Άτιτλο κεφάλαιο 10
Έτσι μεσολάβησε το επόμενο διάστημα...Ο Θεοκλής και η Ιππολύτη κοιτούσαν τι να κάνουν για να αισθάνεται όμορφα η κόρη τους. Θα έδιναν όλη τους τη ψυχή αν ήταν να επανέλθει το φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπο της. Την έγραψαν σε μαθήματα εκμάθησης βιολιού, σκάκι και δύο φορές το μήνα κολύμβηση. Η κοπέλα συμμετείχε ενεργά, όχι επειδή της άρεσαν ιδιαίτερα όλες οι δραστηριότητες απλά της κρατούσαν το μυαλό απασχολημένο από τις οδυνηρές αναμνήσεις του πόνου μέσα από το γεγονός που βίωσε. Το σκάκι την κέρδισε εν τέλει και έμαθε να το αγαπά και να το παίζει με μερικούς φίλους της και την οικογένεια. Σε διάφορες δραστηριότητες αφιέρωνε κάποια ώρα από τον ελεύθερο χρόνο της, γιατί έβλεπε την ευεργεσία στον ψυχικό της κόσμο και πόσο καλύτερα πήγαινε και μεταβαλλόταν η διάθεση της. Επιπλέον η αφοσίωση της στο διάβασμα για τις επερχόμενες εξετάσεις την βοηθούσε αρκετά να ξεχαστεί.
Η αλήθεια ήταν πως παρότι έπεσε θύμα βιασμού, αυτό δεν στάθηκε ικανό επιχείρημα για να αποτρέψει την απαξίωση και αδιαφορία ορισμένων νέων και ανθρώπων που της κόλλησαν τη ταμπέλα της εύκολης, κρυφο-πόρνης που το έπαιζε αφελής τάχα και δεν πείστηκαν ποτέ πραγματικά για τον βιασμό.
Τα παιδιά είτε τη λυπούνταν, είτε τη μείωναν και την ταπείνωναν με το βλέμμα της περιφρόνησης. Μερικά άτομα πίστευαν ότι δεν υπήρξε βιασμός και στην πραγματικότητα η ίδια προκάλεσε το μοιραίο συμβάν. Δυσάρεστα αισθανόταν όποτε έβρισκε το κουράγιο να κυκλοφορήσει στους δρόμους της κωμόπολης και να κοιτάξει τα πρόσωπα των παιδιών. Τους αντίκριζε με στενάχωρο, μουτρωμένο βλέμμα και αμέσως χαμήλωνε τα μάτια της. Ένιωθε την καρδιά της έτοιμη να σπάσει σε μυριάδες κομμάτια οδύνης. Οι συγκεκριμένες συνθήκες έπαιξαν ρόλο στο να κανονίσει η οικογένεια της Μίρκας την μεταγραφή και φοίτηση της στο τελευταίο χρόνο του σχολείου στη διπλανή περιοχή, οπότε περιορίστηκε και η κυκλοφορία της στους δρόμους του τόπου διαμονής της. Δεν μετακόμισαν εκεί, απλώς η νεαρή έπαιρνε καθημερινά το λεωφορείο για να πηγαινοέρχεται.
Στη διπλανή περιοχή όπου φοίτησε τον τρίτο χρόνο του λυκείου, ένιωσε πολύ καλύτερα καθώς ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων και κανείς δεν είχε επίγνωση του δράματος της για να την κρίνει. Όταν σήμανε η λήξη του σχολικού έτους, βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων τα οποία μάλιστα ήταν πολύ ευχάριστα. Πέρασε στη βοτανική σχολή της Ανφήνας. Η ίδια χάρηκε πολύ καθώς μελέτησε επίπονα για να περάσει στην σχολή του ονείρου της και να φύγει από την Καμορσία. Είχε ανάγκη να πάει όσο πιο μακριά γίνονταν, για να μην βλέπει ορισμένους γνωστούς ντόπιους της ηλικίας της και μεγαλύτερους. Επειδή κάποια παιδιά έτυχε να μην πετύχουν την πόλη των σπουδών τους, θα συνέχιζαν να μένουν στην Καμορσία και η κοπέλα δεν επιθυμούσε καθόλου να συναναστρέφεται μαζί τους ή έστω να ανταλλάζουν ματιές σε περίπτωση που δεν κατάφερνε να περάσει στην επιλογή του αντικειμένου σπουδών της και θα παρέμενε στον τόπο της. Δεν άντεχε ούτε να σκέφτεται το ζοφερό περιβάλλον το οποίο θα ήταν αναγκασμένη να υποστεί.
Ο Δομένικος όλο αυτά τα δύο χρόνια δεν έφυγε από το πλευρό της Μίρκας, ήταν πάντα εκεί όποτε τον χρειαζόταν και οι γονείς της τον ευγνωμονούσαν και τον συμπάθησαν τόσο πολύ που του ζήτησαν να βρίσκεται δίπλα της και όταν έρθει η ώρα της να μετακομίσει στην Ανφήνα.
[...]
Αναστάτωση και ανακατωσούρες στη ζωή της Χλόης. Ξέφρενος τρόπος ζωής με ολονύχτια πάρτι, ποτό και διάφορες στενές παρέες. Όλα αυτά την έκαναν να παρατήσει παραλίγο το πανεπιστήμιο και μπορεί να το έκανε αν δεν επενέβαιναν οι δικοί της.
« Κόρη μου γιατί έκανες πάλι απουσίες από τη σχολή; Να διαβάζεις σε παρακαλώ, κόψε λίγο αυτά τα πάρτι.»
« Παράτα με, ότι θέλω θα κάνω!» φώναζε απότομα στον κάθε γονέα της η Χλόη και τους έκλεινε το τηλέφωνο κυριολεκτικά στα μούτρα. Η επικοινωνία της με τους γονείς της εξελίχθηκε άσχημα και οι γονείς της ένιωθαν την απελπισία και στεναχώρια να τους πλακώνει σαν το ταβάνι του σπιτιού. Αναρωτιόντουσαν τι στράβωσε και η κόρη τους τους φερόταν λες και ήταν οι εχθροί της.
Η δε Χλόη δεν νοιαζόταν για την ποιότητα της σχέσης της με τους δικούς της, κοιτούσε μόνο τα λεφτά τους να εξασφαλίζει απαραίτητα κάθε μήνα για τις διασκεδάσεις της πέρα από τα έξοδα διαμονής της. Είχε πάρει απόφαση ζωής να είναι σκληρή με όλους, ακόμα και με αυτούς που την έφεραν στο κόσμο και να μην δείξει ευαισθησία και καλοσύνη σε κανέναν ξανά.
Μόνο αυτός που έκρινε ότι το άξιζε θα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τα θετικά στοιχεία του χαρακτήρα της. Οι γονείς της ήταν εργασιομανείς και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν πραγματικά για την ίδια, όσο έμενε μαζί τους. Έτσι η ίδια πάλευε και επεδίωκε μέσω των βαθμών αριστείας να κερδίσει μέρος της προσοχής τους.
