολέων. Την ίδια στιγμή η Σεσίλια κατέθετε σε έναν αστυνομικό το συμβάν του βιασμού της. Ούτε που ήξερε πως βρήκε το κουράγιο ψυχής και το θάρρος να περιγράψει ξεκάθαρα το γεγονός, όμως ένιωθε περήφανη και αλαφρωμένη μόλις αποχώρησε από το δωμάτιο ο αστυνομικός. Φυσικά η ίδια και ο Ισίδωρος του ζήτησαν να μην ενημερώσει την Ερμυλία καθώς επιθυμούσαν να της το αποκαλύψουν εν καιρώ. Προς το παρόν θα έμενε κρυφό.

« Εσύ είσαι ένας από τους αλήτες που της φέρθηκαν τόσο βάρβαρα; Πως τολμάς να έρχεσαι μέχρι εδώ ε;» του επιτέθηκε ο Ισίδωρος με ορμή και παραλίγο να τον χτυπούσε αν δεν τον συγκρατούσε ένας νοσοκόμος.

« Σε παρακαλώ Ισίδωρε, άσε μας μόνους για λίγο » τον παρακάλεσε η Σεσίλια παρότι ένιωθε και εκείνη οργή και αποστροφή. Ο Τιμολέων της ζήτησε συγνώμη και της είπε ότι θα έπαιρνε την ευθύνη πάνω του μαζί με τον Νίκανδρο και θα παρέδιδαν τους εαυτούς τους στην αστυνομία. Έτσι και έπραξαν. Οδηγήθηκαν στο κελί όπου θα εξέτιαν ποινή ισόβια.

Ο Ισίδωρος και η Σεσίλια γύρισαν στο σπίτι και φυσικά είπαν ψέματα στην Ερμυλία. « Που ήσασταν τη χθεσινή μέρα; Είδα το σημείωμα σου Ισίδωρε, όπου ανέφερες για μονοήμερη εκδρομή, όμως δυσκολεύομαι να το πιστέψω, δεδομένης της όχι ιδιαίτερα αρμονικής σχέσης μεταξύ σας ».

« Πήγαμε στο σπίτι της μαμάς μου έξω από τη πόλη αγάπη μου και αργήσαμε να γυρίσουμε επειδή έτυχε κάτι σημαντικό... συγνώμη που δεν σε ενημέρωσα ».

« Αα κρίμα, θα σου έδινα τους χαιρετισμούς στη μαμά σου από το τηλέφωνο. Εσύ Σεσίλια γιατί είσαι άσπρη σαν χαρτί; Έχεις χλομιάσει ».

« Πήγα να συμπληρώσω πως η κόρη σου όσο βρισκόμασταν στο πατρικό μου, ανέβασε ελάχιστο πυρετό και την πήγαμε σε κοντινό γιατρό. Φαίνεται πως άρπαξε μια ίωση ξαφνικά, αλλά δεν ήταν κάτι ανησυχητικό, για αυτό δεν σε ειδοποίησα. Αναγκαστήκαμε να μείνουμε στο δωμάτιο του ξενώνα μέχρι να της περάσει ο πυρετός και να ανακτήσει πάλι τις δυνάμεις της. ».

« Κατάλαβα, και εσύ κόρη μου δεν μπορούσες να καθίσεις σπίτι αφού δεν ένιωθες καλά; Χθες νωρίς το πρωί πριν φύγω για την δουλειά, σε έβλεπα. Κοίτα πήγες να πάθεις πνευμονία παραλίγο. Ήταν ανάγκη να πας στη μαμά του Ισίδωρου επίσκεψη; Να ευχόμαστε να μην κόλλησε τη καημένη μαμά σου, είναι και μεγάλη γυναίκα » στράφηκε στον Ισίδωρο και πάλι στη Σεσίλια « αμάν βρε παιδί μου τελείως απρόσεχτη και ανεύθυνη » την επέπληξε.

