Άτιτλο κεφάλαιο 11

Η ζωή της Σεσίλιας σηματοδοτήθηκε από άσχημα και τραγικά πράγματα ολόκληρο το έτος του 2010. Αρχές Φεβρουαρίου ήρθε ο θάνατος του πατέρα της από παθολογικά αίτια εντελώς απρόσμενα. Η αμέλεια του για εξετάσεις τον πρόδωσε, καθώς δεν είχε πάρει στα σοβαρά το πρόβλημα που άρχιζε να δημιουργείται στα νεφρά του. Πίστευε πως θα μπορούσε να ζήσει με τον συνηθισμένο τρόπο ζωής του για πάντα και ότι θα άντεχε ο οργανισμός του για πολύ ακόμα.

Η Σεσίλια έκλαψε και πικράθηκε με την απώλεια του. Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερις μήνες για να αισθανθεί την ψυχολογία της πάλι στις καλές της. Ο πατέρας της θα έμενε πάντα στην καρδιά της ως ο πιο γλυκός, καλόκαρδος και δίκαιος άνθρωπος του κόσμου. Ο πετυχημένος και σκληρά εργαζόμενος επιχειρηματίας μιας επιχείρησης υφασμάτων έβρισκε πάντα χρόνο για τη κόρη του και εκείνη θυμόταν όλες του τις αρετές: την αγάπη τους προς εκείνη, το ζωηρό και συμπαθές χαμόγελο του, την στήριξη του στα όνειρα της και την καθοδήγηση και συμβουλή του, ώστε να ακολουθήσει μια ευτυχισμένη ζωή.

Παρατηρούσε την μητέρα της, λίγο καιρό μετά τη κηδεία του μπαμπά και ένιωθε οργή και απογοήτευση. Η μαμά της Ερμυλία πένθησε το θάνατο του μπαμπά όχι επειδή έχασε τον πιο σημαντικό και αγαπητό άνθρωπο της, αλλά επειδή είχε έννοια μήπως δεν θα δικαιούνταν μέρος της περιουσίας που έλεγε ότι της άνηκε και όφειλε να κληρονομήσει.


Ο αδερφός του άντρας της δεν έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τη Ερμυλία και αποφάσισε να καρπωθεί το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων του αδερφού του, αφήνοντας ξεκρέμαστες τις δύο γυναίκες, μαμά και κόρη. Εκείνες βρέθηκαν σε λίγο χρόνο με ελάχιστα χρήματα και άφησαν την έπαυλη για ένα μικρότερο και σαφώς όχι τόσο δαπανηρό σπίτι για τα δεδομένα της Ερμυλίας. Η τελευταία βρήκε δουλειά ως ηθοποιός κινηματογράφου, αλλά χωρίς υψηλές απολαβές.

Η κόρη της ονειρευόταν με λαχτάρα να γίνει θεατρική ηθοποιός, όμως δεν θα ακολουθούσε τον αμαρτωλό δρόμο της μαμάς της. Εκείνη το τελευταίο καιρό, καλούσε στο σπίτι τους τρεις άντρες καλοστεκούμενους, τέλειους σε ομορφιά και χρήμα και κλειδώνονταν στο δωμάτιο της. Η Σεσίλια άκουγε τα βογκητά της μαμάς της και του κάθε αρσενικού, πίσω από τις κλειστές πόρτες και αηδίαζε. Την αποστρεφόταν πιο πολύ.

Η Ερμυλία δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Της άρεσε να την περιτριγυρίζουν ωραίοι άντρες και όταν κανά δύο τρεις της πρότειναν να περάσουν τη νύχτα μαζί της με αντάλλαγμα ένα γαλαντόμο ποσό, εκείνη συμφώνησε, αφού είχε ανάγκη από χρήματα για την καθημερινή οικονομική της ενίσχυση.

« Θα σταματήσεις να έχεις μούτρα και να είσαι κατσουφιασμένη; » ρώτησε η Ερμυλία ένα απόγευμα το παιδί της που ήταν ξαπλωμένο στο καναπέ του σαλονιού.

« Ναι, αν σταματήσεις να φέρνεις άγνωστους άντρες στο σπίτι! » υψώθηκε αποφασιστικά η φωνή της κόρης της.

« Γιατί δεν θες να καταλάβεις, αυτοί οι άντρες με τις γενναίες προσφορές τους μας ταΐζουν και συμπληρώνουν το εισόδημα μας. Πως αλλιώς θα επιζήσουμε, με τον βασικό που λαμβάνω από τις λιγοστές, εφήμερες επιτυχίες στο σινεμά; Τι στο καλό Σεσίλια στο δρόμο θέλεις να βρεθούμε;» αντέδρασε αγανακτισμένα η μαμά της.

« Ευχαριστώ πολύ να το χαίρομαι το τάισμα τους, προτιμώ να γίνεις πωλήτρια από το να ανοίγεις τα πόδια σου σε κάθε καθίκι!» ειρωνεύτηκε και σάρκασε με φανερή οργή και απογοήτευση.

Απογοήτευση για την μαμά που είχε, την αδιάφορη, την αμαρτωλή που την ένοιαζαν οι δουλειές στο κινηματογράφο και το να δίνει τον εαυτό της σε κάθε άντρα, μόνο και μόνο επειδή είχε λίγο παραπάνω χρήματα από αυτήν. Όχι. Δεν ήθελε η Σεσίλια κανένα φράγκο και συμπόνοια από εκείνους τους άντρες αν έφτασαν στο σημείο να φέρονται έτσι προς τις δύο γυναίκες, μητέρα-κόρη, με τόσο εξευτελιστικό και ταπεινωτικό τρόπο. Σίγουρα θα έβλεπαν πως έκαναν και χάρη από πάνω όποτε τους έδιναν χρήματα, αφού η μαμά της η τόσο πρόθυμη στο παιχνίδι της ηδονής δεν ήταν επαγγελματίας πόρνη, άσχετα αν η συμπεριφορά της έδειχνε κάτι τέτοιο.

