Ημέρα Αποδοχής

«Σεκίλια» Μπήκε μέσα η μητέρα μου και έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Έτρεξε δίπλα μου και έπιασε το πρόσωπο μου με τα δύο της χέρια. <Δεν θέλω να φοβηθείς> Προσπάθησα να την αποφύγω, αλλά με τράβηξε πίσω και ένωσε τα βλέμματα μας. <Πέσε κάτω και μάζεψε λίγη άμμο στην χούφτα σου> Έκανε μια παύση και προσπάθησε να ηρεμήσει. <Μόλις πλησιάσει σε εσένα πέτα την άμμο στο πρόσωπο του και όταν χάσει την ορατότητα του κάρφωσε τον με το σπαθί> Μου έδειξε με τα χέρια της στη κοιλιά της κάνοντας μου αναπαράσταση που θα έπρεπε να τον χτυπήσω. <Μην δειλιάσεις ούτε στιγμή>.

Τα μάτια της έψαχναν απεγνωσμένα αυτό που δεν θα έβρισκαν πότε στα δικά μου. Δεν είχα την φλόγα που είχαν όλοι οι υπόλοιποι πρόγονοι μου και δεν θα εμφανιζόταν σε λίγη ώρα που θα έβγαινα στην αρένα. Μπροστά μου σε μία καρέκλα πάνω κάτω ακριβώς από το παράθυρο βρισκόταν μία ελαφριά πανοπλία. Το φως του ήλιου την έκανε να γυαλίζει στα μάτια μου. Ένα λευκό που δεν ήθελες να το ακουμπήσεις για να μην το λερώσεις.

Όσο δεν τις απαντούσα έχανε όλο και περισσότερο τις ελπίδες της. Μέρες ολόκληρες εκείνη και ο Σάμουελ προσπαθούσαν με κάποιο τρόπο να με προετοιμάσουν, αλλά με την θεωρία δεν μπορώ να νιώσω το βάρος του σπαθιού. Δεν αναφέρομαι στο υλικό βάρος, αλλά στο ψυχικό που ήταν πολύ πιο βαρύ.

Ξεφύσησε και ξεκίνησε να με ξεντύνει για να μου φορέσει την πανοπλία. Όταν μου φόρεσε την λαμιναρισμένη θωράκιση, που αποτελούνταν από μεταλλικές πλάκες η μια πάνω στην άλλη, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Όλο το βάρος της πανοπλίας με πλάκωνε και ακόμα περισσότερο το άγχος μου. Στα γόνατα μου έσφιξε καλά τα μεταλλικά ένθετα με τις λωρίδες και τέλος έπλεξε τα μακριά μου μαλλιά για να μην με ενοχλούν.

Αν και είχε δοθεί ειδική παραγγελία για την πανοπλία μου ήταν τεράστια. Όταν βγήκαμε από το δωμάτιο μου περπατούσα με δυσκολία και δεν ήθελα να σκεφτώ πόσο χειρότερο θα είναι το ανώμαλο έδαφος της αρένας.

Όλο το βασίλειο είχε μαζευτεί στην αρένα. Ήταν η πιο σημαντική ημέρα και ένας αγώνας πριν τον χειμώνα άναβε τα αίματα όλων. Η μητέρα μου πήγε να βρει τον βασιλιά και εγώ συνέχισα με την συνοδεία προς την αρένα. Τον Σάμουελ δεν τον είχα δει καθόλου σήμερα. Υπέθετα όμως ότι θα τον έβρισκα στην αρένα να κάθεται δίπλα στον βασιλιά.

Οι φρουροί σταμάτησαν λίγο πριν τα κάγκελα από τις κατακόμβες της αρένας. Έκανα στην άκρη και άνοιξαν την πόρτα για να βγω στο κοινοί. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο αντίπαλος μου. Θα το μάθαινα όταν θα άνοιγαν τα κάγκελα απέναντι μου.

Μόλις τα κάγκελα άρχισαν να σηκώνονται για να βγω στην αρένα το πλήθος σώπασε απότομα και ακουγόντουσαν μόνο οι αλυσίδες που τραβούσαν τα κάγκελα για να τα σηκώσουν και να βγω. Δεν μπορούσα να δω πολλά από εκεί που ήμουν γιατί με χτυπούσε ο ήλιος. Τα κάγκελα ανέβηκαν μέχρι πάνω και είχε έρθει η ώρα να βγω. Θα έδινα την παράσταση που ήθελε το κοινό, αλλά όχι ο πατέρας μου. Ξεκίνησα να βηματίζω προς το εσωτερικό της αρένας και τότε ήταν που μπόρεσα να δω καθαρά το πόσος κόσμος είχε μαζευτεί για να με δει. Προχώρησα κι άλλο μέχρι που έφτασα στην μέση της αρένας. Μπροστά μου στις κερκίδες βρισκόταν ο βασιλιάς. Δίπλα του οι σύμβουλοι, η μητέρα μου και ο Σάμουελ.