Όταν μια μέρα τους κρυφάκουσε να σχολιάζουν τη Μίρκα για τη άψογη συμπεριφορά της και για το ότι αποτελεί κορίτσι με τρόπους, ιδανικό για σπίτι, άλλαξαν όλα. Ένιωσε πως τους μισούσε άθελα της δημιουργήθηκε και διογκώθηκε ο μηχανισμός στο κεφάλι της και στη συμπεριφορά της προς εκείνους. « Κοίτα το παλιοκόριτσο η Μίρκα κέρδισε μέχρι και τη συμπάθεια των γονιών μου, δεν ντράπηκαν μπροστά μου να τη επιδοκιμάσουν. Θα απαλλαγώ ποτέ από αυτήν;» μονολογούσε εξοργισμένη.
Ευτυχώς έφυγε νωρίτερα από τη Μίρκα και εγκαταστάθηκε στη Ανφήνα, καθώς πέρασε στο τμήμα που επιτυχώς επιθυμούσε, τις δημόσιες σχέσεις. Με τον Δομένικο παρόλο που συνευρέθηκαν μια φορά ερωτικά, συναντήθηκαν καιρό μετά για να μιλήσουν-καθώς ήταν αναγκαίο να ξεκαθαρίσουν αυτό που γίνονταν μεταξύ τους εκείνη την εποχή- και εκείνος της ζήτησε να κρατήσουν φιλική σχέση καθαρά. Δεν επιθυμούσε να εμπλακεί μαζί της, διότι τη καρδιά του την κέρδισε η Μίρκα, αυτήν αγαπούσε.
Οι γονείς της Μίρκας καθώς δεν είχαν συγγενείς στην Ανφήνα, ζήτησαν και κανόνισαν σε συνεννόηση με τον Δομένικο να ζήσει κοντά της στο σπίτι που θα έβρισκε ο ίδιος σε κάποιο όμορφο προάστιο κατά προτίμηση με κοντινή απόσταση σε πάρκα, παραλίες και πράσινο. Θα αποτελούσε ατού για τη ψυχολογία της Μίρκας και επιπλέον ήταν το στοιχείο της, αφού το αντικείμενο των σπουδών της ήταν τέτοιο που θα την έφερνε σε επαφή με φυτά και λουλούδια. Επιπλέον ο Δομένικος θα πρόσφερε μια ασφάλεια παραπάνω στη κόρη τους αν μοιραζόταν ένα κοινό σπίτι μαζί της...δεν απαιτούνταν φυσικά να γίνουν ζευγάρι. Αν και η Ιππολύτη κατάλαβε τα αισθήματα εκείνου του τόσο καλού άντρα για την κόρη της.
Η ίδια η Μίρκα μάλιστα δήλωσε στους δικούς της πως δεν ήθελε να ζήσει μόνη στην μεγαλούπολη χωρίς κανένα άτομο δίπλα της. Φίλες δεν θα αποκτούσε στο ξένο μέρος άμεσα-αυτό θα γινόταν από τον δεύτερο χρόνο διαμονής και έπειτα. Επιπλέον η εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους είχε κλονιστεί τόσο, που μόνο τον Δομένικο ένιωθε έστω και σε κάποιο μέτριο βαθμό 'φίλο' με καλές προθέσεις και ότι μπορούσε να πιστεύει στις αρχές του.
Ο νέος είχε διαλέξει την ιδανική μονοκατοικία που θα διέμενε με τη Μίρκα και δεν θα αντιμετώπιζαν θέμα καθώς τα δωμάτια τους ήταν ξεχωριστά και σε απόσταση. Της κοπέλας στον πάνω όροφο και του ίδιου στο ισόγειο έτσι ώστε να μην συναντιόνται, ενώ παράλληλα ο ίδιος θα έλειπε πολλές ώρες στη διάρκεια της μέρας λόγω της δουλειάς του.
Όταν ήρθε η στιγμή η Μίρκα αποχαιρέτησε τους γονείς της με δάκρυα στα μάτια, σε κλίμα ψυχικής οδύνης. Ο Δομένικος παρά πέρα στάθηκε διακριτικά ακουμπώντας στο αμάξι του, δίνοντας όσο χρόνο επιθυμούσε η οικογένεια για να αποχαιρετιστούν και να δώσουν τις ευχές ο ένας στον άλλον.
« Μπαμπά, μαμά θα τα βγάλω πέρα μακριά σας; Αμφιβάλλω»
« Θα τα καταφέρεις πίστεψε στον εαυτό σου και ήλπιζε στις δυνάμεις σου » της έπιασε τα μαλλιά η Ιππολύτη τρυφερά και ενθαρρυντικά.
[...]
« Είσαι πάντα τόσο απίστευτα φοβερή και εφευρετική στο κρεβάτι;» τη ρώτησε ο εικοσιτριάχρονος ξανθός εραστής με τα μπλε μάτια της θάλασσας, το γραμμωμένο μισόγυμνο σώμα και τους κοιλιακούς τέλεια φτιαγμένους σαν από γυμναστήριο.
« Ναι αν το θελήσω. Σήκω ντύσου και πήγαινε τώρα, μη με κάνεις να αργήσω » έλεγε η Χλόη ενώ έβαζε πάνω της ήδη μια σκούρα πράσινη μπλούζα.
« Είσαι ψυχρή και παγωμένη κοπέλα. Χειρίζεσαι τους εραστές σου σαν μηχανή της ισχυρής σεξουαλικότητας σου, αλλά κρατάς απόμακρη στάση για να μην εκδηλωθεί ο πραγματικός σου χαρακτήρας και μέρος των συναισθημάτων σου. Το ξέρεις ότι είναι η τέταρτη φορά που το κάνουμε και δεν έχω μάθει τίποτα ουσιαστικό για σένα πέρα από το όνομα σου και ορισμένες πληροφορίες...χωρίς όμως τρομερή αξία; »
« Ναι και θα συνηθίσεις όπως οι άλλοι. Όλος ο κόσμος με συνήθισε και δεν θα μπορέσεις εσύ; Μήπως είσαι ευαίσθητος και αλλεργικός στα κορίτσια σαν εμένα;» τον ρωτούσε ειρωνικά και αστεία ενώ καθόταν σε μια πολυθρόνα για να φορέσει τα παπούτσια της.
« Χιούμορ κάνεις, αλλά εγώ σοβαρά μιλάω. Ελπίζω να σε επηρεάσω μπας και μου ανοιχτείς και αφήσεις τα κρύα αστειάκια.»
« Άσε μας με τις σοφίες σου, έχω δουλειές σου λέω και ακόμα στο κρεβάτι μου κάθεσαι. Σήκω καμιά ώρα. »
« Καλά. » αποχώρησε το αγόρι και την άφησε μόνη αλλά δεν την πείραξε διόλου. Εξάλλου κοιτούσαν μόνο να περνούν καλά, φλερτάροντας με πικάντικους έξυπνους διαλόγους και συμμετέχοντας σε ερωτική επαφή γιατί να την στεναχωρήσει που έφυγε και δεν ήξερε αν θα τον ξαναέβλεπε;
Γενικώς προσπαθούσε να χορτάσει την ερωτική της δίψα και εμμονή η Χλόη αλλά με κανένα αγόρι δεν της έβγαινε όπως προσδοκούσε. Από κανένα αποκορύφωμα της επαφής δεν της ερχόταν το επιθυμητό. Μόνο ένας ήξερε να της παρέχει την ηδονή που ήθελε και να την πηγαίνει στην κορυφή.
