Κεφάλαιο 19ο
Η νύχτα που πέρασε ήταν καυτή από πολλές απόψεις.
Για τη Νόρα και τον Λουκά , γιατί στα διαλείμματα του πάθους τους , άρχισαν να καταστρώνουν τα πρώτα σχέδια για μια κοινή ζωή.
Για την Ζέτα γιατί προσπαθούσε να καταστρώσει ένα σχέδιο προστασίας για αυτήν και εξόντωσης της Νόρας.
Για τους γονείς της Νόρας, γιατί ο μπαμπάς Περικλής, παρά τις προειδοποιήσεις της κυρίας Στέλλας ανέβασε πίεση, μόλις είδε το κοριτσάκι του να δέχεται επίθεση από αυτό το «αχαρακτήριστο γύναιο» όπως χαρακτήρισε την Ζέτα .
Ακόμη και για τον Παύλο ,που είχε βαλθεί να καθαρίσει τον κόσμο από εκείνη .
«Τι εννοείς γιατί έχω πωρωθεί τόσο; Έχει ζουμί η ιστορία και εμείς θέλουμε να ανεβάσουμε νούμερα. Σιγά ρε φίλε. Όχι τίποτα προσωπικό. Αύριο κιόλας θα τηλεφωνήσω στο Μαυρίδη για να κανονίσω συνέντευξη. Η καινούρια τι είναι; μοντέλο; Πρέπει να μάθουμε .Οκ...τα λέμε...»
Έκλεισε το τηλέφωνο και ξεκλείδωσε ένα από τα συρτάρια του γραφείου του. Έβγαλε προσεκτικά από μέσα μια κορνίζα και χάιδεψε την φωτογραφία που βρισκόταν μέσα.
«Ήρθε επιτέλους η ώρα να πληρώσει για όλα .» είπε στον νεαρό άντρα που εικονιζόταν σε αυτή και την έκρυψε ξανά στο συρτάρι του .
«Περικλή μου σε παρακαλώ ηρέμησε.» είπε για πολλοστή φορά εκείνο το βράδυ η Στέλλα στον άντρα της .
«Πώς μου ζητάς να ηρεμήσω; Δεν άκουσες τι έλεγαν για το παιδί;»
«Είπαν ότι είναι πάρα πολύ όμορφη. Τα άσχημα ήταν για την άλλη κοπέλα. Αφού σου εξήγησα...»
«Και αυτός ο ... ο άλλος τέλος πάντων ,να αφήνει το κοριτσάκι μου εκτεθειμένο. Δεν ακούω κουβέντα! Αύριο θα πάμε στην Αθήνα να του πω δυο κουβεντούλες!»
«Α, για να σου πω! Τίποτα δεν θα κάνεις ! Θα περιμένεις να ξημερώσει η μέρα και θα πάρεις το παιδί τηλέφωνο, να του πεις πως είμαστε δίπλα του ότι και αν χρειαστεί. Τίποτα άλλο! Όταν αυτή θα είναι έτοιμη ,θα σου μιλήσει μόνη της όπως έκανε και σε μένα. Κουβέντα τώρα.! Δεν θα με ξεκάνεις εσύ πριν την ώρα μου με τις υστερίες σου και τις υπερβολές σου ! Πάμε για ύπνο.» είπε αποφασιστικά και τον έσπρωξε προς την κρεβατοκάμαρα τους .
Ο Λουκάς αφού είπε την γνώμη του για τις κουρτίνες ,αποφάσισε να εκφέρει γνώμη και για το υπόλοιπο σπίτι με αρκετό ζήλο.
«Καλά δεν κουράστηκες χριστιανέ μου;» παραπονέθηκε κάποια στιγμή η Νόρα, που μετά βίας κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά.
«Ένας Μαυρίδης δεν κουράζεται ποτέ!» δήλωσε . «Μην ξεχνάς πως δεν σε προκαλούσα εγώ όλο το βράδυ.»
«Τι λες να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό τώρα;» τον ρώτησε και έφτιαξε το μαξιλάρι της .
