Κεφάλαιο 1°
Μερικά ήταν κόκκινα, άλλα ροζ και άλλα φώτιζαν σε απαλές αποχρώσεις του γαλάζιου. Φώτα πολύχρωμα, ειδικά σχεδιασμένα για το χώρο, έριχναν το βάρος τους στη μέση του κλαμπ παρακινώντας τους θαμώνες να κοιτάζουν συνεχώς.
Το τέμπο της μουσικής ήταν συγκεκριμένο, προσφέροντας τους την ηρεμία που αναζητούσαν ενώ παράλληλα, τα ημίγυμνα κορμιά των γυναικών, καυτηρίαζαν με τα λικνίσματα τα μυαλά τους , χαρίζοντας τους ανάμεικτα συναισθήματα πόθου.
Έδεσε προσεκτικά τις δαντελένιες της ζαρτιέρες, κούμπωσε τον κατακόκκινο κορσέ της και κατεβάζοντας το καστανό χείμαρρο των πλούσιων μαλλιών της, κοιτάχθηκε στο καθρέφτη. Ήταν σχεδόν έτοιμη εκτός από το κραγιόν, πάντα επέλεγε να το φοράει τελευταίο. Έστρεψε το βλέμμα στη βάση που υπήρχε στο τοίχο και επέλεξε ένα πιο σκούρο από τα συνηθισμένα.
«Νάταλι βγαίνεις σε πέντε λεπτά!» Μια δεύτερη γυναικεία παρουσία εισήλθε στο καμαρίνι ελαφρώς βουρκωμένη και σμίγοντας τα φρύδια, παράτησε το χαλασμένο μακιγιάζ της και τη κοίταξε.
«Πάλι προσπάθησαν να σε αγγίξουν;» αποκρίθηκε απογοητευμένη προς τη κατά έξι ολόκληρα χρόνια μικρότερη συνάδελφο της.
«Ίσως τελικά να μη καταφέρω να βγάλω το μήνα. Ο Σέρτζιο, είχε δίκιο. Δεν κάνω γι αυτή τη δουλειά» απάντησε λυπημένη. Ο Σέρτζιο • ο υπεύθυνος του κλαμπ και κριτής των κοριτσιών, όταν την επέλεξε ήταν τα πρώτα του λόγια μα η νεαρή Χέδερ είχε ανάγκη τα λεφτά και πίστη στον εαυτό της. Η Νάταλι χαμήλωσε και στάθηκε μπροστά της.
«Καμία από εμάς δε το κάνει με χαρά Χέδερ. Όλες έχουμε και μια ιστορία από πίσω. Είσαι τυχερή...Εμείς, σαν πιο παλιές τους αφήνουμε και μας πιάνουν και έτσι είθισται. Θα σου πρότεινα να σκεφτείς πολύ καλά τι ακριβώς θέλεις να κάνεις στη ζωή σου μα και τους λόγους που επέλεξες να εργαστείς εδώ» δεν ήταν η πρώτη φορά που η Νάταλι προσπαθούσε να την κάνει να αλλάξει γνώμη. Ζώντας για πάνω από δέκα χρόνια στους δρόμους, ήξερε καλά τη σαπίλα της κοινωνίας ενώ τα τελευταία πέντε, τη γνώρισε και από άλλο μάτι κατά την εργασία της στο Γκολντεν Σκάι. Η νεαρή κοπέλα κατέβασε ντροπιασμένη το κεφάλι και η Νάταλι μη θέλοντας να τη φέρει κι άλλο σε δύσκολη θέση , απομακρύνθηκε και ξεκίνησε να βάφεται. Επέλεξε να το σκάσει από το σπίτι για να βγάλει δικά της χρήματα μα εκείνη δε το θεωρούσε σωστό. Η Χέδερ σε αντίθεση με την ίδια είχε επιλογή.