'Πρόσφερε τις υπηρεσίες της' στο σπίτι της και όχι σε κάποιον οίκο ανοχής. Πετύχαινε όμως τον καθένα να υποκύψει στο κάλεσμα της παθιασμένης περίπτυξης.

Τρεις μήνες κράτησε όλο αυτό. Έπειτα η Ερμυλία ειδοποιήθηκε πως ο αδελφός του εκλιπόντος άντρα της μετάνιωσε και λόγω της μεγαλοψυχίας του για την ανιψιά του αποφάσισε να χαρίσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας στις γυναίκες προκειμένου να αρχίσουν μια νέα ζωή, πιο εύπορη και άνετη.

Μέχρι και βίλα τους αγόρασε σε τοποθεσία έξω από το κέντρο της πόλης. Το σπίτι βρισκόταν σε λόφο και έβλεπε θέα τα πανύψηλα έλατα την μέρα και τα φώτα της πόλης τη νύχτα. Ήταν καταπληκτικά τουλάχιστον από αυτή την άποψη, το ότι είχαν ξανά μια πολυτελής κατοικία να μείνουν χωρίς να ανησυχούν για το αύριο.


[...]

Κάποιο απόγευμα, η Σεσίλια περίμενε στη στάση της πόλης Ντρίτιας της διπλανής από τη Παβλόμας, το λεωφορείο που άργησε ως συνήθως για να γυρίσει στην Παβλόμα. Πήγαινε στη Ντρίτια δύο φορές τη βδομάδα σε μια σχολή-εργαστήρι που παρέδιδε μαθήματα μοντέρνου χορού. Την ικανοποιούσε και της άρεσε καθότι στη δική της πόλη δεν υπήρχε τόσο αξιόλογη σχολή και το καλύτερο ήταν ότι σύντομα ένα εργαστήρι θεατρικού παιχνιδιού θα ξεκινούσε την λειτουργία του.

Έτσι θα είχε τι να κάνει τις ελεύθερες ώρες της να γεμίζει τον χρόνο της πέραν των μαθημάτων χορού που είχε αρχίσει να βαριέται όπως ομολογούσε στον εαυτό της. Τα θεατρικά παιχνίδια και ο αυτοσχεδιασμός ενεργοποιούσαν ήδη το ενδιαφέρον της. Έπρεπε να παρακολουθήσει οπωσδήποτε μάθημα στο περίφημο εργαστήρι καθώς θα έπαιρνε μια εικόνα από το μελλοντικό υποψήφιο επάγγελμα της και θα έβλεπε μέσω της επαφής μαζί του το πόσο άξιζε να δουλέψει ως ηθοποιός.

Βέβαια από τότε γνώριζε μέσα της ότι είχε άξιο λόγο ύπαρξης η υποκριτική και ταίριαζε στην προσωπικότητα της που έψαχνε απεγνωσμένα τρόπους να εκφραστεί και μια ομάδα ερασιτεχνών ή μη ηθοποιών να την ακούν, να τη θαυμάζουν και να την αποδέχονται.

« Έχεις ώρα;» ρώτησε μια μαυρομάλλα κοπέλα με μπλε μάτια όταν κάθισε δίπλα της στο παγκάκι της στάσης του λεωφορείου και την αποσυντόνισε από τις σκέψεις.

« Επτά παρά εικοσι πέντε » της απάντησε η Σεσίλια κοιτώντας το μικρό ρολόι στον αριστερό καρπό της.

« Όπως συνήθως καθυστέρησε το λεωφορείο για πέντε λεπτά ... και μου τη σπάει απίστευτα. Αντί να γυρίσω γρήγορα θα χάσω τα πιο σημαντικά λεπτά της ώρας για αυτό που ήθελα να κάνω » παραπονέθηκε η Μαρκέλλα. Η Σεσίλια της χαμογέλασε με κατανόηση και έστρεψε τη προσοχή της στο περιοδικό μόδας που είχε φέρει μαζί της. Της είχε κινήσει το ενδιαφέρον τις τελευταίες μέρες και την βοηθούσε να περάσει ο χρόνος γλιτώνοντας την από τη βαρεμάρα.

Η Μαρκέλλα περιεργάστηκε τη Σεσίλια, καθώς εκείνη γυρνούσε τις σελίδες του περιοδικού και τελικά της συστήθηκε και της έπιασε ολόκληρη κουβέντα. « Με λένε Μαρκέλλα, εσένα;»

« Σεσίλια χάρηκα ».

« Ευχάριστο περιοδικό ε; Μπορώ να δω λίγο; » την ρώτησε από περιέργεια.

« Δεν έχει κάτι το φοβερό εκτός από ορισμένες ξεχωριστές στήλες όπως η μόδα, οι συμβουλές υγείας και ομορφιάς. Βέβαια πάρτο και δες άμα θες » της πρόσφερε η Σεσίλια χαρούμενα μιας και ο εξωστρεφής και καλοδιάθετος χαρακτήρας της την έκανε ιδιαίτερα συμπαθής στους άλλους.

« Βρε συ τέλειο το περιοδικό » αναφώνησε εντυπωσιασμένη η κοπέλα.« Και να φανταστείς έψαχνα συμβουλές για κρέμες προσώπου και στυλ ρούχων καιρό τώρα. Τίποτα δεν μου άρεσε από όσα δοκίμαζα. Ε στο δικό σου βρήκα τις όλες πιο αντιπροσωπευτικές για εμένα προτάσεις. Ευχαριστώ ».

« Τίποτα, και εγώ ψάχνω ανάμεσα σε πολλά περιοδικά μέχρι να βρω τις στήλες που μου αρέσουν» της εξήγησε η Σεσίλια. « Πηγαίνεις και εσύ στη Παβλόμα; »

« Ναι εκεί μένω ».

