Κεφάλαιο 14°
Μόλις άνοιξαν τη πόρτα η μυρωδιά από τη φρέσκια μπογιά στους τοίχους τρύπησε στα ρουθούνια τους. Επιτέλους είχαν βρει ένα μέρος να αποκαλούν σπίτι… Κατά την επιστροφή και έπειτα από μια στάση που έκαναν η Νάταλι αγόρασε ένα κινητό τηλέφωνο στη Λόρεν η οποία χειριζόταν τη τεχνολογία στα δάχτυλα. Σκέφτηκαν να βρουν ένα σπίτι πριν καν φτάσουν και στο πρώτο μοτέλ που σταμάτησαν κάθισαν και έψαξαν σπίτια. Η Νάταλι είχε πάρει σοβαρά το ρόλο της και ίσως έπειτα από πολλά χρόνια ένιωσε να εισπράττει αγάπη. Το πρόβλημα της όμως είχε γιγαντωθεί έπειτα από μια τη δεύτερη και τελευταία συζήτηση επί του παρελθόντος που κάνανε στο ξενοδοχείο…Γιατί τελευταία; Γιατί η Νάταλι δε θέλησε να ακούσει τίποτα άλλο από τη Λόρεν και της απαγόρεψε να αναφερθεί ξανά σε αυτό….
Flash back Λίγες ώρες πριν …
«Δεν είναι κάτι σπουδαίο μα θα μας βολέψει για να διανυκτερεύσουμε» αποκρίθηκε η Νάταλι παρκάροντας το αυτοκίνητο.
«Μια χαρά είναι…» η φωνή της Λόρεν όσο περνούσε η ώρα γινόταν ολοένα και πιο βαριά με αποτέλεσμα η Νάταλι να λυπάται για τη κατάσταση της. Πριν υπογράψει τα χαρτιά και τη πάρει οι ψυχολόγοι του Ιδρύματος την ενημέρωσαν σχετικά με τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα που ίσως είχε η μικρή. Ήταν φυσιολογικά μεν αλλά σαν μεγαλύτερη, η Νάταλι έπρεπε να χειριστεί τη κατάσταση με λεπτότητα.
«Θέλεις να μου μιλήσεις; Ίσως αν κάνεις ένα ζεστό μπάνιο πριν κοιτάξουμε για σπίτια να μιλήσουμε λιγάκι και μετά…» πριν ολοκληρώσει την είδε να βουρκώνει. Η Λόρεν γύρισε από την άλλη, άφησε το σακίδιο της κάτω και παρέμεινε με τη πλάτη γυρισμένη. Η Νάταλι κατάλαβε πως την έφερε σε δύσκολη θέση και αναστέναξε.
«Έχεις πληγωθεί…Αυτό το βλέπω. Μαζί όμως θα ξεπεράσουμε όσα έγιναν. Είναι φυσιολογικό να νιώθεις περίεργα και το καταλαβαίνω»
«Ναι…Περίεργα…» αποκρίθηκε η Λόρεν με σπασμένη φωνή. Λίγη ώρα πριν είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της μα πλέον είχε χαθεί τυλίγοντας την Νάταλι στις απορίες.
«Ξέρω πως δεν είμαι μητέρα σου και ούτε θα γίνω. Έμαθα πως αγαπούσες πολύ τη Κάσιντι κι ας μην ήταν βιολογική μάνα για σένα μα θα κάνω ότι μπορώ για να σου προσφέρω…»
«Σταμάτα!» Η Λόρεν γύρισε προς το μέρος της έχοντας ένα σκοτεινό βλέμμα το οποίο φόβισε τη Νάταλι. «Δεν μοιάζεις με κανέναν από αυτούς..» παρατήρησε η μικρή πιο χαμηλά αυτή τη φορά
«Σου λείπουν…Το βλέπω μα…»
«Σκατα μου λείπουν!!!» τσίριξε η μικρή βάζοντας τα κλάματα και η Νάταλι τρομοκρατήθηκε «Πόσο ωραίο είναι το παραμύθι μου…Η μαμά αλκοολική, ο πατέρας τη χωρίζει, βρίσκει άλλη γυναίκα και εγώ βρίσκω οικογένεια…Ειρωνεία έτσι;;;» Η Λόρεν έδειχνε ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο πλέον. Η παιδικότητα της είχε εξαφανιστεί και μαζί της και εκείνο το πονεμένο πλάσμα που αντίκρισε στο ίδρυμα.
