Πενήντα βαθμοί υπό σκιάν

Τι ζέστη είναι αυτή! Οι μετεωρολόγοι μέρες τώρα μιλούν για το χειρότερο καύσωνα που έχει βιώσει ο τόπος, αλλά είναι άλλο πράγμα να το ακούς σαν είδηση και άλλο να το βιώνεις. Δεν μπορείς να αναπνεύσεις! Ο αέρας λες και είναι πηχτός, κατεβαίνει με δυσκολία και καίει τα πνευμόνια. Ο ιδρώτας τρέχει σε όλο σου το κορμί και στην παραμικρή κίνηση, νιώθεις εξάντληση. Θες να βγάλεις το δέρμα σου με τα νύχια σου, μπας και καταφέρεις να ανασάνεις.

Είναι η εποχή που μαζεύουν τα καπνά και το μικρό χωριό μερικά χιλιόμετρα έξω από το Αγρίνιο είναι λες και βράζει σε καζάνι. Υγρασία και σκόνη παντού! Και αυτή η μυρωδιά από τα καπνά, που ξεραίνονται στις λιάστρες, έχει ποτίσει τα πάντα γύρω σου. Το χώρο, τον αέρα, τα ρούχα, την ψυχή σου την ίδια. Παντού ακούγονται ήχοι από κοκόρια και πουλιά και κάπου στο βάθος ο ήχος από ένα αλυσοπρίονο. Ο Γάκιας της κυρα-Λάμπραινας παρά την εξωφρενική ζέστη, συνεχίζει εμμονικά να κόβει κορμούς ξύλων και να τους στοιβάζει στη μάντρα για να έχει για το χειμώνα. Λίγο πιο πέρα ακούς πού και πού τη μηχανή από κάποιο τρακτέρ, που διασχίζει τον επαρχιακό δρόμο, σηκώνοντας τόνους σκόνη και χώμα στο πέρασμά του.

Η Αντιγόνη πετάγεται από την πολυθρόνα που έχει σωριαστεί. Πρέπει να την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει. Η ζέστη και το ξενύχτι την έχουν εξασθενήσει, νιώθει αποπροσανατολισμένη. Κατευθύνεται αγχωμένη στο νεροχύτη της κουζίνας και ρίχνει μερικές χούφτες νερό στο πρόσωπό της.

-Θεέ μου! Ακόμα και το νερό ζεματάει, μονολογεί και σκουπίζει τα χέρια της πάνω στην ποδιά της. Πόσο χαζή είμαι, έχω τόσα να κάνω και με πήρε ο ύπνος. Δεν θα προλάβω να είναι όλα έτοιμα όταν έρθει ο Δημήτρης μου από το χωράφι. Πρέπει να βιαστώ.

Ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα με γρήγορα βήματα και κατευθύνεται στο δωμάτιο του παιδιού. Σκύβει πάνω από την κούνια του και απλώνει τα χέρια της να χαϊδέψει το αγαπημένο κορμάκι, το βελούδινο δερματάκι.

-Χριστέ μου! Το μωρό!

Η Αντιγόνη κοιτάζει με απόγνωση μέσα στην κούνια. Τραβάει το μικρό σεντονάκι με τα όμορφα ζωγραφισμένα κίτρινα παπάκια, πετάει στο πάτωμα τα αφράτα πλαϊνά μαξιλαράκια. Αναζητά το μωρό, τον μικρό της θησαυρό, τον Γιαννάκη της, αλλά αυτός δεν είναι πουθενά. Η κούνια είναι άδεια. Το μωρό δεν είναι μέσα.

Κοιτάζει με απόγνωση γύρω της. Όλα είναι στη θέση τους, γαλήνια, ήσυχα. Χρώματα παστέλ, γαλαζοπράσινα, κίτρινα, στολισμένα και απλωμένα στη θέση τους. Τακτοποιημένα στη θέση τους και τα χνουδωτά κουκλάκια και ζωάκια, που την κοιτάζουν επικριτικά. Τα ακούει να της ψιθυρίζουν.

-Κοιμήθηκες! Δεν ήσουν εδώ να προφυλάξεις το μωρό σου και τώρα πάει, κάποιος στο άρπαξε. Ο μικρός Γιαννάκης δεν είναι στο κρεβατάκι του πια, να κοιμάται ήσυχος και γαλήνιος.

Το παράθυρο! Είναι ανοιχτό! Η κουρτίνα ούτε που κουνιέται, άπνοια και ζέστη κυριαρχεί και στο παιδικό δωμάτιο, αλλά το παράθυρο είναι ανοιχτό! Κάποιος θα μπήκε από κει και θα άρπαξε το μωρό.

