Kεφάλαιο 47o
Στο σπίτι της Έλλης και του Μάνου, κάθονταν όλοι μαζί και έτρωγαν πρωινό, φλυαρώντας ανέμελα.
«Ο γάμος είναι νωρίς, οπότε πρέπει να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά» είπε η Έλλη όταν πρόσεξε την ώρα.
«Μα καλά, πώς τους ήρθε να τον κάνουν τόσο νωρίς;» απόρησε η Μαρίλια.
«Αν δεις το μέρος θα καταλάβεις. Εγώ στη θέση τους θα τον έκανα πρωί.» σχολίασε η Έλλη.
«Σιγά μην σηκωνόμουν χαράματα να τον παντρέψω. Δεν φτάνει που θα μας σταθεί το φαί στο λαιμό με τον ηλίθιο.» γκρίνιαξε ο Μάνος και η Έλλη του χτύπησε το χέρι που είχε πάνω στο τραπέζι.
«Μην τον ακούτε! Τραβάτε με και ας κλαίω είναι. Έπρεπε να τον βλέπατε πώς έκανε μέχρι να του ανακοινώσουν πως θα γίνει κουμπάρος...»
«Καλά, γκρίνιαξα λίγο, αλλά...»
«Λίγο; Προσπαθείς να δημιουργήσεις εντυπώσεις καλέ μου;» τον προκάλεσε και εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα του σαν παιδί που το μάλωσαν.
«Δεν τα βγάζω πέρα μαζί σου. Πάω να ετοιμάσω τα πράγματα μου και να πάω στον Λουκά που με περιμένει.»
Οι τρεις γυναίκες γέλασαν με την στάση του, αλλά δεν τον πείραξε. Ήξερε πως το έκαναν με καλοσύνη και αγάπη.
«Εμείς τι ώρα θα πάμε;» ρώτησε η μητέρα της.
«Τα έχω κανονίσει όλα. Θα έρθει η κομμώτρια από εδώ και μόλις τελειώσουμε θα πάμε από το σπίτι του Λουκά. Η κυρία Δήμητρα έχει κανονίσει να φάμε όλοι εκεί.»
«Αχ, η καλή μου η Δήμητρα! Φαντάζομαι πόσο συγκινημένη θα είναι.»
«Είναι και συγκινημένη αλλά και πολύ ευτυχισμένη επίσης. Η Νόρα είναι πολύ κάλο παιδί. Μόλις τη γνωρίσεις και εσύ θα καταλάβεις τι λέω.» της απάντησε η Έλλη.
*
Η Νόρα βρισκόταν σε κατάσταση πανικού. Όλα ήταν έτοιμα, αλλά εκείνη είχε τόση αγωνία που ζαλιζόταν συνέχεια και παράλληλα η ναυτία δεν έλεγε να υποχωρήσει. Ο Περικλής βλέποντας την κόρη του να μην αισθάνεται καλά, ήταν συνέχεια από πάνω της. Να την ρωτάει αν θέλει κάτι, να βρίζει τον Λουκά που κατάντησε έτσι το κοριτσάκι του και αλλά τέτοια όμορφα, που έκαναν την Νόρα να θέλει να βάλει τις φωνές.
«Μαμά!!!!» φώναξε και η Στέλλα πήγε τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρα.
«Έλα καλή μου. Χρειάζεσαι κάτι;» την ρώτησε ανήσυχη.
«Πάρε σε παρακαλώ τον μπαμπά από εδώ. Δεν τον αντέχω άλλο!»
«Βρε κοριτσάκι μου, από αγάπη τα κάνει όλα.» προσπάθησε να τον δικαιολογήσει και παράλληλα να ηρεμίσει την κόρη της.
«Το ξέρω και το εκτιμώ, αλλά μου έχει κάνει τα νεύρα κρόσσια και τα μωρά δεν λένε να ηρεμίσουν. Σε παρακαλώ...» είπε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Θα βρω μια δικαιολογία να τον διώξω για λίγο.» την διαβεβαίωσε.
Άκουσαν το κουδούνι να χτυπά σηματοδοτώντας την άφιξη της Δανάης και άφησαν τον Περικλή να ανοίξει την πόρτα.
«Κύριε Περικλή καλημέρα! είπε χαρούμενα η Δανάη και τον αγκάλιασε.
«Πού την είδες κορίτσι μου;» της απάντησε εκείνος με μούτρα.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ανήσυχη.