Η κοπέλα όντας σε φάση ανάρρωσης και με πολλές αδυναμίες, αναστέναξε αγανακτισμένη. Πρόσφατα γύρισε από το νοσοκομείο και είχε να ακούσει και να υποστεί το μάλωμα της μαμάς της, επειδή έθεσε σε κίνδυνο την υγεία της ηλικιωμένης, την οποία δεν επισκέφτηκε ποτέ στη πραγματικότητα.

Όπως όλοι οι δήθεν σωτήρες που παρουσιάζονται με μετάνοιες έτσι και αυτός είχε τις κρυφές αμαρτίες του. Ο Τιμολέων της απέκρυψε την αλήθεια πως φυγάδευσε τους φίλους του για να τους διαφυλάξει από τα χέρια της αστυνομίας, αλλά το μυστικό του μαθεύτηκε. Η Σεσίλια με το που το πληροφορήθηκε ένιωσε απόλυτα συγχυσμένη. Τον επισκέφτηκε στη φυλακή την ίδια κιόλας μέρα.

« Μου είπες ψέματα ή τη μισή αλήθεια δεν ξέρω ακριβώς, ότι η αστυνομία είναι καθοδόν για τα υπόλοιπα μέλη της παρέας σου και με το που θα τους βρει θα τους συλλάβει. Σήμερα μαθαίνω πως τους φυγάδεψες » τον κοίταξε ζωηρά και έντονα αλλά με επικριτικό τόνο.

« Αυτό έχει σημασία για σένα;» την ρώτησε σκληρά και εκνευρισμένα που του ζήταγε το λόγο από τη στιγμή που φορτώθηκε ένα έγκλημα στα βάρη της πλάτης του μόνιμα. « Μη σε νοιάζει που βρίσκονται οι υπόλοιποι, εγώ ανέλαβα την ευθύνη ολόκληρη πάνω μου και θα πάρεις τη δικαίωση σου έτσι και αλλιώς ».

« Δεν θα ησυχάσω αν δεν βρουν την παρέα σου και δεν τιμωρήσουν και αυτούς όπως  πρέπει επάξια » του τόνισε αποφασιστικά και γενναία και ξεκίνησε να φεύγει με αγέρωχους, εξελικτικούς βηματισμούς.

Μια άλλη μέρα ο Ισίδωρος αφού έμαθε την αυτοκτονία του Τιμολέων στις φυλακές καθώς δεν άντεξε τις τύψεις που τον ταλάνιζαν για την Σεσίλια όπως υποστήριξε στο γράμμα του, πλησίασε και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας απέναντι της. Όφειλε να την πληροφορήσει με προσοχή, αλλά δεν έβρισκε τις λέξεις για να της το φέρει μαλακά.

« Αύριο λέω να τηλεφωνήσω στον Τιμολέων για να μάθω για την παρέα του επί ευκαιρία. Αν τους πιάσανε μήπως...» του είπε το κορίτσι ενώ ανακάτευε το γάλα στο ποτήρι της.

« Δεν μπορείς  »

« Γιατί;»

« Δεν μπορείς, ο Τιμολέων δεν είναι πια στη φυλακή. Πέθανε...αυτοκτόνησε για την ακρίβεια». ήρθε η αποστομωτική και μακάβρια απάντηση του. Η Σεσίλια άρχισε να κλαίει με σπαραγμό για πολλούς λόγους. Διότι κάτι στη στάση του Τιμολέων τον τελευταίο καιρό την έκανε να τον βλέπει διαφορετικά, να πιστεύει πως τρέφει μερικά αισθήματα ανθρωπιάς μέσα του και να τη νοιάζεται. Διότι υπήρξε ο πρώτος της έρωτας.

Διότι μαζί με την αυτοκτονία του, χάθηκε η ελπίδα  να βρουν και να συλλάβουν τους φίλους του  για το αίσχος που της έκαναν. Επειδή ο Τιμολέων δεν αποκάλυψε στους αστυνομικούς το καταφύγιο τους και χωρίς αυτή την πληροφορία θα ήταν ζόρικο να τους βρουν.

