Ερίσα
Το δωμάτιο δεν έχει αλλάξει και πολύ από την τελευταία φορά που το επισκέφτηκα. Αν εξαιρέσει κανείς τους μαύρους τοίχους, κάποια ελαφρώς καψαλισμένα έπιπλα και την ανεπαίσθητη μα πανταχού παρούσα μυρωδιά του καπνού, τότε ναι, δεν έχουν αλλάξει και πολλά.
Πλησιάζω το στρωμένο κρεβάτι με τα κρεμ σεντόνια και κάθομαι πάνω του. Παίρνω το ένα από τα δύο μαξιλάρια στην αγκαλιά μου και χώνω το πρόσωπο μου πάνω του. Εισπνέω όσο πιο βαθιά μπορώ. Η μυρωδιά του, που δεν έχει φύγει ακόμα, τρυπώνει στα ρουθούνια μου και κατακλύζει τα μυαλό μου. Η εικόνα του, εμφανίζεται αμέσως πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα. Τον βλέπω να μου χαμογελάει και να μου απλώνει το χέρι. Ασυναίσθητα, σηκώνω κι εγώ το δικό μου σε μια προσπάθεια να τον φτάσω. Τα καταπράσινα μάτια του με κοιτάνε με τόση αγάπη που δεν μπορώ να αντέξω. Ανοίγω τα μάτια μου ξανά κι αφήνω το χέρι μου, να πέσει στο πλάι μου.
Βάζω το μαξιλάρι στην θέση του και το τακτοποιώ όπως ακριβώς το βρήκα. Το ίδιο κάνω και με τις πτυχώσεις που έχουν δημιουργηθεί πάνω στα κρεμ σεντόνια. Διορθώνω τις ζάρες όσο πιο καλά μπορώ. Δεν θέλω να υπάρχει καμία ένδειξη, πως κάποιος μπήκε στο δωμάτιο του Αλεξάντερ. Ο Θωθ μου είπε σε πόση μεγάλη απελπισία έχουν πέσει οι γονείς του με την εξαφάνιση του. Δεν θα ήθελα να τους δώσω ψεύτικες ελπίδες.
Αρχίζω να παρατηρώ το δωμάτιο. Στην αρχή με φευγαλέες ματιές, μετά με πιο προσεκτικές. Ανοίγω τα συρτάρια και τα ντουλάπια του, αλλά όλα του τα πράγματα βρίσκονται στην θέση τους. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι πως ο Αλεξάντερ έχει πάρει το οτιδήποτε μαζί του, κάτι που θα με βοηθήσει να φτάσω στα ίχνη του μία ώρα αρχύτερα.
Σταματάω απελπισμένη την προσπάθεια και κάθομαι, αυτή την φορά, στην καρέκλα που υπάρχει μπροστά από το γραφείο του. Πάνω του βρίσκεται ο τόμος με Τα Άπαντα Των Βρικολάκων. Αφήνω έναν αναστεναγμό, καθώς στο μυαλό μου έρχονται στιγμές με εμένα κι εκείνον μαζί, αγκαλιά με αυτό το βιβλίο.
Χωρίς να το σκεφτώ λεπτό παραπάνω, ανοίγω το χοντρό βιβλίο κι αρχίζω να ξεφυλλίζω το περιεχόμενο του. Περνάω τα δάχτυλα μου πάνω από το γραμμένο με μαύρο μελάνι, όνομα της Βικτώριας. Τα μάτια μου βουρκώνουν αλλά τα δάκρυα δεν λένε να πέσουν. Αντιθέτως τα νιώθω να καίνε και να τσούζουν.
Γυρνάω μερικές σελίδες ακόμα, όταν φτάνω σε ένα κεφάλαιο που μου τραβάει την προσοχή. Στην αριστερή σελίδα, υπάρχει ζωγραφισμένη μία γυναικεία και μία αντρική φιγούρα που στέκονται όρθιες. Οι μυτεροί τους κυνόδοντες ξεπροβάλλουν από τα ανοιχτά στόματα τους, τα μάτια τους είναι σφαλιστά, ενώ στα πρόσωπα τους, είναι ζωγραφισμένη η απόλυτη έκσταση. Από τα απλωμένα χέρια τους, τρέχει το αίμα άφθονο. Το ίδιο αίμα που φαίνεται να ξεδιψάει τους δεκάδες σκιτσαρισμένους βρικόλακες στο κάτω μέρος της σελίδας.
Διαβάζω τον τίτλο που είναι γραμμένος στην δεξιά σελίδα. Το Δώρο. Δύο απλές λέξεις, σχεδιασμένες με κόκκινο μελάνι που όμως κάνουν τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν μεμιάς.
