Kεφάλαιο 53o

Η Νόρα άνοιξε την πόρτα ντροπαλά. Όλα ήταν πολύ περίεργα και δεν ήταν μέσα στις συνήθειες της να φιλιέται με έναν άγνωστο και μετά να τον φέρνει σπίτι της. Αλλά... πόσο πιθανό ήταν να ονειρευτείς μια ολόκληρη ζωή με κάποιον και μετά να τον γνωρίσεις;

Ο Λουκάς ήταν λίγο αμήχανος. Ένιωθε κι εκείνος άβολα και καταλάβαινε την Νόρα που ίσως να είχε τις αμφιβολίες της. Έπρεπε να κρατήσει κοντά τα χέρια του και να κάτσουν να συζητήσουν για όλα. Αυτό σκεφτόταν μέχρι που κοίταξε για πρώτη φορά γύρω του.

«Είναι όπως ακριβώς το ονειρεύτηκα!» είπε και η Νόρα χαμογέλασε.
«Το αγόρασα τον τελευταίο μήνα. Μετά τον χωρισμό μου από τον Δημήτρη» διευκρίνισε και ο Λουκάς έκανε ένα βήμα πίσω.
«Χρειάζομαι ένα ποτό.» ψέλλισε.
«Να πω πως δεν σε καταλαβαίνω ψέματα θα είναι!» συμφώνησε μαζί του και πλησίασε το σημείο που είχε ένα μπουκάλι κρασί και έβαλε σε δυο ποτήρια, προσφέροντάς του το ένα.
Ήπιαν από μια γουλιά και ο Λουκάς έβγαλε το μπουφάν του και κάθισε στον καναπέ, ενώ η Νόρα καθόταν ήδη στη μοναδική πολυθρόνα που υπήρχε στο χώρο.

«Δεν συνηθίζω να συμπεριφέρομαι έτσι ξέρεις» είπε και την κοίταξε στα μάτια, ενώ έφερε το ποτήρι ξανά στα χείλη του.
«Ούτε εγώ».
«Σε κοιτάζω και δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχεις...»
«Εγώ σε ήξερα από την τηλεόραση. Παρακολουθώ φανατικά τη σειρά που παίζεις».
«Πώς σου φαίνομαι από κοντά;» ρώτησε με μια πρωτόγνωρη αγωνία.
«Καλός είσαι» είπε και ανασήκωσε δήθεν αδιάφορα τους ώμους.
«Να υποθέσω πως οι καλές κουβέντες δεν υπάρχουν στο ρεπερτόριο σου» παραπονέθηκε και η Νόρα έλιωσε με το ύφος του.
«Όταν με γνωρίσεις καλυτέρα θα με καταλάβεις. Πώς με βρήκες;»
«Μου μίλησε η Δανάη. Είμαι ο φίλος του ξάδελφου του Νικήτα, που θα ερχόσασταν για ρεβεγιόν, αλλά δεν ήρθες» της εξήγησε.
«Δεν το πιστεύω! Μη μου πεις πως τον ξάδελφο τον λένε Μάνο και είναι παντρεμένος με την Έλλη!» αναφώνησε έκπληκτη.
«Θα σου πω πως έτσι τον λένε, αλλά δεν είναι ακόμα παντρεμένος με την Έλλη. Σήμερα τα έφτιαξαν και η Έλλη είναι παιδική μου φίλη» εξήγησε.
«Οι γονείς σου ζουν;»

«Η μητέρα μου μόνο. Τον πατέρα μου τον έχασα όταν ήμουν 15 χρονών. Οι δικοί σου;»