«Το κοριτσάκι μου δεν είναι καλά. Αυτός ο άχρηστος φταίει! Βιάστηκε να κάνει τον γάμο και να την ταλαιπωρήσει.» εξήγησε και η Δανάη τον κοίταξε σαν χαμένη.
«Σας χάνω λιγάκι... Η Νόρα που είναι;»
«Αυτό σου λέω! Μέσα, ξαπλωμένη γιατί ζαλίζεται και κάνει εμετό.» είπε αγανακτισμένος που δεν έβρισκε την αναμενόμενη ανταπόκριση από την κοπέλα.
Πάνω στην ώρα βγήκε από την κρεβατοκάμαρα η Στέλλα.
«Καλώς την! Τι του λες του κοριτσιού βρε Περικλή;» τον μάλωσε γιατί είχε ακούσει τα τελευταία του λόγια, ενώ παράλληλα αγκάλιασε τρυφερά την Δανάη.
«Την αλήθεια. Το παιδί μου δεν είναι καλά.» απάντησε θιγμένος.
«Μια χαρά είναι, όσο δεν την ζαλίζεις με τις υπερβολές σου.» τον επέπληξε και η Δανάη άρχισε να καταλαβαίνει τι συνέβαινε και αποφάσισε να βοηθήσει λιγάκι την κατάσταση.
«Κύριε Περικλή έχω μια ιδέα. Όση ώρα εμείς θα κάνουμε τα γυναικεία μας εδώ πέρα, τι λέτε να πάτε από το σπίτι που είναι ο πατέρας μου με τον Νικήτα και το Μάριο, να πιείτε κανένα καφεδάκι και να περάσει και η ώρα σας;»
«Και να αφήσω το κοριτσάκι μου μόνο του;»
«Δεν θα είναι μόνη της και σε λίγο θα έρθει η κομμώτρια. Τι θα κάνεις εδώ μέσα; Θα βαρεθείς.» τον ενθάρρυνε η Στέλλα και εκείνος φάνηκε να το σκάφτεται.
«Λέτε; Καλά θα πάω, αλλά αν χρειαστείτε κάτι...»
«Τίποτα δεν θα χρειαστούμε. Άντε πήγαινε!» του είπε η γυναίκα του και τον έσπρωξε σχεδόν προς την εξώπορτα.
«Μπα σε κάλο σου. Κάτσε να χαιρετήσω το παιδί. Έτσι θα φύγω;»
«Θα της πω εγώ πως έφυγες, γιατί την πήρε λίγο ο ύπνος. Άντε!» τον διαβεβαίωσε και του έδωσε το παλτό του.
Μόλις έφυγε ο Περικλής, η Στέλλα αναστέναξε ανακουφισμένη.
«Να είσαι καλά κορίτσι μου! Μας είχε σπάσει τα νεύρα από το πρωί.»
«Κάτι κατάλαβα.» είπε η Δανάη γελώντας. «Η Νόρα όντως κοιμάται;»
«Όχι καλέ! Απλά είναι ξαπλωμένη γιατί ζαλίζεται λίγο. Πάμε μέσα.»
Η Νόρα ήταν καθισμένη στο κρεβάτι και μιλούσε στην κοιλιά της.
«Τι λέτε να σηκωθούμε σιγά σιγά να αρχίσει η μανούλα να ετοιμάζεται, γιατί διαφορετικά ο πατερούλης θα πάθει νευρικό κλονισμό; Να γίνω μια κούκλα και να με δει ο μπαμπάς σας και να με ξαναερωτευτεί; Από αύριο μπορείτε να κάνετε ότι θέλετε. Εγώ δεν θα σας πω τίποτα.»
Η Στέλλα και η Δανάη στέκονταν στο άνοιγμα της πόρτας και την άκουγαν προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσουν τα γέλια τους.
«Τέτοια να λες και να σε δω αύριο να μην μπορείς να σηκωθείς και τι θα κάνεις.» την πείραξε.
«Δεν ντρέπεστε να με κοροϊδεύετε;» παραπονέθηκε.
«Πώς αισθάνεσαι καλή μου;» την ρώτησε η μητέρα της.
