06 - Παρακολούθηση πολιτών

«Δεν ξέρω αν είμαστε οι μόνοι που ακούμε ό,τι λέμε.»

Η αποκαλυπτική φράση της μητέρας της έπαιζε συνεχώς σε επανάληψη στο μυαλό της. Ο οξυδερκής, περίπλοκος τρόπος σκέψης της Κέισι συνέδεσε την συγκεκριμένη περίοδο με ένα και μοναδικό συμπέρασμα: η κυβέρνηση παρακολουθούσε τους πολίτες στην ανέλπιστη προσπάθειά της να τους χειραγωγήσει και να αποφύγει τις εξεργέσεις.

Η έξυπνη έφηβη, που εκτός των άλλων λάτρευε την ιστορία και τον τρόπο που αυτή συνδεόταν με το παρόν, παρομοίωσε αυτόν τον τρόπο άσκησης ελέγχου προς τους πολίτες με την αντίστοιχη παρακολούθηση των πολιτών περί την δεκαετία του ογδόντα στην Σοβιετική Ένωση. Έχοντας αφιερώσει αρκετές ώρες ανάγνωσης βιβλίων και παρακολούθησης ντοκιμαντέρ σχετικά με την «σκοτεινή» εκείνη εποχή της ρωσικής ιστορίας, θυμήθηκε πως τότε η κυβέρνηση είχε καταφέρει να τοποθετήσει κοριούς και κάμερες παρακολούθησης στις κοινόβιες οικίες της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Άραγε, σε ποιο μέρος του σπιτιού της είχε κρύψει τα σύνεργα παρακολούθησης η αμερικανική κυβέρνηση;

Επιθυμούσε να βρει μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα που βασάνιζε το μυαλό της, ωστόσο οι νέες εξελίξεις ήταν ήδη τόσες πολλές που είχαν αρχίσει να την αποσυντονίζουν. Έπρεπε να συλλογισθεί πολλά πράγματα όσο πιο σύντομα γινόταν, καθώς δεν γνώριζε τι απ'όσα είχε αναφέρει στα μέλη της οικογένειάς της μαθεύτηκαν και από τα μέλη της εικονικής «οικογένειας» της κυβέρνησης.

Ένιωθε απεγνωσμένα την ανάγκη για έκφραση των συναισθημάτων και των μπερδεμένων σκέψεών της, όμως ούτε ο Έντι ούτε η μητέρα της βρίσκονταν σπίτι εκείνη την στιγμή για να τους μιλήσει. Βέβαια, ακόμη κι αν την συντρόφευαν αυτοί οι δύο, η ανησυχία της δεν θα μειωνόταν, αφού γνώριζε πως πιθανώς να μάθαιναν κι άλλοι τα συναισθήματά της.

Μ'αυτά τα επιχειρήματα να την συντροφεύουν, άδραξε το τάμπλετ της κι άνοιξε το μπλογκ της αποφασισμένη να εκφράσει τις ανησυχίες της σ'ένα γενικό πλαίσιο. Φευγαλέα, σκέφτηκε πως ίσως το τάμπλετ της, το μοναδικό μέσο νέας τεχνολογίας που χρησιμοποιούμε, ήταν ένα από τα μέσα παρακολούθησής της, ωστόσο παρέλειψε αυτό τον συλλογισμό αποφασισμένη να γράψει κάτι.

«Λένε πως βλέποντας ένα θρίλερ, δεν θα είσαι ποτέ ξανά μόνος. Τι κι αν ζούμε σκηνές ενός καλοστημένου θρίλερ;

Έχετε νιώσει ποτέ πως κάποιος σας παρακολουθεί, πως κάποιος ελέγχει τις κινήσεις σας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο;

Κι αν αυτό ισχύει, ποιος είναι αυτός ο κάποιος;

Κι αν μαθαίνατε σήμερα πως κάποιος σας παρακολουθεί και γνωρίζει κάθε σας κίνηση, πώς θα αντιδρούσατε; Υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να κρύψετε;

Ενδεχομένως αυτές να είναι διάσπαρτες σκέψεις ενός μπερδεμένου εφηβικού μυαλού που αναζητεί αιτίες κι αποτελέσματα σε καθεμιά, φευγαλέα, μηδαμινή του σκέψη. Ενδεχομένως.

Εξάλλου, είναι γνωστό πως η πλειοψηφία των ανθρώπων κατά την εφηβεία αμφισβητεί κι αμφιβάλλει για τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τον τρόπο ζωής που προωθείται από την Πολιτεία, δίχως προφανή λόγο συνήθως έχοντας άδικο.

Κι αν δεν ανήκουμε στην πλειοψηφία που έχει άδικο;

-kc»

Η τεχνική των άστοχων ερωτημάτων αποτελούσε συχνά χρήσιμο όπλο στα φανερά διδακτικά κείμενα της νεαρής που αμφισβητούσαν με έμμεσο τρόπο καθετί συνέβαινε γύρω της. Άραγε εκείνη την φορά είχε δίκιο που ανησυχούσε;

«Κέισι, επέστρεψα!», η ανδρική φωνή του Έντι ήχησε από το εσωτερικό του σπιτιού και η νεαρή χαμογέλασε σκεπτόμενη πως πλέον δεν ήταν ολομόναχη, γυμνή, μπρος στα δεκάδες τεχνολογικά μάτια που την παρακολουθούσαν. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του αδερφού της, χτύπησε την πόρτα και, αφού ο δεκαεφτάχρονος της επέστρεψε να μπει, εισήλθε από αυτήν κλείνοντάς την πίσω της.