Η Αντιγόνη σωριάζεται στο έδαφος και σπαράζει στο κλάμα, βαστώντας το κεφάλι της, τραβώντας τα μαλλιά της.

-Μωρό μου, Γιαννάκη μου... Πού είσαι σπλάχνο μου; Ποια χέρια ακουμπάνε το κορμάκι σου; Ποιος σε πήρε από μένα ψυχή μου;

Πετάγεται αλαφιασμένη και βγαίνει στο δρόμο. Ο ιδρώτας τρέχει από το μέτωπό της. Αλμυρές στάλες, δημιουργούν μικρά ρυάκια που μπλέκουν με τα δάκρυά της και στάζουν στο λαιμό της και στο στήθος της.

Βλέπει μια ηλικιωμένη γυναίκα να ανεβαίνει με αργά βήματα το στενό χωμάτινο μονοπάτι πλάι στο σπίτι της, βαστώντας έναν κουβά και μια λινάτσα. Τρέχει πίσω της, την πιάνει από τον ώμο. Η κραυγή της βγαίνει βαθιά μέσα από τα σωθικά της.

-Κυρά Χρυσάνθη, ο Γιαννάκης μου. Κάποιος μού τον άρπαξε.

Η ηλικιωμένη κοντοστέκεται. Αφήνει τον κουβά με τα αβγά που μόλις μάζεψε από το κοτέτσι της και πιάνει τα χέρια της Αντιγόνης.

-Ησύχασε κορίτσι μου, εσύ τρέμεις ολόκληρη! Όλα θα πάνε καλά, μην φοβάσαι. Έλα, πάμε στον καφενέ να πούμε στα παιδιά να ειδοποιήσουν το Δημήτρη στο κτήμα.

-Ναι, κυρά Χρυσάνθη, πάμε, γρήγορα!

Η κυρά Χρυσάνθη βαστάει σφιχτά τα χέρια της Αντιγόνης και προσπαθεί να ακολουθήσει το γρήγορο βήμα της κοπέλας προς τον καφενέ του χωριού.

Η μικρή πλατεία κάτω από το μεγάλο πλάτανο ευτυχώς είναι μια δρασκελιά δρόμος, γιατί με την ορμή που την τραβάει η Αντιγόνη, η κυρά Χρυσάνθη φοβάται ότι θα σωριαστεί στο δρόμο και θα φάει τα μούτρα της. Κοιτάζει προς τον καφενέ. Κάποιοι κάθονται έξω, κάτω από τη φυλλωσιά του πλάτανου και παίζουν τάβλι. Σαν να 'ναι ο μπαρμπα-Θόδωρος της φαίνεται, με το μεγάλο παλικάρι του παπα-Ιερόθεου, τον Ανέστη.

-Μπάρμπα-Θόδωρε! Φωνάζει η καλοκάγαθη γυναικούλα, μην αντέχοντας να ακολουθήσει τον αγχωμένο ρυθμό της Αντιγόνης.

Βλέπει τους δυο άντρες να στρέφουν το βλέμμα τους προς τις δυο γυναίκες. Σταματούν το παιχνίδι τους και σηκώνονται όρθιοι. Ο νεαρότερος τρέχει προς τη μεριά των γυναικών, ενώ ο μπαρμπα-Θόδωρος κατευθύνεται προς το καφενείο.

-Άσε την κυρά Χρυσάνθη, Αντιγόνη μου. Θα την σωριάσεις χάμω. Έλα, πες μου εμένα, τι συμβαίνει; Ο γιος του παπά, μιλάει γλυκά στην Αντιγόνη, που τον κοιτάζει με μάτια γεμάτα πανικό.

-Το μωρό μου! Ο Γιαννάκης μου! Δεν είναι στην κούνια του. Κάποιος μού τον άρπαξε Ανέστη μου. Βοηθήστε με χωριανοί, το μωρό μου... Η Αντιγόνη σπαράζει. Το παλικάρι, ο Ανέστης, τη σφίγγει στην αγκαλιά του, ενώ κάνει νοήματα προς τον καφενέ.

-Ησύχασε Αντιγόνη μου, όλα θα πάνε καλά. Έλα κάτσε, θα ειδοποιήσουμε, θα ψάξουμε, είμαστε τόσοι άνθρωποι εδώ, θα το βρούμε το μωρό σου, θα τον βρούμε το Γιαννάκη σου. Πιες μια γουλιά νερό κορίτσι μου, της λέει και της δίνει ένα ποτήρι με δροσερό νερό, που έφερε ο Γιώργης από τον καφενέ.

