Κεφάλαιο 39ο
«Πόσα άκουσες;» ρώτησε η Έλενα τον Παύλο και περίμενε την απάντηση του με κομμένη ανάσα.
«Όλα.»
«Και;»
«Καταλαβαίνω. Πώς θα μπορούσα να θυμώσω στην γυναίκα που αγαπώ;» της είπε με την βαθιά του φωνή και την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.
«Τι συγκινητικό...» μουρμούρισε η Έλλη από την κουζίνα.
«Σαν να βλέπω ταινία.» συμπλήρωσε η Νόρα.
«Να είχαμε λίγο ποπ κορν...»είπε η Έλλη και κοίταξαν και οι δυο μαζί τον Λουκά με προσμονή.
«Μην με κοιτάτε με αυτό το ύφος και οι δυο! Δεν έχουμε και σταματήστε να τους κοιτάτε γιατί θα τους κάνετε να αισθανθούν άσχημα.» προσπάθησε να τις επαναφέρει στην τάξη εκείνος.
«Ναι καλά! Αυτοί μας ξέχασαν κιόλας...»παρατήρησε ο Μάνος και στραφήκαν όλοι προς το ζευγάρι που φιλιόταν σαν να ήταν μόνοι τους.
«Αχ! Τι ρομαντικό!» είπαν με μια φωνή η Νόρα και η Έλλη ενώ ο Λουκάς τις έσπρωχνε να βγουν στο μπαλκόνι για να δώσουν στο ζευγάρι λίγο χώρο.
«Είναι αλήθεια όλο αυτό;» αναρωτήθηκε η Έλενα μόλις τα χείλη τους χωριστήκαν.
«Μόνο αλήθειες από εδώ και πέρα.» της υποσχέθηκε εκείνος και χάιδεψε το πρόσωπο της που έλαμπε.
Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του απότομα μόλις η πραγματικότητα της θύμισε που βρίσκονταν και κοίταξε γύρω της.
«Πού πήγαν τα παιδιά;» αναρωτήθηκε καθώς δεν είδε κανέναν.
«Προφανώς προσπαθούν να είναι διακριτικοί. Θα τους φωνάξω να τους χαιρετήσουμε και πάμε κάπου να μείνουμε μόνοι μας. Έχουμε ακόμα πολλά να πούμε.»της είπε.
Ο Λουκάς αρνήθηκε να τους αφήσει να φύγουν πριν το φαγητό, αλλά αυτή που τους έπεισε τελικά, ήταν η Νόρα.
«Δεν θα πάτε πουθενά ! Θα φάμε όλοι μαζί και μετά μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Άλλωστε χρωστάω μια συγγνώμη στην Έλενα.»
«Σε εμένα; Γιατί;»
«Γιατί σε είχα παρεξηγήσει. Νόμιζα πως την έπεφτες στο Λουκά μου.» είπε και την κοίταξε χαμογελώντας αθώα.
«Εγώ με το Λουκά;» είπε και έσκασε στα γέλια.
«Δεν κατάλαβα! Τι μου λείπει;» ρώτησε εκείνος θιγμένος.
«Τίποτα δεν σου λείπει. Απλά εγώ έχω μάτια μόνο για τον Παύλο οπότε... καταλαβαίνεις.»του εξήγησε και κρύφτηκε στην αγκαλιά του Παύλου που έμοιαζε πολύ νεότερος ξαφνικά.
Οι αποκαλύψεις και η τιμωρία της Ζέτας είχαν πάρει από πάνω του όλο το βάρος που τον έκανε να μαραζώνει από τότε που χάθηκε ο αδελφός του.
«Άκουσα καλά πριν; Περιμένετε μωρό;» ρώτησε και κοίταξε την Νόρα που χαμογελούσε γλυκά.
«Ναι. Σε λίγους μήνες θα έχουμε ένα μικρούλι ανάμεσα μας. Λοιπόν θα κάτσετε;» ξαναρώτησε και εκείνοι δέχτηκαν.
«Σουβλάκια ή πίτσες τελικά;» επανέλαβε την κρίσιμη ερώτηση η Έλλη και όλοι έσκασαν στα γέλια με το ανυπόμονο ύφος της.
Αρκετή ώρα αργότερα και ενώ είχαν φύγει όλοι, ο Λουκάς και η Νόρα βρήκαν την ευκαιρία να συζητήσουν για τον γάμο τους.