Το πρόσωπο του βολόδερνε μπροστά της με αποτέλεσμα να νιώθει ότι τον βλέπει παντού σε όλα σχεδόν τα σημεία του κέντρου της πόλης και μερικές φορές τα πρόσωπα άλλων αντρών που τύγχανε να του μοιάζουν -συνέθεταν την εικόνα εκείνου- την τάραζαν γιατί προς στιγμήν πήγαινε να πιστέψει ότι ήταν η μορφή του υπέροχου, εκφραστικού, φιλήδονου και με σιωπηλή γοητεία των ήπιων τόνων του.
Η Μίρκα έμενε σε ένα σπίτι με μεγάλο κήπο τον οποίο φρόντιζε με επιμέλεια, καθώς είχε και τις σημαντικές δουλειές του σπιτιού. Παράτησε τα πάντα, μέχρι και το όνειρο της να γίνει βοτανολόγος το παραμέρισε. Δεν ασχολούνταν με σχεδόν τίποτα, το μόνο που έκανε βασικά ήταν να κάθεται σχεδόν όλη μέρα. Η κλεισούρα στον εαυτό της έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη στάση της αυτήν.
Σύντομα δέχτηκε να αρχίσει babysitting, αναλαμβάνοντας τη φύλαξη και την αφιέρωση του χρόνου της σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας. Ερχόταν σε επαφή με άγνωστα ζευγάρια μεν αλλά πρόθυμα και έτοιμα να της εμπιστευτούν τα μικρά τους για μερικές ώρες. Ο Δομένικος ενημερώθηκε για την κίνηση της και ομολογουμένως δεν του καλοφάνηκε. Την κάλεσε μια μέρα στο κινητό ενώ εκείνη έλειπε από το σπίτι λόγω της καινούριας της υποχρέωσης και της ζήτησε να έρθει αμέσως μόλις τελειώσει ότι είχε να κάνει, διότι ήταν επιτακτική η ανάγκη να συζητήσουν.
Πράγματι είχε περάσει καιρός από τότε που είχαν να κάνουν μια συζήτηση και ο Δομένικος αναρωτήθηκε πως η κοπέλα θα ενεργούσε στις πράξεις της. Σίγουρα αν είχαν χτίσει πιο θερμή και στενά φιλική σχέση, η μικρή δεν θα έπαιρνε καμία απρόσμενη απόφαση δίχως να ακούσει τη συμβουλή του πρώτα. Με το να τον βλέπει όμως σαν 'συγγενή', ή κάτι υποδεέστερο ακόμα χειρότερα, δεν έβγαινε τίποτα καλό από την υπόθεση.
« Έμαθα πως άρχισες εδώ και δύο βδομάδες δουλειά ως νταντά νηπίων και ήθελα να μάθω τον λόγο, για αυτό σου ζήτησα να καθίσουμε σπίτι σου να μιλήσουμε τώρα. Δεν σου κάνω επίπληξη, ούτε σου προσάπτω κατηγορίες που ξεκίνησες να δουλεύεις, εξηγώ για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις απλά θέλω να ακούσω και να καταλάβω το σκεπτικό σου » ξεκίνησε το λογύδριο ο Δομένικος. ..
Η Μίρκα κατέβασε λίγο το κεφάλι από αμηχανία και έπλεξε τα δάχτυλα της που άρχισαν να ιδρώνουν. Βρήκε γρήγορα την εξήγηση που θα του έδινε με αυτοπεποίθηση.
« Ξεκίνησα να δουλεύω γιατί ένιωθα πως είχα ανάγκη όχι μόνο από χρήματα, αλλά και επειδή θεώρησα πως ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγει ο νους μου από τη θλίψη που άρχιζε να με πιάνει τελευταία πάλι »
« Το δέχομαι, αλλά γιατί γλυκιά μου; Με το δικό μου μισθό δεν αισθάνεσαι ασφαλής, δεν φτάνει να λειτουργούμε ομαλά; Πληρώνω τους λογαριασμούς και δέχτηκα όλους τους όρους της επικοινωνίας από απόσταση, άσχετα αν νιώθω σαν κάπως υποδεέστερος από γείτονας παρά σαν ο φύλακας-άγγελος σου όπως υποσχέθηκα στους γονείς σου.»
« Σε ευχαριστώ που νοιάζεσαι για μένα Δομένικε, όμως σε παρακαλώ επέτρεψε μου να κάνω βήματα στη καθημερινότητα μου. Μην γίνεσαι υπερπροστατευτικός και μην με περιορίζεις. Ζω πέντε μήνες στη πρωτεύουσα και δεν έχω βγει πέρα από τα όρια της περιοχής μου, δεν έχω πάει σε ένα κινηματογράφο, σε ένα θέατρο, σε ένα μουσείο και σε όλα τα μέρη που συχνάζουν οι άνθρωποι της ηλικίας μου με σκοπό την κοινωνικοποίηση μου.
Άφησε με τουλάχιστον να δουλέψω στη διπλανή περιοχή, αν είναι έστω με αυτό το τρόπο, χρησιμοποιώντας τα μέσα μεταφοράς να μαθαίνω τη διαδρομή και να βλέπω κάτι διαφορετικό μέχρι να φτάσω στη δουλειά ».
« Γιατί δεν μου το ζήτησες τότε αφού αυτές ήταν οι επιθυμίες σου; »
« Γιατί.. ντρεπόμουν » είπε το κορίτσι και κοκκίνισε από αμήχανη ντροπή πιάνοντας το βλέμμα του Δομένικου να τη περιεργάζεται εξεταστικά. Τελικά άφησαν τη κουβέντα στη μέση και τη συνέχισαν την επόμενη φορά αφού άφησαν να περάσει ένας μήνας. Η κοπέλα του εξήγησε πως έχει ο τρόπος σκέψης της σχετικά με τη δουλειά και τα υπόλοιπα.
« Να ναι καλά ο μισθός που κερδίζω μου φτάνει για να ζήσω, δεν έχω πολλές ανάγκες. Δεν θεωρώ πως χρειάζομαι αυτοκίνητο, καινούρια έπιπλα και οικιακά αντικείμενα στο σπίτι. Είμαι καλά και μπορώ να ζήσω με ότι εφόδια έχω ικανοποιητικά.
Μου αρέσει η μονοκατοικία αυτή καθώς είναι αρκετά μεγάλη σε τετραγωνικά αν σκεφτείς ότι ζούμε μόνο εμείς οι δύο, έχω το προσωπικό χώρο μου και όταν με πιάνει μελαγχολία κοιτάζω έξω από την μπαλκονόπορτα. Προσπαθώ να αντλήσω τη δύναμη της αισιοδοξίας από τα χρώματα των ανθών και τα φυλλοβόλα φυτά. Να μαθαίνω να χαίρομαι τη ζωή ξανά και να ευχαριστιέμαι την ομορφιά σε κάθε μικρό πράγμα. »
« Όσο για αυτό δεν το πιστεύω τόσο, δεν έχεις φτάσει στο σημείο να ξαναβρίσκεις τη χαρά και την ομορφιά σε κάθε στιγμή ακόμα. Η εργασία όμως σου κάνει καλό καθώς σε σύγκριση με ένα διάστημα πριν, άρχιζες να κοινωνικοποιείσαι και να μην κλείνεσαι πολύ στο σπίτι. Μια μελαγχολία ωστόσο σκεπάζει το πρόσωπο σου μονίμως και αν δεν ήμουν εγώ, οι γονείς σου και η part-time δουλειά, φοβάμαι πως θα είχες καταλήξει στα αντικαταθλιπτικά » έκανε τη παρατήρηση του δύσπιστος και σκεφτικός ο Δομένικος.
