05 - Αέναες φιλονικίες μεταξύ των πολιτών
«Άκουσα την συζήτησή σου με την μαμά. Βασικά, τον τσακωμό σας.», μια μεγάλη παύση ακολούθησε τα λόγια του Έντι, η οποία πρόδιδε την έντονη προσπάθειά του να σκεφτεί τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσει τους συλλογισμούς του. «Έχασε τον σύζυγό της με τον χειρότερο τρόπο και πασχίζει να μεγαλώσει δύο εφήβους, δύο επαναστάτες. Δεν είναι εύκολο αυτό.», η Κέισι κατέβασε ταπεινωμένα το κεφάλι της αναγνωρίζοντας το λάθος της.
«Ο καθένας μας κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο και το δικό της είναι ασήκωτο. Μην την κρίνεις, Κέισι. Το μόνο που θέλει είναι να μας προστατεύσει.», συμπλήρωσε εκφράζοντας τις μπερδεμένες σκέψεις του. Η δεκαεξάχρονη καλύπτοντας τα μάτια της με τα βλέφαρά της κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη κατανόησης• ο σκεπτικιστικός αδερφός της είχε δίκιο.
«Μερικές φορές το παρακάνω, μάλλον η σημερινή είναι μια από αυτές τις φορές.», παραδέχτηκε η έφηβη κοπέλα κουνώντας απογοητευμένα τα χέρια της. «Απλώς έχω βαρεθεί να την βλέπω να πιστεύει όλες αυτές τις αηδίες!», προσέθεσε έπειτα εξηγώντας τον τρόπο σκέψης κι αντίδρασής της.
«Έχεις δίκιο σ'αυτό, αλλά άφησέ την να κάνει ό,τι θέλει. Είναι ενήλικη, ξέρει τι είναι σωστό και τι λάθος. Εξάλλου, δεν σου επέβαλε τον τρόπο σκέψης της!», αντιτάχθηκε ο Έντι αφοπλίζοντας την αδερφή του από κάθε επιχείρημα που της είχε απομείνει. Η Κέισι αρκέστηκε σ'ένα καταφατικό νεύμα.
«Φεύγω τώρα, πάω να διαβάσω.», δήλωσε ο δεκαεφτάχρονος, καθώς σηκωνόταν από το αναπαυτικό στρώμα του κρεβατιού. Χάρισε ένα απαλό χαμόγελο στην αδερφή του κι εξήλθε από την πόρτα αφήνοντας την μόνη της αγκαλιά μ'ένα πυκνό πέπλο σκέψεων.
Παρέμεινε καθισμένη στο κρεβάτι της για μερικά λεπτά συλλογιζόμενη τα λόγια του αδερφού της• ο Έντι συχνά την εξέπληττε με τις ρηξικέλευθες απόψεις του και τις φιλοσοφημένες του συμβουλές. Κάθε φορά που συζητούσε με τον αντικοινωνικό αδερφό της γνώριζε μια νέα πτυχή του εαυτού του, την οποία ο ίδιος φρόντιζε να κρύβει προσεκτικά. Κάθε φορά συνειδητοποιούσε πόσο σπουδαίος ήταν ο αδερφός της, παρόλο που απέφευγε να το δείξει, κι αυτό αποτελούσε έναν παραπάνω λόγο αιτιολόγησης του έντονου θαυμασμού που αισθανόταν η Κέισι απέναντι στον δεκαεφτάχρονο.
Λίγα λεπτά αργότερα η έφηβη αποχωρίστηκε την θαλπωρή του κρεβατιού της κι εξήλθε από το δωμάτιό της κατευθυνόμενη προς το καθιστικό, όπου βρήκε την μητέρα της ξαπλωμένη σ'έναν πλατύ καναπέ να παρακολουθεί κάποια τηλεοπτική σειρά. «Μαμά, μπορώ να σου μιλήσω;», η σιγανή φωνή της βγήκε ντροπαλά από τον λαιμό της. Η πενηντάχρονη έστρεψε αμέσως το ξανθό κεφάλι της προς την θυγατέρα της και, προτού ακούσει το θέμα συζήτησης που θα «έριχνε στο τραπέζι» η Κέισι, έκλεισε την τηλεόραση και στράφηκε ολοκληρωτικά σ'εκείνη. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα ροδαλά χείλη της δεκαεξάχρονης με την συνειδητοποίηση πως η μητέρα της ήταν υπερβολικά δεκτική.
