Τέσσερα Κουαρτέτα σιωπούν, στη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου

Μηδέν ψυχή, πριν

Λονδίνο

Στο ακίνητο σημείο του κόσμου γυρίζει. Ούτε σάρκα, ούτε μη σάρκα. Ούτε από ούτε προς. Στο ακίνητο σημείο, εκεί είναι ο χορός, Αλλά ούτε στάση ούτε κίνηση. Και μην την ονομάζεις σταθερότητα. Εκεί που παρελθόν και μέλλον συγκεντρώνονται. Ούτε κίνηση από ούτε προς, Ούτε άνοδος ούτε παρακμή. Εκτός απ' το σημείο, το ακίνητο σημείο, Εκεί χορός δεν θα υπήρχε, και εκεί μόνο χορός υπάρχει. Μόνο μπορώ να πω, εκεί υπήρξαμε: μα δεν μπορώ να πω πού. Και δεν μπορώ να πω, για πόσο, γιατί αυτό σημαίνει να ορίσω χρόνο..."

Το μολύβι σταματά στη τελευταία τελεία και πέφτει από το χέρι μου. Σηκώνω το βλέμμα μου. Τον κοιτάζω που χάνεται ξανά μακριά μου. Πίσω...εκεί που πρέπει να βρίσκεται. Ακριβώς εκεί όπου εμείς οι δύο, δεν μπορούμε να ορίσουμε τον χρόνο μας.

Εκεί, όπου δεν θα υπάρχει ποτέ, ποτέ χρόνος για εμάς...

«Παύλο;» λέω ψιθυριστά το όνομα του και στα χείλη μου, ο Έλιοτ έρχεται απρόσκλητος και έτοιμος να γράψει εκατομμύρια ποιήματα.

Στρέφει τη προσοχή του επάνω μου και η βέρα στο δάχτυλο του αντανακλά το φως από το φωτιστικό του γραφείου τυφλώνοντας τα μάτια μου.

Τυφλώνοντας τις λιγοστές ελπίδες για ευτυχία, που έχω μαζί του.

Θέλω να ελπίζω όμως. Αυτό έχω μόνο. Από αυτό μπορώ να κρατηθώ.

Τα μαύρα του μάτια χαϊδεύουν τα δικά μου και το χαμόγελο του πλαταίνει. Συνεχίζει ωστόσο να μιλάει στο κινητό του, εξηγώντας στον συνομιλητή του την έκβαση της συνάντησης που είχε πριν από δύο ώρες.

Η γραβάτα είναι χαλαρωμένη στον λαιμό του και το σακάκι του πεταμένο στη δερμάτινη πολυθρόνα, που κάθομαι πάντα όταν γράφω αργά τα βράδια.

Πάντα όταν εκείνος είναι εδώ, γύρω μου, μέσα μου...μου δημιουργείτε η ανάγκη να καταγράψω την μιζέρια μου.

Μάλλον για να μη ξεχάσω ποτέ...

Ο Έλιοτ σήμερα αποδεικνύεται σωτήριος.

Λίγα λόγια από τα Τέσσερα κουαρτέτα...

"Χρόνος παρελθών και χρόνος μέλλων. Ό,τι θα μπορούσε να ήταν και ό,τι ήταν, τείνουν προς ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν"

Αυτό το τέλος που είναι πάντοτε παρόν φοβάμαι...

Γιατί το βλέπω.

Το νιώθω σε κάθε του άγγιγμα.

Το καλογυαλίζω να αστράφτει, όπως αστράφτει η βέρα στο αριστερό του χέρι.

Κοιτώ τον κενό μου παράμεσο και η καρδιά μου βυθίζεται στα βρώμικα νερά του Τάμεση.

«Σε κάνει ευτυχισμένη;», με είχε ρωτήσει αιφνίδια η μητέρα μου λίγες ώρες νωρίτερα, στο καθιερωμένο μας τηλεφώνημα.

Δεν ξέρει τίποτα για εκείνον. Δεν της έχω αναφέρει ποτέ το όνομα του, ούτε καν την παρουσία του στη ζωή μου. Και όμως η κυρία Μπέτυ, καταλαβαίνει πολύ καλά, ποια μέρα...εκείνος είναι εδώ...

«Πρέπει να κλείσω», της απάντησα κοφτά.

Πρέπει να κλείσω! Και όντως αν ήμουν πιο λογική, αν σκεφτόμουν τον εαυτό μου περισσότερο από όσο σκέφτομαι τους δυο μας μαζί, θα έπρεπε να κλείσω...

Κάθε πόρτα...κάθε δρόμο που μας οδηγεί σε έναν βαλτώδη προορισμό .

Δύο ευθείες είμαστε μόνο. Παράλληλες.

Βρισκόμαστε στο ίδιο επίπεδο, δίχως κανένα κοινό σημείο.

Σε κάνει ευτυχισμένη;

Η ερώτηση της μητέρας, χτυπά σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου.

Όχι μητέρα, δε με κάνει ευτυχισμένη.

Με κάνει δυστυχισμένη. Με κάνει να παρακαλώ να τελειώσω μαζί του, μια και καλή.

Δεν τον θέλω. Δεν πεθαίνω για εκείνον...δεν λιώνω για ένα του βλέμμα, για ένα λιγοστό άγγιγμα...για μια κλεμμένη ευτυχία.

Ντρέπομαι κυρία Μπέτυ.

Με μισώ.

Ξέρεις γιατί;

Γιατί κάθε φορά που τα δάχτυλα του σέρνονται στο κορμί μου, με κάνει ευτυχισμένη η ιδέα και μόνο πως η βέρα του, δεν συμβολίζει τίποτα για εκείνον.

Επιλέγω να γίνομαι το φτηνό, το από στιγμή σε στιγμή ξεπερασμένο.

Μα πες μου κυρία Μπέτυ, αν σου τα έλεγα όλα αυτά, αν ήξερες πως η κόρη σου πιάνει τη σάρκα μία που εκείνοι οι δύο έσονται και την πνίγει μέσα στο κόκκινο κρασί και στο μέλι, τι θα έλεγες τότε;

Θα ήθελες να με κάνει ευτυχισμένη;

Θα χαμήλωνες ξανά το βλέμμα σου, με ταπεινότητα όταν στον επόμενο γάμο που θα πήγαινες θα άκουγες το περιβόητο: Ούς ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω;

Μη χωριζέτω...

Εμένα όμως ποιος με συνέζευξε μαζί του, μου λες; Δεν ήταν ο Θεός;

Όχι δεν ήταν. Οι καταραμένοι δεν εμπλέκονται ποτέ με τα του Θεού...

Αλίμονο.

Του διαβόλου πειράματα είμαστε. Τα γύναια...οι πόρνες...οι γυναίκες δίχως ηθικές αναστολές...

Πειράματα ενός διάβολου γιατί όπως φαίνεται, ο Θεός είναι πολύ απασχολημένος να δημιουργεί τις νόμιμες, αυθεντικές συζεύξεις του, που δεν του μένει χρόνος να ασχοληθεί με τις φτηνές απομιμήσεις τους.

Μη χωριζέτω...

Αποφεύγω να κοιτάξω το είδωλο μου στην οποιαδήποτε αντανάκλαση. Ξέρω πως αν με αντικρίσω, θα μου έρθει αναγούλα.

Έχω ακόμα τη γεύση του στο στόμα μου. Νιώθω τα χέρια του να πιέζουν τον αυχένα μου.

Με κάνω δυστυχισμένη χαρίζοντας του λίγα λεπτά σωματικής ευτυχίας.

Τερματίζει τη κλήση και σηκώνεται από τον καναπέ, ενώ εγώ σπασμωδικά και γρήγορα, κλείνω το σημειωματάριο και τη ποιητική συλλογή του Έλιοτ, πριν φτάσει κοντά μου.

Σκύβει και χαϊδεύει κτητικά τη βάση του λαιμού μου, καθώς εγκλωβίζει τον λοβό μου στα χείλη του. «Έχουμε όλο το βράδυ, δικό μας...», μουρμουρίζει και τα μαύρα του γένια, γρατζουνάνε την ευαίσθητη επιδερμίδα μου.

Έχουμε όλο το βράδυ, μέχρι το πρωί να έρθει αναπόφευκτα και εκείνος να μπει στο αεροπλάνο για να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη.

Σε μια εβδομάδα από τώρα, η βέρα του θα μετακινηθεί και θα ριζώσει στον παράμεσο του δεξιού του χεριού.

"Ό,τι θα μπορούσε να ήταν και ό,τι ήταν, τείνουν προς ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν"

Παραδίδομαι στο άγγιγμα του. Θάβω βαθιά στη συνείδηση μου τα λάθη που είμαι έτοιμη να κάνω ξανά και ορκίζομαι πως σε μια εβδομάδα από τώρα, ο Παύλος Θεοδωρίδης θα αποτελεί για εμένα, ένα μακρινό και χυδαίο παρελθόν.

Μισή ψυχή, μετά

Θεσσαλονίκη

Τα πάντα στη ζωή μας έχουν μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Έτσι τουλάχιστον λένε όλοι...

Έχουν χαρά και λύπη...

Έχουν στεναχώρια, δάκρυα και πατώματα ντυμένα με τα σώματα μας. Νυχτικά που τσαλακώνονται σε ξύλινα δάπεδα και χέρια που γαντζώνονται σε γυαλιστερά μάρμαρα.

Έχουν όμως και χαμόγελα. Στιγμές γεμάτες ζωή. Έρωτα...αγάπη...φιλία...

Τα πάντα στη ζωή μας έχουν αρχή...

Όχι μέση, ούτε τέλος.

Όλα αρχίζουν και δε τελειώνουν ποτέ.

Μένουν μέσα μας. Ψαχουλεύουν μια ακρούλα για να κατασκηνώσουν και μένουν εκεί, ώσπου το ευρύτερο τέλος αναπόφευκτα να τα παρασύρει μαζί του.

Και αν κάτι αρχίζει, πως ξέρουμε σε ποια γωνία του σώματος μας θα εγκατασταθεί; Πως αποφασίζουμε να του δώσουμε ένα οικόπεδο στο μυαλό ή στη καρδιά; Με ποιον γνώμονα; Με ποια κριτήρια;

Αν κάτι αρχίζει...

Σκέφτομαι διαρκώς τη στιγμή εκείνη που αυτό το κάτι αρχίζει. Είτε μιλάμε για μια σχέση, μια φιλία, έναν έρωτα, ή ένα τέλος...

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι την αρχή...το ξεκίνημα...το πρώτο βήμα...

Αν λοιπόν ήξερες; Αν κάποιος μπορούσε να σε προϊδεάσει για το τι θα ακολουθήσει, θα τολμούσες να ξεκινήσεις;

Εγώ δεν θα τολμούσα.

Το δικό μου όμως παράδειγμα είναι ανόητο. Εγώ είμαι ανόητη...

Για αυτό κάθε πρωί μένω ακίνητη στο άδειο κρεβάτι για τουλάχιστον είκοσι λεπτά, και κοιτάζω το καθαρό, ανέγγιχτο μαξιλάρι, στα δεξιά μου.

Και φυσικά για ακόμα μια ημέρα, έχω ξυπνήσει πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι μου. Δεν έχω δει ακόμα την ώρα, αλλά υπολογίζω πως κοντεύει οχτώ. Παρά δέκα για την ακρίβεια.

Σηκώνομαι απρόθυμα από το κρεβάτι και τραβάω την γκρι κουρτίνα συσκότισης να ανοίξει, διακινδυνεύοντας την άριστη όραση μου!

Από το καθιστικό ακούγονται όπως και κάθε άλλο πρωί τις τελευταίες δέκα μέρες, οι γνωστοί ήχοι. Η καφετιέρα που δουλεύει ακατάπαυστα, η τηλεόραση που είναι συντονισμένη ανελλιπώς στο Fashion TV, οι Scissor Sisters που παίζουν απο το γαλάζιο bluetooth ηχείο και βεβαίως η φωνή που μιλάει στο τηλέφωνο και σχολιάζει τη χθεσινή βραδιά στο Sky.

Ανοίγω το παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο και από το στενό μου μπαλκόνι έρχομαι αντιμέτωπη με την πόλη, που έχει ξυπνήσει για τα καλά! Κορναρίσματα, φωνές, γρήγοροι βηματισμοί ανθρώπων με σκυφτό κεφάλι...εξατμίσεις από μηχανές, ξανά κορναρίσματα...

Ό,τι δηλαδή περιλαμβάνει μια τυπική Παρασκευή στη συμβολή των οδών Τσιμισκή και Παλαιών Πατρών Γερμανού.

Ο κύριος Λάμπρος, που κάνει το καθιερωμένο του τσιγάρο στο μπαλκόνι του τέταρτου της απέναντι πολυκατοικίας, σηκώνει το χέρι του μόλις με βλέπει για να με χαιρετήσει, ενώ ο ορθοπεδικός στον πέμπτο ποτίζει τα λουλούδια στις ζαρντινιέρες του και μου χαμογελάει με ένα κούνημα του κεφαλιού του εν είδει χαιρετισμού.

Είναι κατα κάποιο τρόπο το μικρό μας πρωινό τελετουργικό, τα τελευταία πέντε χρόνια που ζω σε αυτό το σπίτι.

Να 'ναι καλά η κυρία Μπέτυ και η επιμονή της να σπαταλήσει χιλιάδες ευρώ για να ανακαινίσει το διαμέρισμα κατασκευής του '56, το οποίο είχε φτάσει στα χέρια της ως προίκα από τον παππού της για τον πρώτο της γάμο, με τον Μίνωα Βελισσαρίδη.

Τον μπαμπά μου, που χώρισε έπειτα από επτά ολέθρια χρόνια γάμου!

Παίρνω το νεσεσέρ από το κομοδίνο αγνοώντας τη κενή οθόνη του κινητού μου, και καταφεύγω ως το μπάνιο για το καθιερωμένο μου ντουζ.

Έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει.

Έπρεπε να είχε στείλει ένα μήνυμα.

Πιάνω τον εαυτό μου να μάχεται σκληρά ώστε να βρει μια πολύ καλή δικαιολογία ή έστω μια που θα ήταν αρκετά πιστευτή για να δικαιολογήσει την εξαφάνιση του. Αλλά στη πραγματικότητα και εν απουσία οποιασδήποτε ηλίθιας εσωτερικής μάχης το μόνο που μένει πέρα από ανώφελες δικαιολογίες, είναι η σκέψη που αντικατοπτρίζει αυτούσια την πραγματικότητα που έχω επιλέξει να ζω.

Όχι, είναι πολύ νωρίς για αυτές τις σκέψεις. Ειδικά σήμερα.

Τυλίγομαι με το μπουρνούζι και στέκομαι μπροστά από τον καθρέπτη. Αναπνοή και ξεκινάμε...

Βήμα πρώτο, κρέμα ημέρας και αντιηλιακή .

Βήμα δεύτερο, μπόλικο κονσίλερ για να κρύψω τους μαύρους κύκλους, προίκα μου από την κυρία Μπέτυ.

Βήμα τρίτο, πούδρα, ρουζ και λίγο ενυδατικό χειλιών.

Βήμα τέταρτο και σημαντικότερο, να επιβιώσω από το σημερινό λιντσάρισμα!

Δεν αντέχω να τους δω. Όχι σήμερα τουλάχιστον.

Μόνο που σκέφτομαι το αλαζονικό χαμόγελο του Μαυρούδη, μου έρχεται να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω να βρω την Μπέτυ με τις φιλενάδες της στο εξοχικό του πατριού μου στη Κασσάνδρα. Χίλιες φορές να μιλάω για κοσμητικές επεμβάσεις και να σχολιάζω τα αποτυχημένα botox των κοσμικών κυριών, παρά να γίνω για ακόμα μια φορά η "γραμματέας" του Γιώργου Μαυρούδη.

Του μεγαλύτερου μαλάκα αθλητικογράφου που έχει γεννήσει αυτή η πόλη, αν όχι ολόκληρη η Ελλάδα και που εγώ έχω την απίστευτη τύχη να συνεργάζομαι μαζί του.

Όχι, όχι να συνεργάζομαι....Να υπομένω είναι το σωστό ρήμα.

Τρία χρόνια γαϊδουρινής υπομονής που δεν με έχει οφελήσει πουθενά!

Για τον Μαρούδη και για τους υπόλοιπους μεσήλικες δημοσιογράφους της εκπομπής, ό,τι και αν κάνω, όσο και αν προσπαθήσω για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δε θα είμαι ποτέ τίποτα παραπάνω από την καστανομάλλα γκόμενα, που στέκεται κάθε Κυριακή δίπλα από το videowall στο πλευρό των κεντρικών παρουσιαστών, όσο εκείνοι αναλύουν όλες τις επίμαχες φάσεις της κάθε αγωνιστικής και που φυσικά δεν της δίνουν περισσότερο από τρία λεπτά τηλεοπτικού χρόνου! Μετρημένα!

Και παρ' όλα αυτά, μια ακόμα χρονιά θα με βρει μαζί τους στο πλατό.

Δεν έχω ανάγκη τα ψίχουλα που μου δίνουν για μισθό, αλλά δε θέλω να τα παρατήσω. Όσο δελεαστική και να φαντάζει η ιδέα να τους πετάξω την παραίτηση μου κατάμουτρα, αρνούμαι κατηγορηματικά να το κάνω.

Δεν θα τους δώσω ποτέ την ικανοποίηση να δουν την μοναδική γυναίκα συνεργάτιδα τους, να το βάζει στα πόδια ηττημένη!

Έχω μεγάλη μέρα μπροστά μου και λίγες αντοχές για να τα βγάλω πέρα.

Στο χθεσινό του τηλεφώνημα ο Μαυρούδης, μου τόνισε τέσσερις φορές μάλιστα πως θα πρέπει να βρίσκομαι ακριβώς στις έξι το απόγευμα, στην Αίθουσα Αλέξανδρος ΙΙ του ξενοδοχείου Makedonia Palace, μια ώρα νωρίτερα δηλαδή από την προγραμματισμένη συνέντευξη τύπου της ΠΑΕ για την παρουσίαση του καινούργιου μεταγραφικού τους αποκτήματος και δεν παρέλειψε να μου επιβεβαιώσει εμμέσως πλην σαφώς, πως ο μόνος λόγος που θα πρέπει να πάω μαζί του, πέραν του διακοσμητικού μου ρόλου προφανώς, είναι κυρίως γιατί χρειάζεται κάποιον να του κρατάει σημειώσεις ενώ θα κάνει τις ερωτήσεις του.