Η Αντιγόνη κάθεται στην καρέκλα κάτω από το μεγάλο πλατάνι. Πίνει το νερό που της προσφέρουν και κοιτάζει γύρω της χαμένη. Ακούει να της μιλάνε όλοι, να την καθησυχάζουν. Ακούει τον Ανέστη να ρωτάει τον Γιώργη αν πήρε τηλέφωνο το Δημήτρη της να έρθει.

-Έχει αναλάβει ο μπάρμπα-Θόδωρος. Μίλησε με το Δημήτρη, τώρα ξεκίνησε και έρχεται, ακούει τον Γιώργη να απαντάει με χαμηλή φωνή.

Από το τέρμα του δρόμου ακούγεται η μηχανή από το αγροτικό του Δημήτρη. Έρχεται με μεγάλη ταχύτητα και φρενάρει απότομα μπροστά στην πλατεία. Ο Δημήτρης πετάγεται έξω και τρέχει προς τη γυναίκα του. Τη σφίγγει στην αγκαλιά του.

-Δημήτρη, το μωρό μας, ο Γιαννάκης μας, δεν είναι στην κούνια του. Μας τον άρπαξαν, φωνάζει και κλαίει η Αντιγόνη, στην αγκαλιά του άντρα της.

-Σώπα κορίτσι μου, όλα θα πάνε καλά, την καθησυχάζει ο Δημήτρης.

-Έχεις ειδοποιήσει; Ρωτάει ο μπαρμπα-Θόδωρος το Δημήτρη.

-Ναι, τώρα φτάνει, απαντάει ο Δημήτρης, χωρίς να αφήνει από την αγκαλιά του την Αντιγόνη που συνεχίζει να κλαίει με λυγμούς.

-Νάτος! Ήρθε ο γιατρός, ψιθυρίζει ο Ανέστης.

Το μικρό Φιατάκι πάρκαρε πίσω από το αγροτικό του Δημήτρη. Ο γιατρός πλησίασε και χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της Αντιγόνης. Άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε μια ένεση και την βύθισε απαλά στο χέρι της κοπέλας, αφού πρώτα απολύμανε την περιοχή με ένα μπαμπάκι με οινόπνευμα. Η κοπέλα σταμάτησε να κλαίει και κατέρρευσε στην αγκαλιά του άντρα της.

Όλοι μαζί οι χωριανοί, βοήθησαν το Δημήτρη να μεταφέρει τη γυναίκα του στο σπίτι τους και να την ξαπλώσει στο κρεβάτι τους.

Ο γιατρός πήρε το Δημήτρη παράμερα και μίλησε μαζί του κάμποση ώρα. Του έγραψε και μια συνταγή για ένα ακόμα ηρεμιστικό. Χαιρέτησε όλους τους χωριανούς, που είχαν μαζευτεί στο σπίτι και έφυγε.

Ησυχία επικράτησε στο δωμάτιο. Η κυρά Χρυσάνθη πλησίασε το Δημήτρη.

-Θα μείνω εγώ κοντά της. Πήγαινε να τελειώσεις τις δουλειές σου παλικάρι μου.

-Ευχαριστώ κυρά Χρυσάνθη, όλους σας, σας ευχαριστώ. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς τη βοήθειά σας.

Βγαίνοντας από το σπίτι, ο πάτερ Ιερόθεος πλησίασε το Δημήτρη.

-Δημήτρη, είναι η τρίτη φορά αυτό το μήνα παιδί μου.

-Το ξέρω πάτερ-Ιερόθεε, είναι τα φάρμακα που είναι πολύ βαριά. Και αυτή η διαβολεμένη ζέστη, δεν βοηθάει την κατάσταση. Πενήντα βαθμούς υπό σκιάν έφτασε σήμερα το μεσημέρι. Τι να σού κάνει ένα μυαλό με τόσο πόνο και τόσο βαριά φαρμακευτική αγωγή, σαλεύει.

-Παιδί μου, δεν θέλω να μπω στα χωράφια του γιατρού, αυτός ξέρει καλύτερα, αλλά άκου με κι εμένα. Η γυναίκα σου πρέπει να πενθήσει το παιδί που έχασε. Το να την κρατάτε σε ένα ψέμα, μόνο θα χειροτερεύει τα πράγματα. Τι το κρατάς το παιδικό δωμάτιο; Δεν το βλέπεις; Χειροτερεύει. Όλο πάει και αναζητάει το μωρό. Τώρα του έδωσε και όνομα. "Ο Γιαννάκης μου" μάς φώναζε.