« Πως δεν σε έχω συναντήσει; Σε ποιο σχολείο φοιτάς;»

« Στο τέταρτο λύκειο. Εσύ θα πηγαίνεις λογικά στο πρώτο ή σε κάποιο από τα υπόλοιπα για αυτό» της εξήγησε η Μαρκέλλα.

« Ναι το πέτυχες σωστά στο πρώτο λύκειο φοιτώ στην τρίτη. Αα να, εκεί βλέπεις...οι χελώνες φίλοι μου. Ελάτε βρε παιδιά τόσο δύσκολο να βγάλουν φτερά τα πόδια σας; Θα χάσετε το λεωφορείο έτσι αργά που κινείστε » φώναξε από μακριά τη παρέα δύο αγοριών και μιας ελάχιστα κοντής κοπέλας που ερχόντουσαν στο μέρος τους.

« Τι φωνάζεις μωρέ, δεκαπέντε λεπτά δρόμος ήταν να φτάσουμε μέχρι εδώ και εσύ έφυγες πρώτη από όλους μας λογικό να καθυστερήσουμε εμείς. Μας κράτησε ο καθηγητής για να δει αν σημειώσαμε πρόοδο στο κικ μπόξινγκ ».

« Τι; Μαθαίνετε πολεμικές τέχνες;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Σεσίλια κοιτώντας τους με τα έκπληκτα γουρλωμένα μάτια της μία τα παιδιά μία τη Μαρκέλλα.

« Ναι ένα χρόνο τώρα μαθαίνουμε μποξ και μας αρέσει. Δεν φαντάζεσαι, όμως έχει πολύ φάση. Φυσικά δεν είναι για όλους, το δέχομαι υπάρχουν ορισμένοι όπως εσύ πιο ευαίσθητοι που δεν κάνουν για αυτή τη τέχνη ».

« Που το κατάλαβες ότι είμαι ευαίσθητη;» η συζήτησε διέγειρε ενδιαφέρον στη Σεσίλια.

« Είμαι από εκείνες που μπορούν με μια ματιά να καταλάβουν τι τύπος είναι ο απέναντι μου και τι σκέφτεται. Εσύ λοιπόν κάτι μου λέει ότι είσαι απαλή, ευαίσθητη, γλυκούλα, διαβασμένη μαθήτρια σίγουρα και θα σου αρέσει κάποιο επάγγελμα που ταιριάζει στις χορδές του ρομαντισμού. Όπως συγγραφή, ζωγραφική, θέατρο...»

« Τα μάντεψες όλα για εμένα πράγματι αγαπώ το θέατρο και μεγάλος μου στόχος είναι να γίνω ηθοποιός μία μέρα » παραδέχτηκε με ενθουσιασμό η Σεσίλια.

« Είσαι όμως κοινωνική και ομιλητική το χαρακτηριστικό αυτό θα σε βοηθήσει στην κοινωνικοποίηση περισσότερο. Οι καλλιτέχνες από όσο ξέρω, αντιπροσωπεύουν τον ορισμό της ντροπαλοσύνης και της εσωστρέφειας ».

« Ναι εγώ δεν είμαι πολύ εσωστρεφής, είμαι ανοιχτή και μπορώ να νιώσω άνετα σχεδόν αμέσως με τον άλλον, μου παίρνει ελάχιστο χρόνο για να αισθανθώ τόσο καλά όπως τώρα μαζί με όλους εσάς » χαμογέλασε η Σεσίλια. Το λεωφορείο έφτασε πέντε λεπτά αργότερα, τα παιδιά επιβιβάστηκαν και διάλεξαν τις θέσεις στο τέρμα του μεταφορικού μέσου καθώς ήταν ήδη γεμάτο από ανθρώπους στις προηγούμενες στάσεις. Η παρέα των τεσσάρων ατόμων συζητούσε για διάφορα θέματα και βλακείες ενώ χαχάνιζε δυνατά κάνοντας έντονη τη παρουσία της ζωηράδας και ξεγνοιασιάς τους.

Η Σεσίλια κοιτούσε από το παράθυρο τα τοπία και τους δρόμους, μερικά περίχωρα και έκανε έναν απολογισμό της μέρας. Στο σχολείο δεν έκαναν κάτι ιδιαίτερο,ούτε τους φόρτωναν με εργασίε...ύστερα επέστρεψε στο σπίτι όπου παρέμεινε για δύο ώρες με τη μαμά της, μελέτησε τα λιγοστά μαθήματα που είχε και έπειτα πήγε στη Ντρίτια με το λεωφορείο για τα μαθήματα μοντέρνου χορού. Ήταν υπέροχα και φοβερά, μάθαινε συνεχώς νέες φιγούρες και κινήσεις, αλλά την εξάντλησαν τη συγκεκριμένη μέρα... το παραδεχόταν μέσα της.

Μια φορά έβαλε παραπάνω δυνάμεις στο χορό που της γύρισε ο αστράγκαλος και έβγαλε φουσκάλα η φτέρνα της. Όπως θα γύριζε σπίτι δεν ήθελε να δει πολύ τη μαμά της, η αλήθεια ήταν πως περνούσε καλύτερα έξω. Γι αυτό έκανε τα πάντα για να λείπει συχνά. Έβρισκε πολλές δραστηριότητες και οσονούπω η θεατρολογία για να μην μένει στο σπίτι δίπλα στη μαμά της. Η επικοινωνία μαζί της τελευταία ήταν αποκαρδιωτική, ήταν λες και προσπαθούσαν να αποφύγουν η μία την άλλη.