« Γιατί τα περνώ όλα αυτά, γιατί! Γιατί συμβαίνουν σε εμένα; » φώναζε και η οικονόμος του σπιτιού μια υπέρβαρη συμπαθητική γυναίκα η Βιβή κατέβηκε από το πάνω όροφο έντρομη και πρόσφερε ένα ηρεμιστικό σιρόπι στο δύσμοιρο κορίτσι του οποίου τις αντιδράσεις δεν καταλάβαινε. Ο Ισίδωρος που δεν έφυγε από το πλευρό της μικρής κοπέλας ούτε στιγμή, επικαλέστηκε ένα ψέμα στην Βιβή: έμαθαν πως σκοτώθηκε ένας φίλος της από το σχολείο με τον οποίο είχε άψογες, σχεδόν αδελφικές σχέσεις.

Ένα μήνα μετά,

Η Ερμυλία ένα πρωί λίγο πριν κατέβει τις σκάλες, άκουσε ψίθυρους από το δωμάτιο της Σεσίλιας. Άμεσα της μπήκαν οι ψύλλοι της καχυποψίας και στάθηκε να κρυφακούσει πίσω από την πόρτα μπας και βγάλει άκρη στο τι συνέβαινε.

Όταν τέντωσε λίγο καλύτερα τα μάτια της και διέκρινε από τη χαραμάδα τον Ισίδωρο ,τρελάθηκε. Της φάνηκε πως ακουμπούσε κάπως πιο κοντά το σώμα της όταν τον αγκάλιασε. Και εκείνος γιατί το έκανε για να της δείξει μόνο τα συναισθήματα της πατρικής στοργής, ή και για να γευτεί τις χαρές της εφηβικής σάρκας;

« Δεν θα ξαναπώ τίποτα στη μαμά, ούτε γιατί έλειπα από το σπίτι τότε. Θα παραμείνει μυστικό ανάμεσα σε εμάς τους δύο Ισίδωρε. Δεν έχει νόημα εξάλλου δεν το βλέπεις; » ψιθύριζε η Σεσίλια.

« Εγώ νομίζω πως κάνεις λάθος που αφήνεις τον καιρό να περάσει, αλλά θα το σεβαστώ αφού το θέλεις τόσο. Δεν θα της πούμε τίποτα λοιπόν ». Άρα είχαν κάποιο μυστικό όπως άρχισε να υποπτεύεται και αυτή. Ποιο μυστικό κρατούσαν αυτοί οι δύο για τον εαυτό τους; Η Ερμυλία δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Μήπως είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους ο...Όχι, όχι δεν ήθελε να φαντάζεται πως το μυστικό τους ήταν ο...δεσμός και δεν της το αποκάλυπταν επειδή δείλιαζαν και φοβόντουσαν τις συνέπειες.

Μεμιάς ένιωσε αποστροφή για τη κόρη της αλλά όχι το ίδιο και για τον Ισίδωρο. Δεν έφταιγε αυτός, ελάχιστο μερίδιο ευθύνης του απέδιδε καθώς τον αγαπούσε τόσο που τον δικαιολογούσε. Τι να κάνει ο άνθρωπος όταν έχει ένα ξεδιάντροπο εφηβικό πειρασμό να τον προκαλεί;

'' Πόρνη η κόρη μου ακολούθησε και εκείνη τα χνάρια μου, βάδισε στο παλιό μου δρόμο. Πόρνη για ένα διάστημα εγώ και τώρα αυτή. Μου παρίστανε την τίμια και μου έκανε μαθήματα ηθικολογίας, ανάθεμα την. Αυτή αποδείχτηκε χείριστη, αφού πήγε με τον σύντροφο μου.'' σιγομουρμούρισε μέσα της η Ερμυλία παρατηρώντας από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου τη Σεσίλια να τακτοποιεί τα ρούχα της στη ντουλάπα αργότερα, το μεσημέρι.

Από εκείνη τη στιγμή ο νους της Ερμυλίας ξεστράτισε προς έναν δρόμο που δεν έπρεπε...και θα καθορίσει αρνητικά τις σχέσεις της με την κόρη της Σεσίλια...

