Ερίσα

Ένας φριχτός εφιάλτης με ξύπνησε. Πετάχτηκα στο κρεβάτι, ουρλιάζοντας, με την καρδιά μου να βροντοχτυπάει δυνατά. Βρισκόμουν σε ένα λιβάδι με τον Αλεξάντερ. Περπατούσαμε και οι δύο κάτω από τον ήλιο, πιασμένοι χέρι με χέρι. Κοιτάζαμε τον ουρανό και τα σχήματα που έφτιαχναν τα σύννεφα καθώς το απαλό αεράκι, τα παράσερνε μακριά μας. Ο Αλεξάντερ μου μιλούσε ασταμάτητα για τα πράγματα που ήξερε για τον κόσμο μας και ήθελε να τα μοιραστεί μαζί μου

Την ώρα που μου αφηγούταν άλλη μια ιστορία, κοκάλωσε ξαφνικά. Με τράβηξε προς τα πίσω, έτσι που τα χέρια μας ήταν ακόμα ενωμένα. Παραπάτησα αλλά δεν έπεσα. Βρήκα την ισορροπία μου και γύρισα προς το μέρος του. Με κοιτούσε με έναν απέραντο, απερίγραπτο τρόμο που έκανε το αίμα στις φλέβες μου να παγώνει. Αίμα, άρχισε να τρέχει από την κορυφή του κεφαλιού του και να στάζει παντού πάνω του. Σε λίγα λεπτά, τον είχε καλύψει ολόκληρο. Μια μικρή λιμνούλα από το κοκκινωπό υγρό, είχε αρχίσει να σχηματίζεται γύρω από τα πόδια του, στο πράσινο χορτάρι.

«Ποιος σε πλήγωσε;» του φώναξα φοβισμένη.

Το αίμα έτρεχε όλο και πιο πολύ. Ερχόταν προς το μέρος μου απειλώντας να με καταπιεί και μένα.

Ο Αλεξάντερ δεν μου απάντησε. Αντιθέτως μου ψέλλισε συγγνώμη και μου χαμογέλασε για μια τελευταία φορά, πριν τυλιχτεί ολοσχερώς στις φλόγες.

Στρίγκλισα φοβισμένη για την ζωή του. Έτρεξα προς το μέρος του, ήταν όμως πολύ αργά. Το μόνο που είχε μείνει από εκείνον ήταν μια στοίβα από στάχτες που ανάβλυζαν ακόμα, κόκκινο πηχτό αίμα.

Κούνησα το κεφάλι μου, σε μια προσπάθεια να διώξω τις εικόνες του εφιάλτη μου. Ωστόσο κάθε φορά που έκλεινα σφιχτά τα μάτια και έπαιρνα βαθιά ανάσα, για να ηρεμήσω κάπως την καρδιά μου, το ματωμένο, φοβισμένο βλέμμα του, ήταν ακόμα εκεί. Και με στοίχειωνε.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Προχώρησα στην ντουλάπα και κοίταξα το είδωλο μου στον ολόσωμο καθρέφτη. Φορούσα ακόμα το φόρεμα που είχα διαλέξει για τον Χριστουγεννιάτικο Χορό του Μαύρου Ρόδου. Μόνο που τώρα αντί για ροζ, στα περισσότερα σημεία ήταν σκούρο καφέ και κόκκινο, από το αίμα του Αλεξάντερ και της Αλεξάνδρας.

Αλεξάνδρα, σκέφτηκα.

Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω πως την είχα σκοτώσει τόσο εύκολα, τόσο απλά. Μπορεί να γυρίσαμε πίσω τον χρόνο, πίσω στους κανονικούς μας εαυτούς, όμως εγώ είχα παραμείνει εκείνος ο καινούργιος μου εαυτός, ο σκληρός, ο ψυχρός. Ο δολοφόνος. Έστρεψα μακριά το βλέμμα μου από τον καθρέφτη. Τώρα που η δίψα δεν με βασάνιζε άλλο, θα μου έπαιρνε πολύ καιρό για να συνηθίσω αυτή την νέα Ερίσα.

Μετά από ένα ατελείωτο ζεστό μπάνιο, αποφάσισα να κάνω την εμφάνιση μου στους υπόλοιπους ένοικους αυτού του σπιτιού. Η οικογένεια μου, σίγουρα θα είχε περισσότερα νέα για τον Αλεξάντερ. Έπρεπε να μάθω γρήγορα τι είχε απογίνει, προτού οι μακάβριες σκέψεις, που στριφογύριζαν διαρκώς στο μυαλό μου από την ώρα που ξύπνησα, με τρέλαιναν ολοκληρωτικά.

Πέτυχα τον πατέρα μου στο κατώφλι, να μιλάει ψιθυριστά με τον Ντράγκο.

«Πηγαίνεις κάπου;» τον ρώτησα.