Νιώθω το αίμα να ανεβαίνει ως τα μάγουλα μου και τραβάω βίαια από την ντουλάπα το 501 τζιν μου και ένα από τα πολλά λευκά φανελάκια που στοιβάζονται ανά τετράδα στο πρώτο ράφι της ντουλάπας.

Ντύνομαι γρήγορα και ακόμα πιο γρήγορα τραβάω τα μαλλιά μου σε έναν ψηλό κότσο, τιθασεύοντας τις αφέλειες που πετούν ανεξέλεγκτες προς πάσα κατεύθυνση, με την μαγική ηλεκτρική βούρτσα που μου έχει κάνει δώρο η Μάγκυ.

Όταν εμφανίζομαι στο καθιστικό το τηλέφωνο έχει ευτυχώς κλείσει.

«Τζιν τέλος Αυγούστου. Μάλιστα....», λέει αποδοκιμαστικά ο Βαγγέλης από τον πάγκο της κουζίνας και αρχίζει να στριφογυρίζει αργά επάνω στο σκαμπό, ρουφώντας παράλληλα τον freddo με το γυάλινο καλαμάκι του.

Πλησιάζω και κάθομαι απέναντι του. «Τι έχω;»

Σταματάει τις σβούρες και σπρώχνει προς τη μεριά μου το ποτήρι με τον καφέ που μου έχει ήδη ετοιμάσει.

«Τίποτα, σε πειράζω μωρό μου! Κούκλα είσαι όπως πάντα. Τρώγε όμως!», με διατάζει και βάζει μπροστά μου το μπολ με το porridge βρώμης και μπανάνας.

Η όρεξη μου όμως, έχει αποφασίσει να πάει έναν τεράστιο περίπατο από χθες το απόγευμα και πολύ φοβάμαι πως θα αργήσει να επιστρέψει.

«Λενάκι, είπα τρώγε!», επιμένει ο Βαγγέλης και μου κουνάει το κουτάλι μέχρι να το πιάσω.

Ξεφυσάω και γεμίζω μια μεγάλη κουταλιά φέρνοντας την ως το στόμα μου, όπου και την κρατάω για λίγα δευτερόλεπτα πριν την επιστρέψω πίσω στο μπολ και καταφύγω στον καφέ μου.

«Μπορείς να μου πεις γιατί δεν τηλεφώνησε;», ρωτάω και ο Βαγγέλης αμέσως παίρνει τα μάτια του από το tablet.

«Ποιος καλέ;»

«Τι ποιος ρε Βάγγ; Ο Παύλος!», εξηγώ και αρχίζει να γελάει επιστρέφοντας και πάλι την προσοχή του στο tablet.

«Ε που να καταλάβω αγάπη μου για ποιον λες, οχτώ η ώρα το πρωί με τρεις ώρες ύπνο που είμαι; Πες και εσύ, "γιατί δεν τηλεφώνησε ο παπάρας", να συνεννοηθούμε σαν άνθρωποι!»

Τον κλωτσάω στο καλάμι και τινάζεται θέτοντας σε κίνδυνο τον πολύτιμο καφέ του! «Μην τον λες παπάρα!»

«Γιατί δεν είναι;»

«Δεν έχει σημασία αν είναι ή δεν είναι! Σημασία έχει πως εγώ δεν σου επιτρέπω να τον αποκαλείς έτσι!»

Κουνάει το χέρι του και σηκώνετε από το σκαμπό. «Άι μωρή κλώσα από 'δω που δεν μου επιτρέπεις κιόλας!»

Έρχεται δίπλα μου και πριν προλάβω να του απαντήσω με μπουκώνει με μια κουταλιά porridge.

Έχει το πιο καθαρό βλέμμα που έχω συναντήσει ποτέ μου σε άνθρωπο και κάθε φορά που με κοιτάζει και μου χαμογελάει, αισθάνομαι πως χωρίς εκείνον στο πλευρό μου, ο κόσμος μου θα ήταν μια απέραντη ερημιά.

«Είπαμε με την άλλη να πάμε για ψώνια μόλις τελειώσουμε από την δουλειά το απόγευμα, και το βράδυ θα πάμε ξανά στο Sky», με πληροφορεί για τα σχέδια της ημέρας συνεχίζοντας να με ταΐζει.

Καταπίνω και σπρώχνω το χέρι του με την τελευταία κουταλιά. «Δεν νομίζω πως θα έρθω. Στις εφτά είναι η συνέντευξη τύπου και μετά θα ακολουθήσει ένα μικρό πάρτι στο Navona για τα media, όποτε δεν έχω ιδέα τι ώρα θα ξεμπερδέψω...»

Αναθαρρεύει ξαφνικά και δια μαγείας ξεχνάει το τάισμα μου, πετώντας στον πάγκο το γεμάτο κουτάλι!

«Πάρτι; Τι πάρτι; Γιατί εμείς δεν το ξέρουμε αυτό;», σκούζει και στροβιλίζεται μέσα στη κουζίνα για να βρει όπως υποθέτω το κινητό του.

«Δεν το ξέρετε γιατί εχθές το βράδυ μου το είπε ο Μαυρούδης», απαντάω και τον βλέπω να στραβώνει το στόμα του με αηδία ενώ παράλληλα βάζει το κινητό στο αυτί του.

«Τσακίσου!» φωνάζει στο ακουστικό και το κλείνει αμέσως.

«Μη κάνεις όρεξη! Χωρίς δημοσιογραφικές ταυτότητες δε μπορείτε να μπείτε», εξηγώ και πίνω σχεδόν μονορούφι τον υπόλοιπο καφέ μου.

«Και εσένα τι σε έχουμε; Μπορείς να πεις πως είμαστε συνεργάτες σου. Ο κομμωτής και η μακιγιέρ σου!»

Κουνάω το κεφάλι μου. «Δεν γίνεται! Επιπλέον δεν είπες πως θα πάτε στο Sky;»

Το θυροτηλέφωνο χτυπά μια φορά και σπεύδει να ανοίξει. «Ποιος το χέζει αγάπη μου το Sky, όταν το Navona του Makedonia Palace θα είναι γεμάτο απο γυμνασμένα αγόρια με τα σορτσάκια τους;» φωνάζει να τον ακούσω απο την πόρτα και γελάω.

«Άσε που και εσύ να μη μπορέσεις να μας βάλεις μέσα, πράγμα εντελώς ανήκουστο, τι τα φάγαμε τα νιάτα μας στη γραφιστική; Πόση ώρα πιστεύεις πως θα μου πάρει να φτιάξω δύο δημοσιογραφικές ταυτότητες;», συμπληρώνει και επιστρέφει κοντά μου αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.

«Είμαι σίγουρη ελάχιστη ώρα, αλλά σου υπενθυμίζω πως είναι παράνομο!», τονίζω και με αγνοεί.

«Δώσε μου την δική σου να δω τις προδιαγραφές. Που την έχεις; Στο πορτοφόλι σου;», ρωτάει και αναστενάζω.

«Καλημέρα στα πιο σέξι μωρά της Σαλονίκης!», λέει η Μάγκυ μόλις εμφανίζεται στην κουζίνα και παρατάει πάνω στον πάγκο μια σακούλα του Μπαντή γεμάτη με τις αγαπημένες τις μπουγάτσες.

«Καλημέρα, χαρά μου!» την καλημερίζει ο Βάγγος και η Μάγκυ προς στιγμή κοκαλώνει.

«Ο Χριστός και η μάνα του!», σταυροκοπιέται σοκαρισμένη και στρέφεται να με κοιτάξει. «Συγγνώμη, εμένα είπε έτσι, ή παράκουσα από την αφάνα;» διερωτάται δείχνοντας τα σγουρά καρέ ξανθά μαλλιά της.

«Αν αρχίσω πάλι, εγώ θα φταίω;», πετάγεται ο Βάγγος τσαντισμένος και αντιλαμβάνομαι πως για ακόμα μια φορά με κοιτούν και οι δύο έντονα, περιμένοντας ανυπόμονοι να μάθουν ποιανού το μέρος θα πάρω.

Σηκώνω τα χέρια μου ανάμεσα του. «Κανείς δε θα αρχίσει τίποτα!» προσπαθώ να εξομαλύνω ανώφελα την κατάσταση.

«Δεν την άκουσες;», διαμαρτύρεται ο Βάγγος και η Μάγκυ γελάει καθώς τον πλησιάζει ζωηρά.

Περνάει το χέρι της γύρω από τους ώμους του και γέρνει να φιλήσει το φρεσκοξυρισμένο του μάγουλο.

«Άρχισε μωρή σκρόφα σε προκαλώ!», του λέει γλυκά και τον κοιτάζει το ίδιο.

Εκείνος χαμογελάει και της σκουπίζει λίγο από το κόκκινο κραγιόν της που έχει ξεφύγει στη γωνία των χειλιών της. «Θα άρχιζα αλλά έχε χάρη, που με έχει ταράξει η μικρή από 'δω!»

Η Μάγκυ με κοιτάζει δήθεν τσατισμένη. «Τι του έκανες του παιδιού;»

Σηκώνομαι και αφήνω το άδειο ποτήρι του καφέ στον νεροχύτη. «Έκανα το λάθος να του πω, πως το απόγευμα μετά τη συνέντευξη τύπου, θα ακολουθήσει ένα μικρό ευχαριστήριο πάρτυ για τους δημοσιογράφους».

«Στο Navona του Makedonia Palace, δηλαδή αν έχεις τον Θεό σου!», διευκρινιζει ο Βάγγος και χτυπάει τα χέρια του στον πάγκο.

«Κοίτα να δεις περιποίηση ο Θεοδωρίδης στους δημοσιογράφους του. Και δεν του το 'χα!», πετάει το υπονοούμενο της η Μάγκυ.

«Και θα είναι και όλη η ομάδα εκεί! Δηλαδή πόσα να αντέξω ο δύστυχος;», συμπληρώνει ο Βάγγος και κάνει αέρα στον εαυτό του.

«Μπορούμε να αλλάξουμε κουβέντα;», εκλιπαρώ και ξέρω πως ο μόνος τρόπος για να γλιτώσω και από τους δύο είναι να σηκωθώ και να φύγω.

Όχι από το σπίτι. Από την Θεσσαλονίκη, για την ακρίβεια!

«Όχι δεν μπορούμε!», λέει η Μάγκυ και ο Βάγγος γνέφει με ικανοποίηση δίπλα της. «Για αυτό έλα μη ντρέπεσαι, μίλα μας για αυτό το τόσο υπέροχο πάρτι του Θεοδωρίδη! Βγάλ' το από τον οργανισμό σου όσο είναι καιρός, γιατί δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να πάει κανείς από τους τρεις μας!

«Τι;», τσιρίζει ο Βαγγέλης.

«Εσείς οι δύο σίγουρα δεν μπορείτε να πάτε!», της απαντώ με ένα χαμόγελο.

Με πλησιάζει. «Ούτε και εσύ θα πας!»

«Και γιατί να μην πάω παρακαλώ;»

Γελάει και απλώνει τα χέρια της στους ώμους μου. «Γιατί αύριο τέτοια ώρα θα είσαι στο μικρό διαμερισματάκι του Θεοδωρίδη στο κέντρο της Αριστοτέλους και θα μας παίρνεις τηλέφωνο κλαμένη να έρθουμε να σε μαζέψουμε από τον γαμιστρώνα του, όπου και θα σε έχει παρατήσει για να τρέξει πίσω στην γυναικούλα του!»

Δεν με ενοχλεί η ειλικρίνεια της ούτε και με θυμώνει. Έχω υπάρξει και εγώ αντίστοιχα ειλικρινής μαζί της. Άλλωστε η ειλικρίνεια τόσο του Βάγγου όσο και της Μάγκυς, είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που αγαπώ στον χαρακτήρα τους.

Στη μικρή μας παρέα, κανείς δε χρυσώνει το χάπι κανενός!

Η τρελή μου Κερκυραία και ο Αβάν-γκαρντ Βολιώτης μου!

Με τον Βαγγέλη γνωριστήκαμε τυχαία στο Club No. 5, την πρώτη χρονιά των σπουδών μου στο City, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ο Σύλλογος Ελλήνων Φοιτητών στο Cavendish Square του Λονδίνου.

Ήταν κάπως αστεία η πρώτη μας γνωριμία. Καθόμουν στο μπαρ μαζί με δύο Ελληνίδες συμφοιτήτριες μου, όταν ο μπάρμαν, μου έδωσε ένα ποτήρι παγωμένη μπύρα δείχνοντας μου τον άγνωστο μέχρι τότε μελαχρινό τύπο στην άλλη άκρη του μπαρ, που φορούσε ένα λευκό παντελόνι συνδυασμένο με μαύρες αρβύλες και ένα λεοπάρ πουκάμισο ανοιχτό ως τη μέση του άτριχου στήθους του.

Ο Βαγγέλης δεν ήταν ο τύπος μου. Ούτε και εγώ ήμουν ο τύπος του Βαγγέλη! Βασικά καμία γυναίκα δεν ήταν ο τύπος του.

Ο μπάρμαν αντί να κεράσει την μπύρα στον ξανθό φοιτητή στα δεξιά μου, όπως δηλαδή του είχε υποδείξει ο Βάγγ, είχε μπερδευτεί και είχε κεράσει εμένα!

Όταν εν τέλη θαρραλέα τον πλησίασα για να τον ευχαριστήσω για το κέρασμα του, εκείνος αμέσως μου εξήγησε το μπέρδεμα και καταλήξαμε να τα πίνουμε οι δυο μας σε μια γωνία του κλαμπ, γελώντας και χορεύοντας ως τις πρωινές ώρες.

Έκτοτε ήμασταν αχώριστοι.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Βαγγέλης με την βοήθεια της μαμάς μου, βρήκε δουλειά σε μια διαφημιστική στη Θεσσαλονίκη και δεν πάτησε ποτέ το πόδι του πίσω στον Βόλο, απ' όπου οι γονείς του, τον είχαν διώξει κακήν κακώς, όταν με τόλμη τους αποκάλυψε την πραγματική του σεξουαλική ταυτότητα.

Ήμουν περήφανη για εκείνον και για όσα είχε καταφέρει ολομόναχος, αυτά τα δώδεκα χρόνια που τον γνώριζα. Πλέον εργάζονταν ως Art Director στη μεγαλύτερη διαφημιστική εταιρία της πόλης, αναλαμβάνοντας σπουδαίες δουλειές που αναδύκνυαν την μοναδική του αισθητική, και σε δέκα μέρες απο σήμερα θα μετακόμιζε στο ρετιρέ που είχε αγοράσει επι της Λεοφώρου Νίκης, με θέα τον Θερμαικό!

Είχαμε ήδη έναν χρόνο στην Θεσσαλονίκη όταν γνωρίσαμε την Μάγκυ στο μικρό μπαράκι στη Βαλαωρίτου, όπου δούλευε ως μπαργούμαν τα περισσότερα βράδια της εβδομάδας. Κερκυραία με τα όλα της! Σπαθάτη γυναίκα, με εκρηκτικό ταπεραμέντο, και άσβεστη μαχητικότητα! Τρία χαρακτηριστικά που είχαμε λατρέψει από την πρώτη στιγμή που μας έπιασε την κουβέντα.

Η συναντησή μας, έμοιαζε να είναι καρμική. Θυμάμαι πως, αμέσως είχαμε αισθανθεί οικεία μαζί της και αργότερα μας διαβεβαίωσε πως το ίδιο είχε αισθανθεί και εκείνη.

Σπάνιο φαινόμενο να γνωρίζεις κάποιον και μόλις μέσα σε λίγα λεπτά να νιώθεις πως τον ξέρεις όλη σου την ζωή.

Η Μάγκυ ζούσε στη Θεσσαλονίκη από τα δεκαοχτώ της, όταν είχε έρθει για να σπουδάσει στο τμήμα Οικονομικών του Αριστοτέλειου. Αγάπησε τη πόλη μας πολύ, όπως πολύ είχε αγαπήσει και τον Θεσσαλονικιό πρώην αρραβωνιαστικό της Γιάννη, σχεδόν από το πρώτο έτος της στη σχολή.

Έξι χρόνια έμεινε μαζί του, τα δύο από αυτά αρραβωνιασμένοι.

Ώσπου ξαφνικά, ένα ωραίο πρωί και ενώ έπιναν τον καφέ τους στην παραλία, ο Γιάννης απερίφραστα της ανακοίνωσε πως σε λίγους μήνες θα γινόταν πατέρας.

Όχι, η Μάγκυ δεν εγκυμονούσε! Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Αυτή που εγκυμονούσε ήταν η τριτοετής φοιτήτρια που ζούσε έναν όροφο πιο κάτω από το δικό τους διαμέρισμα και που ο Γιάννης πηδούσε χωρίς προφυλακτικό επί έξι μήνες!

Τον εγκατέλειψε δίχως δεύτερη σκέψη και αφού πρώτα φρόντισε να σπάσει το μισό διαμέρισμα και φυσικά τα τζάμια από το αγαπημένο του αμάξι!

Ο χωρισμός και κυρίως η προδοσία του Γιάννη την είχε διαλύσει ψυχικά. Ωστόσο δεν θέλησε στιγμή να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Στάθηκε στα πόδια της με μια αξιοζήλευτη θέληση και πάλεψε παλικαρίσια να βρει ξανά και να εδραιώσει τον εαυτό της.

Ξέχωρα λοιπόν από την πρωινή της δουλειά στο λογιστικό γραφείο που εργάζονταν τότε, και για να μπορέσει να συντηρηθεί μόνη της οικονομικά χωρίς να χρειαστεί να επιστρέψει στους γονείς της στην Κέρκυρα, έπιασε δουλειά στο μικρό μπαράκι που οι συγκυρίες το έφεραν να γνωριστούμε.

Η φιλία μας κρατάει γερά, έξι χρόνια τώρα. Ο Βαγγέλης κατάφερε έπειτα από λίγο καιρό να την βολέψει στο λογιστήριο της διαφημιστικής, και ύστερα από πολλή και σκληρή δουλειά η Μάγκυ έχει αναλάβει πλέον την διεύθυνση ολόκληρου του οικονομικού τμήματος.

Κατα κάποιο τρόπο και μέσα σε όλη αυτή τη τρέλα του κόσμου γύρω μας, εμείςέχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε μια μικρή οικογένεια.