« Τώρα αυτό γιατί το είπες; Τόσο μικρή βελτίωση βλέπεις σε εμένα; Τέλος πάντων με άλλο μάτι τα βλέπεις δεδομένου ότι είσαι μεγαλύτερος και ωριμότερος. Υπάρχει κάτι άλλο σημαντικό που θέλω να σου ανακοινώσω: δεν θα παντρευτούμε, δεν το επιθυμώ. Σκέφτηκα τη πρόταση σου ξανά και ξανά μέχρι να πάρω τη καταληκτική απόφαση.»
« Είπες τις προάλλες ότι δέχεσαι να με παντρευτείς με συμβατικό λευκό γάμο και το παίρνεις πίσω τώρα. Σίγουρα το σκέφτηκες από όλες τις παραμέτρους; »
« Ότι είπα το είπα επειδή αιφνιδιάστηκα και καθώς είμαι ευγενική δεν ήθελα να αρνηθώ την πρόταση σου. Το σκέφτηκα όμως με περισσότερη σύνεση μετά από λίγες μέρες και κατέληξα ότι δεν θέλω να κάνω κάποιον να νιώθει υποχρεωμένος για μένα, μόνο και μόνο για να διορθώσει την ντροπή και το λάθος μου. »
« Μίρκα τι είναι αυτά που λες, οι γονείς σου με έβαλαν να σε προσέχω και να σε φυλάω στη πόλη. Είμαι ο προστάτης-άγγελος σου και καλό θα ήταν να δέχεσαι τις προτάσεις που κρίνω ότι είναι για το καλό σου. Αν όχι τον γάμο, έστω ορισμένες κοινωνικές επισκέψεις σε σπίτια φιλικών ατόμων της εμπιστοσύνης μου. Σέβομαι την άρνηση σου να με παντρευτείς και δεν θα το συνεχίσω. Κάτι ακόμα βασικό: δεν θα μπορείς να ζεις με τα τετρακόσια ευρώ μόνιμα, κάποια στιγμή θα δεις ότι αυξάνονται οι ανάγκες σου. Είσαι νέα κοπέλα δεκαοκτώ χρονών. Μεγάλωσες σε ένα σπίτι ευκατάστατων με άνετη οικονομική ευημερία, στα πούπουλα του μαξιλαριού όμοια με μια κοντεσίνα. Σε φρόντιζαν και σε ανέθρεψαν καλά.
Το ότι έχεις γονείς που σου πληρώνουν τα έξοδα της πόλης, εγώ τα υπόλοιπα και δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι για πολλά άλλα, δεν σημαίνει ότι έχουν όλοι την ίδια τύχη. Μερικά νέα παιδιά που δουλεύουν σε τέτοιες εργασίες σαν τη δική σου, υπόκεινται σε πολλές στερήσεις και θυσίες για να μπορέσουν να καλύψουν το κόστος ζωής τους. Θα το δεις και εσύ πως με τα λεφτά που βγάζεις τώρα, χωρίς τη βοήθεια των δικών σου δεν θα σου φτάνουν ούτε για το κυριότερο έξοδο.»
« Ναι έχεις δίκιο » αντιλήφθηκε η Μίρκα με μια ντροπή και νιώθοντας άσχημα. Θυμήθηκε τις γνωστές της τη Ζήνα και τη Νταίζη που της περιέγραψαν τη ζωή τους... πόσο κόπιαζαν και δυσκολεύονταν μέχρι να βρουν σταθερές και καλύτερα αμειβόμενες εργασίες.
Η πρώτη ζούσε σε υπόγειο το πρώτο χρόνο διαμονής της, γιατί μόνο τέτοιο τύπο σπιτιού έβρισκε φθηνό σε τιμή και όταν ήθελε να διαλέξει ανάμεσα στις οικονομίες της, τον τρομερά μικρό μισθό από τη πρώτη δουλειά, τα βρήκε ζόρικα που έκοψε μέχρι και ορισμένα βασικά είδη τροφίμων όπως γάλα και καρβέλι ψωμιού. Έμαθε μόνη της να ζυμώνει και να φτιάχνει ψωμί, ενώ ότι δεν ήταν στις δυνατότητες της το τακτοποιούσε αλλιώς.
Προμηθεύονταν ελάχιστα λαχανικά και φρούτα από τον μεγάλο κήπο μιας αγρότισσας γειτόνισσας της όποτε μετέβαινε στο πατρικό του χωριού της με το μεταχειρισμένο της αυτοκίνητο. Έπαιρνε επιπλέον ποσότητες από το σπίτι των γονιών της, όπου καρποφορούσαν μονάχα καλλιέργειες αγγουριών στην αυλή...Έτσι γέμιζε το πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου και έφερνε τις τροφές στη πόλη.
Παρόμοιες εμπειρίες απλά σε λίγο καλύτερο επίπεδο αντιμετώπισε και η Νταίζη χωρίς να αναγκαστεί να κόψει βασικά τρόφιμα. Σταμάτησε να κανονίζει εξόδους για καποιο διάστημα με φίλους σε μέρη όπου προυπόθεταν τη πληρωμή έστω μιας κούπας καφέ και μείωσε τη ποσότητα κατανάλωσης ρεύματος στο ίντερνετ και στη θέρμανση για να της έρχονται καλύτεροι λογαριασμοί. Προσωρινά βέβαια θα ζούσε με αυτό το τρόπο, επειδή όταν θα έρχονταν οι καλύτερες μέρες μέσω του επαγγέλματος που ονειρευόταν και σπούδαζε, η κατάσταση θα αντέστρεφε προς την ανέλιξη.
Το ίδιο βράδυ, η Μίρκα άπλωνε καινούρια κουβέρτα και άλλαζε τις μαξιλαροθήκες στο κρεβάτι του Δομένικου. Εκείνος ήρθε στο δωμάτιο του, για να πάρει τον χαρτοφύλακα του και να επιστρέψει στο σαλόνι ώστε να διαβάσει μερικές σημειώσεις μιας παρουσίασης για τη δουλειά του.
« Συγνώμη δεν έπρεπε να ασχοληθώ τόσο αργά με το άλλαγμα, δεν ήξερα ότι θα έμπαινες στο δωμάτιο απρόσμενα, χωρίς να χτυπήσεις τη πόρτα ».