Αν κάποιος είχε σκληρή ζωή ήταν σίγουρα εκείνη, κι αν κάποιος καταλάβαινε τη θέση της νεαρής Χέδερ ήταν και πάλι εκείνη. Γόνος μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες του Κάνσας, πέρασε από ακραία στάδια ώσπου βρέθηκε στο δρόμο. Αν συνεχίσεις να βλέπεις τον Ραμιρεζ θα σε αποκληρώσω Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της καθώς μπογιάτιζε το πρόσωπο της και ευθύς αμέσως τα χαρακτηριστικά της σκλήρυναν στις αναμνήσεις. Μια εβδομάδα μετά την ανακοίνωση του , έκανε πράξη την απειλή και την αποκλήρωσε. Την πέταξε έξω από τη πολυτελή έπαυλη χωρίς κανένας να του φέρει αντίρρηση. Ποιος θα έβαζε έναν άνθρωπο πάνω από την αμύθητη περιουσία του; Κάνεις; Ίσως όχι ένας απλός άνθρωπος ... Τόσο η μητέρα όσο και η αδερφή της δεν στάθηκαν στο ύψος τους και αυτό στα μάτια της Νάταλι, ήταν συγκλονιστικό εκείνη την εποχή. Κατάλαβε εν μια νυκτί πως τελικά, οι άνθρωποι όντως διαλέγουν το χρήμα προδίδοντας ακόμα και το ίδιο τους το αίμα γι αυτό. Ο Αλεχάντρο Μπρουκς, μισό Αργεντινός και μισός Αμερικάνος, είχε χτίσει έναν κολοσσό επιχειρήσεων με έδρα το Κάνσας αποκτώντας τον έλεγχο από κάθε μικρομεσαία επιχείρηση στις πωλήσεις αυτοκίνητων. Κάθε του βήμα ήταν αρκετά προσεκτικό ενώ δεν ήταν από τους ανθρώπους που έκρυβαν τα λεφτά και τη δυναμική τους. Εξου και η αντίδραση του όταν ένας από τους σωματοφύλακες της κόρης του, του ανακοίνωσε πως βλέπει το γιο μιας οικογένειας που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Ο Κρίστιαν ήταν από εκείνα τα ήρεμα , πλην ατίθασα παιδιά που δε δίσταζαν να κλέψουν για να προσφέρουν τα προς το ζην στις φτωχές οικογένειες τους.
Η Νάταλι προσπάθησε να λογικεύσει το πατέρα της δίνοντας του τρανταχτά επιχειρήματα πως αν και φτωχός την αγαπούσε, μα εκείνος τη κατηγόρησε για ανωριμότητα. Τι να ξέρει ένα κορίτσι δεκαεπτά ετών από αγάπη; της είχε πει στη τελευταία κουβέντα τους και φυσικά τη πέταξε έξω από το σπίτι δίνοντας της μονάχα ένα σάκο και διακόσια δολάρια για πορευτεί. Ο Κρίστιαν εξαφανίστηκε από τη πόλη το ίδιο και η μάνα του με τις δυο αδερφές του και δεν ξαναείδε κανέναν έκτοτε. Λεωφορείο στο λεωφορείο, διαδρομή στη διαδρομή , τα πόδια της την οδήγησαν στη Νέα Υόρκη όπου και έμεινε τα πρώτα της χρόνια σε μια κούτα στο δρόμο. Ζητιάνευε για να πάρει ένα κομμάτι ψωμί μα δε ντρεπόταν ούτε επέλεξε τη πορνεία σαν λύση όπως της είχαν προτείνει αρκετές γυναίκες που συναντούσε τα βράδια. Μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, ένας άντρας της πέταξε ένα χαρτονόμισμα μα δεν έφυγε όπως συνήθιζε να κάνει ο κόσμος. Έμεινε και τη παρατήρησε. Ήταν ο Σέρτζιο. Δεν είπε λέξη εκείνο το βράδυ μα για τον επόμενο μήνα πήγαινε σχεδόν κάθε βράδυ και της άφηνε λεφτά. Η Νάταλι τον θεώρησε μεγαλόκαρδο μα και πάλι, κρατούσε τις επιφυλάξεις της. Τα μάτια της κατά την παραμονή της στους δρόμους είχαν δει πολλά και δεν εμπιστευόταν κανένα ώσπου μια νύχτα ο Σέρτζιο αποφάσισε να της μιλήσει.