Προστατεύουμε ο ένας τον άλλον, αγαπιόμαστε ανιδιοτελώς, και το βασικότερο όλων που λειτουργεί ως θεμελιώδης λίθος της πολύχρονης φιλίας μας, δεν χρειάζεται ποτέ να κρύψουμε τον πραγματικό μας εαυτό.

Μπορεί ο Βάγγος με την Μάγκυ να τσακώνονται εικοσιπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο κυρίως για τις πολιτικές τους τοποθετήσεις μιας και εκείνη είναι ΚΚΕ και εκείνος ΠΑΣΟΚ, μολαταύτα ο τσακωμός τους μπορεί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο να διακοπεί και να μεταλλαχθεί σε μια ακλόνητη συμμαχία!

Η οποία τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται εναντίον μου!

«Έχω άδικο;», με επαναφέρει στην πραγματικότητα η Μάγκυ και ο Βάγγος δίπλα της περνάει τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά της δίνοντας τους περισσότερο όγκο από όσο έχουν ήδη!

«Ναι έχεις άδικο!»

«Δεν σε παίρνει...», μουρμουρίζει ο Βάγγος προειδοποιητικά.

«Τι ακριβώς δεν με παίρνει;»

«Να μας λες μαλακίες, Λενάκι! Και άσε με και εσύ, με έχεις κατσιάσει τόση ώρα!», λέει η Μάγκυ και χτυπάει τα χέρια του Βάγγου από τα μαλλιά της.

«Εγώ φταίω μωρή που πάω να σε κάνω θηλυκό», της αντιγυρίζει με στόμφο ο Βαγγέλης.

«Μα δεν λέω μαλακίες! Δεν ξέρω καν αν θα είναι σήμερα εκεί».

Με κοιτούν με το ίδιο βλέμμα και οι δύο!

«Εντάξει!», παραδέχομαι «Λογικά θα είναι, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα...»

«Πως θα πηδηχτείς μαζί του, όπως κάνεις και κάθε άλλη φορά που συναντιέστε!», συμπληρώνει ο Βαγγέλης και η Μάγκυ του σφίγγει το χέρι μεταφέροντας τα συχαρίκια της!

Τους αγριοκοιτάζω. Με αγριοκοιτάζουν!

Παραιτούμαι πρώτη και σηκώνω ψηλά τα χέρια μου ενώ ακουμπώ κουρασμένη στο σκαμπό. «Με ξέρετε!», αναφωνώ. «Αυτή είμαι! Αυτή είναι η αρρώστια μου, τι να κάνουμε τώρα; Και στο πάρτι να μη παρευρεθώ, αν επικοινωνήσει μαζί μου και μου ζητήσει να βρεθούμε τότε θα πάω. Και ναι το ξέρω πως είναι ηλίθιο και πως είμαι μαλακισμένη και μπλα μπλα μπλα...αλλά τι θέλετε να σας πω; Ψέματα;»

Η Μάγκυ σοβαρεύει επικίνδυνα. «Όχι, δεν θέλουμε να μας πεις ψέματα. Θέλουμε μόνο να σιγουρευτούμε πως θα είσαι εντάξει αυτή τη φορά».

«Θα είμαι!», απαντώ αμέσως και παρατηρώ πως το βλέμμα τους καρφώνεται χαμηλά στη κοιλιά μου, εκεί δηλαδή όπου το τζιν μου επιπλέει.

«Θα φορέσω ζώνη...», ψιθυρίζω.

Ο Βαγγέλης αναστενάζει και έρχεται ως τον πάγκο για να ανοίξει την σακούλα με τις μπουγάτσες που έφερε η Μάγκυ.

Βάζει μερικά κομμάτια σε ένα πιάτο και της δίνει ένα πιρούνι.

«Εγώ θα πρότεινα να φας λιγάκι, ώστε να μη χρειάζεσαι καμία ζώνη!» λέει η Μάγκυ ενώ κάθεται δίπλα μου και τσιμπάει με το πιρούνι ένα κομμάτι μπουγάτσα φέρνοντας το στο στόμα μου.

«Και είπαμε μωρό μου...», με αγκαλιάζει από την μικρή μου μέση ο Βαγγέλης ακουμπώντας το πιγούνι του στον ώμο μου. «Μπορείς να περνάς καλά μαζί του, αλλά μη του δίνεις περισσότερα από όσα αξίζει πραγματικά...»

Το στόμα μου γεμίζει από την γλυκιά γεύση της μπουγάτσας και το μυαλό μου από την πικρή αίσθηση της πρότασης του Βαγγέλη.

Ούτε εγώ η ίδια δεν ξέρω τι αξίζει πραγματικά. Και το αστείο της υπόθεσης είναι πως όσο καλά και αν μπορώ να περάσω μαζί του, όταν αναπόφευκτα η επόμενη μέρα φτάνει οι ευτυχισμένες στιγμές μετατρέπονται αυτόματα σε μια ατελείωτη μιζέρια και δυστυχία, που οδηγούν την μέση μου να στενεύει ακόμα περισσότερο.

Σιγουρεύονται πως έχω φάει επαρκώς και φεύγοντας για το γραφείο με αποχαιρετούν με δύο μεγάλες αγκαλιές και με δύο πεταχτά φιλιά στο στόμα. Φαίνεται πως την γλίτωσα με το θέμα του πάρτι μιας και δεν αναφέρθηκε ξανά. Όχι δηλαδή πως αυτό θα πρέπει να με καθησυχάσει. Ξέρω πολύ καλά τους φίλους μου, και θεωρώ αναγκαίο το να συγκρατήσω στο μυαλό μου το ενδεχόμενο πως ίσως και να εμφανιστούν απρόσκλητοι!

Συγυρίζω για ένα μισάωρο την ακαταστασία που έχει αφήσει πίσω του ο Βαγγέλης και μαζεύω τα λερωμένα πιάτα του πρωινού, πριν φύγω για τις εξωτερικές μου δουλειές, αποφεύγοντας να σκεφτώ την έκβαση της σημερινής βραδιάς.

Έχουν δίκιο. Ο Παύλος προφανώς και θα είναι στην συνέντευξη τύπου.

Το ερώτημα όμως που δεν μπορώ να αποφύγω και που τρώει το μυαλό μου για τις επόμενες ώρες και ενώ τρέχω πανικόβλητη για να τα προλάβω όλα, είναι το αν θα είναι μόνος του.

Νιώθω πως θα σκάσω! Το πρωινό στριφογυρίζει ακόμα στην κοιλιά μου, φλερτάροντας με το ενδεχόμενο να βγει ανά πάσα στιγμή και οι τρεις καφέδες που έχω πιει μέχρι τώρα δεν με έχουν βοηθήσει ιδιαίτερα.

Όταν μπαίνω στο λευκό μου 500αράκι το στομάχι μου δένετε σε έναν σφιχτό κόμπο και η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει δυνατά. Όχι επειδή το καντράν με πληροφορεί πως η ώρα είναι έξι και είκοσι και έχω επισήμως αργήσει, ούτε επειδή ο Μαυρούδης θα μου σύρει τα εξ αμάξης.

Χτυπά δυνατά γιατί καταλαβαίνει που την πηγαίνω. Αναγνωρίζει την αίσθηση...

Ξέρει πως σε λίγο θα τον συναντήσει.

Η κίνηση είναι φριχτή και στο βάθος της Μεγάλου Αλεξάνδρου λίγο πριν το ύψος του ξενοδοχείου, διακρίνω τα δύο περιπολικά που έχουν σταματήσει τη κυκλοφορία και τους εκατοντάδες ανεγκέφαλους φίλαθλους που έχουν γεμίσει τον δρόμο φωνάζοντας συνθήματα και κρατώντας καπνογόνα, δίχως φυσικά να τηρούν κανένα μέτρο υγειονομικής προστασίας.

Δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσω εγκαίρως ως το υπόγειο πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Τα αμάξια προχωρούν με βήμα σημειωτόν και δεν είναι λίγοι αυτοί που στρίβουν στο πρώτο επιτρεπόμενο στενό, αναζητώντας μια διαφορετική διαδρομή.

Μια λύση υπάρχει!

Πατάω το κουμπί των αλάρμ και στριμώχνω επιδέξια το 500αράκι, στη στενή θέση στα δεξιά του δρόμου, αποφασίζοντας να περπατήσω πάνω στα ψηλά κοράλι πέδιλα, τα εξακόσια μέτρα που με χωρίζουν από το ξενοδοχείο.

Ρίχνω την τσάντα στον ώμο μου, αρπάζω το τάμπλετ από την θέση του συνοδηγού μαζί με το μοριακό τεστ που είναι υποχρεωτικό για την είσοδο μου και φοράω την ασπρόμαυρη υφασμάτινη μάσκα με το διακριτικό σήμα της ομάδας στα δεξιά.

Δώρο που μου είχε στείλει εκείνος, μαζί με την καινούργια φανέλα της σεζόν, μερικά αξεσουάρ γραφείου και όλα τα διαθέσιμα γυναικεία ρούχα της μπουτίκ.

Συγκεντρώσου, κατσαδιάζω τον εαυτό μου και περπατάω πιο γρήγορα ξεχνώντας το τσιγάρο που νόμιζα πως θα προλάβαινα να ανάψω.

Οι αστυνομικοί με αφήνουν να περάσω μέσα από τον συνωστισμό των οπαδών, αφού ρίχνουν πρώτα μια ματιά στην δημοσιογραφική μου ταυτότητα και προλαβαίνω να μπω στο loby την ώρα που και οι λοιποί αργοπορημένοι ρεπόρτερ κατευθύνονται προς την αίθουσα Αλέξανδρος Ι.

Ανοίγω το βήμα μου και μπαίνω τελευταία στην αίθουσα πίσω από τον εκδότη της εφημερίδας Metrogoal, Νίκο Τριανταφύλλου που κρατάει την πόρτα για να περάσω.

«Σε περιμένει!», λέει πριν ακούσει το ευχαριστώ μου και γελάει δείχνοντας την κενή θέση που υπάρχει δίπλα από τον Μαυρούδη στην δεύτερη σειρά των καθισμάτων.

Το γεγονός πως μέχρι και ο άσχετος Τριαντάφυλλου με θεωρεί μια άπειρη μαθητευόμενη του πλευρό του γκουρού Μαυρούδη, με κάνει να θέλω να του τραβήξω το άκομψο περουκίνι που ξέρω πως φοράει και να του το χώσω κατευθείαν στο στόμα.

Δεν το κάνω όμως. Του χαμογελάω με μια δόση ειρωνίας και ανοίγω το βήμα μου ως την δεύτερη σειρά, έχοντας την γυαλιστερή καράφλα του Μαυρούδη να λειτουργεί ως φάρος που με καθοδηγεί στον προορισμό μου!

Το πράσινο μάτι του πέφτει στην ώρα του ρολογιού του και χτυπάει ρυθμικά το χέρι στο γόνατο του.

«Το ξέρω άργησα, αλλά γινόταν χαμός από κίνηση!», εξηγούμε και κάθομαι δίπλα του δίχως να έχω καμία όρεξη να τον κοιτάξω.

Βγάζω το σημειωματάριο από την τσάντα μου και ανοίγω το τάμπλετ στερεώνοντας το στα πόδια μου.

«Σου είπα να είσαι εδώ στις έξι», τον ακούω να λέει και συνεχίζει να χτυπά το γόνατο του πάνω από το ξεθωριασμένο γκρι παντελόνι του.

«Είχα κάποιες δουλειές να τελειώσω και η Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει νεκρώσει. Ούτε που κατάφερα να φτάσω ως την είσοδο του ξενοδοχείου. Φαντάσου πως πάρκαρα ένα χιλιόμετρο μακριά και πολύ φοβάμαι πως μέχρι να τελειώσουμε, σίγουρα θα μου το έχει σηκώσει γερανός!»

«Αν ερχόσουν νωρίτερα όπως σου είχα ζητήσει να κάνεις, τότε μια χαρά θα έμπαινες στο πάρκινγκ. Και θα είχαμε και λίγο χρόνο για να συντονιστούμε πριν την έναρξη της συνέντευξης. Αλλά εσύ...», αφήνει μετέωρη την τελευταία του λέξη και κουνά αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.

Γυρνώ και τον κοιτάζω. «Εγώ τι, Γιώργο;»

Δεν καταδέχεται να με αντικρίσει και αδιάφορα μου πετά ένα χαρτί πάνω στο τάμπλετ.

«Φρόντισε να σημειώσεις ό,τι ακούς και μη διανοηθείς να παραλήψεις ούτε κόμμα», διατάζει με τον γνώριμο τόνο του.

Αν δεν είχα τόσο μεγάλη έλλειψη σιδήρου, τότε σίγουρα στα μάγουλα μου θα είχε ήδη εμφανιστεί το κόκκινο χρώμα του θυμού μου!

«Έχω και εγώ δύο ερωτήσεις που θα ήθελα να κάνω», ανακοινώνω τολμηρά και γελάει καθώς γέρνει κοντά μου χαμηλώνοντας την μάσκα του.

«Δε θα 'σαι με τα καλά σου». Η ανάσα του βρωμάει όπως πάντα καφέ και τσιγάρο.

«Γιατί; Τι το τόσο κακό θα συμβεί αν μου δώσεις τον μισό σου χρόνο; Συνάδελφοι είμαστε! Την ίδια εκπομπή εκπροσωπούμε».

«Την εκπομπή την εκπροσωπώ εγώ και ο Κυριακίδης!», λέει κόβοντας απότομα το γέλιο του. «Δε σε έφερα μαζί μου για να αναδείξω το ανύπαρκτο ταλέντο σου, γιατί αν πραγματικά ήθελες να κάνεις καριέρα δε θα φορούσες αυτό το παντελόνι σήμερα και...».

«Τι σχέση έχει το παντελόνι με την καριέρα μου;» τον διακόπτω.

Σηκώνει την μάσκα του και συνεχίζει να γελάει νευρικά με την όπως φαίνεται ξεκαρδιστική μου πρόταση.

«Έχει και μεγάλη μάλιστα! Βλέπεις καμία άλλη γυναίκα εδώ μέσα σήμερα; Μια σε έχουμε και εσύ αντί να μας δείξεις τα ωραία σου ποδαράκια, μας αναγκάζεις να τα φανταζόμαστε! Έτσι δε θα πας πουθενά Βελλισαρίδη! Ξύπνα και άλλαξε τακτική. Αν θέλεις δηλαδή να επιβιώσεις για πολλά χρόνια ακόμη, στον χώρο μας!»

Μουδιάζω και για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω αν στα αλήθεια άκουσα τα λόγια του ή αν το μυαλό μου τα είχε δημιουργήσει για να με κάνει να τον μισήσω ακόμα περισσότερο.

«Και χαμογέλα επιτέλους», συμπληρώνει σκουντώντας το γόνατο μου με το δικό του. «Φαίνεται στα μάτια σου πόσο κακοδιάθετη είσαι».

Κατεβάζω την μάσκα μου και του χαμογελάω. «Και εσύ πόσο μαλάκας!»

Θα έσκαγα αν δε του το έλεγα!

Έχει τα διπλάσια μου χρόνια και αδιαμφισβήτητα μεγάλη εμπειρία στα γήπεδα και στα πλατό, αλλά αυτό δεν του δίνει κανένα δικαίωμα να μου συμπεριφέρεται σαν ένα κομμάτι αναλώσιμου κρέατος!

Η Μπέτυ από μικρή με είχε μάθει πως ο σεβασμός κερδίζεται και δεν επιβάλετε. Και ο Μαυρούδης ποτέ δεν θα κέρδιζε τον δικό μου!

Έχω χάσει εντελώς την συγκέντρωση μου. Πνίγομαι με την μάσκα και με τις γρήγορες ανάσες μου και η παρουσία του Μαυρούδη δίπλα μου, δεν με βοηθά να καταλαγιάσω την ανάγκη που έχω για να του ρίξω μια δυνατή γροθιά στη πλαδαρή κοιλιά του!

Η αίθουσα ησυχάζει και οι φωτογράφοι συγκεντρώνονται μπροστά από το κεντρικό τραπέζι, καθώς οι παράγοντες της ομάδας εισέρχονται από την πλαϊνή βοηθητική πόρτα.

Ο μεγαλομέτοχος Μιχαήλ Θεοδωρίδης προπορεύεται μαζί με τον αποκλειστικό του σωματοφύλακα και τον δικηγόρο του και μόλις κάθεται στην κεντρική καρέκλα του τραπεζιού, τον ακολουθούν και οι υπόλοιποι, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της συνέντευξης.

Είναι σπουδαία ημέρα για την ομάδα. Γιορτή κανονική. Εδώ και μήνες είχαν αρχίσει οι ψίθυροι για την αποδέσμευση του βασικού τερματοφύλακα, Λεό Μπενουά και όλοι ήταν κάπως ανήσυχοι ως προς τον αντικαταστάτη του.

Η είδηση της μεταγραφής του Δημήτρη Δρακάκη λοιπόν, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη τόσο για τους φιλάθλους όσο και και εμάς τους δημοσιογράφους, μιας και ποτέ δεν περιμέναμε πως ο Κρητικός τερματοφύλακας θα εγκατέλειπε μετά από πέντε χρόνια παρουσίας, την Αθηναϊκή ομάδα που τόσο πολύ είχε αγαπήσει.

Οι αποδόσεις του είναι καταπληκτικές και ειδικά την περασμένη σεζόν, όπου στους δέκα πρώτους αγώνες δεν είχε δεχτεί ούτε ένα γκολ! Πράγμα που σήμαινε, εννιακόσια λεπτά απαραβίαστης εστίας!

Οι προσδοκίες όλων μας για τον ξανθό γαλανομάτη τερματοφύλακα είναι μεγάλες και ιδιαίτερα αυτές του κύριου Θεοδωρίδη που υπογράφει μπροστά μας το πολύκροτο συμβόλαιο τους.

Όλοι οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα σηκώνονται όρθιοι για να τους χειροκροτήσουν και αισθάνομαι το χέρι του Μαυρούδη που με τραβάει βίαια για να σηκωθώ μαζί του.

«Ε, έχεις σοβαρό πρόβλημα δεν εξηγείται αλλιώς!», λέω μέσα από τα δόντια μου και χειροκροτάω μαζί με τους υπόλοιπους, δείχνοντας τον ψεύτικο ενθουσιασμό μου!

Πρώτη φορά στα λίγα χρόνια της καριέρας μου αισθάνομαι τόσο παράταιρη.

