25. Δαίμονας
Η Λετισια προσπάθησε να ξεφύγει για ακόμη μια φορά από την φυλακή της. Ανακουφισμένη που κατάφερε με σχετική ευκολια να ξεφύγει από τα δεσμά της, άνοιξε το χερούλι της πόρτας προχωρώντας προς την έξοδο με μια λαχτάρα και χαρά να διαγράφονται στα τεντωμένα από την πείνα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Όμως, δεν της ήταν γραφτό καθώς ο Γκαμπίνο την άρπαξε από τα μαλλιά πετώντας με φόρα στο πάτωμα. Ένα χαμόγελο που πιο πολύ σαν γκριμάτσα έμοιαζε αυλάκωσε το πρόσωπο του. Τα χέρια του έσκισαν τα λιγοστά της ρούχα μπαίνοντας με δύναμη μέσα της. Ούρλιαζε περισσότερο από κάθε άλλη φορά η έφηβη ξεστομίζοντας ανήκουστες κατάρες μα τα σκληρά του χέρια έδερναν το κορμί της, το χέρι του εμποδιζε τις κραυγές της. Έχοντας χορτάσει από το γυμνό της θέαμα μαζί με τα δάκρυα της, την κράτησε ακινητοποιημένη δένοντας τα χέρια και τα πόδια της με χοντρό σκοινί.
Την ανέβασε στους ώμους του πετώντας την με δύναμη στο πάτωμα. Σε κάθε πτώση, τα μέλη της τρανταζόταν. Ο Γκαμπίνο ήρθε από επάνω της αδειάζοντας στο κορμί της το παχύρευστο και άκρως βλαβερό υγρό της βενζίνης. Η Λετισια πνιγόταν προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Ο Γκαμπίνο την ανάγκασε να καταπιεί ολόκληρο το δεύτερο δοχείο με την βενζίνη. Το υγρό ξεκίνησε αμέσως την καταστροφική του δράση στην κοιλιά και τους πνεύμονες της ενώ η ίδια διπλωνόταν στα δύο προσπαθώντας να αντεξει τον πόνο με σάλια να βγαίνουν από το στόμα της.
Εκείνος πήρε ένα σπίρτο και το άναψε. Απομακρύνθηκε λίγα βήματα πετώντας το επάνω στο κορμί της ανήμπορης κοπέλας που ούρλιαζε για λίγο νερό, για κάποια βοήθεια καθώς ένιωθε πως οι φλόγες την έτρωγαν. Ο Γκαμπίνο περίμενε λίγη ώρα ώστε η φωτιά να κάνει την δουλειά της και μετά πέταξε έναν κουβά με νερό στο κορμί της Λετισια που σε τίποτε δεν θύμιζε τον παλιό της εαυτό. Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο με σοβαρά εγκαύματα. Από τα χείλη της δεν έβγαινε πια πνοή. Ήταν νεκρή.
Και ήθελε τόσο πολύ να δει ξανά την μαμά της... Να μιλήσει με τις φίλες της... Να πάει στο σχολείο της, να νιώσει τις ζεστές ακτίνες του ήλιου, να ακούσει εκείνη την γλυκιά βαβούρα της αγοράς με τα παζάρια και τα υπέροχα προϊόντα, να γευτεί την κάψα των πικαντικων φαγητών από τα χεράκια της μητέρας της, της Λεΐλά. Θα τη έλειπε η χώρα της με τα ψηλά της κτίρια και τους υπέροχους ανθρώπους που πλάι τους είχε περάσει τα ωραιότερα νεανικά της χρόνια πριν έρθει ο δαίμονας με την ακριβή στολή να την υποβάλλει σε βασανιστήρια για μια φυσιολογική αντίδραση που θα παρουσίαζε η κάθε κοπέλα που θα ένιωθε ότι την παρενοχλούν, την υποβιβάζουν μόνο και μόνο εξαιτίας του φύλου της!
Ας είναι όμως... Η ίδια πέταξε πάνω από όλο το Μεξικό αποχαιρετώντας το μια για πάντα. Πλέον άλλο θα ήταν το σπίτι της όπου κανένας δεν θα την άγγιζε πρόστυχα.
Ο Γκαμπίνο πέταξε το ταλαιπωρημένο κορμί της μπροστά από τη πολυκατοικία τα ξημερώματα. Δεν έμεινε για να ακούσει τις σπαρακτικές κραυγές της Λεϊλά, τον θρήνο των φιλενάδων της, τις κατάρες των γειτόνων για όποιον έκανε κακό σε ένα κορίτσι που μόνο καλό έσπερνε στον κόσμο.
Η Λεϊλά τσάκισε μετά τον χαμό της κόρης της. Την έκλαψε, την μοιρολόγησε και ξόδεψε τις οικονομίες της για να της κάνει μια όμορφη κηδεία. Η Μάργκαρετ, η φίλη της Λετισια την πήρε στο σπίτι της και την είχε σαν την δεύτερη μάνα της, την φρόντιζε και της θύμιζε καθημερινά πόσο πολύ την αγαπούσε η μακαριτισσα και ότι δεν θα ήθελε να πάθει κάτι κακό. Η Λεΐλά έζησε πλάι της και μαζί με την μητέρα της Μάργκαρετ αποτελούσαν μια αχτυπητη ομάδα μα ποτέ δεν ξεχασε την βιολογική της κόρη της οποίας ποτέ κανένας δεν έμαθε τον δολοφόνο της.
Και σαν ήρθε ο καιρός που η Μάργκαρετ γέννησε δίδυμα κοριτσάκια τους έδωσε με την σύμφωνη γνώμη της μητέρας της, τα ακόλουθα ονόματα :Λετίσια και Λεϊλά με την γιαγιά πια Λεϊλά να κάνει καθημερινές προσευχές για να μην έχουν κακή τύχη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top