Την επόμενη μέρα η Ερμυλία ετοίμασε και αποτόλμησε την 'επιδρομή' της. Άνοιξε τη πόρτα του δωματίου της Σεσίλια με αποφασιστικό βήμα και βεβαιότητα και στάθηκε απειλητικά από πάνω της. Η Σεσίλια ξαφνιάστηκε με το παγωμένο και ανελέητο ύφος της μητέρας της. « Τι έπαθες, γιατί στέκεσαι έτσι και με κοιτάς παράξενα;» τη ρώτησε.

« Πόσο καιρό κοιμάσαι με τον Ισίδωρο;»

« Τι κάνω;»

« Λέγε αμέσως μέσα σε αυτές τις δύο βδομάδες που είστε μέλι γάλα οι δύο σας, πόσο κοντά ήρθατε. Μείνατε στις αγκαλιές, στα φιλιά ή φτάσατε και στο κρεβάτι;» γινόταν πιο υστερική και ίσα που συγκρατούσε τη ψυχραιμία της. Το πρόσωπο της έμοιαζε έτοιμο να εκραγεί.

Η κοπέλα στεναχωρήθηκε και πόνεσε. Της ήρθε στη μυαλό μια άλλη σκληρή σκηνή από παρελθόν. Μια άλλη εφηβική φωνή να της λέει το ίδιο σχεδόν και να τη κατηγορεί για κάτι που δεν ήταν υπόλογη και δεν ευθυνόταν...

« Μαμά ησύχασε και φέρσου με πραότητα. Δεν ξέρω τι λες, τι άκουσες, ποιος στο είπε και πως το σκέφτηκες αυτό το παράλογο, αλλά σου υπογραμμίζω μέσα από τα ειλικρινή βάθη της ψυχής μου ότι δεν έκανα απολύτως τίποτα με τον Ισίδωρο. Δεν θα μπορούσα αφού είναι πατριός μου.»

« Για σένα δεν είναι πια. Μάλλον εραστής θα προτιμούσες να έλεγες καλύτερα, απλά σε έπιασαν οι τύψεις και δεν τολμάς να το πεις μπροστά μου. Σωστά;» την ειρωνεύτηκε άγρια και όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο έβαζε σκοπό να την πονέσει με τα λόγια της. Η Σεσίλια κατέβασε το κεφάλι της από έντονη στεναχώρια που δεν την πίστευε η μαμά της, ο πιο σημαντικός άνθρωπος της ζωής της.

« Πως να αρχίσω και τι να πω μαμά;»

« Πες την αλήθεια βρε παλιοκόριτσο για μία φορά πες την! Έτσι σε μεγάλωσα και εξίσταμαι γιατί ξόδεψα χρόνο και χρήμα για να σου βρω τους καλύτερους δασκάλους και να φοιτήσεις στα καλύτερα σχολεία; Και θα συνέχιζα να κάνω το ίδιο για τα καλύτερα κολέγια παρομοίως και τις καλύτερες δουλειές; Έχυσα ιδρώτα, κόπο, προσπάθειες και σε έτρεχα σε χίλια σχολεία και συμβούλους για να σε διδάξουν, να σε καθοδηγήσουν, να σου μάθουν μόρφωση και ηθικές αξίες.

Έγινες και εσύ 'φτηνή' τώρα, αυτό που κορόιδευες και κατηγορούσες σε εμένα παλιά. Συγχαρητήρια! Εξέφρασες αντίθεση στον παλιό τρόπο ζωής μου, τότε που ήμασταν περιορισμένα οικονομικά και ορίστε να! Η τίμια Σεσίλια που διατυμπάνιζε την ανάγκη επιβολής τάξης και ηθικής στις ζωές των ανθρώπων σαν εμένα, έγινε χειρότερη από πόρνη. Κοιμήθηκες με τον πατριό σου, τον μελλοντικό σου πατέρα. Τι σίχαμα! Είσαι άνθρωπος εσύ; Πες μου!» της ούρλιαξε ακόμα πιο ηχηρά και τρομακτικά.

« Δεν περίμενα ποτέ ότι η ίδια μου η μαμά, θα μου φώναζε και θα με κατηγορούσε για κάτι τόσο αποτρόπαιο και φρικαλέο. Πάω να φύγω γιατί δεν έχω καμία θέση στο σπίτι πια. Δεν σε μπορώ άλλο μαμά, δεν σε αντέχω! » ύψωσε τη φωνή της η κοπέλα πνίγοντας το κλάμα που πήγε να της βγει.