Ο Δομένικος κατάλαβε το τάραγμα της Μίρκας όταν ακούμπησε το μπράτσο της και της έκανε νεύμα λέγοντας της:« μην φοβάσαι και μην νιώθεις άσχημα, δεν χρειάζεται. Εγώ έπρεπε να χτυπήσω τη πόρτα αλλά δεν φαντάστηκα...Να πάρω το χαρτοφύλακα μου μόνο ήθελα μια στιγμή, συνέχισε εσύ τη δουλειά σου »
Η Μίρκα όμως είχε ζαρώσει και στεκόταν σαν άγαλμα από φόβο και ο Δομένικος κατάλαβε γιατί το κορίτσι αισθανόταν έτσι...οι μνήμες από το άσχημο συμβάν του βιασμού ενεργοποιήθηκαν στον εγκέφαλο της πράγμα που ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο δεν του επέτρεπε να βρίσκεται κοντά της στο χώρο του υπνοδωματίου. Επειδή τρομοκρατιόταν και ένιωθε άβολα από την συνύπαρξη στον ίδιο χώρο με έναν άντρα.
« Γλυκιά μου...φοβάσαι και τρέμεις ακόμα για το λόγο που φαντάζομαι έτσι; »
« Σε παρακαλώ Δομένικε, μην έρχεσαι κοντά και βγες από το δωμάτιο » τον κοιτούσε κατάματα η Μίρκα με ισχυρό το αίσθημα του φόβου. Όμως ο Δομένικος αγνόησε την ικεσία της γιατί το μόνο που ήθελε διακαώς ήταν να την αγγίξει απαλά στον ώμο και να πάρει τα χέρια της μέσα στα ζεστά δικά του...να απομακρύνει το φόβο από το βλέμμα της και να την κάνει να αισθανθεί ξανά εμπιστοσύνη.
Έτσι και έκανε...πήγε στο μέρος της και πραγματοποίησε όλες αυτές τις χειρονομίες μέχρι να την κάνει να νιώσει καλύτερα.
« Για μένα θα είσαι πάντα και θα παραμείνεις αγνό κορίτσι. Αυτός ο άντρας που σου έμαθε τον βίαιο έρωτα θα πληρώσει πολύ ακριβά, αλλά σε ικετεύω προσπάθησε να τον ξεχάσεις και να πιστέψεις στην αγάπη και αφοσίωση που είμαι έτοιμος και θέλω να σου δώσω » της είπε με μάτια που φωτίζονταν από σιγουριά, θάρρος και αγάπη.
Η Μίρκα τον κοιτούσε χωρίς να τολμά να πει λέξη σαστισμένη και θορυβημένη, όχι επειδή δεν ήθελε αλλά επειδή την είχαν αφήσει άφωνη τα λόγια του. Ωστόσο ο Δομένικος πέτυχε να την κάνει να παραμερίσει το συναίσθημα του τρόμου και της ανασφάλειας και να τον κοιτάξει επιτέλους με εμπιστοσύνη στα μάτια.
Ναι αυτός ο άντρας δεν επιθυμούσε το κακό της, τόσο καιρό άλλωστε την φρόντιζε, την βοηθούσε να προσαρμοστεί στη νέα άγνωστη ζωή που την περίμενε και την προστάτευε. Όλα αυτά με την έντονη επήρεια της τρυφερότητας. Θυμήθηκε τα αισθήματα της για αυτόν, το υπέροχο αίσθημα του έρωτα να αναγεννιέται και να βάζει στην άκρη κάθε αμφιβολία που την έπιανε στιγμιαία σχετικά με τις προθέσεις του Δομένικου.
« Δεν με θεωρείς βρώμικη, 'μολυσμένη' και αχρεία επειδή...έδωσα χωρίς να θέλω την παρθενιά μου σε άλλον άντρα; » ρώτησε με ενοχές, ντροπή, πίκρα, στεναχώρια και δισταγμό κοιτώντας πότε κάτω στο πάτωμα και πότε υψώνοντας το βλέμμα της προς εκείνον.
« Τι είναι αυτά που λες; » ρώτησε ταραγμένος ο Δομένικος που δεν ήθελε να χωνέψει αυτό που μόλις τώρα άκουσε από την ερώτηση της Μίρκας. « Φυσικά και δεν σε θεωρώ μάτια μου» έσπευσε να της το υπογραμμίσει με ισχυρή σιγουριά και πίστη αυτό.
Μια άλλη φορά είχαν βγει για περίπατο στο παραλιακό πάρκο και συζητούσαν χαλαρά μέχρι που ο Δομένικος έκανε πάλι λόγο για το θέμα του γάμου.
« Δεν θέλω γάμο και άντρα στο πλάι μου! Πόσες φορές θα στο πω για να το εμπεδώσεις; Ύστερα από αυτό που έζησα ειδικά; Αδύνατον να γίνει!» ύψωσε το τόνο της λιγάκι η Μίρκα κάνοντας τους υπόλοιπους που βρίσκονταν στο πάρκο της παραλίας να την ακούσουν.
Ένιωθε πίεση από τη ερώτηση του Δομένικου, το κεφάλι της βούιζε και έκλεισε τα μάτια της στιγμιαία για να χαλαρώσει και να επανέλθουν οι δυνάμεις της. Αισθάνθηκε πως καταρρέει αλλά ευτυχώς δεν έβαλε τα κλάματα, ούτε λιποθύμησε όπως παλιότερα συνήθιζε να κάνει όταν έρχονταν στο νου της οι εικόνες της φρίκης: του τέρατος να έρχεται από πάνω της όσο ήταν ξαπλωμένη και να της λέει με βλέμμα σκοτεινό και σαδιστικό ότι δεν πρέπει να φοβάται. Και τότε ξεκινούσε σταδιακά ο εφιάλτης...
« Συγνώμη δεν έπρεπε να σε πιέσω και κάνω να αισθανθείς άσχημα με το να σου ξύσω τις πληγές.» την παρηγόρησε ο Δομένικος βλέποντας τη σκιά στα μάτια της. Δεν επιθυμούσε ούτε άντεχε να βλέπει τα μάτια της να βουρκώνουν και να γεμίζουν θλίψη.
Τον πονούσε αυτό και τον έκανε να νιώθει υπεύθυνος. Οπότε σταμάτησε κάθε κουβέντα για το συγκεκριμένο θέμα. Αν ήταν γραφτό η Μίρκα να τον δει με εμπιστοσύνη και να επιτρέψει να πάρει άλλη μορφή η σχέση τους φτάνοντας στο γάμο θα γινόταν. Πίστευε και ήλπιζε στη μοίρα που ποτέ δεν λάθευε για ότι έφερνε στο δρόμο των ανθρώπων.
Μέχρι που ένα βράδυ τσακώθηκαν και αντάλλαξαν λόγια αμείλικτα που δεν εννοούσαν, με αποτέλεσμα η Μίρκα να πάρει αναστατωμένη και ήδη πολύ στεναχωρημένη μια απλή ζακέτα ανεπαρκής για τη ψυχρή νύχτα και να φύγει από το σπίτι, ώστε να μην συνεχιστεί ο καυγάς. Θυμόταν σε όλη τη διαδρομή τις κουβέντες που είπαν.
Ο Δομένικος κυκλοφορούσε νευρικός, παραπονεμένος και θλιβερός στο σαλόνι ενώ η Μίρκα τον κοίταζε αρχικά αμίλητη. Είχαν συζητήσει για κάποια τυπικά θέματα μέχρι που ο άντρας τη ρώτησε φορτωμένος και δυσαρεστημένος: « Είναι τοσο κακό που προσπαθώ να σου δείξω την αγάπη και το πόθο μου διακαώς; Μερικές φορές γίνεσαι αχάριστη κ νιώθω οτι με υπολογίζεις ελάχιστα σαν να μην εχω αξία και ρόλο στη ζωή σου.