«Αν έχεις καμιά καλή ιδέα...»
«Την καλύτερη... Εσύ πας να κάνεις ένα κρύο ντουζ και εγώ την πέφτω για ύπνο.»
«Τι έγινε Δελλή; Παραδώσαμε πνεύμα;»
«Και πνεύμα και σώμα .» παραδέχτηκε και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα . «Μην ξεχνάς πως εγώ δυο μέρες τώρα έχω ξεπατωθεί για να στήσω το σπίτι.» συνέχισε με κλειστά μάτια . «Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό , θες να γνωρίσω και την μητέρα σου.»
«Τώρα εξηγούνται όλα . Θες να ξεκουραστείς για να κάνεις καλή εντύπωση στην μαμά μου . Όμως ξέρεις τι λένε για το σεξ . Λάμπεις μετά .»την πείραξε .
«Αυτό το λένε για το καλό σεξ.» ανταπέδωσε νυσταγμένα.
«Παράπονο ήταν αυτό ;»
«Απλά νυστάζω και προσπαθώ να κάνω πλάκα Λουκά μου .»είπε συγκαταβατικά γιατί δεν έδειχνε να την καταλαβαίνει και εκείνη όντως νύσταζε πάρα πολύ.
«Πες ότι είμαι ο καλυτερότερος και μετά θα σε αγκαλιάσω και θα σε αφήσω να κοιμηθείς ως το πρωί .»
«Είσαι ο καλυτερότερος.» συμφώνησε υπάκουα και χασμουρήθηκε για μια ακόμα φορά ενώ εκείνος την έκλεινε στην αγκαλιά του και της άφηνε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά .
«Όνειρα γλυκά κοριτσάκι μου .»
Αφού σιγουρεύτηκε ότι εκείνη είχε αποκοιμηθεί, έκλεισε και εκείνος τα μάτια του και χαμογέλασε ευτυχισμένος.
Σε μια άλλη γωνία της πόλης η Ζέτα προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της. Μετά την κατραπακιά που έφαγε από τον Παύλο πέρασε όλο το βράδυ να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα αντιμετώπιζε όσα θα ακολουθούσαν την απόλυση της . Ήταν αρκετό καιρό στον χώρο για να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τα σημάδια και όλα έδειχναν πως κάποιος ήθελε να την καταστρέψει . Έπρεπε λοιπόν να τον βρει πριν τα καταφέρει, μόνο που δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει το ψάξιμο γιατί και η ίδια γνώριζε πως στο παρελθόν δεν είχε κάνει και λίγα.
Ο ήχος από το κινητό της την έβγαλε από τις σκέψεις και το σήκωσε αφηρημένη .
«Η ίδια... Όχι δεν έχω να κάνω καμιά δήλωση!»
Έκλεισε το τηλέφωνο εκνευρισμένη και ήταν έτοιμη να το πετάξει στον τοίχο όταν μια σκέψη την έκανε να χαμογελάσει χαιρέκακα .
« Έλα Τάσο, η Ζέτα είμαι . Ναι πάει καιρός, αλλά θέλω να μου βρεις κάποιον. Έχω φωτογραφία και ένα όνομα . Σε μισή ώρα στο γνωστό μέρος ;»
Κοντοστάθηκε στον καθρέφτη της εισόδου , τσέκαρε τα μαλλιά και το μακιγιάζ της , πήρε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι της με ανανεωμένη διάθεση .
«Ζέτα is back babies !» μουρμούρισε στον εαυτό της .
Το επόμενο πρωί βρήκε την Νόρα να ξυπνά σε ένα άδειο κρεβάτι και τον Λουκά να στέκεται στην πόρτα και να την παρακολουθεί να τεντώνεται για να ξεμουδιάσει .
«Καλημέρα.» του είπε η Νόρα γλυκά και του χαμογέλασε μόλις τον πρόσεξε και άνοιξε την αγκαλιά της προσκαλώντας τον.
«Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν θα ξυπνούσες σήμερα.» την πείραξε εκείνος και την φίλησε.