-Ο γιατρός, πάτερ-Ιερόθεε, μάς είπε ότι πρέπει να γίνει σταδιακά. Να μην ξεριζώσουμε με μιας όλα όσα έφτιαξε. Το παιδικό δωμάτιο το έφτιαξε όλο μόνη της. Το έβαψε, το ζωγράφισε, έραψε τα υφάσματα, τις κουρτίνες, τα μαξιλαράκια. Με την κοιλιά στο στόμα ήταν και έφτιαχνε ακόμα την αλλαξιέρα όταν την έπιασε η αιμοραγία και...

Η φωνή του Δημήτρη σβήνει καθώς ένας λυγμός ανεβαίνει από το στήθος του και τον πνίγει. Ο πάτερ-Ιερόθεος σηκώνει το χέρι του και το ακουμπάει στον ώμο του.

-Τα ξέρω Δημήτρη μου, όλο το χωριό τα ξέρει. Νομίζεις ότι δεν πονάμε όλοι μας με αυτό που σάς βρήκε; Αλλά εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα. Η Αντιγόνη υποφέρει και όσο την αφήνετε να ζει σε μια φαντασίωση, χειροτερεύει. Πρέπει να της μιλήσεις Δημήτρη. Να την πας πάνω στο μικρό μνήμα. Θα κλάψει, θα σπαράξει, αλλά θα μάθει την αλήθεια, θα την αποδεχτεί με τον καιρό και θα σταματήσει να ζει μέσα στο ψέμα.

-Έχεις δίκιο πάτερ-Ιερόθεε, θα μιλήσω με το γιατρό να δούμε πώς θα το χειριστούμε. Συγχώρα με τώρα, πρέπει να πάω να τελειώσω, τα άφησα όλα ανοιχτά και έφυγα σαν τρελός για να έρθω εδώ. Ο πατήρ-Ιερόθεος έγνεψε με κατανόηση. Ο Δημήτρης έσκυψε να τού φιλήσει το χέρι.

-Τράβα παιδί μου στο δρόμο σου και είθε ο Ύψιστος να σου δίνει κουράγιο και δύναμη, τού είπε με θλιμμένη φωνή.

Ο Δημήτρης μπήκε στο αγροτικό του. Έφυγε για το χωράφι, αλλά στο τέλος του δρόμου έστριψε και πήγε προς το νεκροταφείο.

Προχώρησε και στάθηκε πάνω από το μικρό μνήμα. Χάιδεψε την κρύα πέτρα και άρχισε να μιλάει με χαμηλή φωνή.

-Η μάνα σου πονάει, σε ψάχνει. Οι γιατροί σού έκαναν αεροβάφτισμα και σε ονόμασαν Άγγελο, για να μην φύγεις χωρίς όνομα μικρό μου αγγελούδι. Όμως εμείς είχαμε πει ότι θα σε ονομάσουμε Γιαννάκη. Έτσι σε φώναζε σήμερα η μάνα σου, όταν σε έψαχνε μέσα στην κούνια που δεν κοιμήθηκες ποτέ. Μικρό μου αγγελούδι, Γιαννάκη μου...

Έμεινε εκεί, πάνω στο μικρό μνήμα και έκλαψε με λυγμούς, μέχρι που δεν είχε άλλα δάκρυα. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε με το κεφάλι σκυφτό.

-Γέρασε ο Δημήτρης, θαρρείς πως μέσα σε ένα μήνα, κάθισαν στην πλάτη του δέκα χρόνια, μουρμούρισε ο καντηλανάφτης που τον είδε να απομακρύνεται από το νεκροταφείο.

Επέστρεψε στο σπίτι. Η Αντιγόνη κοιμόταν ακόμα. Ευχαρίστησε την κυρία Χρυσάνθη και μόλις εκείνη έφυγε, σφάλισε την πόρτα του σπιτιού. Πήρε βαθιά ανάσα. Ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο παιδικό δωμάτιο.

Κοίταξε προς την άδεια κούνια με βουρκωμένα μάτια. Πάνω στο μικρό μαξιλαράκι με τα κίτρινα παπάκια, καθόταν μια λευκή πεταλούδα με απλωμένα τα φτερά της. Έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει, μέχρι που τα μάτια του ξεχείλισαν και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Έκλεισε την πόρτα του παιδικού δωματίου και πήγε να πλαγιάσει δίπλα στην Αντιγόνη, που κοιμόταν ακόμα βαθιά, από την ένεση που της έκανε ο γιατρός. Την τύλιξε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια του. Αύριο, άλλη μια δύσκολη μέρα θα ξημέρωνε. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top