Όχι αχάριστη ακριβώς, είναι βαριά λέξη τούτη αλλά κάτι παρόμοιο σίγουρα. Συμφώνησα να μην σου αναφέρω το θέμα που δεν σου αρέσει και να μην σου κάνω προτάσεις, αλλά εσύ μου απαγορεύεις και το παραμικρό ψήγμα στοργής να σου δείχνω το τελευταίο διάστημα »
«Δομένικε πρέπει να καταλάβεις πως φέρεσαι υπερβολικά. Δεν έχουμε γίνει κανονικό ζεύγος. Είμαστε συγκάτοικοι και φίλοι υποτίθεται. Μην μου επιρρίπτεις κατηγορίες και ευθύνες. Με κάνεις να στεναχωριέμαι » η Μίρκα ακουγόταν ψύχραιμη όμως προσπαθούσε να πνίξει το λυγμό που θα της ανέβαινε σε λίγο στο λαιμό.
« Εγώ είμαι εξίσου ή πολύ πιο άσχημα από εσένα Μίρκα. Δεν το καταλαβαίνεις όμως, επειδή έτσι επιλέγεις »
«Καλύτερα να φεύγω, επειδή το κλίμα στο σπίτι χαρακτηρίζεται απ ψυχρότητα. Δεν αντέχω να βρίσκομαι για πολύ ακόμα εδώ. Θα επιστρέψω αργότερα » του είπε καθώς τοποθετούσε τη ζακέτα της.
« Μίρκα που πας; Είναι σκοτάδι έξω τελείως. Δεν τελείωσε η κουβέντα μας »
« Εγώ όμως θέλω να τη τελειώσω. Θα συζητήσουμε όταν θα είμαστε και οι δύο πιο ευδιάθετοι και λιγότεροι θλιμμένοι και νευρικοί. Δεν θα βρω σκοτάδια παντού, θα υπάρχουν μέρη με φωτισμό. Γεια σου Δομένικε » ο νέος άδικα τη παρακαλούσε να μην βγει από το σπίτι καθώς η πόρτα είχε ανοίξει και κλείσει ήδη. Και μαζί με αυτήν και η πόρτα της χαρμόσυνης προοπτικής της αγάπης τους.
Το γεγονός που ακολουθεί αγαπητοί αναγνώστες, είναι αναπάντεχο και δεν θα το περιμένατε ορισμένοι...
[...]
Ο Δομένικος ένιωθε ομοίως χάλια μετά τη διαφωνία με τη Μίρκα που δεν κατέληξε πουθενά, σε κανέναν συμβιβασμό ή δεδομένη συμφιλίωση. Αποφάσισε να αρχίσει να μένει σε ένα από τα σπίτια του-εκείνο όπου ζούσε ως φοιτητής-το οποίο έτοιμος παραλίγο ήταν να το πουλήσει. Να που τώρα του χρειάστηκε και θεωρήθηκε ιδανική περίπτωση φιλοξενίας για μερικές μέρες για να μην βρίσκεται στο ίδιο σπίτι με τη Μίρκα.
Από απόψε το βράδυ κιόλας θα πήγαινε να κοιμηθεί εκεί. Εξάλλου η κοπέλα ένιωθε πια δυνατή και όσο μεγάλωνε φοβόταν λιγότερο το να μένει μόνη της. Αν χρειαζόταν οτιδήποτε θα τον έπαιρνε τηλέφωνο και ο ίδιος θα έτρεχε σαν δρομέας για να σταθεί δίπλα της.
Το συγκεκριμένο βράδυ επέστρεφε από το μπαρ όπου ήπιε λίγα παραπάνω ποτήρια λικέρ από το συνηθισμένο με αποτέλεσμα να μεθύσει παραλίγο. Το μπαρ ήταν κοντά στο σπίτι οπότε δεν θα είχε πρόβλημα στο αν θα επιστρέψει με μεταφορικό μέσο και σε σώα κατάσταση.
Με το που γύρισε στην οικία του, κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ προσπαθώντας να ηρεμήσει το κεφάλι του από τους πονοκεφάλους έπειτα από υπερβολικές σκέψεις, αγχωτικές και αρνητικές κυρίως όταν του φάνηκε πως άκουσε το κουδούνι. Σηκώθηκε και άνοιξε τη πόρτα όπου στο άνοιγμα της αντίκρισε το πρόσωπο που δεν περίμενε, ήταν απρόσμενο και απροσδόκητο.
« Ήρθες τελικά; Νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν, στο τηλέφωνο δεν ακουγόσουν πολύ καλά. Ήσουν κάπως τσιτωμένη.»
« Ναι πράγματι, όμως το ξανασκέφτηκα και είπα να μην σε αφήσω καλύτερα μόνο. Εξάλλου εσύ ακουγόσουν σε χειρότερη κατάσταση από εμένα και δεν ήταν σωστό που σου αντέδρασα και από πάνω.»
« Πέρασε μέσα » της έκανε χώρο και εκείνη πέρασε. Περιεργάστηκε το σπίτι του και το επιδοκίμασε, το βρήκε αρκετά καλαίσθητο. Κάθισε στο μεγάλο γαλάζιο καναπέ χωρίς να του ζητήσει την άδεια. Ο Δομένικος ζαλισμένος, κουρασμένος και ψυχολογικά χάλια δεν σχολίασε ούτε ζήτησε το λόγο για την αυθάδεια της. Άλλη φορά, όχι τώρα στη κατάσταση που ήταν.
« Πως τα πας;» τον ρώτησε με την περιέργεια της να μην κρύβεται πλέον.
« Όπως τα ξέρεις.»
« Καμία βελτίωση με τη Μίρκα;» τον παρατήρησε καλά και προσπάθησε να αποφύγει την ειρωνεία και τα καυστικά σχόλια.
« Ναι δεν ξέρω γιατί πάμε έτσι. Νιώθει ότι τη πιέζω και εγώ δεν το θέλω, ούτε έχω σκοπό καν να της περνάει κάτι τέτοιο. Αρχικά τα πηγαίναμε σχετικά καλά, ενεργούσα ως ο προστάτης της, ύστερα σκέφτηκα να το πάω ένα βήμα παραπέρα και να της προτείνω σχέση και γάμο.
Φοβάμαι από τότε που έκανα τη πρόταση άρχισαν να οξύνονται τα προβλήματα. Σέβομαι φυσικά τους φόβους και την απροθυμία της να γίνει πιο κοινωνική απέναντι μου έπειτα από όσα πέρασε. Αν και πάλι όταν το υπεραναλύω μέσα μου αισθάνομαι λυπημένος και θυμωμένος. »
« Γιατί έτσι Δομένικε, δεν είναι καλό να είσαι λυπημένος ούτε θυμωμένος. »
« Επειδή απορώ γιατί να μην μου ανοίγεται η Μίρκα, ήμουν σίγουρος ότι καθώς περνούσε ο καιρός θα με αντιμετώπιζε διαφορετικά. Θυμώνω και πονώ γιατί δεν με αφήνει να τη πλησιάσω, να της δείξω τα συναισθήματα μου. Είναι κακό που θέλω να της δείξω τη χαρά του έρωτα; Δύσκολο της είναι να αφήσει το τραγικό συμβάν του παρελθόντος πίσω της και να κάνει νέα αρχή μαζί μου;
Πριν μερικές ώρες τσακωθήκαμε και είπαμε λόγια σκληρά που δεν έπρεπε. Εκείνη σηκώθηκε και έφυγε αφήνοντας με ολομόναχο, χωρίς να μου πει που πάει και αν έχει σκοπό να ζητήσει συγνώμη και να ακούσει και τη δική μου.»