Ένα ζεστό μικρό διαμέρισμα, μια μόνιμη εργασία και ζωή μέσα σε τείχη προστασίας. Αυτή ήταν η προσφορά που της έκανε εξηγώντας της πως το μόνο που θα έπρεπε να κάνει σε αντάλλαγμα ήταν να χορεύει. Στην αρχή αρνήθηκε. Θεωρούσε πως ο χορός ισούται με τη πορνεία και δεν θα έδινε ποτέ το κορμί της σε κανένα για τα λεφτά μα μετέπειτα, όταν έπιασε ο Φεβρουάριος και το κρύο ήταν χειρότερο από κάθε άλλη χρονιά δέχθηκε υπό όρους. Ο Σέρτζιο της είπε πως ήταν πολύ όμορφη. Πως είχε όμορφα δομημένο κορμί και θα μπορούσε να βγάλει λεφτά από αυτό χωρίς να το αγγίζει κάνεις... Πόσο γελοίο της φαινόταν πλέον αυτό...Η πολυφορεμένη φράση «Δεν αγγίζουμε» κράτησε μονάχα ένα χρόνο ενώ μετέπειτα ένας πριβέ χορός ήταν αρκετός για να απλώσει πάνω της κάποιος τα χέρια του. Είχε συνηθίσει όμως τη ζωή μα και τις απολαβές της για να φύγει και να βρεθεί πάλι στο δρόμο. Με το καιρό έμαθε πως ο ιδιοκτήτης φάντασμα όπως τον αποκαλούσαν όλες αφού δεν πατούσε ποτέ το πόδι του στο κλαμπ , ήταν ο Σεθ Ναβάρο, ένας νονός της νύχτας που έκανε ξέπλυμα χρημάτων μέσα από τα δεκάδες νυχτερινά κλαμπ ενώ η κυρία πηγή εσόδων του ήταν φυσικά τα ναρκωτικά , η πορνεία και τα όπλα. Δεν ήξερε ούτε ηλικία, ούτε καν πως μοιάζει μα δεν την ενδιέφερε κι όλας. Έκανε τη δουλειά της, έπαιρνε καλές απολαβές και ζούσε τη κάθε της μέρα. Έμαθε καλά πως έχοντας μια τέτοια ζωή παύεις να ονειρεύεσαι. Παύεις να έχεις ανάγκες και να τρέφεις ελπίδες. Το μόνο που κρατήθηκε ζωντανό, ήταν η προσωπικότητα της. Δε δεχόταν μύγα στο σπαθί της και πάντοτε είχε το θάρρος της γνώμης της. Γι αυτό κατέληξε και στο δρόμο εξ αρχής.
«Νάταλι; Είσαι εδώ;» η Χέδερ στεκόταν μπροστά της κουνώντας πέρα δώθε τα χέρια και εκείνη εστίασε πάνω της «Αφαιρέθηκες; Άργησες κατά ένα λεπτό να βγεις έξω!» της υπενθύμισε θέλοντας να αποτρέψει κάποιο κατσάδιασμα. Σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες , ο Σέρτζιο έδειχνε μια ιδιαίτερη αδυναμία σε εκείνη με αποτέλεσμα ακόμα κι αν αργήσει να υπάρχει μια επίπληξη ενώ σε κάθε άλλη κοπέλα που δεν θα έβγαινε στην ώρα της, η βιαιοπραγία, αποτελούσε καθημερινό φαινόμενο. Βέβαια αυτό πήγαζε ξεκάθαρα από το τρόπο που αντιδρούσε και η ίδια. Ποτέ δεν έδειξε φόβο απέναντι του ενώ πάντοτε είχε το θάρρος της γνώμης της. Δεν ήξερε αν ήταν σεβασμός η ο Σέρτζιο αποσκοπούσε σε κάτι παραπάνω μα ούτε αυτό την ένοιαζε.
«Βγαίνω. Καλή ξεκούραση» αποκρίθηκε προς τη νεαρή συνάδελφο της και αφήνοντας κάτω το κραγιόν, έριξε μια τελευταία ματιά στο καθρέφτη. Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και ένας από τους μπράβους μπήκε μέσα αλαφιασμένος.
«Τι συμβαίνει Γκρέγκορι;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές
«Νάταλι Μπρουκς...» εκείνη πάγωσε. Κανένας δεν ήξερε το επίθετο της ούτε καν ο Σέρτζιο όλα αυτά τα χρόνια «Έχεις τηλεφώνημα από την αστυνομία του Κάνσας» δήλωσε και πιάνοντας την από το μπράτσο, την τράβηξε έξω.
Σας φιλώ, να έχετε μια όμορφη μέρα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top