«Κάποιος με κούρασε χθες.» παραπονέθηκε με νάζι .
«Ποιος να τον μαλώσω;» συνέχισε στον ίδιο τόνο. «Τι λες να κάνεις ένα χαλαρωτικό μπανάκι ,όσο εγώ ετοιμάζω κάτι να φάμε γιατί κοντεύει μεσημέρι ;»πρότεινε .
«Να μην πιω ένα καφεδάκι πρώτα ;» γκρίνιαξε αλλά εκείνος την έσπρωξε προς το μπάνιο .
Όσο εκείνη γέμιζε την μπανιέρα με το αγαπημένο της αφρόλουτρο ,ο Λουκάς την πλησίασε χωρίς να τον καταλάβει και της έβαλε μια κούπα με καφέ μπροστά στο πρόσωπο της .
«Σε λατρεύω !» αναφώνησε εκείνη και αφού ήπιε μια μεγάλη γουλιά του χαμογέλασε πλατιά .
«Άρα δεν θα μου θυμώσεις που κανόνισα το απογευματινό μας καφεδάκι να το πιούμε στο πατρικό μου .» της είπε και την κοίταξε σαν κουτάβι , ενώ εκείνη κόντεψε να πνίγει με την επομένη γουλιά καφέ που μόλις είχε βάλει στο στόμα της .
«Ρε Λουκά !»
«Αγάπη μου ...»
Δεν υπήρχε περίπτωση να του θυμώσει έτσι όπως την κοιτούσε και έτσι αρκέστηκε στο να τον σπρώξει έξω από το μπάνιο και να κλείσει την πόρτα πίσω της . Θα απολάμβανε το αφρόλουτρο και τον καφέ της και θα προσευχόταν να την συμπαθήσει η μητέρα του Λουκά, έστω και το μισό από όσο είχε συμπαθήσει η Στέλλα εκείνον .
Όταν αποφάσισε να βγει τελικά από το μπάνιο ,ήταν απόλυτα χαλαρωμένη και αποφάσισε να βγει από το δωμάτιο και να δει τι έκανε εκείνος .
Τον βρήκε να μαγειρεύει στην κουζίνα της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση του , ξαφνιάζοντας τον .
«Δεν σε κατάλαβα . Όλα καλά ;» την ρώτησε .
«Μπορώ να κάνω κι αλλιώς ; Απλά φοβάμαι λιγάκι και ντρέπομαι . Είναι πολύ νωρίς.» παραδέχτηκε .
«Είναι , αλλά δεν είναι και λίγο γελοίο να γνωρίζει το πανελλήνιο για την σχέση μας και να κρυβόμαστε από τους δικούς μας ;»
«Έτσι όπως το θέτεις ...»
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και εκείνος έσκυψε για να συναντήσει τα χείλη της .
Το κουδούνι που χτύπησε τους σταμάτησε πριν ξεφύγουν για άλλη μια φορά .
«Θα ανοίξεις για να ρίξω κάτι πάνω μου ;» τον ρώτησε και εκείνος συμφώνησε καθώς η ιδέα του να ανοίγει η Νόρα την πόρτα με το μπουρνούζι δεν του άρεσε καθόλου .
«Να δω τι άλλο θα κάνω εδώ μέσα ...» μονολόγησε και προχώρησε προς την πόρτα χωρίς να υπολογίσει πως και εκείνος δεν ήταν αρκετά ντυμένος .
Άνοιξε την πόρτα και είδε έναν τύπο με μια ανθοδέσμη στο χέρι να τον κοιτά σοκαρισμένος.
«Παρακαλώ;»
«Συγγνώμη... Την κύρια Δελλή θα ήθελα...» ψέλλισε ο άντρας αμήχανα .
«Θα τα παραλάβω εγώ τα λουλούδια . Ευχαριστούμε.» του είπε ο Λουκάς ,ενώ την ίδια ώρα έκανε την εμφάνιση της η Νόρα .
«Ποιος είναι αγάπη μου; Νίκο;!!»