Όταν η παρέα των παιδιών έφτασε στο προορισμό της κατέβηκε από το λεωφορείο λίγο πιο έξω από την πόλη στην στάση που τους εξυπηρετούσε και η Σεσίλια ομοίως. Περπάτησε λίγα βήματα από πίσω τους όταν η Μαρκέλλα έστρεψε το σώμα της σε εκείνη γιατί κατάλαβε πως ακολουθούσε τη παρέα τους. ''Τι θα μου πει τώρα;'' αναρωτιόταν η Σεσίλια που αναλογιζόταν ότι δεν έπρεπε να τους πάρει από πίσω.

« Φυσικά και θα σε βάλουμε στη παρέα μας, εννοείται αυτό » της είπε η Μαρκέλλα με δυναμικό και ηγετικό ύφος. Ακόμα και στο βλέμμα της φαινόταν πως της μίλαγε σταράτα για να μην νομίζει πως έπαιζε μαζί της.

« Αλήθεια, μα πότε το αποφασίσατε;» εξεπλάγην η Σεσίλια.

« Την ώρα που χάζευες στο παράθυρο το κουβεντιάσαμε σιγομουρμουρίζοντας. Φαίνεσαι καλόκαρδο, ξηγημένο, ανοιχτό, ντόμπρο άτομο οπότε είπαμε μεταξύ μας οι τέσσερις γιατί όχι; Δεν χάνουμε και τίποτα. Μόνο να το ανακοινώσουμε και στα υπόλοιπα παιδιά που είναι στη παρέα μας ».

« Οι άλλοι φίλοι σας δεν θα έχουν... αντίρρηση; » δείλιαζε η Σεσίλια και πήγε να αγχωθεί.

« Αα δεν θα τους ρωτήσουμε κιόλας. Θα το ανακοινώσουμε απλώς. Στη παρέα εγώ είμαι η αρχηγός και οι υπόλοιποι ακολουθούν. Σε όποιον δεν αρέσουν οι αποφάσεις μου τους λέω ευχαριστώ παιδιά τζάστε σπιτάκια σας ή σε άλλη παραλία » παίρνει το ισχυρογνώμων λόγο της.

« Ναι σωστά τα λέει η Μαρκέλλα, αυτή είναι η αρχηγός οπότε μη ανησυχείς » ακουμπά ενθαρρυντικά τον ώμο της Σεσίλια η Ζωή η μοναδική κολλητή της Μαρκέλλας. Η Μαρκέλλα ήταν πολύ ηγετική τολμηρή και γεμάτη τσαμπουκά και μαγκιά όντως, της το αναγνώριζε αυτό η Σεσίλια.

Την άλλη ημέρα, η κοπέλα ανακοίνωσε στην μαμά της τα ευχάριστα νέα σχετικά με τους καινούριους φίλους της. Η Ερμυλία δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Έπιασε το κεφάλι της με απόγνωση και ξεφυσούσε χαμηλόφωνα.

« Που τη γνώρισες τη παρέα;»

« Στη στάση λεωφορείου όπου καθόμουν και περίμενα να γυρίσω από την Ντρίτια ».

« Ωραία να μας σχολιάζει όλη η κοινωνία της πόλης που βγαίνεις και γυρνάς με αυτούς τους αγνώστους. Άκου εκεί στη στάση λεωφορείου! Δεν σου φτάνουν όλοι οι φίλοι σου που ήδη έχεις; Πρόσεχε παιδί μου δεν είναι οι παλιές καλές εποχές όπου υπήρξα παιδί, γνώριζα κόσμο αγαθό και ευσυνείδητο και έπαιζα στις αλάνες ή στη τοπική παραλία όλη μέρα.

Κάποτε οικογένειες με παιδιά κυκλοφορούσαν στη κρυφή παραλία τώρα γυρνάνε πρεζάκια, ναρκομανείς, άστεγοι απορώ πως βολτάρεις εκεί τη νύχτα και πηγαίνεις δύο τρεις φορές τη βδομάδα, όταν κανονίζεις με τις σχολικές σου φίλες. Σαν να μην έφταναν αυτά, γνωρίζεις και διάφορους αγνώστους όπως χθες το απόγευμα ».

« Υπερβάλλεις για το μέρος, δεν τριγυρνάνε μόνο ναρκομανείς και διάφοροι επικίνδυνοι που αναφέρεις. Η αστυνομία έχει μαζέψει αρκετούς από δαύτους, για αυτό κινούμαστε πλέον με ασφάλεια εκεί. Επίσης αν θες να ξέρεις μια χαρά είμαι, δεν παθαίνω τίποτα. ».

« Σήμερα είσαι μια χαρά, αύριο θα βρεθείς μαχαιρωμένη σε χαντάκι ».

« Οχού αρκετά πια, ηρέμησε λίγο με τις φοβίες σου ».

Τι ήθελε να πετύχει με την υποτιθέμενη σεμνοτυφία, τις νουθεσίες, τον φόβο και τις συμβουλές η μαμά της δεν μπορούσε να καταλάβει η Σεσίλια, πάντως είχε αρχίσει να της δίνει στα νεύρα. Αφού η μαμά της έκανε χειρότερα και ανέντιμα πράγματα, έπαιρνε μέρος σε αμαρτίες και ανηθικότητες, συντηρούσε την λαγνεία μέσω του επαγγέλματος της πριν λίγο καιρό... Τώρα την έπιασε να νοιαστεί ή αλλιώς ο πόνος για την ίδια τη κόρη της αφότου γνώρισε την καινούρια παρέα ακόμα άγνωστη για αυτήν αλλά πολύ εντάξει, φιλική, εξηγημένη και καλύτερη από όσες άλλες φιλίες είχε μέχρι τώρα.

Η Σεσίλια είχε τσακωθεί με πολλές φίλες, με αποτέλεσμα να το διαλύσει μαζί τους και να μην θέλουν να βλέπονται στα διαλείμματα. Αιτία η σταθερή άποψη της κοπέλας για μερικά πράγματα που έρχονταν σε αντίθεση με τη στάση ζωής των παλιών φίλων της. Η ίδια βέβαια δοκίμαζε και δεν είχε πρόβλημα με τα καινούρια πράγματα που έμπαιναν στη ζωή κάθε ζωηρού εφήβου που ήθελε να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα.

