Κεφάλαιο 31ο

Ο Νικήτας θορυβήθηκε πολύ από το τηλεφώνημα του Λουκά και αποφάσισε να κάνει μια επίσκεψη στην Νόρα , πριν ξεκινήσει τους δικούς του ασθενείς. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο είδε τις δυο μαμάδες να φλυαρούν χαρούμενα και χαμογέλασε με την εικόνα τους αλλά όταν αντίκρισε το άδειο κρεβάτι της Νόρας ,το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του.

«Καλησπέρα κυρίες μου. Η Νόρα;» ρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμος .

«Στο μπάνιο είναι .» είπε η Στέλλα με σιγουριά , όμως η Δήμητρα δεν φάνηκε να συμμερίζεται την σιγουριά της .
«Πολύ ώρα λείπει δεν νομίζεις;» ρώτησε και πλησίασαν και οι τρεις την κλειστή πόρτα του μπάνιου .

«Νόρα αν είσαι μέσα άνοιξε ,γιατί θα μπω μόνος μου!» φώναξε αφού πρώτα χτύπησε την πόρτα και δεν πήρε καμία απάντηση.
«Άσε τις ευγένειες και άνοιξε βρε Νικήτα . Αν έπαθε κάτι;» τον προέτρεψε ανήσυχη πια η Στέλλα .

Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη ,αλλά το μπάνιο ήταν άδειο και ο Νικήτας γύρισε και τις κοίταξε θυμωμένος .

«Έφυγε και δεν καταλάβατε τίποτα; Αυτός ήταν ο λόγος που ήσασταν εδώ ! Να την προσέχετε !»
«Εμείς μιλάγαμε και εκείνη τσαντίστηκε και πήγε στο μπάνιο.» ψέλλισε η Στέλλα .
«Και δεν υπήρχε λόγος να τσαντιστεί ,αλλά την δικαιολογούμε λόγο ορμονών.» συμπλήρωσε η Δήμητρα και ο Νικήτας τις κοίταξε αυστηρά και τους έκανε νόημα να σταματήσουν .
«Συγκεντρωθείτε σας παρακαλώ ! Πριν λίγο με πήρε ο Λουκάς ανήσυχος και μου είπε να μην αφήσουμε τη Νόρα στιγμή μόνη της και τώρα εκείνη αγνοείται. Επειδή εγώ δεν έχω καμιά όρεξη να του το ανακοινώσω , ξαμοληθείτε να τη βρούμε. Κυρία Δήμητρα στην καφετέρια ! Στέλλα ψάχνεις στον όροφο και εγώ στο ισόγειο και θα βάλω και τις νοσοκόμες να ψάχνουν . Το καλό που σας θέλω να μην έχει πάθει κάτι!»


Ο Λουκάς ανίδεος για όσα συνέβαιναν τελείωσε το γύρισμα και ξεκίνησε βιαστικά για το νοσοκομείο γιατί από την στιγμή που είδε την Ζέτα δεν μπορούσε να ηρεμήσει . Η εμφάνιση της έδειχνε άνθρωπο που είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο και φοβόταν τη στιγμή που θα ξεσπούσε .
Προσπάθησε να βγάλει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του και να επικεντρωθεί στα ευχάριστα . Σε λίγο καιρό θα είχε κοντά του έκτος από την γυναίκα που αγαπούσε και το μωρό τους ,τον καρπό του έρωτα τους . Άραγε θα ήταν κορίτσι ή αγόρι; Δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα το φύλο αρκεί να έπαιρνε τα μάτια της . Όχι τόσο για το χρώμα αν και ήταν καταπληκτικό, αλλά για την καθαρότητα που είχε όταν σε κοιτούσε - σαν να μπορούσε να φτάσει στην ψυχή σου.

Σκεφτόταν να σταματήσει να της πάρει ένα δωράκι όταν χτύπησε το τηλέφωνο του.

«Έλα Νικήτα , έρχομαι . Όλα καλά εκεί ; ΤΙ;;;;; Τι εννοείς χάθηκε ; Πες τους να παρακαλάνε να μην έχει πάθει τίποτα γιατί θα τις σκοτώσω και τις δυο!!!!» φώναξε και πάτησε το γκάζι ενώ παράλληλα κορνάριζε σαν μανιακός .