«Γιατί δεν θες να ορίσουμε ημερομηνία γάμου;» την ρώτησε όταν εκείνη αρνήθηκε να το κάνει. «Έχεις ακόμα ενδοιασμούς;»
«Όχι χαζούλη μου. Απλά θέλω να κάνουμε τον πρώτο υπέρηχο να σιγουρευτούμε πως όλα είναι καλά και μετά.» του εξήγησε.
«Φοβάσαι ακόμα;»
«Λιγάκι...»παραδέχτηκε. «Προσπαθώ να είμαι προσγειωμένη, γιατί όλα αυτά είναι σαν παραμύθι.»
«Τι λες να αποφασίσουμε για όλα τα άλλα, έκτος από την ημερομηνία;» της πρότεινε και εκείνη γέλασε. «Ακούγεται λιγάκι χαζό αλλά είναι χαρούμενο. Κλειστό ή ανοιχτό γάμο;»
«Όταν λες ανοιχτό;» ρώτησε καχύποπτα.
«Ξέρεις... κάμερες, δημοσιογράφοι, συνάδελφοι...»
«Νομίζω είναι λίγο υπερβολικό. Δεν λέω να μην καλέσεις κάποιους συναδέλφους, αλλά δεν θα μου άρεσε να βγω και στις ειδήσεις του star.»
«Λιγάκι ανοιχτός τότε.» συμφώνησε εκείνος.
«Κουμπάροι;» τον ρώτησε και της έκανε νόημα να προτείνει εκείνη πρώτη. «Θα ήθελα την Δανάη και τον Νικήτα αλλά τους έχω παντρέψει και έχω βαφτίσει το παιδί οπότε ...» εξήγησε και ανασήκωσε τους ώμους.
«Αυτό με βγάζει από τη δύσκολη θέση. Πως θα σου φαινόταν να το προτείναμε στον Μάνο;»
«Που ήταν η αιτία που γνωριστήκαμε;» τον ρώτησε και ο Λουκάς την κοίταξε με λατρεία.
«Είσαι μέσα στο μυαλό μου. Αν δεν με είχε στείλει στο γραφείο σου...»
«Δεν θα σε είχα γνωρίσει...»
«Δεν θα σε είχα ερωτευτεί....»
«Δεν θα περιμέναμε το μωρό μας... Πότε θα του το πεις;»
«Αύριο. Τώρα έχω άλλα στο μυαλό μου.» είπε και την στρίμωξε στον καναπέ.
«Όλο υποσχέσεις κύριε Μαυρίδη.» τον προκάλεσε χαχανίζοντας.
«Με προκαλείτε μέλλουσα κυρία Μαυρίδη;»
«Πάντα...»
Πάνω που τα στόματα τους ενώθηκαν, το κουδούνι έκανε τον Λουκά να αποτραβηχτεί και να ξεφυσήσει αγανακτισμένος.
«Ποιος είναι πάλι;» μουρμούρισε όπως πήγαινε να ανοίξει και η Νόρα έφτιαξε τα ρούχα της.
«Μάλλον η μαμά μου θα είναι. Δεν έχει εμφανιστεί όλη μέρα.» υπέθεσε όμως η αντίδραση του Λουκά μόλις αντίκρισε τον επισκέπτη, την ξάφνιασε και σηκώθηκε από τον καναπέ απορημένη.
«Τι θες εσύ εδώ;»
«Ποιος είναι Λουκά μου;» τον ρώτησε και πλησίασε την πόρτα. «Δημήτρη;»
«Γεια σου Νόρα. Μπορώ να περάσω ;» ρώτησε κοιτώντας τον Λουκά.
«Τι θες εδώ;» ξαναρώτησε ο Λουκάς με έντονο ύφος, χωρίς να τον αφήνει να περάσει.
«Δεν ήρθα για να τσακωθούμε.»
«Γιατί ήρθες τότε;»
Ο Λουκάς στεκόταν μπροστά στην πόρτα σαν να προστάτευε τον χώρο του από ξένους εισβολείς και η Νόρα τον έσπρωξε εκνευρισμένη.
«Λουκά σε παρακαλώ! Δημήτρη πέρασε μέσα.»
«Ευχαριστώ πολύ.» της είπε εκείνος ευγενικά και την ακολούθησε μέχρι το σαλόνι, ενώ ο Λουκάς μόνο καπνούς που δεν έβγαζε από τα νεύρα του.
«Κάτσε. Να σε κεράσουμε κάτι;»
«Όχι ευχαριστώ. » αρνήθηκε την πρόταση της ευγενικά. «Ωραίο το σπίτι σου.» είπε κοιτώντας τριγύρω.