«Δεν… Δεν καταλαβαίνω» τόλμησε να πει μπερδεμένη και η Λόρεν γέλασε αφήνοντας παράλληλα δεκάδες δάκρυα από τα μάτια της
«Η μάνα μου δεν ήταν πόρνη, ούτε αλκοολική, ούτε χαρτοπαίχτρα όπως την αποκάλεσαν οι δικοί σου…»
«Τι υπονοείς;»
«Αυτό που καταλαβαίνεις. Ο πατέρας μου γνώρισε τον δικό σου σε ένα αγώνα με άλογα» αποκρίθηκε η Λόρεν και πλέον η Νάταλι έχασε πάσα ιδέα για όλα. Παρέμεινε σιωπηλή όμως και με το βλέμμα εδώ σε στη Λόρεν το ελεύθερο να συνεχίσει «Οι γονείς μου ήταν ευτυχισμένοι κάποτε. Όταν λοιπόν χώρισε τη μητέρα μου την άφησε σχεδόν στο δρόμο. Της πήρε τα πάντα και εμένα μαζί. Δυστυχώς προσπάθησα να αντισταθώ μα ήμουν μόλις δεκατριών. Κατέληξα υπό την δική του κηδεμονία και εκείνη αυτοκτόνησε από τη στεναχώρια της!!!» όσα μάθαινε της προκάλεσαν ανατριχίλα και ταυτόχρονα γεννούσαν καινούρια ερωτήματα μέσα της . Η Λόρεν κάθισα στο κρεβάτι, σκούπισε τα όμορφα μάτια της και ανοίγοντας το σακίδιο της έβγαλε από μέσα ένα πακέτο τσιγάρα
«Καπνίζεις;;;» απόρησε έκπληκτη
«Ένα χρόνο τώρα» η Λόρεν άναψε το τσιγάρο της και ανέβασε τα πόδια στο κρεβάτι «Όταν πέθανε ο πατέρας μου η αδερφή σου πήρε τη κηδεμονία μου με το ζόρι. Θα γινόμουν η γέφυρα ανάμεσα στην οικογένεια σου και τους Φεργκιουσον. Ο καινούριος της άντρας είχε ένα γιο στα 23 και καταλαβαίνεις…»
«Και γιατί δεν μίλησες σε κανένα για όλα αυτά;Δεν καταλαβαίνω…»
Η Λόρεν γέλασε ειρωνικά
«Τι να πω και σε ποιον; Η αδερφή σου μαζί με το πατέρα σου που με ανάγκαζαν να τον λέω και παππού , με απείλησαν πως αν μιλήσω θα με πετάξουν στο δρόμο. Όχι πως με πείραξε! Καλύτερα στο δρόμο από το να ζω στο θέατρο του παραλόγου. Προσπάθησα να το σκάσω μα κατάλαβα πως δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα…Με βρήκαν. Δε πίστευαν πως θα επέλεγα να ζήσω στους δρόμους και έγιναν πιο επιθετικοί! Έβαλαν ψυχιάτρους να με δουν και μου είπαν πως αν δεν πήγαινα με τα νερά τους θα με έκλειναν στο ψυχιατρείο…» η Λόρεν εκτόξευσε το καπνό άτσαλα προς κάθε κατεύθυνση και γέλασε ξανά «μπορώ να ανεχτώ πολλά άλλα όχι τη στέρηση της ελευθερίας μου»
«Μα..Μα γιατί δε μίλησες πιο νωρίς και γιατί δεν..» Η Νάταλι με το ζόρι μίλησε θέλοντας να εκφράσει τις απορίες της αλλά και πάλι το μυαλό της είχε χάσει πάσα ιδέα για την οικογένεια της με όσα άκουγε
«Τι να σου έλεγα; Δεν σε ήξερα καν! Δεν υπήρχε τίποτα στο σπίτι που να υποδείκνυε την ύπαρξη σου … Ίσως είχες τα ίδια μυαλά με αυτούς. Ίσως ήθελες να με κλείσεις και εσύ σε κάποιο ίδρυμα! Ξέρεις όμως τι κατάλαβα αυτές τις ώρες; Πώς είσαι εντελώς διαφορετική…Γελάς. Τραγουδούσες καθώς οδηγούσες. Είσαι γλυκιά. Ντύνεσαι διαφορετικά…Δε ξέρω πως γλίτωσες από εκεί μέσα μα συγχαρητήρια…» η Λόρεν έκανε μια παύση και η Νάταλι κάθισε πλάι της. Πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε και η ίδια «Ώστε καπνίζεις κι όλας…» αποκρίθηκε η μικρή