Στην αρένα ξεκίνησαν ψίθυροι, αλλά ήταν τόσοι πολλοί που δημιουργούσαν έναν ενοχλητικό ήχο. Στα αριστερά μου υπήρχε ένας ξύλινος τοίχος με διάφορα όπλα. Ευτυχώς υπήρχε ένα σπαθί μεσαίου μεγέθους, στο οποίο πλησίασα και τράβηξα από τον τοίχο για να το πάρω στα χέρια μου, όμως γρήγορα έπεσε κάτω. Το πλήθος πάλι σώπασε και τότε ήταν που άκουσα τις αλυσίδες να χτυπάνε και τα κάγκελα απέναντι μου να σηκώνονται. Έσκυψα και προσπάθησα να σηκώσω με τα δύο χέρια το σπαθί, αλλά η μύτη ακουμπούσε ακόμα κάτω στο χώμα.

Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ήθελα να την σταματήσω καρφώνοντας της το σπαθί, αλλά μου ήταν αδύνατο τόσο βαρύ που ήταν. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Τα χέρια μου, όσο και να έσφιγγαν το σπαθί άρχισαν να κρυώνουν και ο κρύος ιδρώτας έβρεχε τώρα τις φύτρες των μαλλιών μου.

Τα κάγκελα σηκώθηκαν και περίμενα να εμφανιστεί ο αντίπαλος μου. Στο μυαλό μου τον φανταζόμουν μεγάλο. Σίγουρα κάποιον που να ήταν ικανός να κρατήσει ένα σπαθί και να μπορούσε να παλέψει για την ζωή του. Όμως αυτός που ξεκίνησε να κάνει βήματα προς την αρένα δεν έμοιαζε καθόλου με ότι είχα σκεφτεί ως τώρα.

Πρέπει να ήταν ένα αγόρι 5-7 χρόνια μεγαλύτερος μου. Οι ψίθυροι άρχισαν να δυναμώνουν και άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει ότι δεν είναι αυτός. Ήταν ντυμένος με μαύρα δερμάτινα ρούχα και μετάλλινα προστατευτικά στα πόδια και στους αγκώνες. Κρατούσε ήδη ένα πελώριο ξίφος, σε αντίθεση με εμένα που δεν μπορούσα να σηκώσω ούτε αυτό που ήταν πολύ μικρότερο του. Σταμάτησε δέκα βήματα μακριά μου και ξεκίνησε να επεξεργάζεται την αρένα. Οι ψίθυροι είχαν μεγαλώσει πολύ και πλέον επικρατούσαν φωνές. Σε αυτόν τον χαμό άκουγα την μητέρα μου, ότι δεν ήταν αυτός ο αντίπαλος μου και ότι ο αγώνας έπρεπε να σταματήσει αμέσως. Αυτό που ακουγόταν από τα στόματα όλων ήταν ότι η εμφάνιση του νέου δεν ήταν σε κανέναν γνώριμη.

Όσο εκείνος κοιτούσε την αρένα εγώ τον παρατηρούσα. Ήταν πολύ πιο ψηλός από εμένα. Ίσως να ήταν στο ύψος του βασιλιά. Τα χέρια του, οι ώμοι του, το στήθος του φαινόντουσαν πολύ γυμνασμένοι και οι μύες πετάγονταν όσο περπατούσε και κουνούσε το σπαθί. Λίγοι στο βασίλειο μας είχαν ξανθά μαλλιά και αυτοί συνήθως ήταν ξένοι που είχαν εγκατασταθεί εδώ.

