ΚΕΦΆΛΑΙΟ 8ο



Η Δανάη αφού έφτασε στο ατελιέ της αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της. Σχημάτισε έναν αριθμό τηλεφώνου και περίμενε.

«Καλησπέρα Έλλη . Η Δανάη είμαι , που συναντηθήκαμε χθες.» εξήγησε στην κοπέλα που ακούστηκε απορημένη από το τηλεφώνημα και στην συνέχεια της πρότεινε να βρεθούν από κοντά για να συζητήσουν.

«Αύριο αν θες το απόγευμα έχω λίγο χρόνο. Σήμερα δυστυχώς έχω πολλές υποχρεώσεις . Είναι κάτι επείγον; » ρώτησε προβληματισμένη και αφού η Δανάη την καθησύχασε κανόνισαν να βρεθούν στο ατελιέ της την επομένη μέρα .

Η Δανάη χαμογέλασε με ικανοποίηση και έπεσε με τα μούτρα στην δουλειά . Όλα θα πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει.

Το ίδιο χαμόγελο είχε και η Έλλη που είχε μαντέψει τον λόγο που την ήθελε η Δανάη και την έβρισκε απόλυτα σύμφωνη .


Ο Λουκάς προβληματίστηκε με το τηλεφώνημα της Ζέτας και μόλις ξεμπέρδεψε με το γύρισμα την ενημέρωσε πως θα πήγαινε να την δει . Μπορεί να είχαν μια σχέση ελεύθερη , χωρίς τον έλεγχο και όλα αυτά που φθείρουν τα ζευγάρια , αλλά περνούσαν καλά μαζί . Όμως πλέον εκείνον δεν τον κάλυπτε αυτό . Ήθελε μια σχέση με προοπτική και αυτό δεν θα μπορούσε να το έχει μαζί της, οπότε το ξεκαθάρισμα ήταν μονόδρομος . Άλλωστε ο Λουκάς δεν ήταν από τους ανθρώπους που κρύβονταν στα δύσκολα .
Της χτύπησε το κουδούνι και περίμενε να του ανοίξει, παρόλο που του είχε δώσει κλειδιά . Ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε και αυτό γιατί εκείνος δεν της είχε δώσει κλειδιά για το δικό του σπίτι, ούτε είχε την πρόθεση να το κάνει .

«Σε περίμενα...» ήταν το μόνο που του είπε και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι ενώ παράλληλα του έκλεινε το στόμα με ένα φιλί .
Ο Λουκάς αιφνιδιάστηκε από την κίνηση της και το σώμα του αντέδρασε αυτόματα στην πρόκληση της . Ταίριαζαν πολύ με την Ζέτα σε αυτό το κομμάτι και δεν έκατσε να σκεφτεί πόσο αντίθετο ήταν αυτό που έκανε με τις σκέψεις και τα θέλω του και παραδόθηκε στα χάδια της . Ούτε μέχρι το κρεβάτι δεν πρόλαβαν να φτάσουν .

Ξαπλωμένοι στον καναπέ λίγη ώρα μετά με εκείνη αγκαλιά, ήταν χαμένος στις σκέψεις του, ενώ η Ζέτα χαμογελούσε ικανοποιημένη .

«Τι έχεις κάνει εδώ ;» την ρώτησε αφού μόλις εκείνη την στιγμή πρόσεξε το σκηνικό γύρω του με τα αναμμένα κεριά και την χαμηλή μουσική που ακουγόταν στον χώρο .

«Επειδή θα λείψω σκέφτηκα να πούμε αντίο σωστά .» του είπε ναζιάρικα και τον φίλησε στο στήθος .

Ανασηκώθηκε απότομα σαν να τον ενόχλησε το φιλί της και έψαξε να βρει τα ρούχα του . Ήθελε να καλυφτεί γιατί ένοιωθε εκτεθειμένος .

«Γιατί ντύνεσαι ;» τον ρώτησε η Ζέτα και ανακάθισε στον καναπέ ,γυμνή όπως ήταν.