«Ζουν και μένουν μόνιμα στη Μονεμβάσια»
«Τι δουλειά κάνεις;»
«Δουλεύω σε μια εταιρία, στο λογιστήριο».
Και κάπως έτσι, τους βρήκε το ξημέρωμα. Στο σαλόνι της Νόρας να συζητούν σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι. Κατά ένα περίεργο τρόπο, ενώ η έλξη που αισθάνονταν ο ένας για τον άλλο ήταν εκεί, κανένας από τους δυο δεν έκανε κάποια κίνηση. Η ανάγκη τους να γνωριστούν, ήταν τόσο έντονη και από τις δυο πλευρές που επισκίαζε τα πάντα.
Η Νόρα σηκώθηκε πρώτη από τον καναπέ, τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει και πλησίασε το παράθυρο.
«Ξημέρωσε!» είπε και γύρισε προς το μέρος του Λουκά.
«Τόσο όμορφη!» μουρμούρισε εκείνος κοιτώντας την.
«Αφού από εκεί που κάθεσαι δεν βλέπεις έξω, πώς κατάλαβες πως είναι όμορφη η μέρα;» τον πείραξε εκείνη.
«Για σένα έλεγα. Έτσι όπως στέκεσαι, το φως πίσω σου σε κάνει να μοιάζεις με άγγελο».
Η Νόρα κοκκίνισε και κατέβασε το κεφάλι αμήχανη.
«Ευχαριστώ αν και είσαι λιγάκι υπερβολικός».
«Τι λες να φτιάξουμε καφέ;» είπε εκείνος και σηκώθηκε από τον καναπέ πρότεινε εκείνος για να την βγάλει από την δύσκολη θέση.

«Θα βρεις τα πάντα στο δεξί ντουλάπι και η καφετιέρα είναι στον πάγκο. Εγώ πάω να αλλάξω, γιατί δεν αντέχω άλλο με αυτό το φόρεμα».
Όση ώρα ήταν στο δωμάτιο της και άλλαζε, σκεφτόταν το βράδυ που πέρασε. Ο Λουκάς ήταν το άλλο της μισό και ήταν σίγουρη για αυτό, αλλά δεν ήθελε να βιαστεί. Ήθελε να γνωριστούν καλά και για να γίνει αυτό, έπρεπε να ζήσουν την καθημερινότητα τους. Κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη. Το μόνο διαφορετικό πάνω της πια ήταν το μαλλί. Είχε ξεβαφτεί και φόραγε μια απλή μαύρη φόρμα γυμναστικής. Χαμογέλασε μελαγχολικά γιατί σκέφτηκε πως η κοπέλα που γνώρισε χθες βράδυ ο Λουκάς δεν υπήρχε πια και αναρωτήθηκε αν θα του άρεσε.
«Νόρα, κτυπάει το κουδούνι!» ακούστηκε η φωνή του Λουκά και την έβγαλε από τις σκέψεις της.
«Άνοιξε σε παρακαλώ και έρχομαι!» απάντησε και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν βγει από το δωμάτιο της.

Ο Λουκάς άνοιξε την πόρτα και μπροστά του είδε την Δανάη με τον Νικήτα να τον κοιτούν καχύποπτα.

«Τι κάνεις εσύ εδώ; Πού είναι η Νόρα;» ρώτησε λιγάκι επιθετικά ο Νικήτας και μπήκε μέσα στο σπίτι.
«Καλημέρα και σε σένα Νικήτα» τον ειρωνεύτηκε ο Λουκάς. «Έχω φτιάξει πρωινό. Περάστε!»
Ο Νικήτας τον αγριοκοίταξε, ενώ η Δανάη χαμογέλασε και πήγε προς το τραπέζι να επιθεωρήσει το πρωινό.

«Καλώς τους! Πώς και έτσι πρωινοί;» είπε χαρωπά η Νόρα και τους πλησίασε.
«Ανησυχούσαμε γιατί δεν απαντούσες στο τηλέφωνο» ξεκίνησε να λέει «κανένας από τους δυο» διευκρίνισε και κοίταξε πάλι τον Λουκά πριν στραφεί σε εκείνη. «Τι έπαθαν τα μαλλιά σου;» ρώτησε έκπληκτος.
«Είπα να κάνω μια αλλαγή» είπε και ανασήκωσε τους ώμους. «Και έλεγα τι ξέχασα. Δεν χωρούσε στο τσαντάκι και το είχα αφήσει εδώ» εξήγησε.
«Και εγώ το ξέχασα στο αμάξι» είπε ο Λουκάς.
«Πολύ ωραίο το χρωματάκι. Εδώ όλα καλά;» ρώτησε μπουκωμένη με μια φρυγανιά η Δανάη.
«Τι λες εσύ Λουκά τώρα που ξημέρωσε; Όλα καλά;» τον ρώτησε η Νόρα και τον κοίταξε περιμένοντας με αγωνία να δει την αντίδραση του στην πραγματική της εικόνα.