Κοιτάζω τριγύρω μου, και ναι, μέσα στους εικοσιπέντε άντρες δημοσιογράφους ηλικίας ως επί το πλείστον άνω των σαράντα, που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αίθουσα, εγώ μοιάζω σαν μια νεογνή μύγα που προσπαθεί να κολυμπήσει σε ένα μεγάλο μπολ με κατάλευκο γάλα!

Ο εκπρόσωπος τύπου της ομάδας, δίνει τον λόγο στους πρώτους δημοσιογράφους και οι ερωτήσεις ξεκινούν να πέφτουν βροχή στον Δρακάκη, ο οποίος με έναν πολύ ήρεμο τόνο φωνής δίνει τις αρκετά ικανοποιητικές του απαντήσεις.

Καταγράφω όσα πιο γρήγορα μπορώ στο σημειωματάριο μου και σηκώνω το κεφάλι μου μόνο όταν ο εκπρόσωπος τύπου καλεί τον Μαυρούδη να κάνει τις δικές του ερωτήσεις.

«Δημήτρη σε καλωσορίζω και εγώ με τη σειρά μου στη Θεσσαλονίκη και σου εύχομαι μια υγιή χρονιά γεμάτη επιτυχίες. Όπως θα έχεις ήδη διαπιστώσει, δεν έχεις προκαλέσει εντύπωση μόνο στους αρσενικούς φιλάθλους μας, αλλά και στις αγαπημένες μας γυναίκες που ας μου επιτραπεί η έκφραση, έχουν ξεσαλώσει με την άφιξη σου! Πες μας λοιπόν, τρία πράγματα που θα πρέπει να γνωρίζουν για εσένα, οι φίλες μας», ρωτάει ο Μαυρούδης γελώντας σαν ηλίθιος και θέλω τόσο πολύ να του πετάξω στα μούτρα το σημειωματάριο που κρατάω.

Δε μπορώ να καταλάβω από που προέκυψε αυτή η ανούσια ερώτηση και που στο διάολο εξυπηρετεί σε μια συνέντευξη τύπου!

Και για να έχουμε καλό ερώτημα πως έβγαλε ο μαλακάς το συμπέρασμα πως οι γυναίκες φίλαθλοι έχουν ξεσαλώσει με την άφιξη του Δρακάκη; Εγώ γιατί δεν έχω ψυχανεμιστεί κάτι τέτοιο και ας έρχομαι σε επαφή καθημερινά με δεκάδες γυναίκες;

Αλλά φυσικά η προσοχή όλων είναι επικεντρωμένη στον Δρακάκη, λες και μόνο από αυτή την απάντηση που ετοιμάζεται να δώσει, κρίνεται όλη του η σταδιοδρομία στην ομάδα!

«Σε ευχαριστώ Γιώργο για τις ευχές και για να απαντήσω στην ερώτηση σου, είμαι εγωιστής, τελειομανής και παρορμητικός. Τρία χαρακτηριστικά που εκ πείρας μπορώ να πω, δεν αρέσουν καθόλου στις γυναίκες!»

Όλοι γελούν με την απάντηση του και ο Μαυρούδης γνέφει γρήγορα, γιατί προφανώς και τον ικανοποιεί να ακούει πως οι αδύναμες, λιπόψυχες γυναίκες δεν αντέχουν έναν εγωιστή, τελειομανή και παρορμητικό άντρα!

Τρία χαρακτηριστικά που μεταξύ μας αν τα ανέφερε μια γυναίκα, όλοι αμέσως θα έσπευδαν να την χαρακτηρίσουν, τρελή σκύλα με μόνιμο προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο, πίσω από την πλάτη της βέβαια, ενώ στη περίπτωση του Δρακάκη κανείς δεν τολμά να πει πως ένας εγωιστής, τελειομανής, παρορμητικός άντρας είναι απλά και αμετάκλητα, βλαμμένος!

«Είμαι σίγουρος όμως πως κάποια γυναίκα εκεί έξω θα πιστεύει πως μπορεί να σε κοντρολάρει!», συνεχίζει τη παράσταση του ο Μαυρούδης και ο Δρακάκης γελάει πλησιάζοντας ξανά προς το μικρόφωνο.

«Ας αφήσουμε καλύτερα, τα κοντρολαρίσματα στους επιθετικούς της ομάδας μας», απαντάει έξυπνα και του κλείνει το μάτι.

«Άρα να ενημερώσουμε τα κορίτσια μας πως δεν υπάρχει το ενδεχόμενο να ερωτευτείς όσο είσαι στη Θεσσαλονίκη, σωστά;»

Τι στο διάολο, γκόμενο θέλει να τον πιάσει;, σκέφτομαι και έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό πίσω από την μάσκα μου, να κοιτάζω σοκαρισμένη τον Μαυρούδη!

«Σωστά! Για όσο καιρό θα βρίσκομαι κοντά σας και που ελπίζω να είναι πολύς, το μυαλό μου θα βρίσκεται στις προπονήσεις και στους αγώνες μας. Ο έρωτας είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί τα τελευταία χρόνια και για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν, δεν έχω ερωτευτεί ποτέ στη ζωή μου, οπότε...»

«Ποτέ;», πιάνω τον εαυτό μου να ρωτάει αυθόρμητα αλλά δυστυχώς όχι όσο αθόρυβα θα ήθελα!

Ο Δρακάκης κοιτάζει αμέσως προς το μέρος μου και τα γαλάζια του μάτια σμίγουν, ενώ οι φαρδιοί ώμοι του γιγαντώνονται έτσι όπως σκύβει πιο κοντά στο μικρόφωνο.

Με κοιτάζει με ένα περίεργο βλέμμα που δε μπορώ να αποκρούσω και ίσως να είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αρχίζω να αισθάνομαι τόσο άβολα υπό την παρουσία ενός άντρα...

Εκείνου του άντρα...

«Ποτέ...» απαντά ψιθυριστά στο μικρόφωνο και η φωνή του καταφέρνει εύκολα να τρυπώσει μέσα στο στήθος μου.

«Δημήτρη μας συγχωρείς! Αυτό που εννοούσε η συνάδερφος μου είναι...» πάει να με δικαιολογήσει ο Μαυρούδης, αλλά ο Δρακάκης σηκώνει την παλάμη του και τον σταματά.

«Δεν πειράζει Γιώργο. Αν τελείωσες όμως με τις ερωτήσεις σου, μπορείς να δώσεις το μικρόφωνο στη συνάδερφο σου για να συνεχίσουμε» λέει ο Δρακάκης και ο εκπρόσωπος τύπου γέρνει μπροστά ψιθυρίζοντας του.

«Μάλιστα. Βελισσαρίδη Έλενα, σωστά;» μου απευθύνει τον λόγο ο Δρακάκης και ο Μαυρούδης απότομα μου τείνει το μικρόφωνο.

Αν σηκωθώ από την θέση μου, το μόνο σίγουρο είναι πως θα λιποθυμήσω από την ντροπή μου!

Όλοι με κοιτούν. Όλοι! Μέχρι και ο κύριος Θεοδωρίδης, που προφανώς και με έχει αναγνωρίσει!

Ακούω μερικά μουρμουρητά τριγύρω μου και αισθάνομαι πολλά ζευγάρια μάτια να καρφώνουν αιχμηρά την πλάτη μου.

Μα πιο πολύ...αισθάνομαι τα δικά του που δεν έχουν φύγει στιγμή από πάνω μου.

Νιώθω εγκλωβισμένη. Νιώθω...

Ο Μαυρούδης με τραβάει επιτακτικά να σηκωθώ και μου στερεώνει το μικρόφωνο στο τρεμάμενο χέρι μου.

«Μίλα!», γρυλίζει στο αυτί μου και έπειτα κάθετε στη θέση του.

Αν μιλήσω θα τραυλίσω. Αν δεν μιλήσω θα με περάσουν για ηλίθια. Αν το βάλω στα πόδια, σκέψη υπέροχα δελεαστική, όχι μόνο θα με διώξουν κακήν κακώς από την μοναδική αθλητική εκπομπή της Θεσσαλονίκης αλλά θα φροντίσουν και να μη βρω πουθενά αλλού δουλειά στην Ελλάδα! Αν μείνω όμως...

Ανάσα και πάμε! Λιντσάρισμα δεν περίμενα; Ορίστε, λιντσάρισμα είχα και το είχα προκαλέσει ολομόναχη!

Φέρνω το μικρόφωνο στο στόμα μου τη στιγμή που η πλαϊνή πόρτα ανοίγει και η γνώριμη φιγούρα μπαίνει στην αίθουσα.

Καταπληκτικά!

Γιατί δεν μου σπάει κάποιος τον λαιμό να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα ;

«Σωστά. Βελισσαρίδη Έλενα από την εκπομπή Χατ Τρικ», λέω και ο Παύλος παίρνει την θέση του βιαστικός ανάμεσα στον πατέρα του και στον Δρακάκη, δίχως να μου ρίξει ούτε μισή ματιά. «Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, στην αρχή του καλοκαιριού σας είχε γίνει μια μεταγραφική πρόταση από μεγάλη ομάδα της Αγγλίας την οποία απορρίψατε για να έρθετε εν συνεχεία στην Θεσσαλονίκη. Θα θέλατε να μας πείτε λοιπόν τον λόγο που αρνηθήκατε την ευκαιρία να παίξετε στο εξωτερικό και ποιος ήταν ο καταλυτικός παράγοντας για την απόφαση που πήρατε να εγκαταλείψετε μια ομάδα που σας είχε ως βασικό επί μια ολόκληρη πενταετία;»

Πρέπει να είμαι περήφανη που μπόρεσα να του απευθύνω την ερώτηση μου δίχως να κομπιάσω και έχοντας τον Παύλο μαζί με τον πατέρα του απέναντι μου.

Ο Δρακάκης έχει παραμείνει στην ίδια θέση, σκυμμένος πάνω από το μικρόφωνο του και συνεχίζει να με κοιτάζει με το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα.

«Φαίνεται πως ήταν πιο αναγκαίο για εμένα να φορέσω μια βαριά ιστορική φανέλα, παρά να προσθέσω στο βιογραφικό μου μερικά λεπτά συμμετοχής σε μια ομάδα του εξωτερικού. Όσο για το ποιος ήταν ο καταλυτικός παράγοντας της απόφασης μου να φύγω από την Αθήνα, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως, έφυγα την καταλληλότερη στιγμή. Ό,τι ήταν να δώσω στην ομάδα, πιστεύω πως το έδωσα και με το παραπάνω. Από εκεί και πέρα θέλησα η νέα σεζόν να με βρει σε μια καινούργια οικογένεια, όπου και θα παλέψω σκληρά για να τη βοηθήσω να διατηρήσει τους τίτλους της και να φτάσει ακόμα πιο ψηλά από όσο είναι ήδη».

Του γνέφω ευγενικά και κοιτώ κλεφτά τις σημειώσεις μου για να θυμηθώ την επόμενη ερώτηση.

Βλέπω τον Παύλο να τρίβει μηχανικά τα γένια του και διστακτικά στρέφει τα μάτια του επάνω μου.

Ξεχνάω την ερώτηση μου...Ξεχνάω να αναπνεύσω...

Η βέρα στο δάχτυλο του με τυφλώνει. Ζαλίζομαι...

Ανάσα...με προστάζει η φωνή του Βαγγέλη μέσα στο κεφάλι μου και νιώθω τα χέρια του να με στηρίζουν όπως άλλοτε.

«Πιστεύετε πως ο ρόλος του κύριου Αντόνοβιτς Ντελέσκου, έπαιξε και αυτός σημαντικό ρόλο στην απόφαση σας; Δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε που συνεργάζεστε μιας και στην αρχή της καριέρας σας στην Κρήτη, είχατε την τύχη να τον έχετε προπονητή για δύο χρόνια», ρωτάω και ο Δρακάκης γελάει.

«Νομίζω, πως κάποιος διάβασε πολύ καλά το βιογραφικό μου χθες το βράδυ!», αστειεύεται και όλοι ξεσπούν σε γέλια.

Ακόμα και ο Παύλος.

Σιχαίνομαι να τους ακούω να γελούν εις βάρος μου. Σιχαίνομαι να με περιπαίζουν τόσο απροκάλυπτα!

«Μην κολακεύεστε τόσο πολύ κύριε Δρακάκη!», πετάγομαι με τόλμη στο μικρόφωνο και τα γέλια τους κόβονται μαχαίρι. «Στα πλαίσια της δουλειάς μας είναι άλλωστε, να ερχόμαστε διαβασμένοι στις συνεντεύξεις τύπου και να γνωρίζουμε τουλάχιστον τα βασικά για το βιογραφικό του κάθε ποδοσφαιριστή».

Ανασηκώνει τα φρύδια του φανερά εντυπωσιασμένος και κουνάει τον δείκτη του. «Γιώργο μάλλον πρέπει να αναθεωρήσεις!», λέει απευθυνόμενος με εύθυμο τόνο στον Μαυρούδη. «Με λύπη μου διαπιστώνω πως, τελικά δεν έχουν ξεσαλώσει όλες οι γυναίκες με την άφιξη μου! Μας ξέφυγε ήδη μια!»

Ένας ακόμα γύρος γέλιων ακολουθεί τα λόγια του, και για κακή μου τύχη ο Παύλος τώρα δείχνει πολύ σοβαρός και κάπως θυμωμένος.

Δεν του αρέσει να γίνομαι το επίκεντρο της προσοχής τόσων πολλών αντρών και το ξέρω. Όπως φυσικά και δεν του αρέσει να στέκεται καθηλωμένος σε μια καρέκλα με εμένα απέναντι του και να μη μπορεί να δείξει σε όλους πως ανήκω μόνο σε εκείνον.

«Απαντήστε σας παρακαλώ στην ερώτηση μου και μη ξεφευγετε», λέω γλυκά, έτσι όπως περιμένουν όλοι να μιλάει μια γυναίκα και ο Δρακάκης ρουθουνίζει δαγκώνοντας ελάχιστα την άκρη των χειλιών του.

Μάλλον κατάφερα να θυμώσω και αυτόν!

«Ναι κυρία Βελισσαρίδη, ο ρόλος του...»

«Δεσποινίς είναι!», ακούγεται μια φωνή από πίσω μου και επισήμως πια η συνέντευξη τύπου έχει εξελιχθεί σε ένα απέραντο θέατρο του παραλόγου!

Με βασική πρωταγωνίστρια εμένα!

Θέλω να εξαφανιστώ...Να ανοίξω μια τρύπα κάτω από τα πόδια μου και να φτάσω σκάβοντας ως το σπίτι!

Το πρόσωπο του Δρακάκη χαλαρώνει και μου χαμογελάει φιλικά αντιλαμβανόμενος ίσως σε πόσο δύσκολη θέση με έχει φέρει το τελευταίο πεντάλεπτο. «Ναι, δεσποινίς Βελισσαρίδη», διορθώνει τον εαυτό του. «Ο ρόλος του κύριου Ντελέσκου συνέβαλε αρκετά στη λήψη της απόφασης μου. Είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ ιδιαίτερα και υπήρξε για εμένα κάτι παραπάνω από ένας απλός προπονητής. Ήταν ένας πραγματικός δάσκαλος και μέντορας», κάνει μια παύση και με καρφώνει με το γαλάζιο του βλέμμα. «Οπότε όπως καταλαβαίνετε είμαι φοβερά ενθουσιασμένος με τη σκέψη και μόνο πως θα δουλέψω ξανά μαζί του».

Φαίνεται να μιλά ειλικρινά, και δίχως η απάντηση του να αποσκοπεί στην εύνοια του νέου του προπονητή.

«Σας ευχαριστώ», ψελλίζω και επιστρέφω στη θέση μου ενώ εκείνος κουνά ελαφρά το κεφάλι του και τεντώνεται πίσω στη καρέκλα του.

Ουάου, ακόμα και καθισμένος μοιάζει θεόρατος. Οι ώμοι του είναι στοιβαροί, τα γεμάτα τατουάζ μπράτσα του φουσκώνουν κάτω από τη προπονητική του φανέλα και έχει ένα παγερό και αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο του, που ταιριάζει άψογα με τα έντονα ζυγωματικά του και το διαπεραστικό βλέμμα του.

Καταφεύγω στις σημειώσεις μου και στη προσπάθεια να ηρεμήσω τους ανεξέλεγκτους χτύπους στον λαιμό μου.

Πρώτη φορά από όταν ξέσπασε η πανδημία, χαίρομαι τόσο πολύ για την μάσκα που κρύβει το μισό μου πρόσωπο και που τόσο σωτήρια προστάτεψε την αμηχανία μου.

«Ούτε την κατάταξη δεν θα λες, από την άλλη Κυριακή!», με απειλεί ο Μαυρούδης που κυριολεκτικά τρέμει σύγκορμος και βρίσκω το κουράγιο να γελάσω με την αντίδραση του.

Χαλάλι η άβολη θέση που με είχε φέρει ο Δρακάκης! Χαλάλι και ο αυθορμητισμός μου!

Δεν τολμώ να κοιτάξω ξανά το τραπέζι απέναντι μου. Οι ερωτήσεις συνεχίζονται για το υπόλοιπο μισάωρο και μόνο όταν ο εκπρόσωπος τύπου ανακοινώνει το τέλος της συνέντευξης και όλοι γύρω μου σηκώνονται από τις θέσεις τους, εγώ τολμηρά υψώνω τα μάτια μου για να ψάξω τον Παύλο.

Εκείνος όμως δεν είναι εκεί.

Το βλέμμα μου χτυπά σε δύο φλογισμένα γαλάζια μάτια και επιστρέφει με σφοδρότητα πίσω, κάνοντας με να παραλείψω έναν χτύπο καρδιάς και να κρυφτώ πίσω από τις πλάτες των μπροστινών μου.

Σαστίζω. Ολότελα. Στο στομάχι μου δημιουργείτε αυτομάτως ένα έντονο σφίξιμο, που δυστυχώς δεν προκαλείτε από την έλλειψη φαγητού και κατεβάζω τη μάσκα κάτω από τα ρουθούνια μου για να μπορέσω να πάρω μια σωστή ανάσα.

Αυτό μου έλειπε ακόμα για να κλείσω φαντασμαγορικά την σημερινή μου εμφάνιση! Μια λιποθυμία κατα μέσης της αίθουσας.

Εκείνο όμως που δεν μπορώ να ξεχωρίσω ακόμα μέσα μου, είναι ο πραγματικός λόγος που με κάνει να αντιδρώ έτσι.