Και αλκοόλ και τσιγάρο και παιχνίδια τολμηρά είχε κάνει οργανωμένα με τις παρέες της εκτός του χώρου του σχολείου και σε σχολικά πάρτι, όμως αυτό που της ζήτησαν μια μέρα ως ένα βήμα παραπάνω απόδειξης της πίστης της στην ομάδα ήταν ακραίο και σιχαμερό. Απαίτησαν να διακόψει τη φιλία και τη βοήθεια που παρείχε σε δύο παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες αφότου πρώτα τους κλειδώσει στις τουαλέτες επί μία ώρα εκμεταλλευόμενη τη κλειστοφοβία που αντιμετώπιζαν τα συγκεκριμένα παιδιά.

Η Σεσίλια αρνήθηκε να το κάνει και η απόφαση της έγινε η αφορμή του πρώτου καυγά ο οποίος έσπασε τη μισή παρέα των εφτά παιδιών, αγοριών και κοριτσιών. Όσα παιδιά έμειναν με το μέρος της, αργότερα το μετάνιωσαν και τη κατηγόρησαν από πάνω για την διάλυση της παρέας. Αφού η παρέα δεν υφίσταται καλύτερα να πήγαιναν σε αυτούς που τους παράτησαν και να έκαναν προσπάθεια να τα ξαναβρούν.

Ωστόσο ένας θα κλεινόταν να μείνει εκτός της παρέας. Η επιλογή έγινε στη Σεσίλια. Εκείνη εξοργισμένη και ταπεινωμένη τους έβρισε και κατσάδιασε άσχημα, λέγοντας τους πως δεν την θεωρούν πραγματική φίλη και δεν θέλει να τους ξαναδεί άμα είναι να λειτουργεί έτσι η φιλία στο δικό τους μυαλό. Επέλεξε να αποχωρήσει ευχαρίστως και το προτιμούσε που έγιναν έτσι τα πράγματα, γιατί δεν ήθελε να συμμετέχει σε άλλες μελλοντικές φάρσες εις βάρος αθώων παιδιών κάνοντας τους μπούλινγκ.

Εκεί που έχασε την μία παρέα της βρήκε μια άλλη ευτυχώς σχετικά σύντομα, όμως δεν άργησε να απογοητευτεί και από τη δεύτερη. Οι δύο καινούριες φίλες της παρεξηγήθηκαν όταν κυκλοφόρησε η ψεύτικη φήμη, πως έβγαινε με ένα γνωστό τους από το σχολείο και την κατηγόρησαν ότι πρόδωσε μια δική τους φίλη από διαφορετική παρέα με την οποία η Σεσίλια δεν πολύ μιλούσε διότι εκείνη η κοπέλα η Θέλμα δεν τη συμπάθησε.

Χωρίς λόγο για τη Σεσίλια που φρόντιζε να είναι εντάξει με όλα τα παιδιά και δεν της είχε κάνει τίποτα για να εισπράττει τα μούτρα και την αντιπάθεια της, όποτε βρίσκονταν από κοντά τυχαία στο διάλειμμα. Έκανε τη χάρη στις φίλες της να τη πλησιάσουν όλες μαζί και να πιάσουν ψιλή κουβέντα, ενώ η ίδια φρόντιζε να κρατά διακριτική απόσταση και σιωπή με ελάχιστο μέρος στο διάλογο.

« Πάντα έτσι βλαμμένη και κακιά είναι; Έχει κάτι, μήπως πρέπει να τη δει γιατρός;» απορούσε και επεδίωκε να κάνει ειρωνικό χιούμορ η Σεσίλια όταν έμεινε μόνη με τις φίλες της στο σχολικό διάλειμμα.

« Έλα μωρέ, η καημένη λυπήθηκε γιατί ένιωσε πως έμεινε μόνη της αφού εμείς προτιμήσαμε τη δική σου παρέα λόγω του ότι είσαι πιο δημοφιλής. Θεώρησε πως μας έκλεψες από το πλευρό της » το έπαιρναν στα χαλαρά και πήγαιναν να της εξηγήσουν η Έστερ και η Μάρα.

« Έτσι πιάστηκε από μια παρέα για να μην αισθάνεται αποκομμένη, αλλά κρυφά μας ρίχνει ματιές σε μερικά διαλείμματα ακόμα και από πέρα μακριά όπου κυκλοφορεί και στέκεται. Οι τρεις κοπέλες που βρήκε δεν τη θεωρούν κοντινή τους φίλη, θα έλεγα περισσότερο γνωστή και δεν τη παίρνουν συχνά στις βόλτες τους τα απογεύματα. Ζήλεψε εμάς και μια φορά μας παραπονέθηκε σχεδόν βουρκωμένη για τη κατάληξη της φιλίας μας οπότε εμείς αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τη παρέα μαζί της.

Έτσι από τότε βγαίνουμε οι τρεις μας δύο απογεύματα τη βδομάδα αφού βρούμε ελεύθερο χρόνο. Βέβαια δεν σε παίρνουμε μαζί μας γιατί αυτή δεν σε θέλει κοντά μας και ούτε εμείς θέλουμε να σας κάνουμε να νιώσετε άβολα και σε σεβόμαστε για τη δεινή θέση που δεν θέλουμε με τίποτα να βρεθείς ».

« Εσείς κάντε ότι θέλετε μαζί της, εγώ με τέτοιο άτομο που μου φέρεται χωρίς λόγο έτσι δεν επικοινωνώ , καλύτερα από το να ζήσω κάποια δυσάρεστη κατάσταση. Θα ήθελα να μου πει μια μέρα ξεκάθαρα το λόγο που με αντιπαθεί. Όμως δεν τη πιέζω και το αφήνω όπως είναι. Ελπίζω μόνο να μην με διαβάλλει στα μάτια σας ».