Κατέβηκε τα σκαλιά σαν σίφουνας άνοιξε τη πόρτα και έφυγε όπως ήταν. Θα πήγαινε στο κοντινό πάρκο για να ηρεμήσει και να βγάλει τη πίκρα από μέσα της μετά το καινούριο πανικό που της προκάλεσε η μαμά της. Άδικα την κατηγόρησε αλλά προφανώς δεν την αγαπούσε, αν πίστευε στο παιδί της δεν θα μιλούσε με αυτή την απονιά.



     [...]

Η Σεσίλια με έτοιμες τις βαλίτσες της και κατέβηκε αθόρυβα τις σκάλες για να μην την ακούσει κανείς. Δεν κατάφερε όμως να μην γίνει αντιληπτή από την οικονόμο Βιβή. Η γυναίκα δεν είχε ύπνο και σηκώθηκε να πιει ένα ποτήρι νερό στη κουζίνα όταν άκουσε τα σιγανά βήματα της νεαρής στο πάτωμα και κατευθύνθηκε στο σημείο του σαλονιού να καταλάβει τι συνέβαινε.

« Κυρία Βιβή; » ρώτησε αλαφιασμένη η κοπέλα.

« Δεσποινίς Σεσίλια που πηγαίνεις μες στη νύχτα; Τι είναι αυτές οι δύο βαλίτσες και ο μικρός σάκος στον ώμο σου; »

« Φεύγω. Για πάντα. Θα πάω στην Ανφήνα να μείνω. Δεν θέλω να ζήσω εδώ, αυτό το σπίτι όσο υπερπολυτελές και αν είναι με βαραίνει. Ίσως αν δεν ήταν η σχέση μου με τη μαμά μου τόσο κακή να μην με πείραζε το σπίτι και να μην έφευγα ποτέ ». εξήγησε η Σεσίλια γενικά και αόριστα χωρίς να θέλει να επεκταθεί περισσότερο στο θέμα.

« Όποια προβλήματα έχουμε με τους δικούς μας, πιο συνετό είναι να τα επιλύνουμε πριν φύγουμε. Η μαμά σου δεν πιστεύω πως δεν σε αγαπάει. Απλά σε παραμελεί και δεν σου δείχνει την αγάπη της όπως παλιά. Έτσι έχω καταλάβει από τον λίγο καιρό που ζω μαζί σας. »

« Αχ κυρία δεν ξέρετε τα μισά γεγονότα, έχουν γίνει πολλά μεταξύ εμένα και της μαμάς μου. Πολλά άσχημα. Για αυτό δεν επιθυμώ να βρίσκομαι στην ίδια στέγη μαζί της πια και με βλέπετε τώρα να ετοιμάζομαι να φύγω » έπιασε με νόημα το σάκο της η κοπέλα.

« Στάσου μην φύγεις έτσι. Περίμενε δύο λεπτά να πάω στο δωμάτιο μου και επιστρέφω » η Βιβή πήγε και γύρισε γρήγορα με ένα μικρό τυλιγμένο ύφασμα το οποίο έκρυβε λεφτά μέσα. Έτεινε το ύφασμα στη κοπέλα και της υπέδειξε επιτακτικά να το πάρει.

« Δεν μπορώ να τα δεχτώ κυρία Βιβή αυτά τα λεφτά είναι δικά σας, είναι οι οικονομίες που συγκεντρώνατε καιρό όταν καθαρίζατε νιπτήρες και γυαλίζατε πατώματα σε πλούσιες επαύλεις πριν τη δική μου...» πάλεψε πολύ  για να μην φανούν τα δάκρυα της και να μην δείξει τη συγκίνηση της μπροστά στη γυναίκα.