Είναι άραγε λόγω της ντροπής μου, της εμφάνισης του Παύλου την πλέον ακατάλληλη στιγμή ή μήπως επειδή έπιασα τον εαυτό μου να απολαμβάνει τα σπινθηροβόλα μάτια του Δρακάκη;

Το κινητό χτυπάει στα χέρια μου και ένα σύντομο γραπτό μήνυμα έρχεται για να ξεδιαλύνει τις ανόητες αμφιβολίες μου.

"Αλέξανδρος ΙΙ"

Μαζεύω τα πράγματα μου γρήγορα και σκυμμένη πίσω από τις πλάτες των μπροστινών δημοσιογράφων, προσπαθώ να φτάσω ως στον διάδρομο.

«Για μισό λεπτό!», αρπάζει το χέρι μου ο Μαυρούδης. «Που νομίζεις ότι πας;», ρωτάει και αναγκάζομαι να ορθώσω το ανάστημα μου απέναντι του.

«Σπίτι. Η συνέντευξη τελείωσε και έχω κανονίσει».

Κοκκινίζει και απειλητικά πλησιάζει στο πρόσωπο μου. «Μη διανοηθείς και φύγεις κακομοίρα μου, γιατί σου υπόσχομαι πως θα σε διώξω από την εκπομπή σήμερα κιόλας!».

Δεν φοβάμαι τις απειλές του. Και εγώ και αυτός ξέρουμε πως δεν έχει την δικαιοδοσία να με απολύσει. Αυτό όμως που μπορεί κάλλιστα να κάνει, είναι τη ζωή μου στο πλατό, εφιαλτικότερη από όσο είναι ήδη.

«Μπορείς να αφήσεις το χέρι μου και να μετατοπιστείς για να περάσω;», ρωτάω ήρεμα.

Δεν κάνει τίποτα από τα δύο.

«Μας περιμένουνε στο Navona και εσύ πρέπει να έρθεις μαζί μου!»

«Γιατί ρε Μαυρούδη πρέπει να έρθω μαζί σου; Σε ρεζίλεψα, δε σε ρεζίλεψα; Ούτε την κατάταξη δεν θα με αφήνεις να λέω από την επόμενη εκπομπή, έτσι δεν μου είπες; Γιατί λοιπόν επιμένεις να έρθω μαζί σου;»

Αφήνει το χέρι μου απότομα. «Γιατί είναι χρέος σου να με συνοδέψεις!»

Τινάζομαι από την έκπληξη που μου προκαλεί η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας.

«Επειδή είμαι η μοναδική γυναίκα σωστά; Για να δουν όλοι πως είσαι ο μόνος που συνοδεύεται από γυναίκα...Ω θεέ μου είσαι πραγματικά αξιολύπητος!», αναφωνώ και τον προσπερνάω χτυπώντας τον επίτηδες με την τσάντα μου!

«Βελισσαρίδη...», βρυχάται πίσω μου αλλά έχω ήδη φύγει μακριά του.

Θα ήταν ανόητο εκ μέρους μου να συνεχίσω να τσακώνομαι με τον Μαυρούδη όταν στην διπλανή αίθουσα με περιμένει ο Παύλος.

Και τα λεπτά μου μαζί του είναι πάντα ελάχιστα...

Πρέπει να βιαστώ...

Σιγουρεύομαι πως όλοι μεταφέρονται ως το loby με προορισμό το Navona και διακριτικά γλιστράω στην μισάνοιχτη βοηθητική πόρτα της αίθουσας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω. Είμαι βετεράνος πια στις κρυψώνες και συγκεκριμένα, ξέρω απ' έξω και ανακατωτά όλα τα κατατόπια του Μακεδονία.

Όπως ξέρω απ' έξω και ανακατωτά και εκείνο το σώμα που στέκεται πίσω από την πόρτα και που μόλις μπαίνω στην αίθουσα, σπεύδει να με αρπάξει και να με κολλήσει επάνω του.

Με κοιτάζει μόνο για μια στιγμή, γιατί την αμέσως επόμενη τα μάτια του κλείνουν και αχόρταγα ξεκινά να ρουφά τα χείλη μου. Η γλώσσα του έρχεται σε επαφή με τη δική μου και ανοίγω περισσότερο το στόμα μου, επιτρέποντας της να εισβάλει ολόκληρη, ενώ τα χέρια του απλώνονται κτητικά στους γλουτούς μου, και τα δικά μου βυθίζονται αμέσως στις πλάτες του..

Αφήνω ένα αναστεναγμό να πνιγεί μέσα στον λαιμό μου και προσπαθώ...προσπαθώ τόσο πολύ να χωρέσω στην μηδενισμένη απόσταση που μας χωρίζει.

Γιατί είναι πάντα έτσι; Γιατί μετά από τόσα χρόνια με φιλάει πάντα όπως την πρώτη φορά; Γιατί; Γιατί δεν είναι δικός μου, όπως είμαι και εγώ δική του;

Η μυρωδιά του είναι συνάμα τόσο οικεία και τόσο ξένη που το μυαλό μου μπερδεύεται και δεν βρίσκει τρόπο να επαναστατήσει στην ισχυρή επιρροή του.

Τα δάχτυλα μου ψάχνουν απεγνωσμένα τη ζεστασιά του δέρματος του και ατρόμητα χώνω τα χέρια μου κάτω από το μαύρο πόλο μπλουζάκι του. Μα πριν προλάβω όμως να τον αγγίξω όπως θέλω και όπως με διατάζει η απύθμενη επιθυμία μου για εκείνον, με σταματά με μια μικρή δαγκωματιά στο κάτω μου χείλος και με μια λαβή που φέρνει και τα δύο μου χέρια πίσω από την πλάτη μου.

Απομακρύνεται από τα χείλη μου, αλλά ευτυχώς όχι και από το σώμα μου.

«Μου έλειψες...», ψιθυρίζει.

Η ανάσα του φτάνει ακόμα στο στόμα μου και τα καστανά του μάτια, δείχνουν πως ακόμα διψάει για εμάς...

«Εξαφανίστηκες...», παραπονιέμαι και γελά.

Τρίβει τα γένια του στο μάγουλο μου και το κεφάλι μου αβοήθητο πέφτει προς τα πίσω όταν τα χείλη του αγγίζουν απαλά το αυτί μου. «Δεν είχα άλλη επιλογή».

«Ναι αλλά εγώ, κάθε μέρα την τελευταία εβδομάδα περίμενα ένα σου μήνυμα...»

Η γλώσσα του περνάει φευγαλέα από τον λοβό μου και ύστερα σέρνεται πάνω στον λαιμό μου, γλύφοντας όλη την απόσταση ως το κόκκαλο της κλείδας.

«Το ξέρεις πως αν μπορούσα, θα σου έστελνα», με διαβεβαιώνει και αφήνει ένα γλυκό φιλί στο δέρμα μου.

«Που ήσουν;», αναστενάζω τις λέξεις μου και σηκώνει το πρόσωπο του να με κοιτάξει απεγκλωβίζοντας τα χέρια μου από την λαβή του.

Το μικρό λακκάκι που έχει στο πιγούνι του ίσα που διακρίνεται σήμερα, μέσα από τα λίγο πιο μακριά από όσο συνήθως, γένια που έχει στο πρόσωπο του.

Το δέρμα του είναι πιο ηλιοκαμένο από την τελευταία φορά που τον είδα και ειλικρινά μετανιώνω για την ερώτηση μου.

Δεν θέλω να μάθω που ήταν.

«Είχα πάει να δω την ομάδα, στην προετοιμασία της στην Αυστρία...», λέει το εύκολο ψέμα του.

Χαζεύω τον ήλιο στα χέρια του γνέφοντας, και χαϊδεύω τη μορφή με την αντιασφυξιογόνο μάσκα που έχει μαρκάρει το δεξί του μπράτσο. «Πότε θα σε δω;»

Ακουμπά στα χείλη μου χαμογελαστός. «Απόψε», υπόσχεται και η γνωστή ανυπομονησία γεννιέται σε κάθε ανόητο εκατοστό του σώματος μου, που υποτάσσετε αμαχητί σε εκείνον.

«Τι ώρα;»

Με φιλά ξανά. Δύο φορές...«Μόλις τελειώσουμε από το Navona, περίμενε με στο πάρκινγκ».

Συμφωνώ με ένα κούνημα του κεφαλιού μου και αμέσως κάνει ένα βήμα προς τα πίσω πιάνοντας το πόμολο της πόρτας.

«Σκέφτηκες την πρόταση μου;», ρωτάει και το κινητό του αρχίζει να κουδουνίζει μέσα στη τσέπη του τζιν του.

«Όχι», παραδέχομαι.

Τραβάει το κινητό για να απορρίψει την κλήση, όμως εγώ προλαβαίνω να δω την φωτογραφία της μαζί του...

«Δέξου την δουλειά μωρό μου, σε παρακαλώ...», λέει τρυφερά και σηκώνει το πιγούνι μου να τον κοιτάξω. «Μην σπαταλάς τον εαυτό σου με όλους αυτούς εκεί έξω. Δεν σου αξίζει...», συμπληρώνει και αφήνει ένα φιλί πίσω από το αυτί μου.

Ούτε αυτός ο πόνος που δημιουργείται στο στήθος μου κάθε φορά που σε βλέπω μαζί της, μου αξίζει...

Και είναι τόσο μεγάλος...τόσο καταλυτικός...τόσο ανυπόφορος...

Κάθε φορά με τερματίζει...Κάθε φορά με φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στη σκέψη να τρέξω μακριά του...

Πόσες φορές έχω πει τα ίδια; Πόσα βράδια έχω ορκιστεί πως δεν θα τον ξαναδώ; Πως θα τον ξεχάσω...πως θα πάψω να καίγομαι για εκείνον...

Αμέτρητες. Και μια η σημερινή; Αμέτρητες συν μια!

«Παύλο...», τον σταματώ όταν ανοίγει την πόρτα έτοιμος να εξαφανιστεί.

Μπροστά στο ψηλό του ανάστημα, γίνομαι ξανά δεκαπέντε χρονών...Τότε που εκείνος είχε επιλέξει να καθίσει μαζί μου σε όλη τη διάρκεια της πρώτης μου εξόδου με τον Θάνο και τη παρέα του.

Ανίδεη ακόμα για το τι θα ακολουθήσει, απολάμβανα την προσοχή του με τον ίδιο τρόπο που την απολαμβάνω και σήμερα, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το πρώτο βράδυ.

Ξέρει τι θα του ζητήσω. Μας ξέρει, και αυτό πάντα θα με γεμίζει με ανώφελες ελπίδες.

«Πες μου ένα ψέμα...», μουρμουρίζω παρασύροντας τον στο δικό μας παιχνίδι που παίζουμε από παλιά.

Πες μου ένα ψέμα...Πες μου! Ένα μικρό μονάχα, που θα μοιάζει με αλήθεια...

Σκέφτεται για λίγο, σμίγοντας τα φρύδια του και ύστερα όλο του το πρόσωπο φωτίζεται από ένα υπέροχο δικό του χαμόγελο. «Είμαι ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στο φεγγάρι», λέει εύκολα το ψέμα του και με κάνει να γελάσω, ξεχνώντας για λίγο πως κρυβόμαστε μέσα σε μια συνεδριακή αίθουσα, γιατί κανείς και ποτέ δεν πρέπει να μας δει μαζί.

«Και μια αλήθεια τώρα...» τον προτρέπω και το πρόσωπο του σοβαρεύει.

Το χαμόγελο του χάνεται. Η καρδιά μου ασύστολα γρονθοκοπεί τον θώρακα μου μόλις το χέρι του τυλίγεται στον λαιμό μου και σταματά επισήμως να λειτουργεί όταν με αναγκάζει να προσκρούσω στο στέρνο του.

«Είσαι το φεγγάρι...»

Και με αυτή τη μικρή πρόταση που έχει τη δύναμη να με σηκώσει ψηλά στον αέρα, εξαφανίζεται από την κρυψώνα μας, αφήνοντας με να πέσω δίχως αλεξίπτωτο, πίσω στη γη.

Στέκομαι για μια στιγμή στο ίδιο σημείο, προσπαθώντας να χωρέσω μέσα στο ίδιο μου το σώμα που με ξερνάει και παρ' όλο που ζαλίζομαι φριχτά, βρίσκω το κουράγιο να φτάσω ως το Navona Bar Restaurant.

Όλοι είναι μαζεμένοι στον εξωτερικό χώρο του Bar με θέα την Νέα Παραλία και τον ζεστό Θερμαϊκό και στο επίκεντρο της προσοχής όλων είναι φυσικά ο Δρακάκης που έχει γύρω του περίπου δέκα δημοσιογράφους, άνευ μάσκας, να γελούν με κάτι που μόλις τους είπε.

Ο Παύλος μαζί φυσικά με τον πατέρα του, τον δικηγόρο τους και μερικούς από το τεχνικό επιτελείο της ομάδας, κάθεται στο βάθος, στο μεγάλο τραπέζι κοντά στον φράχτη και φαίνεται να είναι πολύ απορροφημένος στη κουβέντα που έχει πιάσει με τον διευθυντή ποδοσφαιρικού τμήματος Μίλτο Ασλάνογλου.

Η παρέα του είναι οι μοναδικοί που κάθονται. Όλοι οι υπόλοιποι τριγυρνούν από σύναξη σε σύναξη και προσπαθούν να ξεκλέψουν λίγο χρόνο από τον τιμώμενο Δρακάκη.

Πλησιάζω στο προσωρινό μπαρ που έχει στηθεί για τις ανάγκες του ιδιωτικού πάρτι και ανεβαίνω εύκολα στο ψηλό σκαμπό, ζητώντας από τον μπάρμαν να μου ετοιμάσει ένα δροσερό κοκτέιλ.

Υποθέτω πως αν καθίσω εδώ στο μπαρ, ήσυχη για όλη την υπόλοιπη ώρα, κανείς δε θα μου δώσει σημασία.

Υπόθεση που καταρρίπτεται μόλις ρουφάω την πρώτη γουλιά από το ποτό μου!

Είναι ελαφρώς σκυμμένος για να ακούσει αυτό που του λέει ο Μαυρούδης και τα μάτια του δεν κοιτούν τον δημοσιογράφο Διαμαντίδη που στέκεται μπροστά του.

Κοιτούν εμένα.

Τόσο έντονα μάλιστα, που είμαι σίγουρη πως σε μόνο λίγα δευτερόλεπτα από τώρα, αυτό το βλέμμα θα γίνει αντιληπτό από όλους.

Ωστόσο...δεν με νοιάζει ιδιαίτερα. Ούτε και ντρέπομαι...

Υπάρχει κάτι επάνω του...κάτι περίεργο, σχεδόν ανεξήγητο που δεν με κάνει να θέλω να αποστρέψω γρήγορα το πρόσωπο μου προς διαφορετική κατεύθυνση, όπως δηλαδή θα έκανα σε κάθε άλλη περίπτωση.

Είναι όμορφος. Απίστευτα ψηλός βέβαια και το ίδιο απίστευτα γυμνασμένος, με ένα πολύ καθαρό, αρρενωπό πρόσωπο όλο γωνίες, πλαισιωμένο από αξύριστα γένια, και τα μαλλιά του είναι σχεδόν ξυρισμένα στο μεγαλύτερο ποσοστό του κεφαλιού του και πιο μακρυά στην κορυφή.

Από το καστανόξανθο χρώμα που έχουν τα γένια του, καταλαβαίνω πως οι έντονες ξανθές τούφες των μαλλιών του είναι αποτέλεσμα ενός πολύ πρόσφατου ντεκαπάζ.

Απορώ ειλικρινώς με τον εαυτό μου που για κάποιο λόγο, βρίσκω απίστευτα σέξι το χρώμα στα μαλλιά του και ούτε καν προσπαθώ να βρω τον τρόπο να διακωμωδήσω το γεγονός πως έχει κάνει ντεκαπάζ!

Ξέχωρα όμως από τα ξανθά μαλλιά του, το ψηλό του ανάστημα και το γεροδεμένο του κορμί, εκείνο που πραγματικά μπορεί να σε καθηλώσει και να τον κοιτάζεις με τις ώρες, είναι τα μάτια του.

Όχι απαραίτητα το διαφανές γαλάζιο χρώμα τους, που από μόνο του σε κάνει να σαστίζεις...αλλά περισσότερο...ο τρόπος που στοχεύουν επάνω σου, σαν δύο πολύ ακριβείς ακτίνες λέιζερ.

Σε διαπερνούν. Σε αναλύουν χιλιοστό το χιλιοστό....Σε μουδιάζουν...

Και το μόνο σίγουρο είναι πως...σε κάνουν να θέλεις να μη πάψεις να τα κοιτάς.

Ή μήπως εκείνα να μη πάψουν να κοιτούν εσένα;

Οι σκέψεις μου με ταράζουν και θυμωμένη κλοτσάω το τσιμέντο στα πόδια μου για να γυρίσω το περιστρεφόμενο σκαμπό και συνεπώς την πλάτη μου, στον κύριο γόη κι επικίνδυνο τερματοφύλακα!

Είναι πάντα τόσο προβλέψιμοι!

Όλοι οι ποδοσφαιριστές. Όλοι οι άντρες γενικότερα! Και αν όχι όλοι, σίγουρα το ενενήντα τις εκατό του πληθυσμού τους!

Ειδικά εκείνοι μέσα στα γήπεδα. Οι μαλάκες που έχω γνωρίσει μέσα στα χρόνια μου ως αθλητικογράφος είναι άπειροι και ο κάθε ένας μου είχε δώσει και από ένα λόγο για να καταλήγω σήμερα στο συμπέρασμα πως, όποιο αρσενικό σήκωνε τα μάτια του επάνω μου, το έκανε μόνο και μόνο για να με δελεάσει να περάσω το βράδυ μου μαζί του!

Όλοι τους! Από τους ποδοσφαιριστές, τους δημοσιογράφους, τους αναλυτές, και τους βοηθούς προπονητή, μέχρι τους φυσιοθεραπευτές, και τους διαιτητές!

Και ο Δρακάκης όπως φαίνεται δεν αποτελεί εξαίρεση.

Είναι από εκείνες τις φορές που θα ήθελα να κάθομαι δίπλα στον Παύλο. Να τον κρατώ από το χέρι...να γέρνει για να φιλήσει τον ώμο μου...να μου ψιθυρίζει μπροστά σε όλους και εγώ να γελάω ευτυχισμένη...

Να είμαστε εμείς και να είμαστε αληθινοί...

Είναι από εκείνες τις φορές που θέλω να ουρλιάξω πως του ανήκω. Πως όσοι και αν με περικυκλώσουν...όσοι και αν προσπαθήσουν να με πιάσουν στα δίχτυα τους, εγώ στο τέλος της κάθε βραδιάς...θα φεύγω πάντα με εκείνον.