« Κοίτα Δομένικε εκείνη σε πλήγωσε γιατί δεν σε αγαπούσε. Το θέμα είναι εσύ αν θα προχωρήσεις ή θα αναμασάς τα παλιά και τον πληγωμένο σου εγωισμό. »
« Χλόη, έχεις απίστευτο δίκιο, τελικά το πόσο με καταλαβαίνεις καλύτερα και μπαίνεις αυτομάτως στην καρδιά μου, αγγίζοντας την δεν λέγεται. Μάλλον ήμουν ηλίθιος όταν δεν είχα καταλάβει την αξία σου πριν κάμποσο καιρό » της μίλησε σοβαρά γερνώντας το κεφάλι του στη μεριά της. Εκείνη χαμογέλασε.
Οι δύο τους ήρθαν πολύ κοντά σε σημείο που οι αναπνοές του πολλαπλασιάστηκαν όπως και το αίμα που κυλούσε στις φλέβες τους. Κοιτάχτηκαν στα μάτια με ένταση και σκοτεινό πάθος. Ο Δομένικος της έπιασε τα μάγουλα και μετά τα μαλλιά λέγοντας: « Παραμένεις ακόμα τόσο όμορφη Χλόη. Δύο χρόνια μετά αναπτύχθηκες, και μιλάς σαν ώριμη γυναίκα όχι σαν κοριτσάκι.»
« Είμαι πολύ ώριμη από αυτούς τους 'λίγους' με τους οποίους συναναστρέφομαι...» έκανε μια παύση και ύστερα αποφάσισε να το πει χωρίς δισταγμό « σε αγαπώ και σε θέλω τόσο πολύ..» Ο μεγάλος άντρας και η νεαρή κοπέλα που δεν ήταν πια έφηβο παιδί αλλά ώριμη φιλήθηκαν με τρομερό ερωτικό πάθος για ατέλειωτα λεπτά. Έπειτα η Χλόη κάθισε στα γόνατα του και άρχισε να τον βοηθά να ανοίγει τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Άφησε σε αυτόν το προνόμιο να αφαιρέσει τη φούστα και το καλσόν της και όταν τα χέρια του αναζήτησαν και βρήκαν την τιράντα της μπλούζας της, η ίδια ένιωσε μια φοβερή αγαλλίαση μπροστά στα μάτια του. Συγκλονισμένοι με το πάθος το πλούσιο σε ερωτικές όψεις ηδονισμού...Χαρούμενοι, έγειραν στο καναπέ, πήραν ανάσες βαθιές και η Χλόη ντύθηκε πάλι αλλά τούτη τη φορά δεν θα έφευγε, θα κοιμόταν στο σπίτι του τη νύχτα και θα εξασφάλιζε με κάθε τρόπο να πετύχει να εδραιωθεί σχέση ανάμεσα τους.
Ο Δομένικος βρέθηκε στην συγκεκριμένη καμπή της ζωής του, ανάμεσα στην αγνή και μαζεμένη Μίρκα και στην δυναμική αποφασιστική Χλόη. Δεν είχε σημασία που η Χλόη θεωρούνταν παιδί για άλλους μεγαλύτερους άντρες... στα μάτια του ήταν μια αισθησιακή γνώστρια-της τόλμης και της διέγερσης σε πολλούς τομείς- γυναίκα που τον έκανε να θέλει να ζήσει την ένταση του πάθους, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα συνομίληκη του στο παρελθόν. Οπότε η Χλόη κέρδιζε έδαφος ενάντια στη Μίρκα. Πως δεν το κατάλαβε πιο νωρίς; Η Χλόη τον καταλάβαινε καλύτερα και υπήρξε στο πλευρό του πολύ πιο ουσιαστικά από την άλλη.
Βρίσκετε σωστή την σκέψη και επιλογή του Δομένικου;
Έτσι, μετακόμισε στο φοιτητικό του σπίτι πράγμα που τον σύμφερε πολύ καθώς η κατοικία βρισκόταν μακριά από τη μονοκατοικία οπου συγκατοικούσε με τη Μίρκα και έτσι η Χλόη θα μπαινόβγαινε άνετη χωρίς να τύχει να συναντήσει σε κοινή γειτονιά την αντίζηλο της.
Είχε συνεννοηθεί πριν με τη Μίρκα ωστόσο χωρίς να της εξηγήσει την πραγματική αιτία που έφευγε και εκείνη δέχτηκε την επιθυμία του να μείνουν για ένα διάστημα μακριά ο ένας από τον άλλον. Τα έξοδα του σπιτιού που τα πλήρωνε κάθε μήνα στην ώρα του μιας και ήταν υπεύθυνος στους λογαριασμούς, θα τα αναλάμβαναν οι δικοί της και η Μίρκα έδινε ένα μέρος του ποσού από τη δουλειά της ως babysitter. Ο Δομένικος και η Χλόη έψαχναν τους κώδικες επικοινωνίας τους στη διάρκεια της σχέσης τους και για τη Χλόη ο δεσμός αποτελούσε κάτι περισσότερο από μια ερωτική οντότητα. Ήταν η εκπλήρωση της εμμονής και των προσπαθειών της.
Μόνο που αλλιώς της τα έφερε η ζωή και όταν κατάλαβε ότι ο Δομένικος δεν ενδιαφερόταν για εκείνη με το τρόπο του αληθινά ερωτευμένου επειδή τη θεωρούσε επιβράβευση της κατάκτησης του, αποχώρησε από το σπίτι και τη ζωή του.
[...]
Η σκοτεινή φιγούρα περπατούσε κατά μήκος του τούνελ αφού κατέβηκε από το ύψωμα του λόφου. Παρατήρησε καλύτερα τη παρέα των τριών δύο νεαροί και μια κοπέλα και αμέσως δεν έχασε πολύ χρόνο στη σκέψη του, ενέργησε απρόσμενα πιάνοντας από το γιακά τους δύο μεγαλόσωμους νεαρούς και άρχιζε να τους κλωτσά μέχρι να κάνει ξεκάθαρο το μήνυμα ότι έπρεπε να του δίνουν από εκεί.
Η Χλόη έβαλε το χέρι της πάνω στο στόμα της από το σοκ, αφού αντιλήφθηκε ποιος ήταν ο μυστηριώδης νέος άντρας με τη κουκούλα καλυμμένη μέχρι να του πέσει κατά τη διάρκεια του καυγά. Ο ξανθός Ηρακλής.
«Χρησιμοποιείς το κορμί σου για την ικανοποίηση σου ως προσφορά σε κάθε άντρα. Χειρότερη από μια πουτάνα είσαι και έχεις πάρει αντάξιο ρόλο » είπε στεγνά ο Ηρακλής κατακεραυνώνοντας τη με τις γαλάζιες ψυχρές λίμνες των ματιών του.