«Χέυ.», ανέφερε προσπαθώντας να φανεί φυσιολογική και να κρύψει την ανησυχία της που πάσχιζε να βγει στην επιφάνεια.

«Τι τρέχει Κέισι;», ο Έντι, ωστόσο, γνώριζε πολύ καλά την αδερφή του και δεν μπορούσε να ξεφύγει από το διαπεραστικό του βλέμμα η παράξενη συμπεριφορά της. Η δεκαεξάχρονη ξεφύσηξε ανακουφισμένα• στην πραγματικότητα, χαιρόταν που ο αδερφός της κατανόησε εύκολα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, καθώς είχε ανάγκη να εκφραστεί.

«Πρέπει να μιλήσουμε.», δήλωσε αποφασιστικά με βλέμμα που δεν επιδεχόταν αντίδραση ή αμφισβήτηση. Βέβαια, ο Έντι δεν είχε σκοπό να αρνηθεί μια συζήτηση με την αδερφή του.

«Κέισι, πες μου. Τι συμβαίνει;», απόρησε ο δεκαεφτάχρονος κοιτώντας ανήσυχα την έφηβη κοπέλα. Καθώς μιλούσε, έκανε χώρο στο κρεβάτι του και για κείνη καλώντας την να κάτσει πλάι του.

«Έντι, μάλλον μας παρακολουθούν.», είπε μεμιάς ψυθιριστά μόλις βολεύτηκε δίπλα στο αδερφό της. Ένα βλέμμα περιέργειας κι οργής αντικατέστησε την, προηγουμένως, ανήσυχη ματιά του. Έριξε μια ματιά τριγύρω του λες κι έψαχνε πιθανά σημεία για τοποθέτηση ακουστικών κι έγνεψε στην Κέισι να εξηγήσει περαιτέρω την σκέψη της.

«Η μαμά είπε πως πιθανώς να μην είμαστε οι μόνοι που ακούμε ό,τι λέμε.», ανέφερε αδυνατώντας να κρύψει το θλιμμένο κι αγχωμένο βλέμμα της, που προέδιδε τις αρνητικές σκέψεις που την είχαν κατακλύσει.

«Έντι, άκου με προσεκτικά.», είπε κάνοντας μια μικρή παύση και κάρφωσε τα όμορφα πράσινα μάτια της στου αδερφού της. «Έχω έντονες υποψίες πως από στιγμή σε στιγμή, κάποιος πράκτορας της κυβέρνησης θα εισβάλλει στο σπίτι μας. Δεν ξέρω  ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις του, αλλά πιστεύω πως αυτό θα συμβεί.», συμπλήρωσε αρθρώνοντας προσεκτικά την κάθε της λέξη, ενώ τα μάτια της άρχισαν σταδιακά να βουρκώνουν. Ο Έντι άνοιξε το στόμα του σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά μετάνιωσε• περίμενε να ακούσει κι άλλα.

«Το ίδιο συνέβαινε συχνά πυκνά και την περίοδο του κομμουνισμού στην Σοβιετική Ένωση.», προσέθεσε ως επιχείρημα γνωρίζοντας πως ο αδερφός της ανέμενε μια αιτιολόγηση ή έστω μια βάση στήριξης της αρχικής της ικεσίας.

«Δεν μπορεί, Κέισι. Αποκλείεται.», ήταν τα μόνα λόγια που κατάφερε να ξεστομίσει ο δεκαεφτάχρονος νιώθοντας πνιγμένος στις σκέψεις του. Το μυαλό του επεξεργαζόταν βιαστικά κάθε πληροφορία δημιουργώντας τρομακτικά σενάρια.

Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην κεντρική πόρτα κάνοντας τον Έντι να τρομοκρατηθεί. Η Κέισι, αντιθέτως, σηκώθηκε αποφασιστικά από το κρεβάτι κι έχωσε τον αδερφό της στην ζέστη αγκαλιά της.

«Έντι, θέλω να προσέχεις την μαμά.», μουρμούρισε δακρύζοντας. «Και τον εαυτό σου.», πλέον έκλαιγε κανονικά.

«Όχι Κέισι. Μην το κάνεις, θα το αντιμετωπίσουμε μαζί!», αντιτάχθηκε ο έφηβος κοιτώντας με δέος την αδερφή του που κατευθυνόταν προς την έξοδο του δωματίου της. Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει και τα λαμπερά, πράσινα μάτια της καρφώθηκαν πάνω του.

«Κρύψου, Έντι. Κρύψου για να σωθείς.», τον συμβούλευσε κλείνοντας τα μάτια της προσπαθώντας να πάρει μια βαθιά ανάσα. Εξήλθε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε με ήρεμες κινήσεις προς την εξώπορτα, η οποία κόντευε να σπάσει από τα δυνατά χτυπήματα που δεχόταν.

Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και την άνοιξε• τρεις ψηλοί, γεροδεμένοι άνδρες, που φορούσαν κατάμαυρες στολές, ξεπρόβαλαν πίσω της. «FBI.», ανέφερε φωναχτά ο ένας κι η Κέισι ήταν σίγουρη γι'αυτό που θα ακολουθούσε.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top