« Καλέ όχι τι είναι αυτά που λες; Εμείς είμαστε φίλες σου και η Θέλμα είναι ξεχωριστή φίλη κυρίως για εκτός του χώρου του σχολείου ώστε να αποφύγουμε πιθανούς διαπληκτισμούς όλες μαζί » την βεβαίωναν με σιγουριά και καθησυχασμό οι φίλες της. Για να διαπιστώσει μετά από λίγο καιρό ότι ούτε αυτές ήταν πραγματικές και αληθινές φίλες. Συνέβη ένα γεγονός που έγινε η αιτία να αναθεωρήσει πολλά για τις φιλικές της σχέσεις η Σεσίλια.

Στεκόταν στις κερκίδες του προαυλίου περιμένοντας την Μάρα και την Έστερ να τη βρουν και να πάνε κοντά της. Εκείνες όμως καθυστέρησαν πολύ αυτή τη φορά πράγμα που έκανε την Σεσίλια να απορήσει. «Γιατί τόση ώρα κάνουν; Τους κράτησε ο καθηγητής σε όλο το διάλειμμα μέσα στη τάξη για κάτι σοβαρό; Ή απλώς αυτές δεν μπορούν να με εντοπίσουν στο χαμό του σχολικού πλήθους; » μονολογούσε προβληματισμένη.

Την ίδια στιγμή κατευθυνόταν στο μέρος της η Θέλμα με γρήγορο βηματισμό και φανερά εξαγριωμένη και φουρκισμένη. Η Σεσίλια γύρισε το σώμα της από την άλλη όταν ένιωσε τη Θέλμα πίσω της να ανασαίνει ρυθμικά και ανυπόμονα. « Ναι τι;» τη ρώτησε με ξεκάθαρη ματιά ενόχλησης και απροθυμίας να σπαταλήσει το χρόνο της μαζί της.

« Τα έφτιαξες με το αγόρι που μου αρέσει τον Ανδρόνικο. Έτσι δεν είναι λέγε γρήγορα χωρίς πολλά πολλά » την κατηγόρησε με σταθερό παγερό βλέμμα η Θέλμα.

« Τι λες, ποιον Ανδρόνικο;» την ρωτούσε με σύγχυση μη πιστεύοντας στα αυτιά της.

« Μην μου το παίζεις χαζή και ανήξερη, σου συστήνω να το παραδεχτείς εδώ μπροστά μου τα έχετε ή όχι;»

« Όχι δεν τα έχω με αυτόν!» της απάντησε θαρραλέα η Σεσίλια όμως η απάντηση της εξαγρίωσε την Θέλμα η οποία ήταν σίγουρη πως της έλεγε ψέματα και αρνιόταν να παραδεχτεί την αλήθεια. Σήκωσε το χέρι της και της έδωσε ένα γερό χαστούκι στο δεξί μάγουλο.

« Τρελάθηκες μωρέ; Γιατί με χτύπησες; » ρώτησε η Σεσίλια και πριν προλάβει καλά-καλά να το χωνέψει η Θέλμα της έπιασε τις κόκκινες τούφες των μαλλιών της και άρχιζε να τις τραβά τόσο που την πόναγε αφόρητα.

« Θα σου ξεριζώσω τελείως το κεφάλι. Με τον Ανδρόνικο βρήκες να φλερτάρεις και να του ριχτείς; Σας είδα έξω από το φροντιστήριο και μια φίλη που έβαλα να σας παρακολουθεί σας είδε στο δρόμο μια άλλη φορά τις προάλλες. Με κάλεσε στο κινητό την ώρα που σας είδε μαζί καθώς της το ζήτησα και μου περίγραψε τη σκηνή: ήσασταν έξω από το φροντιστήριο του έδινες σημειώσεις από ένα βιβλίο δήθεν για να του φανείς χρήσιμη ενώ σκοπός σου ήταν να έρθεις πιο κοντά του και βρήκες το καλύτερο λόγο.

Η ίδια φίλη μου σε παρακολουθούσε κρυμμένη πίσω από τοίχους, αυτοκίνητα και πεύκα σε μερικά σημεία της πόλης και την ώρα που έβγαινες από το σπίτι σου. Πολλές φορές ήσουν μόνη βέβαια αλλά το ότι η φίλη μου σε πέτυχε δύο φορές με τον Ανδρόνικο είναι αρκετό για να κινήσει υποψίες και να καταλάβω τι γίνεται ».

« Αα εσύ έχεις ξεφύγει και έβαλες κανονικότατα 'ντετέκτιβ' να με παρακολουθεί μέχρι και τις ώρες που κυκλοφορώ μόνη. Λοιπόν για τελευταία φορά σου τονίζω, δεν τα έχω με το αγόρι σου, απλώς μιλούσαμε » της φώναζε η Σεσίλια αγανακτισμένη με την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα, θα την πλήρωνε τώρα και από πάνω; αναρωτιόταν απελπισμένη.

« Άσε τα σάπια ηλίθια, δικαίως σε υποψιαζόμουν και σε πήρα με κακό μάτι από την αρχή » την επέπληξε επιθετικά.

« Δεν πας καλά μου φαίνεται, δεν θα το αφήσω όμως να το ξέρεις μην ησυχάζεις θα πάω τώρα στη διευθύντρια να αναφέρω το περιστατικό. Θα σου επιβάλλει διήμερη αποβολή σίγουρα » της κούνησε το δάχτυλο απειλητικά η Σεσίλια για να δείξει τη δική της δύναμη και έλλειψη φόβου.

« Κοίτα να πείσεις τις φίλες σου για την αθωότητα σου, βασικά τις φίλες τις δικές μου τις οποίες έκλεψες από κοντά μου και άσε για αργότερα την επιθυμία να με εκδικηθείς για το χαστούκι » της φώναξε στη πλάτη και η Σεσίλια γύρισε οργισμένη ξανά να την δει και της τόνισε πως τα κορίτσια θα την πιστέψουν γιατί έχουν δημιουργήσει μια δυνατή φιλία το τελευταίο διάστημα.