« Εσύ είσαι νεότατο κορίτσι, εγώ μια ξεφτισμένη γριά που σε πέντε χρόνια το πολύ θα αναγκαστεί να σταματήσει να δουλεύει. Ήδη άρχισαν τα προβλήματα στη μέση και στα αρθριτικά. Για να μην νομίζεις πως το κάνω πρώτη φορά, μάθε πως το κάνω συνέχεια με τον ανιψιό μου. Στην ηλικία σου και αυτός, δεκαοκτώ είναι. Ότι οικονομίες συγκέντρωνα από μισθούς, τα μετέτρεπα σε χαρτζιλίκια και τα έδινα στον ανιψιό μου.

Ένα κομπόδεμα μάλιστα του φύλαξα και του το έδωσα, επειδή πήγε να σπουδάσει μακριά από τους γονείς του και δεν του έφταναν τα χρήματα που είχε από εκείνους. Για αυτό πάρτα και μην τα αρνείσαι. Μόνη σε μια μεγάλη άγνωστη πόλη, πως θα ζήσεις το πρώτο διάστημα μέχρι να ορθοποδήσεις;»

« Θα τα καταφέρω, θα με βοηθήσει ο Ισίδωρος να΄ ναι καλά και αυτός » την διαβεβαίωσε με πεποίθηση και ελπίδα. « Μου στάθηκε και μου στέκεται σαν δεύτερος πατέρας και ας του έδειχνα εχθρικότητα στην αρχή » μετά από αυτή τη δήλωση αντιλήφθηκε πως όφειλε μια συγνώμη στον Ισίδωρο. Δεν του ζήτησε ποτέ ξεκάθαρα συγνώμη -και ήταν άδικο- παρά μόνο του έδειχνε μέσα από τη συμπεριφορά της το ότι άρχιζε να τον αντιμετωπίζει πιο φιλικά.

« Να σε αποχαιρετήσω κορίτσι μου. Θα μου λείψεις τόσο πολύ ».

« Και εμένα καλή μου Βιβή. Δεν ξέρεις πόση συγκίνηση νιώθω τώρα ».

« Πήγαινε στο καλό, να μην σε κρατάω ». Η Σεσίλια βγήκε από τη βίλα σέρνοντας τα πράγματα της και έφτασε στο αυτοκίνητο του Ισίδωρου. Θα τον περίμενε για ένα μισάωρο ακόμα μέχρι να πάει έξι το πρωί. Όσο πιο νωρίς θα αναχωρούσαν για να μην ξυπνήσει η Ερμυλία και αντιληφθεί τι πήγαιναν να κάνουν.

Ο πατριός της θα την άφηνε στην Ανφήνα στη περιοχή όπου είχε το σπίτι του. Ένα μικρό αλλά ευκατάστατο σπίτι το οποίο θα ήταν το ιδανικό της καταφύγιο για όσο επιθυμούσε να μένει εκεί. Αν άλλαζε γνώμη και δεν ήθελε να μένει πια εκεί θα έψαχνε δικό της σπίτι στη μεγαλούπολη.

Έριξε μια ματιά στον κήπο και στο οίκημα της για τελευταία φορά καθώς αμφέβαλλε αν θα το ξαναέβλεπε ποτέ. Παράλληλα αναλογίστηκε την κουβέντα της με την Βιβή. Υπήρχαν καλόκαρδοι άνθρωποι ακόμα στο κόσμο. Αν ήταν η μαμά της η συγκεκριμένη κυρία θα την αγαπούσε λιγότερο; Όχι αποφάσισε μέσα της η κοπέλα, χίλιες φορές καλύτερα να ήταν η κόρη μιας εξουθενωμένης αλλά γελαστής υπηρέτριας με ανθρωπιά, αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω της παρά μιας άκαρδης πλούσιας κυρίας.

Η Ερμυλία έμαθε από μια γνωστή και ελάχιστα κοντινή φίλη της Σεσίλιας ότι η κόρη της δεν ένιωθε καλά τον τελευταίο καιρό, αλλά αποφάσισε να μην μιλήσει στη μητέρα της αφού η πρώτη προσπάθεια να της πει την αλήθεια και να την πείσει απέτυχε. Τότε σαν κάποιες σκέψεις της γεννήθηκαν στο μυαλό και έσπευσε στο σπίτι για να μιλήσει με τον Ισίδωρο. Εκείνος της παραδέχτηκε ότι πήγε την Σεσίλια στην Ανφήνα, διότι ήταν η επιθυμία της να φύγει.