Η Νόρα έχοντας άγνοια για τον πανικό που είχε προκαλέσει η φυγή της ,καθόταν σε ένα παγκάκι στην αυλή του νοσοκομείου και κοιτούσε τα παιδάκια που έπαιζαν ξέγνοιαστα στην παιδική χαρά, που είχαν στήσει για να τα απασχολούν ,όση ώρα οι δικοί τους ήταν μέσα στο νοσοκομείο.
Χάιδεψε την κοιλιά της και σκέφτηκε πόσο τυχερή ήταν. Άραγε το μωρό τους τι θα ήταν ; Αν ήταν αγόρι ήθελε να μοιάζει στον Λουκά ,αλλά και ένα κοριτσάκι με τα μαύρα μάτια του και το χαμόγελο του θα ήταν τέλειο.
Κοίταξε πίσω από την παιδική χαρά και το μάτι της έπεσε σε ένα εκκλησάκι. Σηκώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ένιωθε την ανάγκη να ευχαριστήσει το Θεό για την δεύτερη ευκαιρία που της είχε δώσει και έμεινε εκεί αρκετή ώρα, μέχρι που ένιωσε πως η ψυχή της είχε γαληνέψει και αποφάσισε να γυρίσει στο δωμάτιο της.
Κοντοστάθηκε έξω από το μαγαζάκι με τα περιοδικά και την προσοχή της τράβηξε ένα που είχε εξώφυλλο τον Λουκά και χαμογέλασε κοιτώντας το όμορφο πρόσωπο του, αλλά το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της ,από την αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθούσε.

«Συνήλθες βλέπω...»

Η Νόρα κοίταξε μπερδεμένη την γυναίκα που της μιλούσε και εκείνη κάγχασε .

«Πες μου πως δεν με γνώρισες!»
«Ζέτα;»
«Μπινγκο!» την ειρωνεύτηκε . «Τελικά τον κέρδισες .» είπε με το βλέμμα της καρφωμένο στην φωτογραφία του Λουκά.
«Τι θες εδώ ;» ρώτησε αν και ήξερε την απάντηση πριν της την δώσει .
«Ήρθα να σιγουρέψω πως δεν θα βγεις από εδώ .»είπε ήρεμα . Σαν να μιλούσε για τον καιρό και η Νόρα οπισθοχώρησε τρομοκρατημένη. «Νομίζεις και εσύ πως τα έχω χαμένα έτσι; Λάθος! Μέγα λάθος ! Μπορεί σε μένα να μην γυρίσει ποτέ ,αλλά ούτε εσύ θα είσαι μαζί του. Θέλω να τον δω να σέρνεται και εσύ μικρή μου είσαι το μέσον για να το πετύχω.» συνέχισε στον ίδιο ήρεμο τόνο και πήγε να βγάλει κάτι από την τσέπη της .

«Εδώ είσαι καλή μου; Μας τρόμαξες παιδί μου.» είπε η Δήμητρα και η Ζέτα πάγωσε .

«Είσαι καλά; Λίγο χλωμή σε βλέπω . Ποια είναι η φίλη σου;» συνέχισε ψύχραιμα και χαμογέλασε στην Ζέτα .
«Ούτε εσύ με γνώρισες; Αλλά πώς να με γνωρίσεις ; Μια φορά με είδες και αυτή αναγκαστικά, αφού εγώ δεν ήμουν αρκετά καλή για τον μονάκριβο σου.» έφτυσε σχεδόν τις λέξεις και το βλέμμα της γυάλισε .

Η Δήμητρα έκανε γρήγορα τους συνειρμούς και μόλις κατάλαβε με ποια είχε να κάνει ,τρόμαξε . Όμως έπρεπε να προστατέψει την Νόρα και το εγγόνι της άρα έπρεπε να φερθεί έξυπνα .

«Είναι που άλλαξες πολύ για αυτό δεν σε γνώρισα. Σίγουρα έκανες κάτι στο μαλλί, έτσι ; Τι λες να αφήσουμε την Νόρα να πάει στο δωμάτιο της και να πάμε να πιούμε έναν καφέ και να πούμε τα νέα μας;» της πρότεινε αποσυντονίζοντας την με την ξαφνική της καλοσύνη .

Η Νόρα παρακολουθούσε την μητέρα του Λουκά και αναρωτιόταν αν ήταν τόσο αφελής , μέχρι που κατάλαβε τι προσπαθούσε να κάνει .
Η Ζέτα κοίταξε γύρω της και σαν να συνειδητοποίησε ξαφνικά πως βρίσκονταν ανάμεσα σε τόσο κόσμο, γύρισε προς την Νόρα .

«Μπορεί να τη γλίτωσες αυτή τη φορά , αλλά είναι η τελευταία σου. Να το θυμάσαι !» είπε και έφυγε τρέχοντας, χωρίς να κοιτάζει γύρω της με αποτέλεσμα να σκοντάφτει πάνω στους περαστικούς που βρίσκονταν στον δρόμο της .


«Πάρε τα κλειδιά και κάνε ότι θέλεις.» είπε ο Λουκάς στον φρουρό που του έβαλε τις φωνές γιατί σταμάτησε μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου .

Πρόσεξε την αναστάτωση που προκάλεσε η γυναίκα που βιαζόταν να φύγει και άρχισε να τρέχει προς το κτίριο ελπίζοντας να έκανε λάθος και να μην ήταν η Ζέτα αυτή που είδε , αλλά η φωνή της μητέρας του τον ανάγκασε να σταματήσει και να στραφεί προς την μεριά τους .

«Σας παρακαλώ ας με βοηθήσει κάποιος!!» φώναζε η μητέρα του Λουκά ,ενώ παράλληλα μιλούσε στη Νόρα ,που κείτονταν αναίσθητη στα χέρια της , προσπαθώντας να την επαναφέρει.

«Τι κάθεστε και κοιτάτε;;;; Νοσοκομείο είναι που να πάρει !!!! Ένας γιατρός γρήγορα!!!! Νόρα μου; Νοράκι με ακούς; Ο Λουκάς σου είμαι.! Ένα γιατρό σας παρακαλώ!!!!!»

Σαν ουρλιαχτό έβγαινε η φωνή του Λουκά που είχε γονατίσει δίπλα τους και τώρα κρατούσε την Νόρα στα χέρια του .

«Μην με αφήσεις ...»ψέλλισε και τα δάκρυα του δεν μπόρεσαν να κρατηθούν άλλο . «Ένας γιατρός !!! Σας παρακαλώ !!!»

«Θα φωνάζεις πολύ ώρα μέσα στα αυτιά μου;» άκουσε την φωνή της και θα ορκιζόταν πως ήταν σαν μελωδία στα αυτιά του .

«Αγάπη μου; Νοράκι μου ; Είσαι καλά;» τη ρώτησε και την έσφιξε στην αγκαλιά του ξεσπώντας σε κλάματα .

«Θα ήμουν καλύτερα αν δεν φώναζες μέσα στο αυτί μου και αν με άφηνες να αναπνεύσω λίγο» τον πείραξε εκείνη

«Έλα Λουκά μου άσε την να αναπνεύσει .» είπε η Δήμητρα και σκούπισε τα μάτια της «Πάμε στο δωμάτιο να ξεκουραστείς καλή μου.» συμπλήρωσε τραβώντας τον Λουκά που αρνιόταν να την αφήσει από τα χέρια του .

Ο Νικήτας με την Στέλλα είχαν ενημερωθεί από μια νοσοκόμα και τους πλησίασαν βιαστικά .

«Μπορείς να περπατήσεις;» την ρώτησε ο Νικήτας και προσπάθησε και αυτός να απομακρύνει τον Λουκά χωρίς επιτυχία .
«Γιατί κάνετε όλοι λες και είμαι ανάπηρη; Μια χαρά είμαι .» είπε η Νόρα που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται αφού δεν καταλάβαινε από που προερχόταν όλη αυτή η υπερπροστατευτικότητα όλων .

«Κοριτσάκι μου ...» ψέλλισε η Στέλλα και την αγκάλιασε σφιχτά . «Τρόμαξα τόσο πολύ !»είπε και της χάιδεψε τρυφερά τα μάγουλα .
«Δέκα χρόνια από τη ζωή μου έχασα.» είπε ο Λουκάς και σκούπισε βιαστικά τα μάτια του , πριν την σηκώσει με προσοχή στα χέρια του .

«Τι κάνεις ;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη και έκρυψε το κεφάλι της στον ώμο του γιατί ντράπηκε τον κόσμο που τους παρακολουθούσε .

«Σε πάω στο δωμάτιο σου . Αρκετά κουράστηκες σήμερα .» της είπε τρυφερά .



Η Ζέτα έφτασε στο σπίτι της και κλείστηκε μέσα ταραγμένη. Η Νόρα , μια κοπέλα ασήμαντη που ήρθε στην ζωή τους από το πουθενά, είχε καταφέρει να κάνει τους πάντες να νοιάζονται για αυτήν. Ακόμα και τη μάνα του Λουκά. Θυμήθηκε όταν την είχε γνωρίσει πόσο παγερά της είχε φερθεί. Ενώ σήμερα έκανε την καλή για να σώσει την Νόρα , το «παιδί της» όπως την είχε αποκαλέσει. Και ο Λουκάς μίλαγε για αυτήν και τα μάτια του έλαμπαν.

Όπως μπήκε μέσα πάτησε κάτι και κοντοστάθηκε . Στο πάτωμα ήταν ένας φάκελος. Τον πήρε στα χέρια της και τον άνοιξε με τα χέρια της να τρέμουν από την σύγχυση, ενώ τα γράμματα χόρευαν μπροστά της.

«Ότι και να κάνεις θα σε περιμένω στην κόλαση... Αλέξης.»

«Εδώ είναι η κόλαση . Δεν σε φοβάμαι . Δεν έχω κάτι να φοβηθώ πια . » μονολόγησε και έσκισε το σημείωμα σε μικρά κομματάκια

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top