Κεφάλαιο 35ο

Η είδηση του θανάτου της Ζέτας έπεσε σαν βόμβα στο σπίτι. Πέρασαν από την συγκίνηση στο σοκ μέσα σε λίγα λεπτά.

Η Έλλη αγκάλιασε τον Μάνο σφιχτά νιώθοντας ξαφνικά τύψεις για την αντίδραση της νωρίτερα. Η Δανάη με τον Νικήτα κοίταξαν αμήχανα την Νόρα και τα συμπεθέρια κούνησαν άπλα το κεφάλι με μια λυπημένη έκφραση.

Και ξαφνικά η Νόρα πετάχτηκε όρθια και έτρεξε στο μπάνιο. Η Δανάη έκανε να την ακολουθήσει, αλλά η Στέλλα την σταμάτησε.

«Άσε την να ξεσπάσει. Της ήρθε απότομα όλο αυτό.» είπε και η Δανάη υποχώρησε, αλλά το βλέμμα της δεν έφυγε λεπτό από την πόρτα του μπάνιου για να μπορέσει να επέμβει σε περίπτωση που η φίλη της την χρειαζόταν.

Τα μάτια όλων στράφηκαν και πάλι στην τηλεόραση μόλις άκουσαν την φωνή της Έλενας.

«Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ο θάνατος της προήρθε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Μετά την νεκροψία που διενεργείται, θα έχουμε νεότερα. Λουκά;» είπε και κοίταξε τον Λουκά που φαινόταν ξεκάθαρα πως τα είχε χαμένα.
«Ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω...Είχα προσέξει πως τον τελευταίο καιρό ήταν λίγο ασταθής συναισθηματικά, αλλά ...Να πεθάνει;».
«Ήξερες ότι έπαιρνε ναρκωτικά;»
«Όχι βέβαια!»
«Δεν είχε δείξει ποτέ δείγματα όσο ήσασταν μαζί;»
«Δεν μέναμε μαζί, αλλά δεν είχα προσέξει κάτι. Τι να πω;»
«Καταλαβαίνω το σοκ σου. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που υπάρχει κάποιος χρήστης στον κύκλο μας,αλλά τον καταλαβαίνουμε όταν πλέον είναι πολύ αργά.»
«Δεν... δεν μπορώ να το πιστέψω...»
«Με ειδοποιούν πως πρέπει να κλείσουμε. Λυπάμαι που τελειώσαμε έτσι,αλλά και πάλι σου εύχομαι ό,τι καλύτερο.»
«Ευχαριστώ πολύ. Θα ήθελα μόνο να προσθεσω πως εύχομαι να βρει τη γαλήνη που προφανώς της έλειπε, εκεί που θα πάει.»
«Κυρίες και κύριοι αυτός είναι ο Λουκάς Μαυρίδης. Καλό σας βράδυ.»

***

Η Νόρα όλη αυτή την ώρα βρισκόταν στο μπάνιο. Στην αρχή νόμιζε πως θα έκανε εμετό από την ένταση, αλλά τελικά άρχισε να κλαίει. Ένιωθε τύψεις. Αν δεν είχε γνωρίσει τον Λουκά, η Ζέτα ίσως να ζούσε. Ένοιωθε πως η δική της ευτυχία προκάλεσε το θάνατο της άλλης κοπέλας.

Ήταν τόσο χαμένη στις σκέψεις της που δεν άκουσε την πόρτα που άνοιξε.

«Νοράκι μου, σε παρακαλώ μην κλαις.» είπε τρυφερά η Δανάη και την αγκάλιασε από τους ώμους.
«Πώς πέθανε; Είπαν;» ρώτησε μέσα από τα αναφιλητά της.
«Υπερβολική δόση ναρκωτικών.»
«Εγώ... εγώ φταίω;»
«Πώς σου ήρθε αυτό καλή μου;»
«Αν...αν δεν ήμουν με... με τον Λουκά...» ομολόγησε τους φόβους της.
«Μην λες κουταμάρες !» την μάλωσε. «Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπο σου και πάμε μέσα. Ανησυχούν όλοι.» συμπλήρωσε.
«Έρχομαι σε λίγο. Πες τους πως είμαι καλά.»

***

Η Έλενα μόλις έσβησαν οι κάμερες κοίταξε τον Λουκά αμήχανη.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε αφού πρόσεξε το σφιγμένο πρόσωπο του.

«Όσο καλά μπορώ να είμαι. Ειλικρινά δεν το περίμενα αυτό. Πρέπει να πάω στη Νόρα θα έχει τρομάξει. Με συγχωρείς.» της είπε και έφυγε ενώ εκείνη κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Παύλου.

