Kεφάλαιο 49o


Σε κάποιο σπίτι στα δυτικά προάστια, δυο γυναίκες μεγαλούτσικες σε ηλικία, χαζεύουν στην τηλεόραση.

«Σοφία αυτός δεν είναι ο Λουκάς από το σήριαλ που βλέπαμε;»

«Ναι αυτός είναι.» απάντησε η Αιμιλία.
«Άνοιξε λίγο τη φωνή, καλέ. Τρέιλερ για καινούρια σειρά είναι;»

« Τίτλοι τέλους έπεσαν για την εργένικη ζωή του Λουκά Μαυρίδη, του πολυαγαπημένου και πολύ ταλαντούχου ηθοποιού. Σήμερα το απόγευμα έγινε ο γάμος του με την εκλεκτή της καρδιάς του Νόρα Δελλή, σε ένα ονειρεμένο τοπίο που θύμιζε παραμύθι. Οι καλεσμένοι λίγοι και εκλεκτοί ανάμεσα τους και η δίκια μας Έλενα στην εκπομπή της όποιας θα δείτε εκτενέστατο ρεπορτάζ για το τι συνέβη στο γάμο. Εμείς να ευχηθούμε τα καλύτερα στο ζευγάρι και κλείνουμε με ένα στιγμιότυπο που τουλάχιστον εμάς μας μάγεψε. »

Η οθόνη της τηλεόρασης γέμισε με την φωτογραφία του ζευγαριού, την ώρα που έβγαιναν από την εκκλησία με τον Λουκά να την κρατά αγκαλιά και να κοιτάζονται στα μάτια με λατρεία, με φόντο την παραλία τους, ντυμένη με τα χρώματα του Ήλιου που έδυε.

«Πάει κι αυτός...» σχολίασε η Σοφία αναστενάζοντας.

«Τι κούκλος όμως...» συμφώνησε η Αιμιλία και αναστέναξε και αυτή. «Και η κοπελιά καλή είναι όμως».
«Αυτή δεν ήταν που για χάρη της πλάκωσε έναν τύπο στο ξύλο πριν λίγο καιρό;»
«Πού το θυμήθηκες; Ναι, αυτή είναι. Θυμάσαι την εκπομπή της Έλενας που μιλούσε για αυτήν και δάκρυζε;»
«Δεν υπάρχουν πολλοί άντρες σαν αυτόν στις μέρες μας Αιμιλία μου»
«Τι να πεις... Να ζήσουν τα παιδιά και να είναι ευτυχισμένα.»
«Και στα δικά μας οι ελεύθερες. »
«Τι έγινε Σοφάκι; Γαμπρούς ονειρεύεσαι;»
«Δεν με πήραν και τα χρόνια» είπε και συνέχισε να πλέκει προκαλώντας το γέλιο της Αιμιλίας που άλλαξε κανάλι.

***

Στην παραλία της δικής τους Εδέμ, ένα ζευγάρι καθόταν αγκαλιασμένο και περίμενε να ξημερώσει.
Είχαν στρώσει μια κουβέρτα και είχαν ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν, ενώ έτσι όπως είχαν μπλεχτεί τα χέρια τους από την αγκαλιά, έβλεπες το μαύρο του κουστουμιού, να εναλλάσσεται με το λευκό του νυφικού φορέματος. Η Νόρα είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στέρνο του Λουκά και εκείνος ακουμπούσε το πιγούνι του στην κορυφή του κεφαλιού της.

«Είσαι σίγουρη πως δεν κρυώνεις;» την ρώτησε για άλλη μια φορά ανήσυχος ο Λουκάς.

«Στην αγκαλιά σου ποτέ.» είπε και κούρνιασε καλύτερα.
«Έχει υγρασία...» συνέχισε εκείνος αλλά η Νόρα με το χέρι της έκλεισε το στόμα του.
«Σταμάτα να ανησυχείς. Είμαι μια χαρά σου λέω.» τον διαβεβαίωσε και εκείνος φίλησε τρυφερά το χέρι που έκλεινε το στόμα του κάνοντας την να χαχανίσει.

Ο Λουκάς, μόλις εκείνη τράβηξε το χέρι της, την φίλησε απαλά στα μαλλιά. Δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει πως κρατούσε στην αγκαλιά του τη γυναίκα του. Σαν όνειρο του φαινόταν πως είχαν μόλις πριν λίγες ώρες παντρευτεί και αναστέναξε κάνοντας την Νόρα να τον κοιτάξει με απορία.

«Είσαι καλά;»

«Μου φαίνεται σαν όνειρο που είμαστε τώρα εδώ, αγκαλιά. Εγώ και η γυναίκα μου.»

«Είσαι πάρα πολύ ρομαντικουλης τελικά.» τον πείραξε και χώθηκε περισσότερο στην αγκαλιά του. Ένιωθε τόσο όμορφα όταν την κρατούσε στα χέρια του...

«Λες να παρεξηγήθηκαν που φύγαμε και τους αφήσαμε μόνους;»
«Δεν νομίζω. Γιατί να παρεξηγηθούν;»
«Έτσι όπως φύγαμε. ..»

Το μυαλό του Λουκά γύρισε μερικές ώρες πίσω. Μετά το μυστήριο είχαν μαζευτεί όλοι στο χώρο της δεξίωσης, ενώ εκείνος με την Νόρα είχαν μείνει για τις καθιερωμένες φωτογραφίες. Είχε φροντίσει επειδή ο γάμος γινόταν νωρίς, οι καλεσμένοι τους να βρουν καφέ, γλυκά, χυμούς ή ότι άλλο μπορεί να ήθελαν, όση ώρα περίμεναν να αρχίσει το πάρτι.