Η Κέισι, αφότου βολεύτηκε στην μια μεριά του άνετου καναπέ πλάι στην μητέρα της, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λυπάμαι για πριν. Δεν έπρεπε να σε μαλώσω, συγγνώμη.», παραδέχτηκε ταπεινωμένη αποφεύγοντας την οπτική επαφή με την πενηντάχρονη. Η δεύτερη, ωστόσο, άγγιξε απαλά το σαγόνι της κόρης της και το ανασήκωσε ελαφρώς επιδιώκοντας οπτική επαφή• τα όμορφα, πράσινα μάτια της έξυπνης έφηβης έλαμπαν.
«Δεν πειράζει, γλυκιά μου.», αποκρίθηκε η μητέρα της χαιδεύοντας τα ολόισια, μελαχρινή μαλλιά της Κέισι. «Συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες!», συμπλήρωσε χαμογελώντας.
«Μαμά, σου λείπει καθόλου ο μπαμπάς;», η αυθόρμητη πλευρά της δεκαεξάχρονης είχε αναλάβει ξανά τα ηνία αποφασισμένη να πάρει μια απάντηση σ'αυτήν την ερώτηση που την βασάνιζε καιρό.
«Ωω γλυκιά μου, είναι δυνατόν να μην μου λείπει; Ήταν ο σύζυγός μου, το στήριγμά μου, ο άνθρωπός μου. Αυτός μας έκανε αυτούς που είμαστε, αυτός μας έμαθε τα πάντα!», η ψιλή φωνή της γυναίκας σχεδόν έσπασε μιλώντας με δέος αναφορικά με τον άνδρα της. «Αλλά καλύτερα να μην το συζητάμε εδώ αυτό.», μουρμούρισε έπειτα σκεπτόμενη τα λόγια της κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Ήλπιζε η θυγατέρα της να μην άκουσε την τελευταία της φράση, για κακή της τύχη, ωστόσο, η Κέισι είχε εξαιρετική ακοή.
«Γιατί;», ρώτησε έντονα η έφηβη καρφώνοντας το παραξενεμένο βλέμμα της στην μητέρα της, η οποία πάσχιζε να το αποφύγει. Η πενηντάχρονη δεν έμοιαζε διατεθειμένη να δώσει μια σαφή απάντηση στο ερώτημα.
«Μαμά, γιατί το λες αυτό;», απόρησε η δεκαεξάχρονη που πάσχιζε να δει το νόημα πίσω από τις λέξεις που άρθρωνε η μητέρα της. Προτού ξεσπάσει ο τραγικός πόλεμος και προτού χαθεί ο πατέρας της Κέισι, η οικογένεια συνήθιζε να εκφράζεται με μυστικούς κώδικες προς δική τους ευχαρίστηση ή με λέξεις, που στο μυαλό τους, είχαν διαφορετική σημασία από αυτή που τους προσέδιδε το λεξικό. Έτσι, η Κέισι πάσχιζε να συλλογιστεί τι σημασία έδινε η μητέρα της στην τελευταία περίοδο που ανέφερε• όσο περίεργο κι αν φαινόταν, η δεκαεξάχρονη ήταν σίγουρη πως η μητέρα της είχε ήδη απαντήσει στην αρχική της ερώτηση με έμμεσο τρόπο.
«Τι είναι αυτά που λες, μαμά;», επέμεινε παραθέτοντας ένα νέο ερώτημα, το οποίο η ενήλικη γυναίκα απέφυγε να απαντήσει.
«Τι στο καλό θες να πεις;», η παρακλητική, νεανική της φωνή άρχισε να γίνεται έντονα ανήσυχη όσο περισσότερο διαρκούσε η σιωπή.
«Άκου, Κέισι.», η μητέρα της άρθρωσε καθαρά αυτή την πρόταση κι έσκυψε δίπλα στο αυτί της κόρης της. «Είναι καλύτερα να μην το συζητάμε αυτό, γιατί..», έκανε μια παύση παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Δεν ξέρω αν είμαστε οι μόνοι που ακούμε ό,τι λέμε.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top