«Θα χάσεις το καράβι.» απάντησε ο Λουκάς και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.

Αισθανόταν βρώμικος . Σαν να είχε κάνει κάτι κακό . Ήθελε να βγάλει την μυρωδιά της από πάνω του , αλλά αρκέστηκε να πλύνει το πρόσωπο του . Δεν ήθελε να πλυθεί στο μπάνιο της .
Η Ζέτα παρακολουθούσε τις κινήσεις του προβληματισμένη . Όση ώρα ήταν στην αγκαλιά της όλα ήταν καλά . Όμως μόλις το πάθος εκτονώθηκε ο Λουκάς απομακρύνθηκε . Το σώμα του ήταν εκεί , μαζί της , αλλά το μυαλό του ήταν αλλού και δυστυχώς μπορούσε να μαντέψει σε ποια . Αυτό το ταξίδι είχε έρθει την πιο ακατάλληλη στιγμή , αλλά δεν μπορούσε να το ακυρώσει . Η δουλειά της ήταν πάνω από όλα .



Δυο μέρες είχαν περάσει και η Νόρα με τον Λουκά, βάδιζαν με αργά ,αλλά σταθερά βήματα ο ένας προς τον άλλον , χωρίς να το ξέρει κανείς από του δυο ακόμα .

Η Έλλη με τη Δανάη συναντήθηκαν όπως είχαν προγραμματίσει , κρυφά από όλους και ανακάλυψαν πως είχαν πάρα πολλά κοινά και κυρίως πολύ αγάπη για τους φίλους τους . Έτσι αντάλλαξαν πληροφορίες και σκέψεις και έφτιαξαν ένα σχέδιο για να τους φέρουν κοντά .


Το απόγευμα της δεύτερης μέρας ,η Δανάη με την Νόρα κάθονταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της πρώτης και έπιναν τον καφέ τους συζητώντας τα νέα τους . Ήταν μια συνήθειας καινούρια αυτή που άρεσε και στις δυο και θα την καθιέρωναν για το διάστημα που η Νόρα θα έμενε μαζί τους .

Όταν το τηλέφωνο χτύπησε και ένας άντρας ζήτησε την Νόρα , η Δανάη την κοίταξε περίεργα όπως της έδινε το ακουστικό .

«Για σένα είναι...»

Η κοπέλα το πήρε στα χέρια της απορημένη αφού δεν θυμόταν να έχει δώσει σε κάποιον τον αριθμό του τηλεφώνου της Δανάης , αλλά μόλις άκουσε την φωνή του Νίκου , χαμογέλασε . Ένα χαμόγελο που έγινε ακόμα μεγαλύτερο όταν άκουσε τα νέα που της μετέφερε ο μεσίτης .

«Πότε μπορώ να το δω;» ρώτησε ανυπόμονα. «Σε πόση ώρα ; Οκ . Τα λέμε εκεί!»
«Πάω να δω ένα διαμέρισμα.» ανακοίνωσε ενθουσιασμένη στην Δανάη που την κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει . Την αγκάλιασε σφιχτά και άρχισε να χοροπηδά σαν μικρό παιδί .
«Τι εννοείς πάω να δω ένα διαμέρισμα; Ποιος είναι αυτός ο Νίκος ;» άρχισε τις ερωτήσεις η Δανάη .
«Ο Νίκος είναι παλιός φίλος από την Μονεμβάσια , μεσίτης και του έχω αναθέσει να μου βρει σπίτι.» της εξήγησε με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Εγώ γιατί δεν ξέρω τίποτα για αυτόν τον φίλο;» ρώτησε καχύποπτα .
«Αμάν βρε Δανάη ... Ώρες ώρες είσαι χειρότερη από τη μάνα μου.» την αποπήρε .
«Την οποία να σου θυμίσω πως δεν έχεις ενημερώσει για τις αλλαγές στη ζωή σου.» της επεσήμανε και η Νόρα συννέφιασε .