Όταν τέλειωσαν με τις φωτογραφίες, έφτασαν και εκείνοι στο χώρο και εκεί εκτός από τους καλεσμένους τους που ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και σφυρίγματα μόλις τους είδαν, το τραγούδι που τους υποδέχτηκε ήταν το «When a man loves a woman». Άλλη μια έκπληξη του Λουκά που η Νόρα δεν την περίμενε και είχε συγκινηθεί πολύ.
Και το πάρτι άρχισε. Χόρεψαν, έφαγαν, γέλασαν, πειράχτηκαν και μόλις τα ρολόγια έδειξαν μεσάνυχτα, τους χαιρέτησαν όλους και κατέβηκαν στην παραλία. Ήθελαν να υποδεχτούν την πρώτη μέρα της νέας τους ζωής αγκαλιά, στο μέρος που τους ένωσε και αυτό ακριβώς έκαναν.

«Λουκά κοίτα!» διέκοψε τις σκέψεις του η Νόρα, δείχνοντας του τις πρώτες ακτίνες του ήλιου που ξεπρόβαλαν δειλά στον ορίζοντα.

«Καλημέρα κυρία Μαυρίδη».
«Καλημέρα κύριε Μαυρίδη» είπε κι εκείνη πάνω στα χείλη του λίγο πριν εκείνος τα κλείσει σε ένα φιλί ζωής.

*
Μόλις το φως άρχισε πλέον να διώχνει όλες τις σκιές της νύχτας, πήραν επιτέλους τον δρόμο για το σπίτι τους και όταν έφτασαν έξω από αυτό και κατέβηκαν από το αυτοκίνητο ο Λουκάς της ζήτησε να κλείσει τα μάτια της.

«Βρε Λουκά το έχω δει ήδη το σπίτι!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Κάνε μου το χατίρι! Κλείσε τα μάτια σου και θα τα ανοίξεις όταν σου πω.» επέμεινε εκείνος και η Νόρα, σαν μουτρωμένο παιδάκι, τα έκλεισε και τον άφησε να την οδηγήσει στο σπίτι.

Δεν την άφησε να περπατήσει. Την σήκωσε στην αγκαλιά του και η Νόρα όσο και αν ήθελε να ανοίξει τα μάτια της, απλά βολεύτηκε στα χέρια του και άφησε τον εαυτό της να αφουγκραστεί τις κινήσεις του. Τον ένιωθε που περπατούσε στο μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο και μετά που προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του και σφίχτηκε περισσότερο πάνω του.

«Μην φοβάσαι. Δεν θα σε ρίξω» της ψιθύρισε εκείνος, παρερμηνεύοντας την κίνηση της.

«Το ξέρω. » του απάντησε σίγουρη πια πως η αγκαλιά του θα ήταν για πάντα το λιμάνι της.

Μόλις ακούστηκε το κλειδί να γυρίζει, ο Λουκάς έσπρωξε την πόρτα με το πόδι για να ανοίξει και αφού πέρασε το κατώφλι, ακούμπησε απαλά την Νόρα στο έδαφος.

«Άνοιξε τα μάτια σου» την προέτρεψε και η Νόρα ρίγησε αφού η ανάσα του χάιδεψε τον αυχένα της.

Το βλέμμα της ταξίδεψε σε όλο τον χώρο μπροστά της και η ανάσα της σταμάτησε από την εικόνα που αντίκρισε. Η είσοδος του σπιτιού ήταν στολισμένη με λεύκα και κόκκινα τριαντάφυλλα και στο πάτωμα ροδοπέταλα σχημάτιζαν μια τεράστια καρδιά, πλαισιωμένη από κεράκια ρεσό και στο πάνω μέρος της ήταν γραμμένο στα αγγλικά «I LOVE YOU». Πέταλα υπήρχαν διάσπαρτα και σε άλλα σημεία όπως και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα λεύκα αυτή τη φορά που ο Λουκάς έσκυψε τα πήρε στα χέρια του και της τα πρόσφερε.

«Λοιπόν; Σου αρέσει;» την ρώτησε με αγωνία αν και το πρόσωπο της μαρτυρούσε τα πάντα.

«Πώς θα μπορούσε να μην μου αρέσει;» είπε και μύρισε τα τριαντάφυλλα στην αγκαλιά της.

Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί και πάλι στον χώρο και μετά ξαναγύρισε προς το μέρος του.

«Είσαι πολύ καλός για να είσαι αληθινός Μαυρίδη.»

«Αυτό να το θυμάσαι όταν θα αρχίσεις να με βαριέσαι Δελλή.»
«Κυρία Μαυρίδη σε παρακαλώ» του θύμισε και εκείνος γέλασε. «Στον προθάλαμο θα μείνουμε; Ανυπομονώ να δω τι έχεις κάνει με τα υπόλοιπα δωμάτια. »

Εκείνος με μια κίνηση του χεριού του την προέτρεψε να προχωρήσει και την ακολούθησε, προσέχοντας παράλληλα να μην πατήσει κάποιο από τα ροδοπέταλα και γλιστρήσει.

Όλα όσα δεν είχε τολμήσει ποτέ να ονειρευτεί, βρίσκονταν μέσα σε αυτό τον χώρο και ο Λουκάς ένοιωθε πια ολοκληρωμένος.


{{Αν νομίζετε πως εδώ τελειώσαμε και "έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα" ...ξανασκεφτείτε το !

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να περνάτε καλά και μην σταματάτε να ονειρεύεστε. }}

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top