Ο Λουκάς την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω πριν σταματήσει στα μάτια της.
«Καλύτερα δεν θα μπορούσαν να είναι!» είπε με σιγουριά, άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε στην αγκαλιά του.

«Θα φάμε τώρα που τα βρήκαμε; Ο Λουκάς έχει φτιάξει τόσα πράγματα και θα κρυώσουν» ακούστηκε η φωνή της Δανάης που είχε ήδη κάτσει στο τραπέζι και σερβιριζόταν.

ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ...


Ήταν όλοι μαζεμένοι στο σπίτι της Νόρας και περίμεναν την Δανάη με τον Νικήτα, να γυρίσουν από τον γιατρό. Σήμερα θα έβλεπαν το φύλο του μωρού. Σε αυτό το διάστημα είχαν καταφέρει να γίνουν όλοι μια πολύ όμορφη και αγαπημένη παρέα, όπως ακριβώς και στο όνειρο τους.

Η Νόρα πετάχτηκε σαν ελατήριο μόλις άκουσε το κουδούνι και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα.
«Λοιπόν;» ρώτησε χωρίς καν να τους χαιρετήσει.
«Κάτσε να πάρουμε μια ανάσα βρε Νόρα!» την μάλωσε γελώντας ο Νικήτας. «Τι κάνετε παιδιά;» χαιρέτησε τους υπόλοιπους και η Δανάη έκατσε στον καναπέ δίπλα στην Έλλη.
Όλοι την κοιτούσαν με αγωνία αλλά η Δανάη κοίταξε τον Λουκά πριν μιλήσει.

«Αγόρι είναι.» ανακοίνωσε.

Ο Λουκάς με την Νόρα κοιταχτήκαν με νόημα και μετά πλησίασαν το ζευγάρι και άρχισαν όλοι μαζί τις ευχές για το νέο μέλος.

Αφού καταλάγιασαν οι πανηγυρισμοί ο Μάνος πήρε το λόγο.
«Έχουμε και εμείς κάτι ευχάριστο να σας ανακοινώσουμε» είπε και τράβηξε την Έλλη στην αγκαλιά του.

«Παντρευόμαστε!» είπαν με μια φωνή και πρόσωπα που έλαμπαν από ευτυχία και ένας νέος κύκλος πανηγυρισμών ξεκίνησε.
«Θέλω να με συνοδεύεις εσύ στην εκκλησία» είπε η Έλλη στον Λουκά, μόλις ηρέμισαν.

Ο Λουκάς βούρκωσε. Την αγκάλιασε τρυφερά και την φίλησε στα μαλλιά.
«Είσαι σίγουρη;»
«Είσαι ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος, Λουκά μου. Φυσικά και το εννοώ».
«Και εγώ τι είμαι;» ρώτησε παραπονιάρικα ο Μάνος.
«Ξέρεις τι εννοώ βρε αγάπη μου. Μην κάνεις ναζάκια τώρα!» τον αποπήρε και ξαναγύρισε την προσοχή της στον Λουκά. «Λοιπόν Λουκά;»
«Με έναν όρο. Να σε συνοδεύω και να σας παντρέψω».
«Δεκτός!» απάντησαν και πάλι ταυτόχρονα.
«Να κανονίσετε όμως λίγο σύντομα γιατί φουσκώνω». τους θύμισε η Δανάη.
Και κάπως έτσι, άρχισαν να προετοιμάζονται για τον πρώτο γάμο της παρέας...

ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ...