«Ενίοτε και όταν είμαι πιεσμένη» της απάντησε κοφτά
«Δεν ήθελα να πεθάνουν μα το ευχαριστήθηκα και συγγνώμη αν αυτό σε πονάει» είπε άξαφνα η Λόρεν «Αν έτρωγα εκείνο το βρομοψαρο θα κατέληγα κι εγώ στο χώμα. Έχω όμως αλλεργία. Εκείνη το ήξερε και πάλι μου εδώ σε να δοκιμάσω!!! Έκανα εμετό στη τουαλέτα όταν άκουσα τις φωνές από την αίθουσα. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό και φοβήθηκα μα καταβαθος ένιωσα ελεύθερη. Δυστυχώς αν έλεγα όσα γινόντουσαν πίσω από τις κλειστές πόρτες της έπαυλης μπορεί και να κατέληγα στη φυλακή…»
«Όλα αυτά είναι τόσο…»
«Δύσκολα να τα πιστέψεις;» τη συμπλήρωσε η Λόρεν
«Όχι…Το αντίθετο μάλιστα. Απλώς είχα την ελπίδα πως θα άλλαζαν…» ψέλλισε θλιμμένη
«Μη λυπάσαι. Δε το αξίζουν. Δε θέλω ούτε ένα δολάριο από τα βρώμικα λεφτά τους. Αν έχεις πρόβλημα με μένα μπορώ να φύγω και να μη σε ενοχλήσω ποτέ ξανά. Δε θέλω τίποτα που ήταν δικό τους!!!» Η Λόρεν ξέσπασε σε κλάματα και σηκώθηκε όρθια. Έπιασε το κεφάλι της και άρχισε να περπατάει στο δωμάτιο «Τη μανούλα μου ήθελα…» τραύλισε και χτύπησε τις γροθιές της στο τοίχο «Στη κόλαση να καούν!!!Κάθε ένας από αυτούς ξεχωριστά στο πιο βαθύ καζάνι!!!» ούρλιαξε ώσπου ένιωσε δύο χέρια να την αγκαλιάζουν
«Σσς…» την καθησύχασε η Νάταλι. «Πονάς... Μα δε σκοπεύω να σε αφήσω» της είπε μαλακά
«Και τι θα με κάνεις; Δε θέλω να γίνω βάρος σε κανένα. Είμαι άξια να βρω το δρόμο μου. Θα δουλέψω! Θα μαζέψω λεφτά και θα μεγαλώσω σαν σωστός άνθρωπος!» Η Νάταλι δάκρυσε. Έβλεπε τόσο πολύ τον εαυτό της σε αυτό το κορίτσι και συγκλονίστηκε. Σε κάθε περίπτωση όμως όλα αυτά που έμαθε της δημιούργησαν ένα τεράστιο σημάδι στα σωθικά της. Πώς ήταν δυνατόν να ήθελαν να εκμεταλλευτούν με αυτό το τρόπο ένα μικρό κορίτσι; Όχι πως και η ίδια είχε τη καλύτερη εικόνα μα πλέον είχε χάσει κάθε ίχνος αγάπης που παρέμενε μέσα της. Μπορεί να ήταν ένα τόσο δα μικρό συναίσθημα φωλιασμένο αλλά χάθηκε…
«Άκου τι θα κάνουμε!» είπε άξαφνα αλλάζοντας το τόνο της φωνής «Θα πάμε να μείνουμε μαζί. Θα είσαι ελεύθερη να κάνεις ότι θέλεις! Να δουλέψεις, να πας σχολείο, να κάνεις φίλους. Μόνη είμαι εγώ, μόνη κι εσύ. Μπορούμε να παλέψουμε μαζί και να βγούμε στην επιφάνεια» της χαμογέλασε γλυκά αλλά η Λόρεν εξακολουθούσε να δείχνει λυπημένη
«Ένα βάρος θα είμαι στη ζωή σου. Εκτός αυτού δε θέλω να κάνω τίποτα με τα λεφτά τους! Δε θέλω να έχω καμία σχέση με αυτούς τους ανθρώπους!»