«Σπίτι μας!»τόνισε ο Λουκάς. «Θα μας εξηγήσεις γιατί η εθιμοτυπική;»
«Δεν περίμενα ποτέ ότι θα βρισκόμουν σε αυτή τη θέση. Ήρθα για την Νόρα, για να βεβαιωθώ πως είναι καλά. Είχα έρθει και στο νοσοκομείο, αλλά δεν είχες συνέλθει ακόμα.» εξήγησε κοιτώντας την.
«Μου το είπε η μητέρα μου.»
«Χαίρομαι που είσαι καλά. Όταν χωρίσαμε σου είχα πει πως πάντα θα νοιάζομαι για σένα. Το εννοούσα.»
«Το θυμάμαι. Ευχαριστώ που νοιάζεσαι. Είμαι πολύ καλά.»
«Φαίνεται. Λάμπεις ολόκληρη.»
«Μας πέτυχες σε πολύ καλή στιγμή. Κανονίζαμε τις λεπτομέρειες του γάμου μας.» του εξήγησε.
Ο Δημήτρης ένιωσε περίεργα. Δεν είχε σκεφτεί να τα ξαναφτιάξει με την Νόρα, αλλά δεν του ήταν εύκολο να ακούει πως θα παντρευόταν. Πίστευε πως ο Μαυρίδης δεν θα την κρατούσε στη ζωή του για πολύ, αν και όφειλε να παραδεχτεί πως η Νόρα που ήξερε εκείνος είχε χαθεί.
Ο Λουκάς πάλι, ηρέμησε μόλις άκουσε τα λόγια της.
«Να ζήσετε. » τους ευχήθηκε. «Τελικά μου την έκλεψες Μαυρίδη.»
«Δεν στην έκλεψα. Απλά την αγάπησα.»
Η Νόρα έλιωσε με τα λόγια του. Τον κοίταξε με λατρεία, αλλά όπως γύρισε προς το μέρος του, ζαλίστηκε.
Ο Λουκάς μόλις την είδε να ταλαντεύεται χλόμιασε. Την αγκάλιασε τρυφερά και την έσπρωξε προς τα πίσω για να ξαπλώσει στον καναπέ.
«Είσαι καλά κορίτσι μου;»
«Μπορώ να κάνω κάτι;» προσφέρθηκε ο Δημήτρης.
«Λίγο νερό... φέρε λίγο νερό.» του είπε ο Λουκάς που δεν ήθελε να φύγει από δίπλα της.
«Καλά είμαι. Μια ζαλάδα ήταν.» είπε η Νόρα μόλις ήπιε το νερό.
«Από το ατύχημα;» σχολίασε με κατανόηση ο Δημήτρης χωρίς να ξέρει και η Νόρα χαμογέλασε αινιγματικά ενώ κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά.
«Από το ευτύχημα. Περιμένω μωρό.» τον ενημέρωσε.
«....δεν. ..δεν το ήξερα....» ψέλλισε.
«Λίγοι το ξέρουν και εσύ είμαι σίγουρη πως θα χαρείς για μένα, γιατί γνωρίζεις πόσο πολύ το ήθελα.»
Ο Δημήτρης ήρθε σε δύσκολη θέση και δεν μπόρεσε να το κρύψει.
«Νιώθω πολύ άβολα με όλο αυτό τελικά. Χαίρομαι για σένα. Ειλικρινά, αλλά δεν είμαι τόσο Ευρωπαίος.» είπε αμήχανα.
Σηκώθηκε να φύγει και ο Λουκάς τον συνόδευσε μέχρι την πόρτα.
«Ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον, αλλά καταλαβαίνεις κι εσύ πως η επίσκεψη σου θα ήταν καλό να μην επαναληφθεί.»
«Μην ανησυχείς. Το κατάλαβα. Να την προσέχεις σαν τα μάτια σου Μαυρίδη.»
«Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είναι η ζωή μου.»
Η Νόρα παρακολουθούσε την συζήτηση συγκινημένη. Πλησίασε τον Δημήτρη και τον αγκάλιασε σφιχτά από την μέση.
«Σε ευχαριστώ που ήρθες. Να φροντίζεις τον εαυτό σου και εύχομαι να βρεις και εσύ κάποια να σε αγαπά, όσο εμένα ο Λουκάς.»
«Αντίο Νοράκι. Καλή ζωή να έχεις.» της ευχήθηκε και την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο πριν βγει από το σπίτι.