«Κάποιος μας έστειλε λουλούδια . Μήπως έχεις ψιλά να δώσουμε στο παιδί;» την ρώτησε και εκείνη την στιγμή κατάλαβε πως η Νόρα έδειχνε να τον γνωρίζει . «Γνωρίζεστε;»
Η Νόρα είχε γίνει κόκκινη σαν παπαρούνα από την αμηχανία και αυτό δεν του άρεσε καθόλου του Λουκά που περίμενε να ακούσει τις εξηγήσεις της .
«Ο Νίκος είναι παλιός φίλος από την Μονεμβάσια και αυτός που με βοήθησε να βρω αυτό το σπίτι.» του εξήγησε .
Ο Νίκος είχε αποφασίσει να πάει από το σπίτι της Νόρας και να της ζητήσει συγγνώμη για την συμπεριφορά του ,αλλά δεν περίμενε πως την πόρτα της θα άνοιγε ένας άντρας που φορούσε μόνο ένα μποξεράκι και κρατούσε μια κουτάλα στο χέρι.
«Συγγνώμη για την ενόχληση ,αλλά σκέφτηκα να φέρω λουλούδια για τα καλορίζικα.» είπε προσπαθώντας να εξηγήσει την παρουσία του εκεί .
«Καμιά ενόχληση. Λουκά;»
«Ναι...»είπε μέσα από τα δόντια του. «Θα περάσεις μέσα;» πρότεινε απρόθυμα .
«Μην ενοχλήσω άλλο...»
«Δεν ενοχλείς . Έλα .» του είπε και έκανε στην άκρη για να περάσει , ενώ ο Λουκάς με την ανθοδέσμη στα χέρια κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να δει το φαγητό .
«Νίκο μας τι να σε κεράσουμε;» τον ρώτησε . «κόνιο κατά προτίμηση» μουρμούρισε .
«Μη σε βάζω σε κόπο... Λουκά είπαμε;»
«Κανένας κόπος. Πρώτη φορά σπίτι μας .» απάντησε ευγενικά . «που να μη σώσεις ...» συνέχισε να μουρμουρά .
Η Νόρα προσπαθούσε να κρατήσει μια ισορροπία στην κατάσταση, γιατί έβλεπε τον Λουκά έτοιμο να ορμήσει όσο και αν κατέβαλε προσπάθεια να φανεί ευγενικός . Αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της βέβαια ,κάπου μέσα της χαιρόταν που τον έβλεπε να ζηλεύει τόσο .
«Πολύ ωραίο το έφτιαξες το σπίτι Νοράκι . Σου ταιριάζει.» άκουσε τον Νίκο να της λέει και αν ήταν καρτούν ,καπνός θα έβγαινε από τα αυτιά του .
«Νοράκι;;;;» μουρμούρισε λίγο πιο έντονα αυτή τη φορά .
«Είπες τίποτα; Λουκάς είπαμε;» τον προκάλεσε ο Νίκος .
«Σε ευχαριστώ πολύ για τα λουλούδια και τα καλά σου λόγια Νίκο ,αλλά έχουμε μια υποχρέωση και θα πρέπει να φύγουμε ...» είπε η Νόρα για να τον κάνει να καταλάβει πως δεν μπορούσε να μείνει εκεί άλλο και παράλληλα να σώσει την κατάσταση.
«Φυσικά . Ελπίζω να τα ξαναπούμε.» είπε εκείνος καλόβολα και πήρε το χέρι της Νόρας με το δικό του και το έφερε στο στόμα του .
Ο Λουκάς με αυτή την κίνηση ξεπέρασε τα όρια του . Με δυο βήματα βρέθηκε να τραβά το χέρι της Νόρας και να σπρώχνει τον Νίκο έξω από την πόρτα.
«Μην το δένεις κιόλας! του είπε και του έκλεισε την πόρτα στη μούρη.
«Λουκά! Τι τρόπος ήταν αυτός;» τον μάλωσε η Νόρα αλλά βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα στην πόρτα και έναν εξοργισμένο Λουκά .
«Και τώρα οι δυο μας σιγανοπαπαδιά...»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top