Το κινητό χτυπά πάνω στο μπαρ και η φωτογραφία του Βάγγ εμφανίζεται στην οθόνη.

«Πρώτον ελπίζω να μη σε διακόπτω από το νερόβραστο σεξ που σου κάνει ο Θεοδωρίδης junior, δεύτερον και να σε διακόπτω, ποσώς με ενδιαφέρει μιας και αν το έκανε καλά εσύ δε θα είχες μυαλό να σηκώσεις το κινητό σου και τρίτον γεια, περπατάμε με την αφάνα προς το Sky και είπαμε να ελέγξουμε πως τα περνάς μακριά μας, γιατί από ό,τι φαίνεται δε πρόκειται να ξεκουνήσεις από εκεί!»

Η φωνή του είναι τόσο καταπραϋντική και αντιλαμβάνομαι πόσο πολύ μου λείπει η ασφάλεια που μου παρέχουν και οι δύο.

«Αντιπαρέρχομαι τα δύο πρώτα χαζά σχόλια σου και σας διαβεβαιώνω πως περνάω μια χαρά».

«Αδύνατο να περνάς καλά μακριά μας αλλά θα κάνω πως σε πιστεύω. Πως τα πήγες;».

Μέσα από το τηλέφωνο ακούω τη νυχτερινή φασαρία της πόλης και τη φωνή της Μάγκυς που κάποιον βρίζει!

«Η αλήθεια είναι πως...», ξεκινάω να λέω και κοιτώ δεξιά και αριστερά μου στο μπαρ, για να σιγουρευτώ πως δεν με ακούει κανείς. «Η συνέντευξη ήταν κάπως επεισοδιακή. Θα σας τα πω αναλυτικά και από κοντά, αλλά έχετε υπόψιν σας πως κατάφερα να εξοργίσω τον Μαυρούδη και του έκλεψα και τον χρόνο του για να κάνω τις δικές μου ερωτήσεις!», του λέω όλο καμάρι και ο Βάγγος τσιρίζει ενθουσιασμένος!

«Αχ που να σκάσει ο σιχαμένος, ο λιγδιάρης! Μπράβο σου μικρό μου αστέρι! Μπράβο σου μωρό μου, έρωτα μου, μας κάνεις περήφανους!»

Η φωνή του απομακρύνεται και εκείνη της Μάγκυς πλημμυρίζει το ακουστικό μου. «Δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά ναι συμφωνώ! Μας κάνεις περήφανους και σ΄αγαπάμε και μας λείπεις και τσακίσου και έλα να μας βρεις γρήγορα!».

«Ξεκαβάλα μωρή πια και άσε το κινητό!», ακούω τον Βέγγο να της λέει επαναφέροντας το ακουστικό στο αυτί του και ασυναίσθητα χαμογελάω στη σκέψη τους.

«Ναι, Λενάκι έλα να μας βρεις μωρό μου, να γιορτάσουμε κιόλας το ρεζιλίκι του Μαυρούδη!»

«Α όχι δεν κατάλαβες καλά, το ρεζιλίκι δεν ήταν του Μαυρούδη. Μακάρι να ήταν δηλαδή!» παραδέχομαι.

«Τι εννοείς;», ρωτάει ο Βάγγ μπερδεμένος.

«Τίποτα. Θα σας τα πω από κοντά. Αύριο όμως».

Αναστενάζει όταν πιάνει το υπονοούμενο που αφήνω. «Αν αλλάξεις γνώμη, ξέρεις που θα μας βρεις!»

«Μη την αφήσεις να πιει τον άμπακα!», προειδοποιώ και γελάει!

«Έχουμε βάλει στοίχημα ποιος θα γυρίσει σπίτι ποιον σήμερα!»

Ξεφυσάω. «Έτσι και ξεράσετε στο παρκέ μου...», πάω να εξαπολύσω την απειλή μου αλλά με σταματά.

«Ναι εντάξει, θα πάρουμε την άδεια σου πρώτα! Άσ΄τα αυτά όμως τώρα και πες μας αυτό που καιγόμαστε να μάθουμε. Εκεί που είσαι, έχει πολλούς ποδοσφαιριστές;»

«Και το πιο βασικό! Είναι με τα κοντά τους τα σορτσάκια ή τζάμπα χαιρόμαστε;», πετάγεται η Μάγκυ και σκάω δυνατά στα γέλια, τόσο πολύ που ο μπάρμαν στρέφει αμέσως την προσοχή του επάνω μου!

Χαμηλώνω στο ακουστικό φέρνοντας τη παλάμη μου για να καλύψω το στόμα μου. «Άδικα χαίρεστε! Ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που είναι εδώ είναι ο καινούργιος τερματοφύλακας».

«Πως τον λένε;», ρωτάει ο Βαγγέλης και καλύπτω περισσότερο το στόμα μου.

«Δρακάκης. Δημήτρης Δρακάκης».

«Google αμέσως. Ψάξε, Δημήτρης Δρακάκης τερματοφύλακας», διατάζει τη Μάγκυ. «Είναι ωραίος;», απευθύνει την ερώτηση του πίσω σε εμένα.

Τι να του πω τώρα; Πως δεν είναι; Αφού αύριο θα τα μάθει όλα!

«Εμ...ναι υποθέτω πως θα μπορούσες να....»

«Τι υποθέτεις μωρή ανώμαλη;», ξεσπά ο Βαγγέλης πριν ολοκληρώσω και μάλλον πρέπει να κοιτάει τα αποτελέσματα της αναζήτησης του γόη Δρακάκη στο Google. «Τι υποθέτεις Χριστέ μου και καλέ μου Άγιε Δημήτριε; Τι βλέπουν τα ματάκια μου και δεν στραβοπατάω ο άνθρωπος στο ίσωμα!»

«Τελείωσες;», ρωτάω αγανακτισμένη με την αντίδραση του.

«Μαζί του, στο λεπτό σίγουρα!» λέει και γελάει δυνατά στο αυτί μου!

«Τότε μάλλον θα σε ενδιαφέρει πολύ να μάθεις πως τον έχω τσακώσει ήδη δυο με τρεις φορές να με καρφώνει με τα μάτια του...»

«Λιποθυμώ...», αναφωνεί δραματικά ο Βαγγέλης και νομίζω πως το κινητό πρέπει να έπεσε από τα χέρια του.

Ακούω μόνο την φασαρία του δρόμου και ύστερα από λίγο, τη φωνή της Μάγκυς. «Τι του είπες, ρε χριστιανή μου και βαστιέται από τα ρολά του Ζάρα;»

Αρχίζω να γελάω δυνατά με την αντίδραση των φίλων μου, και καθώς το κεφάλι μου πέφτει προς τα πίσω, νιώθω λες και μόλις χτύπησα πάνω σε έναν τοίχο!

Πάνω στο μπαρ, Δύο χέρια που με έχουν βάλει ανάμεσα τους ακουμπούν πάνω στο ξύλο του πάγκου και παρατηρώ πως στο δεξί χέρι υπάρχουν ζωγραφισμένα με μελάνι, χάρτες, πυξίδες, ένα ποδοσφαιρικό τέρμα και δίχτυα μπλεγμένα...

Τινάζομαι στη στιγμή όρθια και γυρνώ κατευθείαν να κοιτάξω δύο τέλεια λακάκια!

«Γεια σου, δημοσιογραφούλα!», λέει ο Δρακάκης με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη του και ενστικτωδώς κάνω ένα βήμα προς τα πίσω, βρίσκοντας όμως αντίσταση στο ξύλο του μπαρ!

Η Μάγκυ τσιρίζει από το ακουστικό και ευτυχώς προλαβαίνω να τερματίσω την κλήση και να σταθώ με αξιοπρέπεια απέναντι του.

«Γεια!» ψελλίζω, αντιπαρερχόμενη τον χαρακτηρισμό που μου απέδωσε μαζί με τον χαιρετισμό του, και δίχως να βλέπω ψάχνω με τα δάχτυλα μου, την υφασμάτινη μάσκα που είχα αφήσει πάνω στο μπαρ.

«Μήπως σε τρόμαξα;», ρωτάει χαμηλώνοντας το πρόσωπο του και ειλικρινά νομίζω πως ο τύπος μου ρίχνει σίγουρα και το λιγότερο είκοσι πόντους!

Κουνάω γρήγορα το κεφάλι μου. «Όχι, όχι δεν με τρομάξατε. Απλά ήμουν απορροφημένη στο τηλεφώνημα».

Γιατί δεν έχει μαζέψει ακόμα τα χέρια του και γιατί είναι τόσο πολύ κοντά μου;

«Λυπάμαι αν σε διέκοψα», χαμηλώνει κι άλλο το πρόσωπο του. «Η συνέντευξη όμως τελείωσε, δεν χρειάζεται να μου μιλάς στον πληθυντικό».

Που στο διάολο ακούμπησα τη παλιομάσκα;

«Όπως θέλεις!», συμφωνώ συγκαταβατικά, συνεχίζοντας το ψάξιμο.

Τραβάει το δεξί του χέρι από τον πάγκο και το φέρνει ανάμεσα μας.

Μα καλά, δεν του έχει πει κάποιος πως δεν είναι σώφρων να κάνουμε χειραψίες;

«Δημήτρης», λέει το όνομα του με ένα ύφος προκλητικό και αν μη τι άλλο πολλά υποσχόμενο.

«Αυτό το ξέρω ήδη!», του υπενθυμίζω και θαρραλέα πιάνω το χέρι του. «Έλενα».

«Και εγώ ξέρω ήδη το δικό σου, αλλά πρέπει να συστηθούμε και πιο προσωπικά», απαντά χαμογελαστός.

Το λεπτοκαμωμένο μου χέρι επιπλέει μέσα στη μεγάλη του παλάμη, και αισθάνομαι τα δάχτυλα του, να φτάνουν ως τους καρπούς μου. «Μου άρεσαν οι ερωτήσεις που μου έκανες πριν...»

Χαϊδεύει ελαφρά το δέρμα μου και όταν πάω να τραβήξω το χέρι μου από την χούφτα του, εκείνος με σφίγγει λίγο πιο πολύ και κάνει ένα ακόμα βήμα, εγκλωβίζοντας με περισσότερο ανάμεσα στο σώμα του και στο μπαρ.

Φοράει τη μαύρη προπονητική φανέλα της ομάδας που κολλάει πάνω στον μυώδες κορμό του, ένα μαύρο κολάν που σταματάει στις γάμπες του και από πάνω ένα λευκό σορτσάκι. Μυρίζει σαπούνι και φρεσκοκομμένο γρασίδι...

Γιατί πάντα βρίσκω ελκυστική τη μυρωδιά του γηπέδου;

«Δύο συνηθισμένες, ερωτήσεις ήταν. Στα επίπεδα του κλισέ, θα έλεγα», απαντώ με έναν κοφτό τόνο.

Έλα τώρα Δρακάκη, κάποιος σαν εσένα μπορεί και καλύτερα!

«Ναι αλλά, κανείς άλλος δεν μου τις είχε κάνει πριν από σένα, όσο συνηθισμένες και αν ισχυρίζεσαι πως ήταν».

Σηκώνω τους ώμους μου και πιάνοντας τον απροετοίμαστο, τραβάω το χέρι μου από το δικό του. «Ε, τότε μάλλον θα έτυχε!»

Γελάει και τραβάει τα μάτια του από τα δικά μου δίνοντας, μου την ευκαιρία να κοιτάξω προς την μεριά του Παύλου, που είναι ακόμα απορροφημένος στη κουβέντα του.

«Όπως και να 'χει, σε ευχαριστώ που αφιέρωσες χρόνο στο βιογραφικό μου», λέει ο Δρακάκης επικεντρώνοντας και πάλι την προσοχή του επάνω μου.

Δεν αντέχω άλλο να στέκομαι τόσο επικίνδυνα κοντά του.

Πνίγομαι όταν κάποιος με περικυκλώνει...

«Η δουλειά μου είναι, το είπα και στη συνέντευξη», σταματώ να πάρω μια ανάσα και σηκώνω τα χέρια μου ανάμεσα μας. «Κοίτα, ξέρω πως ίσως να μην σου ακουστεί πολύ ευγενικό, αλλά μπορείς να πας λίγο πιο πίσω;»

Το γέλιο του με πιάνει απροετοίμαστη. «Γιατί;»

«Τι γιατί; Δεν καταλαβαίνεις το γιατί;»

Σκύβει και πάλι. Πιο πολύ....αυτή τη φορά κατά πάνω μου...

Ο λαιμός του περνάει ξυστά από το πρόσωπο μου και βλέπω το τατουάζ των δύο φτερών που έχει στον σβέρκο του. «Για βοήθησε με...» ψιθυρίζει χαμογελαστός.

Η καρδιά μου χτυπά ξέφρενα, ο αυχένας μου έχει ιδρώσει μαζί με τις πατούσες μου και αισθάνομαι κράμπες στην κοιλιά μου σε συνδυασμό με μια γλυκιά ανακατωσούρα.

«Ηρέμησε...», λέει σαν να μαντεύει την εσωτερική μου ταραχή. «Να παραγγείλω ένα ποτό θέλω!»

Ω ναι, πράγματι μπορούσε και καλύτερα...

Τι στο διάολο κάνει όμως; Τι χυδαίο πέσιμο είναι αυτό;

Δε λέω, είναι όμορφος και σέξι, αλλά δε θα πέσω και τ΄ανάσκελα με δύο ατάκες του!

Σκύβω και περνάω κάτω από το μπράτσο του, την ώρα που ζητά από τον μπάρμαν να του ετοιμάσει μια βότκα με σόδα.

«Ωραία αποφυγή δημοσιογραφούλα. Ούτε ο καλύτερος μας επιθετικός δεν ξεφεύγει τόσο γρήγορα όσο εσύ», αστειεύεται γυρνώντας να με κοιτάξει, με το ποτό μου στο χέρι του!

Πίνει μια γουλιά από το καλαμάκι μου και φρικάρω!

«Πας καλά; Εν μέσω πανδημίας εσύ πίνεις από το ποτήρι μου;»

«Δεν σιχαίνομαι!»

Του αρπάζω το ποτό από το χέρι ακουμπώντας το με έναν ισχυρό γδούπο πάνω στο μπαρ. «Δεν είναι το θέμα αν σιχαίνεσαι εσύ ή όχι! Το θέμα είναι πως πραγματικά αποτελείς δημόσιο κίνδυνο!»

Γέρνει το κεφάλι του και με περιεργάζεται με ένα ανεξήγητο βλέμμα, που δεν ξέρω πως να εκλάβω.

«Δημόσιο δεν ξέρω...κίνδυνο όμως, σίγουρα...» λέει με μια υπέρμετρη αυτοπεποίθηση και με ένα στραβό γελάκι στο στόμα του.

«Πράγμα που σημαίνει...» αφήνω μετέωρη την πρόταση μου και εκείνος αφήνει μετέωρο το βλέμμα του να μετακινηθεί από τα μάτια μου ως στο στήθος μου και πάλι πίσω!

Είναι μπελάς! Μεγάλος!

«Αστειεύομαι!», απαντάει ψέματα και η αλήθεια στα μάτια του, είναι σοκαριστική!

Δεν αστειεύεται καθόλου... Από χιλιόμετρα μακριά μπορεί κάποιος να καταλάβει το στυλ του παιξίματος του.

Πιάνω την τσάντα μου από το σκαμπό που είναι δίπλα του και χώνω το κινητό στη τσέπη του τζιν μου. «Επειδή όμως εγώ δεν αστειεύομαι καθόλου, σου εύχομαι καλή συνέχεια και καλή αρχή στην ομάδα!»

«Έχεις σχέση;», ρωτάει ξαφνικά, πριν κάνω εκείνο το ένα βήμα για να φύγω μακριά του.

«Γιατί, εσύ έχεις;»

«Εγώ ρώτησα πρώτος!» επιμένει και εγώ για πρώτη φορά στα χρονικά, αρχίζω να νοσταλγώ την παρέα του Μαυρούδη!

Που στο διάολο είναι και αυτός; Πως και άφησε τον Δρακάκη να του ξεφύγει;

Προσπαθώ να ελέγξω τον εαυτό μου. «Αλήθεια, που θα σε εξυπηρετήσει η γνώση μιας τέτοιας πληροφορίας;»

Τα λακάκια του βαθαίνουν στα μάγουλά του καθώς μου γελάει ξανά. «Θέλω απλά να ξέρω...»

«Γιατί να ξέρεις;», ρωτώ αυθόρμητα και δίχως να είμαι έτοιμη για την απάντηση του.

«Γιατί...», ξεκινάει να λέει και τραβάει πίσω από τη πλάτη του ένα ζευγάρι ασπρόμαυρα γάντια. «Θέλω να σου δώσω αυτά...»

Κοιτάζω τα γάντια που έχουν επάνω την υπογραφή του, μα δε κάνω ακόμα κίνηση να τα πιάσω στα χέρια μου.

«Χωρίς όμως να θέλω να σου δημιουργήσω προβλήματα...», συμπληρώνει.

«Τι είδους προβλήματα θα μπορούσες να μου δημιουργήσεις;»

«Ε να...δεν καταλαβαίνεις τώρα; Δε θα ήθελα να επιστρέψεις σπίτι με τα γάντια και να κάνουμε τον γκόμενο σου να ζηλέψει».

Αντιπαρέρχομαι ξανά, την αγενή αναφορά του και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος. «Ποιος είναι ο λόγος που θα έκανε έναν φυσιολογικό άντρα να ζηλέψει ένα ζευγάρι γάντια;»

«Αυτός...», ψιθυρίζει, στοχεύοντας απευθείας στα μάτια μου και το μακρύ του δάχτυλο δείχνει τον αριθμό τριάντα ένα που υπάρχει πάνω στα γάντια του.

«Δεν καταλαβαίνω!» λέω μπερδεμένη.

«Είναι ο αριθμός της φανέλας μου», εξηγεί και κάνει μια παύση για να χαμηλώσει στο πρόσωπο μου. «Και ο αριθμός του δωματίου μου επίσης...»

Ο τρόπος που μιλάει, το χρώμα στη φωνή του, η ακινησία των ματιών του μέχρι και τα λακάκια που τα εμφανίζει όποτε εκείνος θέλει, με πείθουν πως όλο αυτό το μικρό θεατρικό, πρέπει να το κάνει πολύ συχνά!