Είδα και τους δύο να αναπηδούν από το ξάφνιασμα τους.

«Ο Έρικ Σεμιόνοφ ζήτησε να με δει. Έδινα μερικές οδηγίες στον Ντράγκο και θα έφευγα» μου είπε ο πατέρας μου.

«Έχουμε κάποιο νέο για τον Αλεξάντερ;» ρώτησα.

«Όχι ακόμα. Ελπίζω να μάθω μόλις φτάσω στο μέγαρο Μπλακχάουζ»

«Θα έρθω κι εγώ μαζί σου, λοιπόν»

Με κοίταξαν και οι δύο αποσβολωμένοι.

«Τι;» τους ρώτησα εχθρικά. «Δεν νομίζω να πιστεύετε, πως θα κάτσω εδώ με σταυρωμένα χέρια, όσο ο Αλεξάντερ είναι στα χέρια τους. Εγώ είμαι υπεύθυνη για αυτή την κατάσταση. Πρέπει να κάνω κάτι προτού τρελαθώ από την αγωνία μου»

«Ακριβώς γι' αυτό τον λόγο πρέπει να μείνεις στο σπίτι. Αρκετά προβλήματα έχεις προκαλέσει Ερίσα. Μην δημιουργείς κι άλλα» μου πέταξε ο Ντράγκο.

«Δεν ζήτησα την γνώμη σου» του γρύλισα.

«Πώς νομίζεις ότι θα νιώσουν οι Σεμιόνοφ μόλις σε δουν μπροστά τους; Ο Αλεξάντερ πήρε την θέση σου για να σε προστατέψει. Λες να σου στρώσουν κόκκινα χαλιά για να περάσεις; Εσύ ευθύνεσαι για την φυλάκιση του κι ίσως και τον θάνατο του»

Μα πως το ξέρει; Σκέφτηκα. Η Κριστίνα; Η Κριστίνα τους είπε τα πάντα;

Ο Ντράγκο συνέχισε να μιλάει και να με κατηγορεί. Με κάθε του λέξη ο θυμός μέσα μου φούντωνε ολοένα και περισσότερο. Είχα αρκετές τύψεις από μόνη μου. Δεν μου χρειάζονταν και οι δικές του.

«Ει σου μιλάω. Εκτός από δολοφόνος έγινες και κουφή τώρα;»

Κι αυτό ήταν. Κάτι έκανε κλικ μέσα μου. Όλα μαύρισαν. Το μόνο που ένιωθα ήταν το αίμα που σφυροκοπούσε τις φλέβες μου. Ξεγύμνωσα τους κυνόδοντες μου κι όρμησα στον Ντράγκο. Κατευθείαν στον λαιμό.

Ο αδερφός μου δεν περίμενε να του επιτεθώ. Έκανε ένα βήμα πίσω, μα τον πρόλαβα στα μισά. Έπεσα πάνω του με δύναμη κι εκείνος πάνω στην εξώπορτα, που άνοιξε διάπλατα από το βάρος μας. Ο Ντράγκο κατέρρευσε στο πάτωμα με εμένα από πάνω του. Είχα ακινητοποιήσει τα χέρια του, κάτω από το βάρος μου. Το ένα μου χέρι, κρατούσε την αλογοουρά του σφιχτά. Την τράβηξα δυνατά στο πλάι, αναγκάζοντας τον να γυρίσει το κεφάλι μου. Έσκυψα στο αυτί του με τους κυνόδοντες μου ακόμα γυμνούς.

«Δεν ξέρεις τι έχω περάσει. Τι έχω τραβήξει. Τι έχω αναγκαστεί να κάνω. Ούτε η Αλεξάνδρα, ούτε κανένας άλλος δεν θα με αναγκάσει ξανά, να κάνω κάτι που δεν θέλω. Ούτε καν η ίδια μου η οικογένεια. Γι' αυτό την επόμενη φορά που θα ανοίξεις το στόμα σου για να με κατηγορήσεις Ντράγκο, σκέψου καλά τι θα πεις, γιατί μπορεί να είναι και τα τελευταία σου λόγια»

Τον είδα να ξεροκαταπίνει. Άφησα τα μαλλιά του και σηκώθηκα από πάνω του. Τίναξα την σκόνη από τα ρούχα μου και προσπάθησα να τα ισιώσω λίγο.

«Είσαι τρελή» μου φώναξε ο αδερφός μου, προτού χαθεί μέσα στο σπίτι.

Ο πατέρας μου, που όλη αυτή την ώρα, στεκόταν ακόμα στο κατώφλι του σπιτιού και παρακολουθούσε τον τσακωμό μας, με πλησίασε και με προσπέρασε, χωρίς να σχολιάσει το παραμικρό.

Λίγο πριν μπει στο αμάξι, γύρισε μου φώναξε.

«Λοιπόν; Θα έρθεις ή όχι;»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top