« Δικός μου λογαριασμός, δική μου η ζωή και ότι θέλω την κάνω » του απάντησε απότομα για να του κόψει την φόρα για επιβολή της ανδρικής του δύναμης. Τους είχε μάθει καλά τους άντρες... θέλουν πολύ και κάνουν τα πάντα για να επιβάλλουν τη δύναμη τους. Εκείνη όμως δεν ήταν υποχρεωμένη να τους υπακούει με σεβασμό, ούτε θα τους επέτρεπε να την κάνουν ότι θέλουν.
« Που εξαφανίστηκες; Σου έστειλα μηνύματα στο κινητό και έκανα κλήσεις. Ήθελα να σε πετύχω για να τα πούμε. Στόχευα να σε κάνω να με δεις αλλιώς, γιατί κατάλαβα ότι μου άρεσες αλλά εσύ με κορόιδευες ».
« Νομίζω ήμουν ξεκάθαρη όταν έλεγα ότι δεν θέλω να μπλεχτώ σε σχέση, ρομαντικές βλακείες και ανοησίες ».
« Και εγώ ήμουν ξεκάθαρος όταν έλεγα πως θέλω να σε γνωρίσω περισσότερο και να σε πλησιάσω πιο κοντά. Πες μου, θα πηδιόσουν με αυτούς τους μεθυσμένους τύπους, εδώ απόψε;» άρχισε να της επιτίθεται σκληρά και να επιμένει στις ερωτήσεις του.
« Να μη σε νοιάζει, τι θα κάνεις θα με δείρεις και εμένα τώρα; Δεν το καταλαβαίνεις πόσο βλαμμένος γίνεσαι και ξευτιλίζεσαι μόνος σου; Αφού σου λέω ότι δεν σε θέλω παιδάκι μου, γιατί με τυραννάς; Βρες άλλο κορίτσι για σχέση, άμα είναι αυτό που σε καίει τόσο πολύ. Μαζί σου έκανα τη πλάκα μου και τέλος » του απάντησε αγανακτισμένη γελώντας νευρικά η Χλόη υπό την επήρεια του αλκοόλ που είχε καταναλώσει.
« Θα σε καταστρέψω άγρια Χλόη, θα μου το πληρώσεις. Δεν χωνεύω εύκολα τη κοροιδία και την υποτίμηση εγώ » την προειδοποίησε και εκείνη τρόμαξε, για πρώτη φορά της φάνηκε απειλητικός και πως εννοούσε κάθε του λέξη.
Η Μίρκα εκείνη τη ίδια ώρα ολοκλήρωνε την αφήγηση της στη Νταίζη για το κεφάλαιο της ζωής της μέχρι αυτή τη χρονική στιγμή. « Δεν ξέρω αν έκανα καλά που σου εμπιστεύτηκα το κομμάτι της ζωής μου » εκφράστηκε μαζεμένα και ντροπαλά.
« Τι είναι αυτά που λες, φυσικά και έκανες καλά » της έπιασε η Νταίζη τα χέρια ενθαρρυντικά και ζεστά. Ο μαγνητισμός του βλέμματος της μεταδόθηκε στη Μίρκα που μεμιάς άρχισε να έρχεται πιο κοντά σε αυτή την δυναμική και τίμια κοπέλα. Θα μπορούσε να την εμπιστευτεί και να γίνουν φίλες, συλλογίστηκε.
« Ξέρεις τι συνειδητοποίησα τώρα ; Αν δεν είναι ένα μοιραίο σημάδι τότε τι είναι; » της ήρθε κάποια σκέψη της Μίρκας και η Νταίζη αναρωτήθηκε έντονα με το βλέμμα.
«Πως σε αυτό το ξύλινο παγκάκι-με καρέκλες- που καθόμαστε τώρα, ερχόμασταν με τον Δομένικο κάποιες φορές και καθόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον. Κοιταζόμασταν ευθεία στα μάτια ή παρακολουθούσαμε τα αστέρια του ουρανού.
Εκείνος μου έπιανε τα χέρια με τρυφερότητα και τα έβαζε μέσα στα δικά του για να με παρηγορήσει και να με καθησυχάσει από τις φοβίες και τις έννοιες μου. Τώρα στο ίδιο ξύλινο παγκάκι έγινες η ακουστική φίλη μου το αποψινό βράδυ αφού έδινες προσοχή υπομονετικά ενόσω αφηγούμουν την ιστορία μου...»
« Δεν είσαι μόνη σου Μίρκα ».
« Τι ήταν αυτό, από που έρχεται η συγκεκριμένη φωνή; » απόρησε η Νταίζη. Έστρεψε το βλέμμα της ψηλά και κόπιασε να διακρίνει στο σκοτάδι ολόγυρα της. Μόνο μια λάμπα φώτιζε πέρα ίσα ίσα το τοπίο.
« Δεν ξέρω αλλά τώρα κατάλαβα γιατί οι δικοί μου τρελαίνονταν και εννοούσαν όσα αφηγούνταν για τους κινδύνους της νύχτας στις μεγάλες πόλεις. Θα χρειαστεί να το αναφέρω στον Δομένικο, ο οποίος θα με επιπλήξει επειδή ανησυχεί το ίδιο με τους γονείς μου » έλεγε η ανήσυχη Μίρκα ενώ τραβούσε λίγο από το ύφασμα της μπλούζας της Νταίζης για να νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια.
Για δύο μονάχα κορίτσια, το σκοτάδι της νύχτας της μεγαλούπολης στο συγκεκριμένο σημείο και οι κίνδυνοι δυσχέραιναν τις πιθανότητες τους να βγουν σώες και να επιστρέψουν ασφαλείς στα επιθυμητά σπίτια τους. Αργούσε να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του απειλητικού 'επισκέπτη' που διέκοψε τη συζήτηση τους και αυτό τις γέμιζε φόβο και αγωνία ακόμα πιο πολύ.
« Δεν είσαι μόνη σου, και εγώ είμαι μία από αυτές, μία από εσένα...που πέρασε δύσκολα, κακοποιήθηκε ψυχικά και βιάστηκε σωματικά και είδε τα όνειρα της να καταρρέουν » εμφανίστηκε ο άνθρωπος που κρυβόταν στα σκοτεινά και αποκαλύφθηκε το πρόσωπο της... Σεσίλιας.
« Τώρα κορίτσια ήρθε η ώρα να σας διηγηθώ τη δική μου ιστορία...» ξεκίνησε την περιγραφή με θάρρος, καθαρή φωνή και δυναμισμό. Δεν ήξερε αν θα ερχόταν η συναισθηματική ένταση με τη φόρτιση μετά αλλά ότι και αν ερχόταν θα ήταν φυσιολογικό.
Eτοιμαστείτε για την παρουσίαση της ιστορίας ενός νέου σημαντικού προσώπου της Σεσίλια. Τι γνώμη έχετε για την αγενή συμπεριφορά της Χλόης απέναντι στους δικούς της; Θα συνεχίσει η σχέση τους το ίδιο δυσλειτουργικά; Στην διαφωνία ανάμεσα στη Μίρκα και τον Δομένικο (το μοιραίο βράδυ) ποιος πιστεύετε είχε περισσότερο δίκιο;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top