« Μα είναι το παιδί μου. Έπρεπε να με αφήσεις να προλάβω να της μιλήσω γιατί τη πήγες στην Ανφήνα; Να την ακούσω, να τη δω πως νιώθει » έκλαιγε με αναφιλητά ταραγμένη πιάνοντας τον σφιχτά από τα μπράτσα.

« Αυτό να το σκεφτόσουν νωρίτερα, το πως ήταν το παιδί σου και να μην το άφηνες στη τύχη του. Το καημένο παιδί δεν άντεξε και έφυγε μακριά σου και της δίνω δίκιο σε αυτό. Κοίταξε την αλήθεια κατάματα. Είσαι αδιάφορη και ανεπαρκής μάνα. Δεν μπορείς να μεγαλώσεις τη κόρη σου σωστά, μόνο με τα εφόδια της μάθησης χρηματοδοτούμενα σε ακριβά σχολεία και κολέγια.

Το παιδί δεν θέλει μόνο προσφορά οικονομικής ισχύος και επίδειξη υλικών, αντίθετα χρειάζεται ανάδειξη αγαθών όπως η μητρική αγάπη, η ανθρωπιά, η αποδοχή και ο σεβασμός. Αγαθά που εσύ δεν διαθέτεις και δεν προσφέρεις » της μίλησε ανελέητα και επικριτικά. Το σώμα της Ερμυλίας άρχισε να τραντάζεται ακόμα δυνατότερα από τους λυγμούς και ανέβηκε με τρεμάμενα βήματα στη κρεβατοκάμαρα της κόρης της.

Άνοιξε την ντουλάπα για να δει αν τα πήρε όλα μαζί της. Σχεδόν τα πάντα έλειπαν, σωστά το φαντάστηκε. Εκτός από κάτι πρόχειρα, σπιτικά, για τζόκινγκ και μικρά ρούχα στα οποία δεν χωρούσε επειδή είχε μεγαλώσει. Τα έβγαλε έξω από τη ντουλάπα και τα έριξε πάνω στο κρεβάτι. Τα ανακάτευε μπας και βρει κάποιο ρούχο που να είχε αξία για τη κόρη της... τελικά ανακάλυψε μια μπλε μπλουζίτσα.

Της την είχε χαρίσει ο πατέρας της για να γιορτάσουν και να επιβραβεύσουν τη πρωτιά της στο αγώνισμα της κολύμβησης όταν φοιτούσε στην πρώτη γυμνασίου. Η Ερμυλία κράτησε σφιχτά το μπλε σκούρο μπλουζάκι πάνω και οι λυγμοί της έτρεχαν και σταματημό δεν είχαν. Τα δάκρυα πότισαν το ύφασμα του ρούχου. '' Γιατί δεν πίστεψα το παιδί μου, όταν πήγαινε να μου διηγηθεί το μαρτύριο της; Όταν προσπαθούσε διακαώς να με ενημερώσει ότι κάτι σοβαρό της συνέβαινε και εγώ της έκοβα την συνέχεια του λόγου της;

Εγώ που τη προειδοποίησα παλιά για τους κινδύνους των καινούριων της παρεών, της συμπεριφέρθηκα με αδικία, κακία και τη κατηγόρησα.'' Δεν σταματούσε να κατηγορεί τον εαυτό της και να παραμιλά μέχρι που αφέθηκε στον ύπνο ή σαν κάτι που έμοιαζε με ύπνο, ούτε αυτή κατάλαβε τι γινόταν μέσα της.



                      [...]

Ο Ισίδωρος πλήρωνε το νοίκι του σπιτιού της Σεσίλιας για όλο το χρόνο. Τη βοήθησε να γραφτεί στη ιδιωτική θεατρική σχολή δοξασμένης φήμης που δεν υστερούσε σε τίποτα από τις μεγάλες πανεπιστημιακές σχολές που επιθυμούσε και της κάλυπτε και τα περισσότερα έξοδα . Όμως η Σεσίλια έπρεπε να μάθει κάποια πράγματα για να έχει ευθύνη για τον εαυτό της και τις δουλειές του σπιτιού. Σε όλες τις σπιτικές δουλειές τα πήγαινε μια χαρά, εκτός από μία βασική. Γενικώς είχε βρει το δρόμο της και διαπίστωνε ότι χαμογελούσε και έλαμπε πάλι.