Δεν είχε μιλήσει ακόμη στη μητέρα της για τον χωρισμό της από τον Δημήτρη, γιατί ήξερε την αντίδραση της και ήθελε να αποφύγει την επίσκεψη της κυρίας Στέλλας για συμπαράσταση. Η μητέρα της ήταν γεμάτη κατανόηση, αλλά θα ήθελε να την έχει από κοντά και αυτό ήταν κάτι που η Νόρα δεν χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να σταθεί στα ποδιά της και να βρει ένα σπίτι.

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για μένα. Θα βρω το δρόμο μου και αυτή τη φορά θα είναι ο σωστός.» την διαβεβαίωσε και την αγκάλιασε σφιχτά πριν φύγει για να συναντήσει τον Νίκο .

Η Νόρα ενθουσιάστηκε με το σπίτι και είπε στον Νίκο να ετοιμάσει τα συμβόλαια το συντομότερο δυνατό . Ήταν τόσο χαρούμενη που θα μπορούσε να μετακομίσει την επομένη και εκείνος της πρότεινε να της δώσει τα κλειδιά για να ξεκινήσει να το ετοιμάζει .

«Θα το έκανες αυτό για μένα; Αχ Νίκο σε λατρεύω!» είπε και μέσα στον ενθουσιασμό της τον αγκάλιασε και του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Αν είναι να χαίρεσαι τόσο τώρα, δεν τολμώ να φανταστώ τι θα κάνεις μόλις υπογράψεις.» την πείραξε εκείνος χαμογελώντας αμήχανα και η Νόρα κοκκίνισε από την ντροπή της . «Μην αισθάνεσαι άσχημα . Δεν έγινε και κάτι . Άλλωστε γνωριζόμαστε τόσα χρόνια . Τι λες να πάμε για ένα ποτό να το γιορτάσουμε ;»της πρότεινε ανάλαφρα και περίμενε την απάντηση με κομμένη την ανάσα .

Πάντα του άρεσε η Νόρα, αλλά η κλειστή κοινωνία που μεγάλωσαν δημιουργούσε πολλούς περιορισμούς και εκείνος δεν τόλμησε ποτέ να της δείξει το ενδιαφέρον του . Τώρα όμως ήταν και οι δυο μεγαλύτεροι και μόνοι .

«Θα σε πείραζε να το κανονίσουμε για αύριο ;» αντιπρότεινε εκείνη , που δεν είχε καταλάβει τις προθέσεις του , αλλά θεώρησε πως του χρωστούσε ένα κέρασμα για το σπίτι που της βρήκε τόσο γρήγορα .

Μόλις έμεινε μόνη της , αντί να γυρίσει στο σπίτι της Δανάης και του Νικήτα , αποφάσισε να πάει στην παραλία της . Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της και να γιορτάσει . Θα γιόρταζε την έναρξη της νέας της ζωής .

Η βράδια ήταν ζεστή και η θάλασσα ήρεμη και την προκαλούσε να βουτήξει και αυτό έκανε . Μπήκε όπως ήταν με τα ρούχα και πλατσούριζε σαν μωρό μέσα στο νερό. Το γέλιο της έβγαινε αβίαστα και σκέφτηκε πως είχε πολύ καιρό να γελάσει έτσι .


Ο Λουκάς αυτές τις δυο μέρες ήταν σαν χαμένος . Χαμένος σε σκέψεις και συναισθήματα που δεν μπορούσε να ελέγξει ή να καταλάβει. Μόλις έφυγε από το σπίτι της Ζέτας πήγε στην παραλία του , προσπαθώντας να βρει γαλήνη ,αλλά δεν τα κατάφερε. Για πρώτη φορά ένιωθε πως η παραλία δεν του συγχωρούσε το λάθος του. Και είχε και την Έλλη που είχε βαλθεί να του σπάσει τα νεύρα. Κάτι σκάρωνε η ξανθιά ,αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι...

Εκείνο το απόγευμα τον βρήκε και πάλι στην παραλία του μόνο που ένοιωθε διαφορετικά .

Σαν να τον περίμενε ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top