«Να τα χαίρεσαι και τα δύο, λοιπόν!» απαντώ καυστικά και ελπίζω να λάβει το μήνυμα πως δεν ενδιαφέρομαι για εκείνον.

«Θα μπορούσαμε να τα χαρούμε μαζί. Το δωμάτιο για αρχή και ύστερα κάπως μπορώ να σε φανταστώ και με τη φανέλα μου...»

Το στόμα μου ανοίγει και το κάτω χείλος μου, αρχίζει να τρέμει, ενώ η έκφραση στο πρόσωπο μου πρέπει να μαρτυράει σίγουρα πως πια τα έχω χαμένα!

Η πρόταση του όμως...όσο και να μη θέλω να το παραδεχτώ, δημιουργεί στο μυαλό μου περίεργες και σαφώς ακατάλληλες σκηνές...

«Εμ...ξέρεις πως...μόλις γνωριστήκαμε, σωστά;»

Γνέφει. «Αυτό είναι το ωραίο».

«Ωραίο ως προς τι;»

«Ως προς...», πέρνει το ποτό που του δίνει ο μπάρμαν και πίνει μια μικρή γουλιά πριν το αφήσει δίπλα από το δικό μου. «Το γεγονός ότι σε είδα, με είδες και καταλάβαμε αμέσως και οι δύο τι συμβαίνει...»

Τι συμβαίνει όμως αλήθεια; Τι συμβαίνει και δεν μπορώ να σταματήσω να του μιλάω;

Γυρίζω ελαφρώς το κεφάλι μου και κοιτάζω τον Παύλο. Τώρα με κοιτάζει και εκείνος.

Έντονα. Περίεργα...Στο μέτωπο του έχει δύο μικρές αυλακιές και τα μάτια του είναι σφιγμένα κάτω από τα φρύδια του. Απορεί και εκείνος όπως και εγώ...

Αν ήταν αλλιώς η κατάσταση μας, ο Δρακάκης δεν θα είχε τολμήσει να με πλησιάσει. Ο Παύλος θα καθιστούσε γνωστό πως είμαι δική του.

Τώρα όμως και χωρίς την προστασία του Παύλου, στο μόνο που μπορώ να βασιστώ είναι η ανάγκη μου για εκείνον και όχι η φευγαλέα έλξη για τον πέφτουλα τερματοφύλακα!

Ρίχνω την τσάντα στον ώμο μου, παίρνοντας την γενναία απόφαση να περιμένω τον Παύλο στο αμάξι μου, μέχρι να τελειώσει αυτό το ηλίθιο πάρτι!

«Σε σόκαρα;», ρωτάει ο Δρακάκης με χιουμοριστική διάθεση.

Δεν του δίνω σημασία και ψάχνω στη τσάντα για τη χαμένη μου μάσκα.

Σκύβει στα γόνατα. «Μήπως ψάχνεις αυτό;», ρωτάει πιάνοντας τη μάσκα από το έδαφος.

Οι πλάτες του ανοίγουν ακόμα πιο πολύ έτσι όπως στέκεται γονατιστός μπροστά μου και τα φτερά στον σβέρκο του μοιάζουν να κουνιούνται....

«Ναι, σε ευχαριστώ!», τινάζω το χέρι μου για να μου τη δώσει.

Εκείνος σηκώνεται, σέρνοντας αργά το βλέμμα του από τα δάχτυλα των ποδιών μου, ως τα μάτια μου, παρατηρώντας προσεχτικά κάθε σημείο του σώματος μου.

Όταν τα μάτια του στάθηκαν για δύο παραπάνω δευτερόλεπτα στην κοιλιά μου και η γλώσσα του εμφανίστηκε διστακτικά καθώς δάγκωσε την άκρη των χειλιών του, η ανάσα μου μπερδεύτηκε και μια αίσθηση τσιμπήματος απλώθηκε στους βουβώνες μου.

Η παλάμη μου είναι ακόμα ανοιχτή και περιμένω να μου δώσει τη μάσκα.

«Τι από τα δύο θέλεις πραγματικά;», ρωτάει με τα γάντια του στο ένα χέρι και με τη μάσκα μου στο άλλο.

Κάνω να την αρπάξω, αλλά την κλείνει γρήγορα μέσα στη χούφτα του. «Λάθος απάντηση!» αναφωνεί και χαμογελάει γοητευτικά!

Το ύφος και η διάθεση του για παιχνίδι, με νευριάζουν αφόρητα. Πρέπει να του κόψω τον αέρα και πρέπει να το κάνω τώρα!

«Ό,τι και αν έχεις στο μυαλό σου, μάλλον θα πρέπει να το ξεχάσεις! Έχω σχέση. Πολλά χρόνια μάλιστα», εντάξει σχέση αυτό που έχω με τον Παύλο δε το λες, αλλά ας υποκριθώ το αντίθετο! «Και επιπλέον, ακόμα και σχέση να μην είχα είναι άκρως αντιεπαγγελματικό εκ μέρους σου να μου την πέφτεις τόσο απροκάλυπτα!»

Προφανώς και δεν τον πτοούν τα λόγια μου!

«Αντιεπαγγελματικό γιατί; Η συνέντευξη όπως βλέπεις έχει τελειώσει και ούτε βρισκόμαστε στο γήπεδο. Οπότε και οι δύο είμαστε εκτός υπηρεσίας, σήμερα το βράδυ!», κλείνει το μάτι του πονηρά.

«Μπορείς να μου δώσεις την μάσκα μου σε παρακαλώ πολύ γιατί πρέπει να φύγω;»

«Όχι, δεν μπορώ να στη δώσω! Έχεις όμορφο πρόσωπο δημοσιογραφούλα...Σε προτιμώ χωρίς αυτήν...»

Φυσάω τις αφέλειες νευρικά να φύγουν από το μέτωπο μου. «Και εγώ σε προτιμώ μέτρα μακριά μου, αλλά όπως βλέπεις συμβιβάζομαι και συνεχίζω να ακούω τις μαλακίες σου!»

Εκείνος αντί να παρεξηγηθεί όπως και ήλπιζα, γελάει! Ε λοιπόν, είτε είναι ηλίθιος, είτε δεν έχει υπάρξει άλλη γυναίκα που να του έχει αρνηθεί!

«Δεν νομίζω πως έχει να κάνει με συμβιβασμό. Εμπειρικά μιλώντας, αν δεν απολάμβανες τις μαλακίες μου, θα είχες ήδη φύγει...»

«Μα αυτό θέλω να κάνω! Να φύγω! Αλλά δεν μου δίνεις την μάσκα μου!» η φωνή μου έχει ανέβει λίγο πιο ψηλά από τον συνηθισμένο της τόνο και μια παρέα δημοσιογράφων γυρίζει να κοιτάξει προς τη μεριά μας.

Το ίδιο και ο Παύλος.

Γαμώτο, η μέρα μου πάει από το κακό στο χειρότερο!

«Μπορείς να φύγεις και χωρίς αυτήν!», προτείνει ο Δρακάκης και με μια κίνηση την βάζει στη τσέπη του σορτς του.

«Τι νομίζεις ό,τι κάνεις; Είναι δώρο και απαιτώ να μου τη δώσεις τώρα αμέσως πίσω!»

Δεξιά και πίσω από τον Δρακάκη, ο μπάρμαν κρυφογελάει! Τέλεια!

«Απαιτείς;»

«Ναι απαιτώ!», του αντιγυρίζω νευριασμένη.

«Πάρ' την μόνη σου τότε...», ψιθυρίζει και τραβά τη τσέπη του να ανοίξει, κοιτώντας με βαθιά με τα ανόητα γαλάζια του μάτια!

«Δρακάκη, τέρμα η πλάκα», μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια μου.

«Δεν κάνω πλάκα, δημοσιογραφούλα...», τραβάει τον καρπό μου απαιτώντας να βάλω το χέρι μου στην τσέπη του και εγώ κοκαλώνω όταν μαζί με τον καρπό μου, έχει τραβήξει και εμένα να κολλήσω πάνω στο σώμα του.

«Τι κάνεις;» η φωνή μου είναι ένας ψίθυρος.

Τα γάντια του είναι το μοναδικό που στέκεται ανάμεσα μας και δεν κάνω καμία προσπάθεια να αποτραβηχτώ από πάνω του...Μόνο τον κοιτάζω..

Λίγο νευριασμένη...λίγο συνεπαρμένη...λίγο ηλίθια παραδομένη στην καινούργια αίσθηση της κοιλιάς μου...και ολοσχερώς μαγνητισμένη από τα διάφανα μάτια του...

Οδηγεί τον καρπό μου ως την τσέπη του και μόλις ακουμπώ τον σκληρό του τετρακέφαλο, βαστώ την ανάσα μου και γαντζώνω ανάμεσα στα δάχτυλα μου το ύφασμα της μάσκας.

Εντούτοις δεν τραβάω το χέρι μου αμέσως, έξω. Μου αρέσει το άγγιγμα του στον καρπό μου και απολαμβάνω την αίσθηση του γυμνασμένου του ποδιού...

«Εύκολο, δεν ήταν;», ρωτά.

Η φωνή του έχει βαθύνει και το χέρι του εγκαταλείπει τον καρπό μου για να πιάσει το δικό μου μέσα στην τσέπη του. Χαϊδεύει το δέρμα μου και ανατριχιάζω...

Ολόκληρη!

Τα μάτια μου, δηλώνουν την ταραχή μου...Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που τα δικά του αστράφτουν.

«Έλα στο δωμάτιο μου...», μετακινεί τα χέρια μας πιο βαθιά στη τσέπη του. «Το βλέπω πως το θέλεις και εσύ...»

Για λίγα δευτερόλεπτα, χάνομαι...Τα γονατά μου συσπώνται, η περιφερειακή μου όραση θολώνει και νιώθω να ζεσταίνομαι τραγικά πολύ!

«Δημήτρη...», το όνομα του ξεφεύγει ξεψυχισμένα και απροσδόκητα από το στόμα μου.

Θέλω να απλώσω τα χέρια μου στον σβέρκο του και να τον φιλήσω! Πραγματικά το θέλω!

Όχι, δεν είναι λογικό αυτό! Γαμώτο τι κάνω; Έχω ακόμα την γεύση του Παύλου στα χείλη μου...Δεν γίνεται να θέλω να φιλήσω τον Δρακάκη!

«Έτσι σε κάνει να τρέμεις και ο γκόμενος σου;» λέει και αισθάνομαι σαν να δέχτηκα μόλις ένα χαστούκι.

Από εκείνα τα βαριά, τα ωραία που κάνουν το κεφάλι σου να γυρίσει για λίγο, αλλά αμέσως σε επαναφέρει μουδιασμένο στην πραγματικότητα!

Τραβάω το χέρι μου από την τσέπη του μαζί με την μάσκα μου, μα με γραπώνει ξανά.

«Κάνε αυτή τη στιγμή ένα βήμα προς τα πίσω και πάρε τα κουλά σου από πάνω μου...», προειδοποιώ προσπαθώντας να ακουστώ όσο το δυνατόν πιο απειλητική μπορώ, αλλά εκείνος ξαφνικά γελάει!

«Μήπως είσαι, λεσβία;», ρωτάει μέσα στα γέλια του και πια είμαι απόλυτα σίγουρη πως ο τύπος είναι απλά πανηλίθιος!

«Για πιο λόγο μια γυναίκα πρέπει να είναι αποκλειστικά λεσβία, αν δε θέλει να πηδηχτεί με έναν άντρα που μόλις γνώρισε; Και συγγνώμη κιόλας, έχεις κάποιο πρόβλημα με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα που θα πρέπει να αναφέρω στην εκπομπή της Κυριακής ώστε να ενημερωθεί και ο υπόλοιπος κόσμος για τις απόψεις σου;».

Δεν ξέρω γιατί συνεχίζω να του μιλάω ακόμα πολιτισμένα, ενώ κανονικά θα έπρεπε να τον κλοτσήσω στα αχαμνά όπως του αξίζει!

«Δημοσιογραφούλα...», λέει ξανά υποτημιτικά και σκύβει να πλησιάσει το πρόσωπο μου.

Τα μάτια μου με προδίδουν ξανά και μαγνητίζονται από τα δικά του καθώς το σώμα του υψώνεται τεράστιο πάνω από το κεφάλι μου...«Σκέψου μόνο τι μπορώ να σου κάνω...», ψιθυρίζει και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου υπακούω και σκέφτομαι πράγματι τι θα μπορούσε να κάνει το γεροδεμένο του σώμα κόντρα στο δικό μου!

Καταπίνω τον κόμπο στον λαιμό μου, διαχωρίζω τις ανήθικες σκέψεις μου και χαμογελάω σκληρά!

«Σίγουρα, τίποτα περισσότερο από όσα υπόσχεστε όλοι σας, αλλά στο τέλος πάντα αδυνατείτε να πραγματοποιήσετε!», του δίνω την αφοπλιστική, πνευματώδη μου απάντηση και χαμογελάει!

Το χαμόγελο του με νευριάζει ακόμα περισσότερο και το βλέμμα του πέφτει από τα μάτια μου για να σταθεί στο στήθος μου.

«Λάθος άντρες...λάθος εμπειρίες δημοσιογραφούλα...», λέει με αυτοπεποίθηση και δαγκώνει τα χείλη του!

«Έι! Το όνομα μου είναι Έλενα και τα μάτια μου είναι εδώ!», δείχνω με τον δείκτη μου το πρόσωπο μου, δίχως όμως αυτό να του αποσπάσει τη προσοχή «Όσο για τις εμπειρίες μου, δεν σου πέφτει κανένας απολύτως λόγος!»

«Φυσικά και μου πέφτει! Εκείνες οι λάθος εμπειρίες είναι άλλωστε αυτές που σε εμποδίζουν να ομολογήσεις πως πεθαίνεις να ανέβεις στο δωμάτιο μου...», σκύβει ακόμα περισσότερο κοντά μου και περνάει τη γλώσσα του γρήγορα από την άκρη των χειλιών του. «Πως τρελαίνεσαι και μόνο στην ιδέα, να νιώσεις πως με έχεις κάνει αυτή τη στιγμή, αλλά δε θα το παραδεχτείς...ακόμα...»

«Τι σημαίνει, "ακόμα";», ρωτάω ειρωνικά αλλά για κάποιο ηλίθιο λόγο απολαμβάνω, το άρωμα που αναδύει ο λαιμός του και ακόμα περισσότερο τα αληθινά λόγια που βγαίνουν από το στόμα του...

«Σημαίνει...πως σε τρεις...άντε σε τέσσερις αγωνιστικές το πολύ, θα παρακαλάς να γίνει, ό,τι μου αρνείσαι απόψε...», απαντάει με σιγουριά ενώ εγώ κρυφά εύχομαι να καταφέρω να αντέξω λίγο ακόμα...

Το σώμα μου όμως ξυπνάει. Το στομάχι μου σφίγγεται...τα πόδια μου τρεκλίζουν και το δέρμα μου ανατριχιάζει, ερχόμενο αντιμέτωπο με τις προκλήσεις του.

Φυλάξου, προειδοποιώ τον εαυτό μου και ρουθουνίζω έντονα καθώς τραβάω προς τα πίσω το κεφάλι μου, μακριά από εκείνο το άρωμα που με κάνει να ξεχνάω και το όνομα μου, πόσο μάλλον την ποιότητα του αντρός που έχω κληθεί για ακόμα μια φορά να αντιμετωπίσω!

«Πιο πιθανό είναι να πάρετε το Champions League δύο συνεχόμενες χρονιές, παρά εγώ να παρακαλέσω, εσένα!»

«Πάμε στοίχημα;»

«Όχι, δε πάμε!» του απαντώ απότομα «Δε θα στοιχημάτιζα ποτέ το κρεβάτι μου Δρακάκη και ειδικά μαζί σου!»

Χαμογελάει αφοπλιστικά και φέρνει τα υπογεγραμμένα γάντια του ανάμεσα στα σώματα μας, ακουμπώντας τα στο στήθος μου.

Χαμηλώνει στο ύψος μου και φτάνει εύκολα στο αυτί μου, δίχως εγώ να έχω κάνει το παραμικρό για να τον σταματήσω.

«Κρίμα...», ψιθυρίζει με μια φωνή που είναι ικανή να με κάνει να αλλάξω γνώμη μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα...«Τα γάντια μου θα εφάρμοζαν τέλεια πάνω στο σώμα σου..όλος θα εφάρμοζα τέλεια...»

Και με αυτή τη μικρή ανακοίνωση τραβιέται μακριά μου, ενώ εγώ είμαι κυριολεκτικά ένα βήμα πριν πηδήξω στην αγκαλιά του και του λιώσω τα χείλη με ένα άγριο φιλί!

Στριμώχνει τα γάντια, μέσα στην τσάντα μου και σμίγει τα φρύδια του. «Σε περίπτωση που αλλάξεις γνώμη», εξηγεί και αρχίζει να περπατά μακριά μου και ως τη μικρή σύναξη του Μαυρούδη και των υπόλοιπων δημοσιογράφων, οι οποίοι ευτυχώς δεν έχουν πάρει χαμπάρι για το τι διαδραματίστηκε μόλις.

Δεν έχω φωνή ούτε για να με ακούσω εγώ η ίδια εσωτερικά, μέσα στο κούφιο μου σώμα!

Ακουμπάω τους αγκώνες μου πάνω στο μπαρ και προσπαθώ να πάρω ανάσα.

Τι έγινε μόλις τώρα; Το έζησα στα αλήθεια; Δεν μπορεί!

Δεν γίνεται να αισθάνθηκα έλξη για εκείνον...Τι έλξη δηλαδή, που αυτό ήταν κανονική κεραμίδα!

Ο αέρας αλλάζει γύρω μου και η μυρωδιά του γηπέδου δίνει απότομα τη θέση της στη μυρωδιά του παρκέ...

«Τι στο διάολο ήταν αυτό μου λες; Τι σου έλεγε τόση ώρα;»

Ακούω την φωνή του Παύλου να λέει καθώς ακουμπάει τα χέρια του στο μπαρ δύο θέσεις πιο δίπλα μου.

Τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου. Δεν με κοιτάζει. Κάνει μόνο ένα νόημα στον μπάρμαν και παίζει χαλαρός το θέατρο του.

Δεν πρέπει να μας δουν μαζί...δεν πρέπει κανείς να μας καταλάβει...

«Τίποτα...εκείνος απλά...»

«Σου την έπεσε;», με διακόπτει με σφιγμένο σαγόνι.