Η Θέλμα γέλασε μοχθηρά διότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και ανυπομονούσε πως και πως να έβλεπε τι θα πάθαινε η Σεσίλια με την νέα τροπή πραγμάτων.

Η Σεσίλια πίστευε ότι θα βρει υποστηρικτές στο πρόσωπο της Έστερ και της Μάρας αλλά έκανε λάθος.

« Δεν με πιστεύετε;»

« Φυσικά όχι Σεσίλια τα έφτιαξες με το crush της φίλης μας και περιμένεις να πιστέψουμε τις δικαιολογίες και τους ψευδείς ισχυρισμούς σου; Μας το έπαιζες τίμια τρομάρα σου. Από την αρχή δεν έπρεπε να δεχτούμε να κάνουμε παρέα μαζί σου, αλλά που να το φανταστούμε ότι θα έκανες αυτή την αισχρότητα στη φίλη μας » την επέπληττε αυστηρά η Έστερ.

« Έχει δίκιο η Έστερ φέρθηκες σαν ποταπή » συμπλήρωσε η Μάρα.

« Δεν το πιστεύω, τι σόι φίλες είστε εσείς; Με διέβαλλε η Θέλμα αλλά που να το δείτε καθαρά; Σας θεωρούσα φίλες, σας εμπιστευόμουν και νόμιζα ότι θα μου στεκόσασταν σε αυτή τη δοκιμασία. Μου δείχνατε ότι με αγαπούσατε και ότι θα ήσασταν δίπλα μου διαρκώς » τους έλεγε αναστατωμένη θυμωμένη και λυπημένη.

« Έκανα λάθος από ότι φαίνεται και λυπάμαι που τελειώνετε εδώ τη φιλία μας. Με κάνετε να οργίζομαι και να ντρέπομαι που έχασα το χρόνο μου με εσάς » τις κοίταξε πειραγμένη και τις χάρισε μια αυστηρά έντονη ματιά προτού τις αφήσει και κινηθεί στο προαύλιο μόνη της.

Έκανε καλά η Σεσίλια που αποχώρησε από την συγκεκριμένη ελαττωματική φιλική σχέση;



                    [...]

Τώρα όμως είχε αποκτήσει τη καινούρια παρέα στο πρόσωπο της Μαρκέλλας και των δικών της φίλων που ήταν έτοιμοι να την κάνουν να αισθανθεί μέλος τους. Δεν επέτρεπαν να μπει κανείς ανάμεσα τους, μήτε δεν έδιναν χώρο και βάση σε ψέματα και φήμες που άκουγαν από άτομα εκτός παρέας. Αυτό της άρεσε πολύ της Σεσίλια και το εκτιμούσε βαθύτατα. Υπήρχαν άτομα στο κόσμο λοιπόν επάξια της φιλίας και του χρόνου που τους έδινε.

Η Σεσίλια φαίνεται να βρήκε την παρέα που θα στέκεται σαν σπαθί πλάι της. Είναι όμως τα πράγματα τόσο αισιόδοξα όπως τα βλέπει;

Η Μαρκέλλα και οι φίλοι της όμως ήταν αρκετά επαναστατικά, ζωηρά και άτακτα παιδιά. Δεν κοιτούσαν περιορισμούς, ντροπές και απαγορεύσεις και δοκίμαζαν κάθε τι το απαγορευμένο και βλαβερό για την υγεία τους. Τα ναρκωτικά, το τσιγάρο και τα χαπάκια τους έκαναν τρεις φορές πιο χαλαρούς και εθίζονταν όλο και πιο πολύ όσο τα έπαιρναν με τις χούφτες τους.

« Να χαίρεσαι τη ζωή, το νόημα είναι να κάνεις ότι γουστάρεις δίχως αναστολές » αποκρινόταν στη Σεσίλια η Μαρκέλλα με τόλμη, ενώ ρουφούσε το καπνό του τσιγάρου της. Τα υπόλοιπα παιδιά- μέλη της παρέας κουνούσαν το κεφάλι σε ένδειξη συμφωνίας και άναβαν το ίδιο από ένα τσιγάρο. Ο καπνός που σχηματίζονταν θύμιζε δαχτυλίδια καθώς αιωρούνταν στο χώρο.

Η Σεσίλια αρνιόταν να καπνίσει διότι είχε δοκιμάσει λίγες φορές παλιά και κατάλαβε πως δεν μπορούσε να το αντέξει, οπότε καλύτερα να σεβόταν την υγεία του οργανισμού της.



Η τελευταία τους κουβέντα στάθηκε ως αφορμή να καταλάβει ότι η σχέση τους δεν ήταν πια όπως παλιά... η νεαρή καθόταν στο κρεβάτι της με ακουμπισμένη τη πλάτη στο μαξιλάρι. Άκουγε μουσική στα ακουστικά στερεωμένα στο αυτί της, δίπλα της είχε ένα σωρό περιοδικά μόδας και ομορφιάς, ενώ η τηλεόραση μετέδιδε χαμηλόφωνα ένα σίριαλ χωρίς μεγάλη ουσία. Η Ερμυλία άνοιξε τη πόρτα του δωματίου, αφού χτύπησε πρώτα για να πάρει την άδεια του κοριτσιού. « Είσαι εντάξει βλέπω, μπορώ να πηγαίνω σιγά-σιγά ».