Ο Μάνος περίμενε με αγωνία την Έλλη έξω από την εκκλησία. Δίπλα του ήταν ο Νικήτας, ενώ η Νόρα με τη Δανάη είχαν πάει να βοηθήσουν την Έλλη με τις ετοιμασίες και μαζί τους ήταν και ο Λουκάς που θα συνόδευε την Έλλη.
Η μητέρα του Λουκά τους πλησίασε και χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο του Μάνου.
«Έχεις αγωνία αγόρι μου;»
«Λιγάκι» παραδέχτηκε. «Η παρουσία σου κυρά -Δήμητρα ξέρεις πόσο σημαντική είναι για μένα».
«Και εσύ ξέρεις πως σε αγαπώ σαν παιδί μου, για αυτό άσε τα γλυκανάλατα γιατί θα έρθουν και θα μας βρουν να κλαψουρίζουμε» του είπε εκείνη στοργικά.
«Ήρθαν!» τους ενημέρωσε ο Νικήτας.
Πρώτες εμφανιστήκαν η Νόρα και η Δανάη. Πανέμορφες και οι δυο, αλλά με τη Δανάη με την φουσκωμένη κοιλίτσα της να κλέβει την παράσταση.
Την Έλλη συνόδευε ο Λουκάς, ενώ από πίσω έρχονταν η μητέρα της και η αδελφή της.
Ο Μάνος ένιωσε την καρδιά του να ξεχειλίζει από αγάπη στην θέα της γυναίκας του και αν έκρινε από το βλέμμα της, το συναίσθημα ήταν αμοιβαίο.
Η δεξίωση του γάμου έγινε σε ένα πολυτελέστατο εστιατόριο και με την παρουσία τους τίμησαν το ζευγάρι όλος ο επιχειρηματικός, αλλά και ο καλλιτεχνικός κόσμος.

Όμως όσος κόσμος και αν υπήρχε στο χώρο, οι έξι φίλοι ήταν σαν ένα σώμα.
«Άντε κουμπάρε και στα δικά σου!» είπε ο Μάνος γελώντας.
«Εμείς δεν βιαζόμαστε. Έτσι αγάπη μου;» ρώτησε εκείνος την Νόρα, που εκείνη την μέρα είχε μια ξεχωριστή λάμψη, και την τράβηξε στην αγκαλιά του.

«Η αλήθεια είναι πως εμείς δεν βιαζόμαστε, αλλά νομίζω πως κάποιος άλλος ίσως έχει άλλη γνώμη» είπε εκείνη.

«Ποιος; Είπαν κάτι οι γονείς σου;» αναρωτήθηκε.

Η Δανάη και η Έλλη, που γνώριζαν το μικρό μυστικό της Νόρας, κρυφογελούσαν και ο Μάνος με τον Νικήτα, έκαναν σενάρια με τον Περικλή να απειλεί τον Λουκά να παντρευτεί την κόρη τους, αποσπώντας του την προσοχή.

«Αν δεν βιαστούμε, σε επτά μήνες θα έχουμε παρέα και θα είναι λιγάκι πιο δύσκολο» είπε και πήρε το χέρι του με το δικό της και το ακούμπησε στην κοιλιά της.

«Εννοείς αυτό που φαντάζομαι;»

Ο Λουκάς κοίταξε το χέρι του που ακουμπούσε στην κοιλιά της και ένιωσε ένα χείμαρρο από δάκρυα χαράς να ανεβαίνουν στα μάτια του. Την σήκωσε στην αγκαλιά του και άρχισε να την στριφογυρίζει, ενώ παράλληλα την φιλούσε σε όλο το πρόσωπο, όμως μετά από λίγο σταμάτησε την άφησε μαζί με τους φίλους τους και πλησίασε την ορχήστρα.

«Την προσοχή σας παρακαλώ!» είπε στο μικρόφωνο και όλοι γύρισαν προς το μέρος του. «Σήμερα είναι μια σπουδαία μέρα για τον Μάνο και την Έλλη και θέλω να τους ευχηθώ να ζήσουν μια όμορφη και γεμάτη ζωή. Όμως δεν είναι μόνο για εκείνους ξεχωριστή αυτή η μέρα. Μόλις έμαθα πως θα γίνω πατέρας!» ανακοίνωσε και χειροκροτήματα γέμισαν τον χώρο, ενώ η μητέρα του Λουκά άρχισε να κλαίει από την συγκίνηση.

«Συγγνώμη που διακόπτω, αλλά... νομίζω πως γεννάω. Νικήτα!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top