«Όχι! Ήθελε μόνο να με ευχαριστήσει για τις ερωτήσεις μου και να σιγουρευτεί πως πριν, στην συνέντευξη, δεν ήρθα σε δύσκολη θέση».

Συνεχίζει να μη με κοιτάζει, ευχαριστώντας τυπικά τον μπάρμαν που του άφησε ένα ποτήρι ρούμι μπροστά του και μόνο από τον τόνο της φωνής του, μπορώ να καταλάβω πως είναι έξαλλος!

«Και έπρεπε να σου πιάνει τα χέρια και να σου ψιθυρίζει στο αυτί; Ξέρεις, πως δεν μου αρέσει να σε αγγίζουν άλλοι».

Τότε γιατί δεν με αγγίζεις εσύ; Γιατί πρέπει να κρυβόμαστε;

«Σοβαρά θέλεις να κάνουμε αυτή τη κουβέντα;», γυρίζω και θαραλλέα του ρίχνω ένα βλέμμα αδιαφορώντας τόσο για τον πατέρα του όσο και για οποιονδήποτε άλλον που μπορεί να ανακαλύψει πως ο Θεοδωρίδης Junior με πηδάει από τα δεκάξι μου μέχρι και σήμερα!

«Έλενα, μην αρχίζεις...», με προειδοποιεί με την ατάκα, που έχω ακούσει εκατοντάδες φορές!

Πρώτη φορά, μετά από τόσα πολλά χρόνια, κάποιος άλλος άντρας μου προκάλεσε ένα όμοιο ερωτικό ενδιαφέρον με εκείνον! Πρώτη φορά γαμώτο και αν ήμουν έστω και λίγο έξυπνη, θα έπρεπε να τρέξω ως ο δωμάτιο τριάντα ένα του Μακεδονία Παλλάς, για να περάσω το βράδυ μου με τον Δρακάκη, ο οποίος είμαι σίγουρη πως θα μου δοθεί ολόκληρος μέχρι το τέλος της επομένης μέρας, αντί να παρακαλάω τον Παύλο να μου δοθεί μισός και για ελάχιστες ώρες.

Ο Βάγγ και η Μάγκυ θα με ξεφτιλίσουν! Και με το δίκιο τους οι άνθρωποι!

Θα με ξεφτιλίσουν, γιατί δεν είμαι έξυπνη. Είμαι χαζή και άρρωστη...

«Μπορούμε να φύγουμε σε παρακαλώ;», ρωτάω τον Παύλο και γνέφει καταφατικά μια φορά, πριν το κινητό, του αποσπάσει για δεύτερη φορά τη προσοχή του από εμένα.

Είμαι άρρωστη...

Απομακρύνεται διακριτικά και αποδέχεται τη κλήση, παίρνοντας μια γλυκανάλατη έκφραση στο πρόσωπο.

Θέλω να κάνω εμετό! Επάνω του, επάνω μου...αλλά κυρίως επάνω στην άψογη ζωούλα του...

«Δύσκολο βράδυ;», ρωτάει ευγενικά ο μελαχρινός τριαντάρης μπάρμαν και ο κότσος στη κορυφή του κεφαλιού μου κουνιέται πέρα δώθε, καθώς του γνέφω γρήγορα.

Μου γελάει τυπικά και ρίχνει μερικά παγάκια σε ένα σέικερ μαζί με μερικές δόσεις ποτών.

«Κανένα βράδυ δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο με τέτοιον ουρανό πάνω από τα κεφάλια μας, και με ένα Mai Tai στα χέρια μας!», αδείαζει το κοκτέιλ σε ένα ποτήρι και μου το προσφέρει.

«Σε ευχαριστώ», το στομάχι μου είναι άδειο εδώ και ώρες, αλλά στην κατάσταση μου, επιβάλλετε ένα ακόμα ποτό.

Ο μπάρμαν μου χαμογελάει και σκύβει κοντά μου. «Και γενικά μιλώντας πάντα, μια ζωή την έχουμε, ας την ζήσουμε καλά τουλάχιστον!»

Αν καθίσω να κάνω και τον απολογισμό για το πως έχω ζήσει την μέχρι τώρα ζωή μου, ζήτω που καήκαμε!

«Δίκιο έχεις και εύκολο να το λέμε, αλλά επί της πράξεως, πως γίνεται;» τον ρωτάω και πίνω λίγες γουλιές από το δροσερό ποτό του.

«Πως γίνεται ποιο; Να ζεις καλά την ζωή σου;», ακούγεται έκπληκτος! «Εύκολα! Κάνεις αυτό που γουστάρεις την κάθε στιγμή», σκύβει περισσότερο, «Και συγγνώμη κιόλας το ξέρω πως δε μου πέφτει λόγος, αλλά το ντούκι δεν έχει σταματήσει να κοιτάζει προς τα 'δω!», μου λέει συνωμοτικά και χαμογελώ ικανοποιημένη.

Τραβιέται μακριά και αδιάφορα συνεχίζει την δουλειά του.

Ο Παύλος έχει εξαφανιστεί ξανά και ούτε ξέρω τι πρέπει να κάνω. Να τον περιμένω στο πάρκινγκ; Να πάω στο αμάξι μου; Ή μήπως να γυρίσω για να σιγουρευτώ πως ο μπάρμαν μου είπε την αλήθεια;

Στριφογυρνάω αργά το σκαμπό και αμέσως συναντώ τη γαλάζια φωτιά...

Ένα βλέμμα που δίνει φωνή σε όλο του το σώμα...δύο μάτια που σου ορκίζονται πως μαζί του...θα παρακαλάς για λίγη επιείκεια...

Με τρελαίνει η αποφασιστικότητα του. Το γεροδεμένο του ανάστημα και ο έλεγχος που φαίνεται πως έχει. Με τρελαίνει η σκέψη να αγγίξει ξανά το χέρι μου όπως πριν...Να μου ψιθυρίσει και πάλι στο αυτί καθώς θα σκύβει από πάνω μου, εγκλωβίζοντας με, μόνο με την παρουσία του. Με τρελαίνει να μας φαντάζομαι γυμνούς στο κρεβάτι του δωματίου τριάντα ένα...

Το ξέρω πως μόλις τον γνώρισα και πως εγώ δεν κάνω σκέψεις σαν αυτές συχνά, για τύπους που μόλις γνώρισα, αλλά αυτός ο συγκεκριμένος τύπος...αυτός ο μπελάς τερματοφύλακας, κάνει την κοιλιά μου να σφίγγεται και τα πόδια μου να ιδρώνουν μέσα στο τζιν μου.

Δεν είναι τίποτα! Θα μου περάσει! Μόλις βρεθώ μόνη μου με τον Παύλο, μόλις με αγγίξει...όλες αυτές οι σκέψεις θα εξαφανιστούν.

Μόλις βρεθώ μόνη μου με τον Παύλο...

Μαύρα μαλλιά ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος των δημοσιογράφων και ένα λουλουδάτο αέρινο φόρεμα ανεμίζει καθώς η φιγούρα που το φορά, διασχίζει με απίστευτη χάρη τον χώρο...

Μαζί του...

Η Χρύσδα είναι εδώ.

Η πανέμορφη μελαχρινή Χρύσδα που νόμιμα έχει μπλεγμένο το χέρι της στο δικό του και εκείνος κρατά στην αγκαλιά του τον πεντάχρονο Μιχάλη...

Τον καρπό της αψεγάδιαστης φαινομενικά ευτυχίας τους...

Η ζήλια σπρώχνει το στομάχι μου, διεκδικώντας τον χώρο που δικαιωματικά της ανήκει και ένας αργός βασανιστικός πόνος, εκδηλώνεται κάτω από το δέρμα μου.

Τα μάτια μου πονούν από το θέαμα, σαν και οι δύο να πιέζουν τους αντίχειρες τους με ασυγκράτητη δύναμη επάνω τους.

Εκείνος μου ρίχνει ένα κλεφτό μετανιωμένο βλέμμα ενώ η Χρύσδα μόλις με αντιλαμβάνεται, σηκώνει το χέρι της ενθουσιασμένη και έρχεται γρήγορα προς το μέρος μου.

Όλο της το πρόσωπο χαμογελά και η ηλιοκαμένη της επιδερμίδα την κάνει να λάμπει μέσα στο ημίφως του μαγαζιού.

«Κοριτσάκι μου!», αναφωνεί και τινάζει τον αγκώνα της για να χαιρετηθούμε. «Μου είπε ο Παύλος πως θα είσαι και εσύ και είπα να περάσω να σας δω λιγάκι!»

Προσπαθώ να καταπνίξω τα συναισθήματα μου και της χαμογελώ όσο πιο φιλικά μπορώ. «Καλά έκανες, χαίρομαι που σε βλέπω! Πάει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που τα είπαμε!»

Κουνάει το χέρι της και γνέφει έντονα! «Τρεις μήνες περίπου κυρία μου! Έχουμε καταλήξει να σε βλέπουμε από την τηλεόραση και μόνο αν ο Θάνος είναι Θεσσαλονίκη!»

Πες μου ένα ψέμα...

Ζηλεύω το δέρμα της...ζηλεύω που μπορεί να την αγγίζει κάθε βράδυ...

Πόσο μικρή είμαι...πόσο λίγη...

«Το ξέρω έχεις δίκιο ό,τι και να πεις! Λίγο η δουλεία, λίγο η καθημερινότητα, ε ξέρεις πως είναι τώρα αυτά!»

«Ξέρω και δε σου κρατάω κακία!», λέει γυρνώντας να ελέγξει τον Παύλο που παίζει με τον γιο τους. «Αλλά πρέπει οπωσδήποτε να βρεθούμε για ένα ποτό! Βασικά γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; Μόλις ο Παύλος τελειώσει από 'δω, είπαμε να πάμε στο...»

Δεν την αφήνω να ολοκληρώσει. «Ω όχι λυπάμαι, έχω κανονίσει και δεν μπορώ να το ακυρώσω!»

Με κοιτάζει με ένα πονηρό χαμόγελο. «Έχεις κανονίσει κάτι άξιο αναφοράς ή να συνεχίσω να κρατάω τους κολλητούς του Παύλου, αδέσμευτους;»

Θέλω τόσο πολύ να γελάσω! Για την ακρίβεια Χρύσδα μου, αυτό το κάτι άξιο αναφοράς που ρωτάς να σου πω, είναι στην πραγματικότητα ο άντρας σου και το ραντεβού μας στο διαμέρισμα που δεν ξέρεις ότι έχει στην Αριστοτέλους!

«Κάτι υπάρχει, αλλά θα τα πούμε άλλη φορά, γιατί τώρα πρέπει να φύγω!», της λέω αφήνοντας την να με κοιτάζει κατσουφιασμένη.

«Να σου τηλεφωνήσω μέσα στην εβδομάδα για καφέ;»

Γιατί τα ζω όλα αυτά σήμερα; Τι έχω κάνει; Που έχω φταίξει;

«Ναι, βέβαια και να μου τηλεφωνήσεις!», αναφωνώ δείχνοντας έναν ψεύτικο ενθουσιασμό. «Καλά να περάσετε, χάρηκα πάρα πολύ που σε είδα!»

Απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει φιλικά τη πλάτη μου. «Και εγώ κοριτσάκι. Να προσέχεις και τα λέμε σύντομα!»

Φεύγει από κοντά μου με τον ίδιο αέρινο βηματισμό και εκμεταλλεύομαι την πλάτη της για να κοιτάξω τον Παύλο με ένα απογοητευμένο βλέμμα.

Ακόμα και τώρα περιμένω κάτι...

Έστω και κάτι μικρό, ελάχιστο...θα μου είναι αρκετό!

Μια κίνηση μόνο...

Το χέρι της όμως τυλίγεται στον λαιμό του και τον τραβά κοντά της για να φιλήσει τα χείλη του...

Πες μου ένα ψέμα...

Οι αντοχές μου μηδενίζονται. Η ζήλια απλώνεται γρήγορα τώρα σε κάθε νεύρο και μου προκαλεί μια απότομη στένωση...

Του δίνω περισσότερα από όσα αξίζει.

Του δίνω ό,τι έχω και φοβάμαι πως ανά πάσα ώρα και στιγμή, όταν θα έχω απομείνει επιτέλους άδεια, θα παρακαλώ να μου δώσει κάτι πίσω για να κρατηθώ λίγο ακόμα.

Μόνο για λίγο ακόμα, ώστε να μπορέσω να του δώσω και τα υπόλοιπα απομεινάρια.

Πρέπει να μου δώσω και εμένα κάτι.

Πρέπει να τον κάνω να πονέσει όπως πονάω τόσα χρόνια και εγώ. Πρέπει να δει πως είναι να μοιράζεσαι αυτόν που αγαπάς...

Μα πως σου πάει η καρδιά να τον μοιράζεσαι αν τον αγαπάς;

Ξέρω πως όταν αγαπάς, πεθαίνεις για το όλο, όχι για το μισό.

Έχει τσιγκουνιές η αγάπη; Εκπτώσεις; Όχι, βέβαια...

Η αγάπη στα παίρνει όλα, όπως σου τα δίνει επίσης όλα...

Βαρέθηκα να αγαπώ έτσι. Κουράστηκα να μου κλέβουν το γλυκό από το πιάτο μου, πριν προλάβω να απλώσω το χέρι μου για να το πιάσω.

Σηκώνω τα μάτια και ψάχνω για εκείνο το κάτι που θέλω να μου δώσω. Εκείνο που θα κάνει τον Παύλο να πονέσει το ίδιο με εμένα...

Ας μάθει ξανά να με μοιράζεται...

Συναντώ ένα διψασμένο βλέμμα και ένα νωχελικό, επικίνδυνα σέξι χαμόγελο.

Ο Δρακάκης είναι η τέλεια επιλογή για απόψε.

Μου αρέσει, του αρέσω...γιατί όχι λοιπόν; Τι έχω να χάσω; Τον Παύλο;

Γιατί σάμπως τον έχω; Ή μήπως υπάρχει περίπτωση να αφήσει την Χρύσδα να πάει όπου είναι να πάει μόνη της και θα τρέξει να συναντήσει εμένα;

Τελειώνω μονορούφι το κοκτέιλ, αρπάζω τα πράγματα μου και γενναία ξεκινώ να περπατώ ανάμεσα στους δημοσιογράφους, που ευτυχώς με αγνοούν και συνεχίζουν απτόητοι κουβέντα τους.

Ο Δρακάκης μένει ακίνητος να με κοιτάζει καθώς τον πλησιάζω.

Αδιαφορώ για τον Μαυρούδη και για τους υπόλοιπους τέσσερις που τον έχουν περικυκλώσει και μόλις φτάνω τη σύναξη τους, παίρνω την γενναία απόφαση να απλώσω το χέρι μου στον αγκώνα του Δρακάκη.

«Μπορώ να σου πω;», ρωτάω χαμογελαστή και όσο το δυνατόν πιο άνετη.

Δεν δείχνει να ξαφνιάζεται. «Πες μου!», με προτρέπει και τώρα το χέρι του κρατάει τον δικό μου αγκώνα, οδηγώντας με λίγα βήματα μακριά από τους συναδέλφους μου.

Παίρνω μερικές ανάσες να με ηρεμήσω και μόλις μας σταματάει μπροστά από ένα ψηλό στρογγυλό τραπέζι, αποφασισμένη τον κοιτώ κατάματα και τραβάω τα γάντια του από την τσάντα μου.

Τα σώματα μας έχουν ανοίξει έναν σιωπηλό διάλογο που δύσκολα μπορώ πια να αγνοήσω.

Δε θέλω να αγνοήσω...

«Άλλαξα γνώμη...πάμε...» λέω περιφρονώντας τις βέβαιες συνέπειες αυτής μου της παρόρμησης.

Εκείνος μου χαμογελά, με ένα χαμόγελο που μάλλον έχει ως σκοπό του να με ισοπεδώσει. «Πάμε που;» ρωτά αν και ξέρει ήδη την απάντηση.

Ο αριθμός τριάντα ένα, ξεχωρίζει πάνω στα γάντια του.

«Στο δωμάτιο σου».

Μια ψυχή, τέλος

"Μόνο μπορώ να πω, εκεί υπήρξαμε: μα δεν μπορώ να πω πού. Και δεν μπορώ να πω, για πόσο, γιατί αυτό σημαίνει να ορίσω χρόνο..."

Ο έρωτας δεν παύει να είναι έρωτας, ακόμα και αν δεν υπάρχει επόμενη ημέρα για εκείνον να γεννηθεί...

Για να ανθίσει.

Πες μου ένα ψέμα.... Πες μου ένα ψέμα.... Πες μου ένα ψέμα....

Όχι ένα που θα μοιάζει με αλήθεια. Πες μου ένα ψέμα που θα μοιάζει με μια ζωή ολόκληρη.

Το "Σ΄αγαπώ" θεωρείται το πιο επιτυχημένο ψέμα.

Δικό μου και όλου του κόσμου.

Ξυπνάς και έτσι απλά, έχει χαθεί.

Ψάχνεις στο άδειο μαξιλάρι δίπλα σου και το μόνο που έχει απομείνει από την στιγμιαία σου αλήθεια, είναι μερικές ζάρες στο ύφασμα και λίγα ιδρωμένα στίγματα που δεν θα στεγνώσουν από την αφόρητη ζέστη του μεσημεριού.

Πες μου ένα ψέμα...

Ο έρωτας δεν παύει να είναι έρωτας, ακόμα και αν πάψεις να τον καλείς με το όνομα του.

Ακόμα και αν του αλλάξεις γεύση, άρωμα, αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ακόμα και χώρα...

Ο έρωτας δεν παύει να είναι έρωτας, ακόμα και αν τυχαία σκοντάψεις επάνω του και εκείνος σε αγνοήσει για να συνεχίσει την καινούργια του πορεία.

Ακόμα και αν εσένα σε αφήσει ασάλευτη να τον χαζεύεις που φεύγει μακριά...

Πότε λοιπόν ο έρωτας παύει να είναι έρωτας;

Πες μου ένα ψέμα...

Ο έρωτας παύει να είναι έρωτας, όταν ο έρωτας μαθαίνει να διψάει για μια αλήθεια.

Και κάπου εκεί κοντά στο τέλος του, λίγα δευτερόλεπτα μονάχα πριν εκλείψει, καταθέτει τα βέλη του και βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει...

"Αυτοί που θα αποσιωπήσουν την αλήθεια μου, είναι αυτοί που θα πουν τα επόμενα ψέματα στο όνομα μου... "

•• ━━━━━ ••⚽️•• ━━━━━ ••

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top