«Καλύτερα νομίζω. Ο μπαμπάς;»
«Τον έστειλα να κάνει παρέα στον δικό μου. Σήκω να κάνεις μπάνιο, γιατί σε λίγο έρχεται η Γιώτα να σε χτενίσει. Το νυφικό που το έχεις βάλει να του ρίξω μια ματιά;» είπε σοβαρά η Δανάη και έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσουν οι ετοιμασίες της νύφης.
*
Στο σπίτι του γαμπρού, ο Μάνος με τον Λουκά έπιναν καφεδάκι και συζητούσαν χαλαρά.
«Παντρεύεσαι και εσύ...» είπε ο Μάνος και ξεφύσησε με παράπονο.
«Μην βάλεις και τα κλάματα.»
«Είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου σε σένα αλλά τώρα... πάει και αυτό.»
«Ποιες ελπίδες;» τον ρώτησε ο Λουκάς απορημένος.
«Ότι εσύ θα είσαι εργένης, θα γκομενίζεις και θα μου περιγράφεις τις πικάντικες λεπτομέρειες, που θα δίνουν νόημα στην ήσυχη οικογενειακή ζωή μου.» εξήγησε με δραματικό ύφος.
«Εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα. Σε έκανα και κουμπάρο μου!» του είπε και του πέταξε ένα μαξιλαράκι.
«Όμως εσύ ήθελες να παντρευτείς και να γίνεις και πατέρας, τρομάρα σου. Άκου πατέρας!» συνέχισε στον ίδιο τόνο ο Μάνος, πιάνοντας το μαξιλαράκι στον αέρα.
«Πες ότι ζηλεύεις που εγώ τα κατάφερα με την πρώτη να κάνω δίδυμα.» ανταπέδωσε το πείραγμα ο Λουκάς. Του άρεσε αυτό που έκανε ο Μάνος. Του μείωνε το άγχος και ο φίλος του το ήξερε και για αυτό το συνέχιζε.
Το μαξιλαράκι που πέταξε ο Μάνος, αυτή τη φορά, προσγειώθηκε στην αγκαλιά της Δήμητρας, η όποια γελούσε με τα καμώματα τους.
«Δεν θα σοβαρευτείτε ποτέ εσείς;» τους ψευτομάλωσε.
«Γιατί να σοβαρευτούμε καλέ; Μια χαρά δεν είμαστε;»
«Εσύ ειδικά είσαι δυο τρομάρες...» απάντησε χαχανίζοντας ο Λουκάς.
Η Δήμητρα δεν τους άφηνε να συνεχίσουν τα πειράγματα γιατί η ώρα περνούσε και εκείνη είχε άρχισε να αγχώνεται.
«Τι ώρα θα έρθει η Έλλη, Μάνο;» ρώτησε.
«Δεν θα έρθει μόνη της. Είναι εδώ η Αγγέλα με την Μαρίλια.» τους ενημέρωσε.
«Σοβαρά; Τι ωραία! Πόσο καιρό έχω να τις δω...Τους είπες ελπίζω να έρθουν για φαγητό».
«Και βέβαια! Φαντάζομαι σε καμία ώρα θα είναι εδώ.» την διαβεβαίωσε.
«Πότε ήταν που ετοιμάζαμε την Έλλη νυφούλα και τώρα ήρθαν για τον Λουκά μου.» συνέχισε συγκινημένη.
«Είδες τι έκανες ; Δεν μπορούσες να το κρατήσεις για έκπληξη;» ψιθύρισε ο Λουκάς στο Μάνο.
«Πού να ξέρω εγώ πως θα αρχίσει να κλαψουρίζει; Δική σου μάνα είναι.» απάντησε λίγο πιο δυνατά εκείνος και η Δήμητρα τους κοίταξε αυστηρά.
«Δεν ντρέπεστε να με κοροϊδεύετε; Γαϊδούρια και οι δυο!»
Τα αγόρια κοιταχτήκαν και την αγκάλιασαν ταυτόχρονα. Μια μεγάλη αγκαλιά για την μητέρα του Λουκά, που τόσα χρονιά είχε σταθεί και στον Μάνο σαν την μητέρα που είχε χάσει.
*
Οι υπόλοιπες ώρες κύλησαν πολύ γρήγορα για τους μελλόνυμφους και τους αγαπημένους τους ανθρώπους. Με γέλια, αλλά και συγκινητικές στιγμές μέχρι να έρθει η ώρα του γάμου. Η στιγμή που δυο ζωές θα ξεκινούσαν και επίσημα την κοινή τους πορεία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top