Ξαφνικά απότομες τσιρίδες διέκοψαν όλη την φασαρία και κοίταξα και εγώ τις κερκίδες πάνω. Δεν μπορούσα να δω από τον ήλιο καλά και άφησα το σπαθί στο χώμα για να κάνω με τα χέρια μου σκιά στα μάτια μου. Η αρένα είχε περικυκλωθεί από άντρες με χρυσή πανοπλία. Από τον ήλιο και το χρώμα της πανοπλίας που λαμπύριζε δεν μπορούσα να καταλάβω πόσοι ήταν. Οι ασπίδες τους ήταν μεγάλες και κάποιοι από αυτούς είχαν σηκώσει τους θεατές και τους απειλούσαν να τους σκοτώσουν. Ο βασιλιάς σηκώθηκε γρήγορα από τον θρόνο του, όμως ένα βέλος τον χτύπησε στο πόδι με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στα προστατευτικά κάγκελα και οι σύμβουλοι να προσπαθούν να τον κρατήσουν και να τον προστατέψουν.

<Κάτοικοι του Λέκαρεν!> Άκουσα το αγόρι που ήταν στην αρένα μαζί μου να φωνάζει δυνατά και αμέσως όλοι σταμάτησαν. <Το βασίλειο σας όπως βλέπετε απειλείται> Έδειξε με το σπαθί του τις τελευταίες κερκίδες και στην συνέχεια το κατέβασε σημαδεύοντας τον βασιλιά. <Παραδίδεστε...> Φώναξε ακόμα περισσότερο κάνοντας παύση <ή μάχεστε μέχρι να μην μείνει ούτε ένα δικός σας?> Τελείωσε και ο βασιλιάς χτύπησε τα κάγκελα με τα χέρια του φωνάζοντας οργισμένος να μάθει την ταυτότητα αυτού που είχε το θράσος να τον απειλεί. Αμέσως οι άντρες με τις πανοπλίες σκότωσαν αυτούς που κρατούσαν και τσιρίδες απλώθηκαν σε όλη την αρένα. Οι άντρες ξεκίνησαν να επιτίθονται στον άοπλο κόσμο και ο βασιλιάς διέταξε τους φρουρούς να αμυνθούν.

Οι άνθρωποι άρχισαν να σπρώχνονται και πολλοί έπεφταν από τα σκαλοπάτια. Οι κερκίδες άρχισαν να βάφονται κόκκινες από το αίμα του βασιλείου μου κι εγώ κοιτούσα τους άντρες με της χρυσές πανοπλίες να σκοτώνουν χωρίς δισταγμό. Ένας από τους σύμβουλους φώναζε να σταματήσουν. Το αγόρι τον άκουσε και αμέσως σήκωσε το χέρι του ψηλά και οι στρατιώτες του σταμάτησαν.

<Αν η πριγκίπισσα σας σκοτώσει τότε θα φύγετε από το βασίλειο!> Φώναξε και όλοι συμφώνησαν ομόφωνα.

<Σεκίλια βγες γρήγορα από εκεί> Φώναξε η μητέρα μου κολλώντας το σώμα της στα προστατευτικά κάγκελα. Τα κάγκελα δεν είχαν κατέβει, αλλά περίμενα την έγκριση του βασιλιά. Τον είδα να μου γνέφει θετικά και ξεκίνησα να τρέχω στην είσοδο. Όσο και να προσπαθούσα να τρέξω γρήγορα η στολή με ενοχλούσε και τα μεταλλικά ένθετα χτυπούσαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να παραπατάω.

Ήμουν δύο βήματα πριν φτάσω, αλλά τα κάγκελα έπεσαν απότομα και έκλεισαν την είσοδο και κόλλησα πάνω τους φωνάζοντας να μου ανοίξουν. Ένας ακόμα εκκωφαντικός ήχος ακούστηκε από πίσω μου και ήταν τα κάγκελα της άλλης εισόδου που είχε μπει το αγόρι.

<Βασιλιά μου!> Φώναξε ο ίδιος σύμβουλος. <Αν είναι όντως κόρη σας, τότε έχει το χάρισμα> Είπε και για ακόμη μία φορά η αρένα σώπασε.

Η μητέρα μου του φώναζε να αρνηθεί, αλλά έκανε νόημα στους σύμβουλους και την τράβηξαν προς τα πίσω. Μόλις είχαν προσβάλει την βασιλική οικογένεια, αλλά ο πατέρας μου ήταν τόσο αδύναμος και τόσο βυθισμένος στα ψέματα που τον είχαν φορτώσει οι σύμβουλοι. <Όποιος κερδίσει από αυτήν την μονομαχία...> Έκανε μια παύση και ίσιωσε το σώμα του σοβαρός, αγνοώντας τον πόνο από το βέλος που τον είχε χτυπήσει. <...έχει και το βασίλειο>. Είπε και όλοι οι κάτοικοι ζητωκραύγασαν για τις λίγες ελπίδες ζωής που τους είχαν μείνει. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top