« Που θα πας; Δεν θέλεις να καθίσεις να δούμε καμιά ταινία μαζί; Μπορούμε να μαγειρέψουμε κάτι κιόλας από πριν ομελέτα ή ποπ κορν έλεγα » ξαφνιάστηκε η κόρη της που την έβλεπε έτσι καλοντυμένη και μακιγιαρισμένη. Τα μαλλιά της είχαν σχηματίσει μπούκλες μετά το λούσιμο κάτι που δεν συνήθιζε και είχε να το κάνει χρόνια τώρα εφόσον προτιμούσε τα ίσια μαλλιά. Τα ήθελε έτσι φαίνεται, για την έξοδο της απόψε.

« Έχω κανονίσει σημαντικό ραντεβού και δεν μπορώ να το αλλάξω τώρα. Εξάλλου μια χαρά είσαι, έχεις τα περιοδικά, τη μουσική και βλέπεις μόνη σου ήδη τηλεόραση ».

« Πάλι βόλτα προτιμάς να βγεις; Να περάσεις χρόνο με τη κόρη σου ούτε λόγος, βαριέσαι ε; » αντέδρασε δηκτικά και με παράπονο στη μαμά της.

« Δεν έχω βγει βόλτα εδώ και δύο βδομάδες αγάπη μου, απλά εσύ δεν το έχεις προσέξει. Είμαι τόσο φρέσκια, καλοντυμένη με αυτό το φόρεμα και το ελαφρύ μακιγιάζ και περιμένεις να κλειστώ στο σπίτι για όλη τη βραδιά; Όχι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση θα βγω, θα πάω στο σικάτο μπαρ-εστιατόριο με τη φίλη μου για ποτό ή ότι άλλο μας ανοίξει όρεξη και θα γυρίσω ότι ώρα θελήσω, μη με περιμένεις νωρίς. Αν θελήσεις φαγητό ζήτα από την οικονόμο να σου ζεστάνει τη μακαρονάδα φούρνου που έμεινε από προχθές. Φιλάκια » της χαμογέλασε ευγενικά και έκλεισε τη πόρτα του δωματίου της.

Η Σεσίλια ένιωθε περιέργεια και απορία να την κατακλύζει. Καλό ήταν που η μαμά της προσπαθούσε να ανανεώσει το προσωπικό της ελεύθερο χρόνο μιας και ήταν νέα ακόμα, δεν μπορούσε να προσκολλάται στην απώλεια του συζύγου της για πολλά έτη ακόμα.

Χρειαζόταν καινούρια δουλειά, χόμπι και φίλους που ξεκίνησε ήδη να κάνει. Αλλά αν μάθαινε πως άρχιζε πάλι να πλευρίζει και να προσφέρει τα κάλλη της σε νέους ''πελάτες'' σαν πόρνη, θα γινόταν χαμός. Δεν θα της το συγχωρούσε για δεύτερη φορά, τη πρώτη μόνο μπορούσε και το έκανε.

Η Σεσίλια πνίγει και καταπιέζει την απογοήτευση που λαμβάνει από τη μαμά της. Τι γνώμη έχετε για την...ταραχώδη σχέση μαμάς-κόρης; Θα βρεθεί μια τεντωμένη ισορροπία ή θα σπάσει;

Μια μέρα η Σεσίλια επέστρεψε από μια βόλτα με τους φίλους της και την περίμενε μια έκπληξη. Ένιωσε τη περίεργη, αλλαγμένη ατμόσφαιρα εντός του σπιτιού... αντίκρισε τις ανοιχτές κουρτίνες στη μπαλκονόπορτα, την παραξένεψε η μυρωδιά του αρώματος των ορεκτικών, το θέαμα της σαμπάνιας στο τραπέζι. Όσο κατευθυνόταν στο σαλόνι τόσο πιο πολύ βεβαιώνονταν πως κάτι συνέβαινε που θα την έκανε να ταραχτεί, από χαρά ή απογοήτευση δεν γνώριζε προς το παρόν.

Βρήκε τη μητέρα της καθισμένη στο μεγάλο χακί καναπέ και δίπλα της της κρατούσε τα χέρια απαλά ένας άντρας.

« Μωρό μου γύρισες λοιπόν; Έλα πλησίασε μη στέκεσαι εκεί. Έχω να σου πω κάτι πολύ ευχάριστο.»

« Για ποιον;»

« Για τις δύο μας φυσικά. Από εδώ ο Ισίδωρος. Πρόσφερε του το χέρι σου παρακαλώ για να κάνετε χειραψία.» την παρότρυνε η μαμά της. Η Σεσίλια έδωσε το χέρι της, αλλά ακόμα δεν καταλάβαινε τίποτα. Ο κύριος μπροστά της ήταν ένας γοητευτικός σαραντάχρονος, με γκρίζο κοστούμι, σοβαρός, διακριτικός, με ιλαρό χαμόγελο και λαμπερά ζεστά μάτια.

« Χαίρω πολύ δεσποινίς... η μαμά σου μου μίλησε με τα καλύτερα για εσένα. Σε αγαπάει πολύ.» έγινε αμέσως ευγενικός ο κύριος.

'Τι άλλο θα έκανε 'ειρωνεύτηκε με κακία από μέσα της η Σεσίλια και επειδή άρχισε να την πιάνει ένας εκνευρισμός, περίμενε να της πει η μαμά της ποιος ήταν επιτέλους αυτός ο κύριος και τι ήθελε στο σπίτι τους. Κάποιος φίλος του μπαμπά από τα παλιά ήταν που τους θυμήθηκε; Αν και κάτι τέτοιο, δεν θα ίσχυε όπως το έβλεπε.

« Με τον Ισίδωρο πρόκειται να παντρευτούμε. Το φθινόπωρο θα ανακοινώσουμε τους αρραβώνες μας και ύστερα από κάποιους μήνες θα κάνουμε τον γάμο μας. Θα γίνει ο πατριός σου αγάπη μου. » της εξήγησε η μητέρα της δίνοντας τέλος στην αγωνία της κοπέλας. Αντί να της δώσει τέλος βασικά την ενέτεινε. Και εκτός αυτού, της δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερο εκνευρισμό και θυμό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top