Η ζωή της άρχιζε να γίνεται πάλι όμορφη, χωρίς να τη βαραίνουν διαρκώς οι εφιάλτες και οι αρνητικές σκέψεις. Εκτός από τα μαθήματα στη σχολή βρήκε το ιδανικό γυμναστήριο της περιοχής και γράφτηκε σε αυτό. Πήγαινε δύο φορές τη βδομάδα και έκανε τρέξιμο, ασκήσεις στο στρώμα και διάδρομο. Κάτι κορίτσια στην ηλικία της επιχείρησαν να της πιάσουν κουβέντα για γνωριμία κάποια στιγμή.

« Τρέχεις πολύ στο διάδρομο, απορώ τι ταχύτητα έχουν τα πόδια σου » της έκανε παρατήρηση εντυπωσιασμένη η Νταίζη. Η Μίρκα καθόταν πιο πέρα σε μια γωνιά και τις κοιτούσε.

« Μου αρέσει το τρέξιμο μάλλον, με κάνει να νιώθω μια αναζωογόνηση » έδωσε την βιαστική εξήγηση της η Σεσίλια. Δεν ήθελε περισσότερη κουβέντα με τις κοπέλες και την παραξένεψε αυτό στη αρχή. Γινόταν ψηλομύτα ολίγον και δεν έκανε παρέα πλέον τόσο άνετα με κάθε άτομο που γνώριζε.


Και που να το φανταζόταν ότι θα συναντούσε τα ίδια κορίτσια, θα τους αφηγούνταν τα γεγονότα της δικής της ζωής και το πως έφτασε ως εδώ δύο χρόνια μετά.

« Δε το πιστεύω, μου φαίνεται απίστευτο ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα μπορούσαν να σου κάνουν τέτοιο αποτρόπαιο κακό » ψέλλισε ταραγμένη η Μίρκα.

« Τόση οργή νιώθω μέσα μου... Αν συναντούσα αυτά τα παιδιά μπροστά μου  θα χρησιμοποιούσα τις τεχνικές που έμαθα και απέκτησα από τα μαθήματα τζούντο » δήλωσε αποφασιστικά η Νταίζη.

« Και εγώ λυπάμαι για τις δικές σας εμπειρίες και όσα αναγκαστήκατε να περάσετε Νταίζη και Μίρκα μου. Δεν ζήσατε λιγότερο άσχημες καταστάσεις από εμένα » τις κοίταξε με συμπόνοια.

« Δεχτήκαμε το βιασμό παρά τη θέληση μας. Τώρα όμως βαδίζουμε σε μια νέα πορεία, το βράδυ αυτό που σημάδεψε τις ζωές μας θα σημάνει τη πρεμιέρα για νέα ζωή, νέο ξεκίνημα. Πιαστείτε από τα χέρια η μία την άλλη. Νιώθετε την ενέργεια την δύναμη που μας ενώνει και θα μας κάνει να πορευτούμε στη ζωή μας;»

« Εγώ το νιώθω » είπε δακρυσμένη η Σεσίλια.

« Και εγώ, δεν φαίνεται αλλά μας επιδρά σαν ηλεκτρική ενέργεια, νιώθω ότι φλογίζεται μια φιλία και παλεύει να αναγεννηθεί ».

« Μου αρέσει αυτό που λες Μίρκα » της χαμογέλασε η Νταίζη και συμπλήρωσε: « Μαζί θα τη περάσουμε αυτή τη δοκιμασία όπως τις ακόλουθες στο δρόμο του βίου μας πλέον μόνο μαζί ».

Πως σας φάνηκε η δήλωση των κοριτσιών και ιδίως της Νταίζης; Είναι η αρχή της ελπίδας για όλες τους και πιθανών για μια νέα φιλία;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top