Διαβάζω γρήγορα το κείμενο και προσπερνάω όσες λεπτομέρειες ξέρω ήδη, μέχρι που φτάνω στο παρακάτω κείμενο:
Κι είναι αυτοί, που ξεδιψούσαν τα πλήθη με λίγες σταγόνες από το αίμα τους. Κι άλλοτε λατρεύονταν κι οι ίδιοι από τους Θεούς Βρικόλακες σαν ισάξιοι τους, κι άλλοτε πάλι πεθαίνουν κυνηγημένοι από τους όμοιούς τους. Καμία τραγωδία δεν ήταν τόσο μεγάλοι, όσο η ανελέητη σφαγή των Χαρισματικών Βρικολάκων, εκείνοι που άθελα τους έφεραν Το Δώρο της Ζωής στο αίμα τους.
Ένας ύποπτος ήχος, στην κορυφή της σκάλας με κάνει να σταματήσω την ανάγνωση. Κρατάω την αναπνοή μου και συγκεντρώνω την σκέψη μου. Όμως τίποτα άλλο δεν ακούγεται. Συνεχίζω το διάβασμα, ώσπου τρεις σελίδες αργότερα, βρίσκω ένα τσακισμένο φύλλο. Το ξεδιπλώνω προσεκτικά κι διαβάζω το σχεδόν ξεθωριασμένο κείμενο που έχει σημειωθεί με έναν κατάμαυρο κύκλο γύρω του.
Γιατί το Δώρο της Ζωής είναι εκείνο που θα μπορέσει να κάνει την καρδιά των απέθαντων να χτυπάει ξανά. Το αίμα θα τρέξει στις φλέβες τους και ο πατέρας Ήλιος θα τους υποδεχτεί ξανά στην αγκαλιά του. Γιατί το Δώρο της Ζωής είναι εκείνο που θα σταματήσει την δίψα τους και θα τους προσφέρει την ευκαιρία να ζήσουν αιώνια, μέσα από την Αναγέννηση τους.
Μόνο όταν η μητέρα Σελήνη κάνει την εμφάνιση της με την κόκκινη φορεσιά της, μπορεί ένα Χαρισματικός να δώσει το Δώρο της Ζωής του σε έναν άλλο βρικόλακα. Καρφώνοντας στην καρδιά του, ένα εξαγνισμένο αθάμι φυλακίζει το Δώρο του στην αγνή λεπίδα, για να το περάσει με τον ίδιο τρόπο, στον βρικόλακα που το ζητάει, μετατρέποντας έτσι τον βρικόλακα σε αθάνατο άνθρωπο κι τον Χαρισματικό σε ένα αιώνιο καταραμένο πλάσμα, που διψάει για αίμα.
Η ανατριχίλα απλώθηκε σε όλο μου το κορμί. Τώρα μπορούσα να βγάλω κάποιο νόημα από όλα αυτά. Εκείνος ήθελε να γίνει άνθρωπος, ήθελε να ξεφύγει από την καταραμένη αθανασία του, για μία άλλη, πιο ευλογημένη, πιο ανθρώπινη. Και το κατάλληλο υποψήφιο θύμα ήμουν εγώ.
Συγκράτησα τον θυμό που έβραζε μέσα μου. Ήθελα όσο τίποτα άλλο να τον βρω και να του πάρω πίσω την ζωή που μου έκλεψε. Να δω το αίμα του να βάφει τα χέρια μου, να δω το σαστισμένο πρόσωπο του καθώς άφηνε την τελευταία του πνοή, εξαιτίας μου. Ήθελα να τον καταστρέψω όπως ακριβώς είχε κάνει κι εκείνος με εμένα. Ήθελε μια ανθρώπινη ζωή. Θα του έδινα έναν εξίσου ανθρώπινο θάνατο.
Έκλεισα το βιβλίο κυριευμένη από οργή. Μια λευκή κόλλα χαρτί, ξέφυγε από τις σελίδες του κι έπεσε στο πάτωμα. Την έπιασα για να την βάλω πίσω στην θέση της όταν πρόσεξα πως το όνομα μου ήταν γραμμένο πάνω της.
Ερίσα, δεν μπορώ να εξιλεωθώ για τις πράξεις μου. Ήσουν το μοναδικό άτομο πάνω στην γη που ίσως και να κατάλαβε λίγο από τον ασταθή χαρακτήρα που έχω μέσα μου. Δεν μπορώ να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις, το ξέρω πως είναι πάνω από τις δυνάμεις σου. Θα βρεις κάποιες από τις απαντήσεις που ζητάς στην παρακάτω διεύθυνση. 200 West Street Νέα Υόρκη, NY 10282, Ηνωμένες Πολιτείες. Αλεξάντερ
«Ανάθεμα σε» είπα χαμηλόφωνα, μέσα από τα δόντια μου. «Πρώτα μου κλέβεις την ζωή, έπειτα εξαφανίζεσαι και μετά ζητάς να σε βρω; Τι στο διάολο τρέχει μέσα στο κεφάλι σου; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα κάνω αυτό που μου ζητάς;»
Ο μικρός μου μονόλογος δεν είχε καμία σημασία. Από την στιγμή που έφυγα από το δωμάτιο του, μαζί με το σημείωμα που μου είχε αφήσει, φυλαγμένο καλά στην τσέπη του τζιν μου, ήξερα πως θα έκανα ότι μου ζητούσε. Όσο δύσκολο κι αν ήταν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top