Ένοιωσε μια μελαγχολία μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Δημήτρη. Είχε καταλάβει πως εκείνος είχε πληγωθεί με όσα είχε μάθει, αν και δεν αμφισβητούσε την ειλικρίνεια των λόγων του. Άλλωστε ήταν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και για τους δυο αυτό που μόλις είχε κλείσει.
Ο Λουκάς όσο και αν ζήλεψε για λίγο, την κοιτούσε που είχε χαθεί στις σκέψεις της και στενοχωριόταν. Δεν είχε παρόμοια εμπειρία με σχέση εκείνος, αλλά μπορούσε να κατανοήσει το ενδιαφέρον από την μεριά της.
«Δεν μου λες εσύ...» είπε τραβώντας της την προσοχή. «Περιμένουμε και άλλους θαυμαστές σου να παρελάσουν από το σπίτι μας;»
Δεν ήξερε πώς να ερμηνεύσει την ερώτηση του γιατί έβγαζε ζήλεια όσο και αν εκείνος προσπαθούσε να την καλύψει.
«Πώς κάνεις έτσι βρε Λουκά; Μια τυπική επίσκεψη ήταν.»
«Μια τυπική επίσκεψη από τον πρώην σου...»
«Λουκά!»
«Εντάξει ζηλεύω. Τι να κάνω;» παραδέχτηκε σαν μικρό παιδί για να δεχτεί ένα φιλί από εκείνη που τον έκανε να χαλαρώσει.
«Φαντάζεσαι να ήταν και αυτός κανένας τρελαμένος σαν την Ζέτα;» τον ρώτησε και εκείνος ανατρίχιασε μόνο με την σκέψη.
«Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα!»
«Οι γονείς μας που είναι;» τον ρώτησε εκείνη μετά από λίγο.
«Έχουν πάει στη Μονεμβάσια. Επέμενε η μητέρα σου και η δική μου δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι.»
«Έφυγαν και δεν πήραν ούτε ένα τηλέφωνο;» απόρησε.
«Ήθελαν να μας αφήσουν μόνους για να ηρεμήσουμε λιγάκι. Μίλησα εγώ μαζί τους την ώρα που κοιμόσουν.»
«Δηλαδή είμαστε μόνοι μας και δεν περιμένουμε άλλες επισκέψεις.»
«Λογικά.»
«Ωραία... Λέω να κάνω ένα μπάνιο πριν ξαπλώσω. Θα μου τρίψεις την πλάτη;» τον προκάλεσε.
«Αυτή τη φορά δεν θα τη γλιτώσεις.»την απείλησε και την σήκωσε στα χέρια κάνοντας την να ξεφωνίσει από την έκπληξη.
Την ίδια ώρα ο Μάνος και η Έλλη κάθονταν στην αυλή του σπιτιού τους και συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας.
«Το πιστεύεις;» τον ρώτησε.
«Ποιο από όλα;»
«Όλα νομίζω. Ο Παύλος ερωτευμένος, η Ζέτα νεκρή και με σημείωμα πως αυτή σκότωσε τον Αλέξη...»
«Τελικά ο Παύλος είχε δίκιο σε όλα.»
«Ντρέπομαι τόσο πολύ που έστω και για λίγο σκέφτηκα άσχημα για εκείνον.»
«Δεν θα μπορούσες να ξέρεις.» την καθησύχασε και της χάιδεψε τρυφερά το μπάσο. «Πάντως αυτή η χαλαρή πλευρά του ήταν κάπως περίεργη.»
«Νιώθει επιτέλους ελεύθερος και δικαιωμένος. Δεν είναι και λίγο αυτό.»
«Τα δικά μας τα πιτσουνάκια τα είδες;»
«Είναι τόσο τέλειοι μαζί! Ελπίζω να γίνει ο γάμος σύντομα. Πριν γίνω σαν μπάλα.»
«Όταν τους ρώτησα για τον κουμπάρο, είδες που απέφυγαν να μου απαντήσουν;»
«Ίσως να έχουν υπόψιν τους κάποιον άλλο ή να μην έχουν αποφασίσει ακόμα.»
«Ναι αλλά είναι ο κολλητός μου. Είχα την ελπίδα πως θα μου πρότεινε να τον παντρέψω.» είπε σαν παραπονιάρη παιδί.
«Σημασία έχει να είναι ευτυχισμένος. »
«Θα ήθελα να ήμουν εγώ.» ξαναείπε.
«Παραπονιάρη μου! Κάνε μας μια αγκαλιά και άσε την γκρίνια.» είπε και στριμώχτηκε κοντά του και εκείνος την έσφιξε πάνω του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top