«Τι κεραμίδα ήταν αυτή;» σχολίασε και έκατσε στην καρέκλα απέναντι του.
«Θέμα χρόνου ήταν.» είπε εκείνος προβληματίζοντας την. «Θες να πάμε για ένα ποτό να χαλαρώσουμε ;»της πρότεινε πριν εκείνη προλάβει να τον ρωτήσει τι εννόησε.
«Ναι...φυσικά... τώρα;» είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της.
«Ραντεβού σε δέκα λεπτά στο παρκινγκ, τότε.»

Μόλις η Έλενα έφυγε από το γραφείο του, ο Παύλος έβγαλε την φωτογραφία του αδελφού του από το συρτάρι και την κοίταξε.

«Τέλειωσαν όλα. Θα μιλήσω στην Έλενα και ελπίζω να με καταλάβει αδελφάκι. Δεν ξέρω τι θα κάνω αν δεν με δεχτεί, αλλά ελπίζω να ηρεμίσει τουλάχιστον η ψυχούλα σου τώρα που ξέρεις πως δεν θα κάνει άλλο κακό.»

***

Όταν έφτασε στο σπίτι ο Λουκάς, η Νόρα είχε ηρεμίσει και συζητούσε χαλαρά με την Έλλη και την Δανάη, ενώ ο Μάνος με τον Νικήτα και τον Περικλή είχαν κάνει δικό τους πηγαδάκι. Οι μαμάδες είχαν πάρει τον Μάριο και τον είχαν βάλει για ύπνο και παράλληλα έκαναν πρόβα για το εγγονάκι τους.

«Λουκά μου...» αναφώνησε η Νόρα μόλις τον είδε και έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
«Αγάπη μου! Είσαι καλά;» ρώτησε όλο αγωνία εκείνος και την κοίταξε στα μάτια. «Έκλαιγες...» της είπε ανήσυχος.
«Τώρα είμαι καλά.» είπε και του χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Είμαστε και εμείς εδώ ερωτύλε.» τον πείραξε ο Μάνος.
«Ακόμα δεν σας έδιωξε η γυναίκα μου άχρηστε;» απάντησε στον ίδιο τόνο χωρίς να αφήσει την Νόρα από την αγκαλιά του
«Κατάλαβες Νικήτα; Τώρα που δεν μας χρειάζεται μας διώχνει.»
«Έτσι είναι αυτά: «έλα να μας κάνεις παρέα αλλά μην ελπίζεις πως θα σε ταΐσουμε κιόλας» σιγοντάρισε ο Νικήτας και η Νόρα γέλασε.
«Νικήτα δεν ντρέπεσαι; Μας ακούνε και οι άνθρωποι.» τον μάλωσε η Δανάη.
«Άσε τους Δανάη. Άντρες είναι. Δεν θα μεγαλώσουν ποτέ!» σχολίασε και η Έλλη.

Ο Περικλής βλέποντας το κλίμα που είχαν φτιάξει οι φίλοι της κόρης και του γαμπρού του, φώναξε την Στέλλα για να φύγουν. Το κοριτσάκι του άλλωστε ήταν πολύ πιο ήρεμο και γελούσε οπότε ήταν και αυτός ήσυχος.

«Μην φύγετε κύριε Περικλή. Έχω παραγγείλλει φαγητό για όλους και όπου να 'ναι θα έρθει.» τους ενημέρωσε ο Λουκάς.
«Είδες; Τσάμπα τον κατηγόρησες !» είπε η Δανάη στον Νικήτα που σφύριζε αδιάφορα.
«Πού είναι ο Μάριος ;» ρώτησε ο Λουκάς.
«Μέσα με την μαμά σου. Κάνει πρόβες για το εγγόνι της.» τον πληροφόρησε η Νόρα και ο Λουκάς χαμογέλασε ικανοποιημένος.

Όλοι οι αγαπημένοι του άνθρωποι ήταν εκεί μέσα και στην αγκαλιά του είχε την γυναίκα που αγαπούσε. Τι άλλο να ζητούσε;

***

Σε κάποια γωνιά της Αθήνας, ο Παύλος και η Έλενα κάθονταν σε ένα απόμερο τραπέζι ενός ρομαντικού εστιατορίου και συζητούσαν χαλαρά.
Η Έλενα αισθανόταν υπέροχα και δεν μπορούσε να το κρύψει. Επιτέλους ο Παύλος της είχε ζητήσει να βγουν. Εντάξει όχι ακριβώς να βγουν, αλλά να γιορτάσουν την επιτυχία της εκπομπής όμως ακόμα και αυτό ήταν ένα βήμα. Χωρίς να το καταλάβει είχε αρχίσει να πίνει πολύ, κάτι που όμως δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Παύλο, που της πήρε το ποτήρι από το χέρι.

«Μήπως πίνεις πολύ;» την ρώτησε και εκείνη χαμογέλασε.
«Απλά γιορτάζω. Για αυτό δεν βγήκαμε ;»
«Ήθελα να μιλήσουμε, αλλά αυτά που θέλω να σου πω είναι πολύ σοβαρά για να τα ακούσεις τώρα.» είπε λίγο πιο χαμηλόφωνα. Σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
«Παύλο μου...»