«Ει …» η Νάταλι της έπιασε τα χέρια και τη κοίταξε «Γι’ αυτό έφυγα από κοντά τους. Πάλεψα για να ζήσω και να κατάφερα. Αν δε θέλεις τα λεφτά τους έχω δικά μου στην άκρη. Είσαι ελεύθερη από μένα κι ας μην έχεις κλείσει τα 18. Μπορείς να μείνεις μαζί μου, να βρούμε ένα σπίτι και να δουλέψεις. Μόλις βγάλεις τα δικά σου λεφτά μπορείς να φύγεις…Δε θέλω να αισθάνεσαι υποχρεωμένη και πίστεψε με σε νιώθω…»
«Κάποτε είχα ότι ήθελα. Λεφτά φίλους…Μέχρι που χώρισαν οι γονείς μου. Μέχρι που ο πατέρας μου πήγε σε εκείνη την καταραμένη έπαυλη… Ξέρω πως είναι δύσκολο να καταλάβεις τι θέλω να πω μα δε φταις εσύ σε κάτι. Νιώθω σαν λιοντάρι που ζούσε στην αιχμαλωσία. Ακόμα κι αυτά που σου είπα δεν ήξερα αν έπρεπε να τα πω. Πήρα το ρίσκο γιατί πνίγομαι. Γιατί δεν αντέχω άλλο να φοράω εκείνη τη μάσκα»
«Σου είπα σε νιώθω. Δεν είναι η ώρα αλλά πίστεψε με πέρασα πολλά για να μείνω ζωντανή. Η πόρτα του σπιτιού μου είναι ανοιχτή για σένα. Πήγαινε Κάνε ένα μπάνιο να χαλαρώσεις. Είσαι ελεύθερη να επιλέξεις κορίτσι μου. Μη μου ζητάς όμως να σε αφήσω να φύγεις έτσι…Χωρίς λεφτά και χωρίς στον ήλιο μοίρα. Αν φύγεις θα πάρεις όσα χρειάζεσαι κι αν μείνεις θα είναι σαν να έχεις συγκάτοικο» η Λόρεν χαμογέλασε και η οργή που είχε πριν έγινε δάκρυα στα μάτια.
«Είσαι τόσο διαφορετική. Πώς γίνεται να ήσουν στην ίδια οικογένεια με όλους αυτούς; Τι σε ανάγκασε να φύγεις;»
Η Νάταλι σηκώθηκε από το κρεβάτι και γυρίζοντας τη πλάτη της , άφησε και τα δικά της δάκρυα να πέσουν
«Η αγάπη. Αυτή με έφερε στους δρόμους. Και τώρα πήγαινε να πλυθείς σε παρακαλώ και ας αφήσουμε το παρελθόν να μείνει παρελθόν»
Παρόν
«Είναι τόσο…» ξεκίνησε να λέει η Λόρεν
«Τόσο εμείς…» τη συμπλήρωσε με ένα χαμόγελο η Νάταλι και η Λόρεν ανταπέδωσε . Η απόφαση να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή μαζί είχε παρθεί. Η Λόρεν βέβαια της εξήγησε πως δε γουστάρει δεκάρα τσακιστή από όσα χρήματα πήρε από τη περιουσία και της ζήτησε να δουλέψει. Η Νάταλι της είπε πως ήταν ελεύθερη και της εξήγησε ξανά και ξανά πως θα τη βοηθούσε σε ένα καινούριο ξεκίνημα. Τα δύο κορίτσια συμφώνησαν. Δεν αναφέρθηκαν ξανά στο παρελθόν και η Νάταλι υποσχέθηκε στη Λόρεν πως με τη πρώτη ευκαιρία και αφού θα καταλάγιαζε η κατάσταση θα της εξηγούσε τι πέρασε και η ίδια…
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top