Το όνομα του από τα χείλη της με τόση τρυφερότητα τον ξάφνιασε και δεν μπόρεσε να το κρύψει.

«Αυτό το κτητικό να το κρατήσεις. Μου αρέσει.» σχολίασε. «Πάμε να σου φτιάξω έναν καφέ και να συζητήσουμε.» συνέχισε και άφησε κάποια χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι.

Της άπλωσε το χέρι και εκείνη τον κοίταξε μπερδεμένη.
«Πού πάμε;»
«Σπίτι μου.» της απάντησε και εκείνη έπιασε το χέρι του και τον ακολούθησε με την καρδιά της να χτυπάει τόσο έντονα που πίστευε πως θα την άκουγε κι εκείνος.

***

Στο σπίτι της Νόρας είχαν φύγει όλοι και το ζευγάρι είχε μείνει μόνο του.
Ο Λουκάς την κοίταζε που έβαζε το νυχτικό της και αναστέναξε, προκαλώντας την ανησυχία της.

«Τι έπαθες εσύ;»
«Θαυμάζω τη θέα.» της είπε τρυφερά και εκείνη τον πλησίασε και τον αγκάλιασε από την μέση.
«Θαύμαζε τώρα που μπορείς, γιατί σε λίγο καιρό θα κρύβομαι να μην με βλέπεις. Θα παχύνω και θα γίνω χάλια και δεν θα με θες πια.» ομολόγησε τους φόβους της εκείνη.

Ανασήκωσε το κεφάλι της με το χέρι του και την ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια.

«Εγώ δεν θα σταματήσω να σε θέλω και να σε αγαπώ ποτέ. Βέβαια αν συνεχίσεις να τρως έτσι, θα πρέπει να πάρουμε μεγαλύτερο κρεβάτι.» την πείραξε.
«Εγώ φταίω που σε παίρνω στα σοβαρά» είπε και τον χτύπησε στο στήθος.
«Αυτό θα μου το πληρώσεις κυρία Δελλή.»την απείλησε δήθεν και την σήκωσε στην αγκαλιά του.
«Λουκά άσε με κάτω... Λουκά!»

Οι διαμαρτυρίες της πνίγηκαν σε ένα καυτό φιλί που ήταν μόνο η αρχή...

***
Ο Παύλος οδήγησε την Έλενα στο σπίτι του. Ήθελε εδώ και πολύ καιρό να της μιλήσει, αλλά υπήρχε πάντα το αγκάθι της Ζέτας. Κατά βάθος ακόμα φοβόταν την αντίδραση της, αλλά έπρεπε να το ρισκάρει. Αρκετά χρόνια είχε παραμελήσει τα δικά του συναισθήματα.

«Κάτσε στον καναπέ μέχρι να σου φτιάξω ένα καφεδάκι να συνέλθεις, για να μιλήσουμε.» είπε τρυφερά στην Έλενα και πήγε στην κουζίνα.

Η Έλενα σωριάστηκε κυριολεκτικά στον καναπέ μόλις έμεινε μόνη. Ήταν τόσο χαρούμενη, αλλά και τόσο κουρασμένη... Βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια.

«Έτοιμος ο... καφές.»

Ο Παύλος την κοίταξε με τρυφερότητα. Την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ του. Πήγε δίπλα της και της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο. Αναδεύτηκε λίγο και νόμισε πως την ξύπνησε, αλλά εκείνη απλά χαμογέλασε στον ύπνο της και βολεύτηκε καλύτερα. Έτσι έφερε μια κουβέρτα και την σκέπασε.

«Κοιμήσου γλυκιά μου και τα λέμε το πρωί.» της ψιθύρισε και άφησε ένα ανάλαφρο φιλί στα μαλλιά της.

Έβαλε ένα ποτό για εκείνον και έκατσε στην πολυθρόνα απέναντι της, όλο το βράδυ, παρακολουθώντας τις εκφράσεις της όση ώρα εκείνη κοιμόταν.


{{Καλημέρα!

Παραμέλησα αρκετά αυτή την ιστορία, αλλά χάθηκα λιγάκι στις υποχρεώσεις. Όσοι παρακολουθείτε το προφίλ μου γνωρίζετε ήδη πως έχω μπει σε τροχιά έκδοσης με την ιστορία «Έλξη Παραλλήλων», που θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία πολύ σύντομα.

Ευχαριστώ πολύ για την κατανόηση και υπόσχομαι να προσπαθήσω να προχωρήσω σύντομα και αυτή την ιστορία. Ευχαριστώ πολύ και για τα σχόλια σας.

Καλή ανάγνωση !!!}}


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top